Ο οβολός της χήρας, η ίδρυση της Εκκλησίας, το Τέλος των Καιρών
«Διδάσκαλε,
ποια είναι η μεγαλύτερη εντολή του Νόμου;» Τον ρωτάει και στέκεται
πίσω από την πλάτη Του. Ένα αμυδρό φωτεινό χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπο του Ιησού,
κοιτάζει τον συνομιλητή Του και του απαντάει:
«Η πρώτη απ’
όλες τις Εντολές είναι: ‘’Άκουσε Ισραήλ,
ο Κύριος και Θεός μας είναι ο μόνος Κύριος. Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό μας με
όλη σου την καρδιά, με όλη σου την ψυχή, με όλη σου την δύναμη’’.
Αυτή
είναι η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή. Η δεύτερη που μοιάζει με αυτήν: ‘’Να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό
σου’’. Δεν υπάρχουν μεγαλύτερες εντολές από αυτές τις δύο. Αυτές
περικλείουν όλο τον Νόμο και τους προφήτες».
«Διδάσκαλε,
απάντησες με σοφία και αληθινά. Έτσι είναι. Υπάρχει μόνον ένας Θεός και δεν
υπάρχει άλλος εκτός από Αυτόν, που να αγαπάμε με όλη μας την καρδιά, με όλη μας
τη διάνοια, με όλη μας την ψυχή και όλη μας την δύναμη, και να αγαπάμε και τον πλησίον
μας σαν τον εαυτό μας. Αξίζουν πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε ολοκαύτωμα και
θυσία».
«Εσύ δεν
είσαι μακριά από την Βασιλεία του Θεού, διότι έχεις καταλάβει ποιο ολοκαύτωμα
ευχαριστεί τον Θεό».
«Μα ποιο
είναι το πιο τέλειο ολοκαύτωμα;» ρωτάει ο γραμματέας με χαμηλή φωνή, σαν να τον ρωτάει ένα μυστικό.
Ο Ιησούς
ακτινοβολεί από αγάπη και αφήνει αυτό το μαργαριτάρι να πέσει στην καρδιά του
ανθρώπου που ανοίγεται στην διδασκαλία Του, στην διδασκαλία της Βασιλείας του
Θεού, και του λέει: «Το τέλειο ολοκαύτωμα είναι να αγαπάμε σαν τον εαυτό μας αυτούς που μας καταδικάζουν και να μη τους κρατάμε κακία. Όποιος το κάνει αυτό,
θα κατέχει την ειρήνη. Έχει ειπωθεί: ο ταπεινός θα κατέχει τη Γη και θα απολαμβάνει
την αφθονία της ειρήνης. Ειλικρινά σου λέω ότι αυτόν που μπορεί να αγαπήσει
τους εχθρούς του, τον αγγίζει η τελειότητα και κατέχει τον Θεό».
Ο γραμματέας
Τον χαιρετάει με σεβασμό, και επιστρέφει στην παρέα του που τον προσβάλει με
χαμηλή φωνή επειδή επαινούσε τον Διδάσκαλο, και θυμωμένα του λένε: «Τί Τον
ρώτησες στα κρυφά; Μήπως σε σαγήνευσε και σένα;»
«Άκουσα το
πνεύμα του Θεού να βγαίνει από τα χείλη Του».
«Είσαι
ανόητος. Μήπως πιστεύεις ότι είναι ο Χριστός;»
«Ναι».
«Αληθινά,
σύντομα θα δούμε τις σχολές μας άδειες από τους γραμματείς, και θα τους
βλέπουμε πίσω από αυτόν τον άνθρωπο! Μα πώς βλέπεις τον Χριστό σ’ Αυτόν;»
«Δεν ξέρω.
Ξέρω ότι αισθάνομαι πως είναι Αυτός».
«Είσαι
τρελός!» και του γυρίζουν την πλάτη με ανησυχία.
Ο Ιησούς
άκουσε τις κουβέντες τους, και όταν βλέπει τους Φαρισαίους να περνούν από μπροστά
Του αμίλητοι και να φεύγουν ανήσυχοι, τους φωνάζει, λέγοντας: «Ακούστε Με. Θέλω
να σας ρωτήσω κάτι. Κατά την γνώμη σας, τι νομίζετε για τον Χριστό; Τίνος Γιος είναι;»
«Θα είναι γιος του Δαβίδ», Του απαντούν,
και τονίζουν τα λόγια “θα είναι”, διότι θέλουν να Τον κάνουν να καταλάβει ότι,
γι’ αυτούς, Αυτός δεν είναι ο Χριστός.
«Τότε πώς ο
Δαβίδ, εμπνευσμένος από τον Θεό Τον απεκάλεσε “Κύριο” λέγοντας: “Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου: Κάθισε στη
δεξιά Μου μέχρι να κάνω τους εχθρούς Σου υποπόδιο για Σένα”; Λοιπόν, αν ο
Δαβίδ απεκάλεσε τον Χριστό “Κύριο”, πώς γίνεται ο Χριστός να είναι γιος του;»
Όπως δεν ξέρουν τι να Του απαντήσουν, φεύγουν αναμασώντας το δηλητήριο τους.
Ο Ιησούς φεύγει από το μέρος που ήταν και το οποίο τώρα έχει πολύ ήλιο, για να προχωρήσει προς τα εκεί που βρίσκονται τα ‘’στόματα’’ του Θησαυρού του Ναού. Αυτή η πλευρά είναι ακόμα στην σκιά, την οποία έχουν καταλάβει ραβίνοι που μιλούν με μεγάλες χειρονομίες απευθυνόμενοι προς το Εβραϊκό ακροατήριο, που αυξάνεται όλο και πιο πολύ όσο περνάει η ώρα. Προσπαθούν να συντρίψουν με τις ομιλίες τους τις διδασκαλίες του Χριστού.
Ο Ιησούς
είναι ακουμπισμένος στην κολώνα Του και παρακολουθεί. Δεν μιλάει. Δύο φορές οι
απόστολοι Τού έκαναν ερωτήσεις, αλλά Αυτός κουνάει το κεφάλι Του αρνητικά και
δεν μιλάει. Παρακολουθεί με πολλή προσοχή. Παρατηρεί μια δυστυχισμένη
γυναίκα, ντυμένη με καφέ σκούρα ρούχα που ταπεινά ανεβαίνει τα σκαλοπάτια πηγαίνοντας
προς έναν τοίχο, όπου υπάρχουν κάτι σαν κεφάλια λιονταριών με ανοικτό το στόμα
τους. Πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν προς τα εκεί. Είναι ο Θησαυρός του Ναού. Όμως ο Ιησούς δεν φαίνεται να δίνει
σημασία σ’ αυτούς, αλλά κοιτάζει τη γυναίκα. Τα μάτια Του την κοιτούν με
συμπόνια και λάμπουν από αγάπη όταν βλέπει το χέρι της να πετάει κάτι στο
πέτρινο στόμα ενός των λιονταριών. Και όταν η γυναίκα αποχωρεί και περνάει από κοντά Του, της λέει: «Ειρήνη σε σένα, γυναίκα».
Αυτή, σηκώνει
το κεφάλι της έκπληκτη και μένει άφωνη.
«Ειρήνη σε σένα», επαναλαμβάνει ο Ιησούς, «ο Ύψιστος σε ευλογεί». Η φτωχούλα
μένει εκστατική. Μετά, ψιθυρίζει έναν χαιρετισμό και φεύγει.
«Αυτή είναι
ευτυχισμένη στην δυστυχία της», λέει ο Ιησούς και σπάει τη σιωπή Του. «Είναι
ευτυχισμένη τώρα, διότι οι ευλογίες του Θεού είναι μαζί της. Ακούστε φίλοι Μου,
κι εσείς που είστε γύρω Μου. Βλέπετε αυτή τη γυναίκα; Έδωσε μόνον δυο
μικρά νομίσματα, που δεν είναι αρκετά ούτε για να θρέψουν ένα σπουργίτι μέσα στο
κλουβί του, κι όμως έδωσε περισσότερα απ’ όλους αυτούς που έδωσαν τις
προσφορές τους στο ταμείο του Ναού από όταν άνοιξε σήμερα το πρωί, τα ξημερώματα.
Ακούστε, έχω δει πολλούς πλούσιους ανθρώπους να βάζουν σε αυτά τα στόματα ποσά
που θα μπορούσαν να θρέψουν αυτή τη γυναίκα για ένα χρόνο και να ντύσουν τη
φτώχεια της, που είναι ευπρεπής μόνον επειδή είναι καθαρή. Όμως, ειλικρινά σας λέω,
κανένας δεν έδωσε περισσότερα απ’ αυτήν. Η προσφορά της είναι φιλευσπλαχνία.
Των άλλων δεν είναι. Η
δική της είναι γενναιοδωρία. Των άλλων δεν είναι. Η δική της είναι θυσία. Των άλλων
δεν είναι. Σήμερα αυτή η γυναίκα δεν θα φάει τίποτα, διότι δεν της έμεινε
τίποτα. Θα πρέπει πρώτα να εργαστεί για να κερδίσει κάποια χρήματα ώστε να
μπορέσει να πάρει λίγο ψωμί για να κόψει την πείνα της. Αυτή δεν έχει χρήματα
στην άκρη, ούτε συγγενείς που να εργάζονται γι’ αυτήν. Είναι ολομόναχη. Ο Θεός
πήρε τους δικούς της, τον άνδρα της, τα παιδιά της. Πήρε και την μικρή
περιουσία που της άφησαν, δηλαδή οι άνθρωποι τής την πήραν, αυτοί οι άνθρωποι (και δείχνει τους Φαρισαίους) με τις
μεγάλες χειρονομίες, βλέπετε; Συνεχίζουν να ρίχνουν εκεί το περίσσευμα τους,
πολύ από το οποίο προέρχεται από τοκογλυφία - από φτωχούς και πεινασμένους
ανθρώπους.
Οι Φαρισαίοι
λένε ότι δεν υπάρχει αγάπη μεγαλύτερη από τον Ναό, και έτσι διδάσκουν τους
ανθρώπους να μην αγαπούν τον πλησίον τους. Εγώ σας λέω ότι πάνω από τον Ναό
υπάρχει η αγάπη. Ο νόμος του Θεού είναι αγάπη και όποιος δεν έχει ευσπλαχνία
προς τον πλησίον του, δεν αγαπάει. Τα υπερβολικά χρήματα που λασπώνονται με την
τοκογλυφία, το μίσος, τη σκληρότητα και την υποκρισία, δεν ψάλλουν ύμνους στον
Θεό και δεν ελκύουν ουράνιες ευλογίες στον δωρητή. Ο Θεός τα απορρίπτει. Είναι
δηλητήριο που κατατρώγει τα υπολείμματα που έχετε ακόμα στην ψυχή σας, ω
Φαρισαίοι. Ο Θεός δεν θέλει το περίσσευμα. Μην είστε σαν τον Κάιν.
Η πρώτη εντολή είναι: “Αγάπα τον Θεό με όλη την καρδιά σου, με όλη την ψυχή σου, με όλη την διάνοια, με όλη σου την δύναμη’’. Λοιπόν όχι ό,τι περισσεύει, αλλά αυτό που είναι το αίμα μας πρέπει να προσφέρεται σ’ Αυτόν, όταν είμαστε πρόθυμοι να υποφέρουμε γι’ Αυτόν. Να υποφέρουμε. Όχι να κάνουμε άλλους ανθρώπους να υποφέρουν. Με μισείτε επειδή μιλάω έτσι. Όμως όσον καιρό θα μπορούν να μιλούν αυτά τα χείλη, θα μιλούν έτσι. Εσείς Με μισείτε όλοι σας, επειδή περιφρονείτε αυτή τη γυναίκα. Εγώ την επαινώ.
Να θυμάστε ότι ο Διδάσκαλός σας ήταν πολλές φορές πεινασμένος και κρύωνε και είχε πολλές άλλες ανάγκες και προβλήματα και Αυτός, ο Λόγος του Θεού, τα παρουσίαζε με ταπείνωση στους ανθρώπους. Να θυμάστε ότι θα ανταμειφθούν οι ελεήμονες ακόμα και αν έχουν δώσει ένα ποτήρι νερό. Να θυμάστε ότι είναι καλύτερα να δίνετε, παρά να παίρνετε.
Ω! Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ που λιθοβολείς και σκοτώνεις τους προφήτες σου! Πόσες φορές θέλησα να συγκεντρώσω τα παιδιά σου, όπως η κλώσσα κάνει με τα κλωσσόπουλά της κάτω από τις φτερούγες της, και εσύ το αρνήθηκες. Τώρα άκουσε, Ιερουσαλήμ! Τώρα άκουσε, εσύ που Με μισείς, και μισείς το κάθε τι που προέρχεται από τον Θεό. Τώρα άκουσε, εσύ που Με αγαπάς και που θα σε παρασύρουν στην τιμωρία που υπάρχει γι’ αυτούς που καταδικάζουν τον Αγγελιοφόρο Του Θεού. Κι εσείς, ακούστε Με, (απευθύνεται στους εθνικούς) εσείς που δεν ανήκετε σ’ αυτόν τον λαό, όμως Με ακούτε επίσης, για να μάθετε Ποιος είναι Αυτός Που σας μιλάει και προλέγει χωρίς να χρειάζεται να μελετήσει το κελάηδημα είτε την πτήση των πουλιών, ούτε τα ουράνια φαινόμενα, ούτε τα σπλάχνα των θυσιασμένων ζώων, ούτε τη φωτιά και τον καπνό του ολοκαυτώματος, διότι όλο το μέλλον είναι παρόν γι’ Αυτόν που σας μιλάει.
‘’Αυτός ο Οίκος σας θα ερημωθεί. Εγώ το λέω, λέει ο Κύριος, και δεν θα Με δείτε πλέον, μέχρι να πείτε και εσείς: ‘’Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου’’». Ο Ιησούς είναι πολύ κουρασμένος και ξαναμμένος και εξ αιτίας αυτής της ημέρας που έχει πολλή υγρασία και δεν φυσάει καθόλου.
Στριμωγμένος κοντά σ’ ένα τοίχο από τον πολύ κόσμο, τις άπληστες ματιές των χιλιάδων ανθρώπων, νιώθοντας όλο το μίσος αυτών που Τον ακούν κάτω από τα σκέπαστρα της Αυλής των Εθνικών, αλλά και όλη την αγάπη του απλού λαού ή τουλάχιστον τον θαυμασμό τους να Τον περιτριγυρίζει, αδιαφορώντας για τον ήλιο που είναι δυνατός και κοκκινίζει τα ιδρωμένα πρόσωπα, πραγματικά φαίνεται εξουθενωμένος. Χρειάζεται παρηγοριά και την αποζητάει λέγοντας στους αποστόλους Του και στους εβδομήντα-δύο μαθητές που χώνονται σαν σφήνες και ανοίγουν δρόμο μέσα από το πλήθος και σχηματίζουν ένα φράγμα αγάπης γύρω Του: «Ας φύγουμε από τον Ναό, ας πάμε προς τα έξω, κάτω από τα δένδρα. Χρειάζομαι σκιά, σιωπή και καθαρό αέρα. Αυτό το μέρος φαίνεται να φλέγεται ήδη με την φωτιά της ουράνιας οργής».
Προχωρούν
και με τους αγκώνες τους ανοίγουν δρόμο με δυσκολία και με αυτό τον τρόπο
βγαίνουν έξω από την κοντινότερη πύλη, όπου ο Ιησούς μάταια προσπαθεί να απολύσει
αυτή την λαοθάλασσα. Θέλουν να Τον ακολουθήσουν με κάθε τρόπο. Εν τω μεταξύ οι
μαθητές παρακολουθούν το κτίσμα του Ναού που λάμπει κάτω από τον ήλιο, διότι
είναι ήδη μεσημέρι, και ο Ιωάννης από την Έφεσο δείχνει τη γερή δομική κατασκευή
στον Διδάσκαλο και λέει: «Κοίταξε στο πλάι τις πέτρες και την κατασκευή!»
«Κι όμως δεν
θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα», απαντάει ο Ιησούς.
«Όχι; Πότε;
Πώς;» ρωτούν πολλοί.
Όμως, ο
Ιησούς δεν λέει τίποτα. Κατηφορίζει από τον Μορία και γρήγορα εγκαταλείπει την πόλη
διασχίζοντας την Οφήλ και την πύλη Εφραΐμ ή της Κοπριάς, και βρίσκει καταφύγιο στους Κήπους του Βασιλιά.
Σκιά, σιωπή,
άρωμα λουλουδιών και η μυρωδιά της κάμφορας, της κανέλας, της λεβάντας, του
γαρίφαλου και άπειρα αρώματα από αρωματικά βότανα, ο ήχος που κάνει το ρυάκι καθώς κατηφορίζει από τις πηγές στις στέρνες κάτω από τις φυλλωσιές, το γουργούρισμα
των πουλιών, κάνουν αυτό το συγκεκριμένο μέρος έναν παράδεισο. Η πόλη φαίνεται σαν να είναι μίλια μακριά, με τα στενά δρομάκια της σκοτεινά από τις πολλές στοές, είτε μέσα
στο λιοπύρι σε σημείο να ζαλίζεσαι, με τις μυρωδιές και τις δυσωδίες των
υπονόμων, που δεν είναι πάντα καθαροί, και σε δρόμους που περνούν πολλά
τετράποδα, ιδιαίτερα στους μικρότερους δρόμους.
«Είσαι πολύ
κουρασμένος, Διδάσκαλε. Φαίνεται από το πρόσωπο Σου», παρατηρεί ο ετεροθαλής
αδελφός του Ηρώδη, Μαναήν*.
«Ναι. Τόσο
πολύ που δεν είχα δύναμη να προχωρήσω πάρα πέρα...»
«Μα εγώ σου
πρόσφερα αυτούς τους κήπους αρκετές φορές αυτές τις τελευταίες ημέρες. Ξέρεις
πόσο με ευχαριστεί να μπορώ να σου προσφέρω ειρήνη και παρηγοριά!»
«Το ξέρω,
Μαναήν, βλέπεις πόση χαρά έχουν οι μαθητές μου που δροσίζονται!... Ήδη ξέχασαν τις
πλεκτάνες εναντίον Μου μέσα σε αυτά τα τείχη…»
«Και έχουν
ξεχάσει ότι είσαι τόσο λυπημένος. Όμως εγώ δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος
σοβαρός λόγος για να φοβόμαστε. Αυτός ο τόπος θα φαινόταν πιο επικίνδυνος σε
άλλες περιπτώσεις».
Ο Ιησούς τον κοιτάζει και μένει σιωπηλός. Πόσο συχνά, αυτές τις τελευταίες ημέρες βλέπω τον Ιησού να κοιτάζει και να είναι σιωπηλός όπως τώρα!
Ο Μαναήν
αποσύρεται για να αφήσει τον Ιησού μόνο. Όλοι σέβονται την ανάπαυση του
Διδασκάλου, που είναι πολύ κουρασμένος και ξάπλωσε κάτω από μια πέργκολα ανθισμένη
με όμορφα γιασεμιά σε σχήμα τόξου, απομονωμένη, με ένα σιντριβάνι που χύνεται
σε ένα αυλάκι πάνω στο οποίο κρέμονται λουλούδια. Είναι πραγματικά ένα ειρηνικό
καταφύγιο.
Οι υπηρέτες
τώρα είναι περισσότεροι, διότι η Μάρθα ήθελε να εξασφαλίσει
όλους τους υπηρέτες για τον Κύριο, και ειδοποιούν ότι οι γυναίκες θα έρθουν αμέσως.
Ο Ιησούς
ζητάει τον Πέτρο και του λέει: «Μαζί με τον αδελφό Μου τον Ιάκωβο ευλογείστε
και προσφέρετε στον καθέναν σας την τροφή όπως Εγώ κάνω».
«Δεν θα
μείνεις μαζί μας; Δεν θα φας;»
«Ας
ξεκουραστώ, αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι. Φάτε! Φάτε!» και χαϊδεύει κάποιους
που βρίσκονται στον δρόμο Του, και μετά επιστρέφει στην θέση Του.
Γλυκιά και
χαρούμενη είναι η άφιξη της Μητέρας κοντά στον Γιο Της. Η Μαρία πλησιάζει χωρίς
δισταγμούς, διότι ο Μαναήν Της δείχνει το μέρος που βρίσκεται ο Γιος Της. Οι
άλλες μαθήτριες, όλες οι Εβραίες βρίσκονται εκεί, από τις Ρωμαίες είναι μόνον
η Βαλέρια, που σταματάει για λίγο και είναι σιωπηλή για να μην ξυπνήσει τους
μαθητές που κοιμούνται στην σκιά μερικών μεγάλων δένδρων, σαν ένα κοπάδι
ξαπλωμένο στο χορτάρι το μεσημέρι.
Η Μαρία πηγαίνει κάτω από την πέργκολα με τα γιασεμιά χωρίς να ακουστεί θόρυβος και με προσοχή πλησιάζει τον Γιο Της, που τον κατέλαβε η κόπωση και αποκοιμήθηκε με το κεφάλι πάνω στο λίθινο τραπέζι που βρίσκεται εκεί, με το αριστερό Του χέρι για μαξιλάρι κάτω από το πρόσωπο Του που καλύπτεται από τα μαλλιά Του. Η Μαρία κάθεται με υπομονή δίπλα στον εξαντλημένο Γιο Της. Και Τον κοιτάζει με επιμονή, και ένα θλιμμένο και γεμάτο αγάπη χαμόγελο φαίνεται στα χείλη Της, όμως αν τα χείλη Της είναι κλειστά και σιωπηλά, η καρδιά Της προσεύχεται με όλη την δύναμη που έχει, και η δύναμη αυτής της προσευχής και οι σκέψεις Της αποκαλύπτονται από τη συμπεριφορά των χεριών Της που τα έχει δεμένα πάνω στην κοιλιά Της, με σφιγμένα τα δάχτυλα, σφιγμένα για να μην προδοθούν πως τρέμουν, και όμως ταράσσονται από ένα ελαφρύ τρέμουλο. Τα χέρια Της χωρίζουν για να διώξουν μόνον μια μύγα που επιμένει να καθίσει πάνω στον Γιο Της, που κοιμάται. Είναι η Μητέρα που προσέχει τον Γιο Της...
Όμως κάτι σχίζει την καρδιά Της: Ακούει τον Ιησού να κλαίει στον ύπνο του και να αναφέρει το όνομα του Ιούδα, ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος, διότι μιλάει με το στόμα Του σφηνωμένο ανάμεσα στα χέρια Του και τα ρούχα Του. Η Μαρία σηκώνεται, πλησιάζει τον Γιο Της και σκύβει επάνω Του. Τα λόγια του Ιησού αν και έχουν διακοπές, μπορεί κανείς να τα ακολουθήσει. Της δίνουν να καταλάβει ότι ονειρεύεται ξανά το παρόν, το παρελθόν και μετά το μέλλον, μέχρι που ξυπνάει με ένα τίναγμα, σαν να ήθελε να αποφύγει κάτι τρομακτικό. Όμως βρίσκει το στήθος της Μητέρας Του, την αγκαλιά της Μητέρας Του, το χαμόγελο της μητέρας Του, τη γλυκιά φωνή της Μητέρας Του, το φιλί Της, το χάδι Της, το απαλό άγγιγμα της μαντίλας Της, με την οποία είχε σκουπίσει το πρόσωπο Της για να κρύψει το δάκρυ και τον ιδρώτα, ενώ Του λέει: «Κοιμόσουν άβολα και ονειρευόσουν... Είσαι πολύ ιδρωμένος και κουρασμένος, Γιε Μου» και Του στρώνει τα μαλλιά, σκουπίζει το πρόσωπο Του, Τον φιλάει, Τον αγκαλιάζει με το ένα Της χέρι και Τον τραβάει πάνω στην καρδιά Της, διότι δεν μπορεί πλέον να Τον έχει στην αγκαλιά Της, όπως έκανε όταν ήταν μικρός.
Ο Ιησούς Της χαμογελάει και Της λέει: «Εσύ είσαι πάντοτε η Μητέρα. Αυτή που παρηγορεί, αυτή που ανταμείβει για όλα. Η Μητέρα Μου! Και Την βάζει να καθίσει κοντά Του ακουμπώντας το χέρι Του πάνω στα γόνατά Της και η Μαρία πιάνει το μακρύ Του χέρι, τόσο απαλό και τόσο δυνατό, το χέρι ενός χειρώνακτα, στα μικρά Της χέρια και χαϊδεύει τα δάχτυλά Του και ακουμπάει τις φλέβες Του, που είναι εξογκωμένες επειδή κρεμόντουσαν τα χέρια Του όσο κοιμόταν. Και προσπαθεί να του αποσπάσει την προσοχή λέγοντας: «Εμείς ήρθαμε, είμαστε όλες εδώ, ακόμα και η Βαλέρια. Οι άλλες βρίσκονται στον Πύργο Αντώνια. Τις ήθελε η Κλαυδία (η γυναίκα του Πιλάτου), “διότι ήταν πολύ λυπημένη”, μας το είπε η απελευθερωμένη σκλάβα της, δεν ξέρω τον λόγο, αλλά έχει ένα προαίσθημα πως θα κλάψει πικρά. Προκαταλήψεις! Μόνον ο Θεός ξέρει τι θα γίνει…»
«Που
βρίσκονται οι μαθήτριες;» ρωτάει ο Ιησούς.
«Εκεί πέρα, στην είσοδο των Κήπων. Η Μάρθα ήθελε να προετοιμάσει μερικά ροφήματα και λίγα φαγητά όταν σκέφτηκε πόσο εξαντλημένος είσαι. Όμως Εγώ, κοίταξε, αυτό το έφτιαξε η Μητέρα Σου», και Του δείχνει λίγο μέλι και ένα τσουρέκι λέγοντας: «Όπως κάναμε στη Ναζαρέτ, όταν ξεκουραζόσουν τις πιο ζεστές ώρες, και μετά ξυπνούσες και ζεσταινόσουν, και Εγώ ερχόμουν από την δροσερή σπηλιά με αυτό το δροσιστικό...» σταματάει διότι η φωνή Της αρχίζει να τρέμει.
Ο Γιος Της
Την κοιτάζει και μετά Της λέει: «Και όταν ήταν ο Ιωσήφ, έφερνες αναψυκτικά για δύο και δροσερό νερό
από τη στάμνα…», είναι
σκεπτικός... θυμάται... και ξαφνικά λέει:
«Μητέρα, όταν θα μείνεις ολομόναχη, με ποιόν
θα μείνεις;»
«Με όποιον
Μου πεις Εσύ, Γιε. Εγώ, Σε υπάκουσα προτού να Σε αποκτήσω. Θα
συνεχίσω να το κάνω και μετά που θα Με αφήσεις», και η φωνή Της τρέμει, όμως ένα ηρωικό χαμόγελο υπάρχει στα χείλη Της.
«Εσύ ξέρεις να υπακούς, πόση γαλήνη δίνει να βρίσκεται κανείς μαζί Σου! Διότι, βλέπεις Μητέρα; Ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει, όμως Εγώ αναπαύομαι απόλυτα με υπάκουους ανθρώπους. Ναι, ο Θεός αναπαύεται με τους υπάκουους. Ο Θεός δεν θα υπέφερε ούτε θα μοχθούσε, αν δεν είχε έρθει η ανυπακοή στον κόσμο. Όλα συνέβησαν επειδή ο άνθρωπος δεν υπάκουσε. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει θλίψη στον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος της θλίψης Μας».
«Τα αδέλφια
της Ιωάννας Μου μίλησαν για την ομιλία που έκανες. Ήταν συνεπαρμένοι και θαύμαζαν.
Είπες πικρά λόγια για τους Φαρισαίους».
«Ήρθε η ώρα
για υπέρτατες Αλήθειες, Μητέρα, που παραμένουν νεκρές αλήθειες γι’ αυτούς, όμως
για τους άλλους θα είναι ζωντανές αλήθειες. Και θα πρέπει να δώσω την τελευταία
μάχη με αγάπη και αυστηρότητα για να τους τραβήξω από το Κακό».
«Μου είπαν
ότι ο Γαμαλιήλ που ήταν με άλλους ανθρώπους σε μια από τις αίθουσες, είπε
τελικά, ενώ πολλοί Φαρισαίοι ήταν αναστατωμένοι: “Όταν κάποιος δεν θέλει να τον
προσβάλουν, ενεργεί δίκαια”. Και έφυγε μετά από αυτήν τη παρατήρηση».
«Χαίρομαι
που Με άκουσε ο ραβίνος. Ποιος Σου το είπε;»
«Ο Λάζαρος.
Ο Λάζαρος έρχεται κάθε μέρα. Όμως η Μαρία θυμώνει διότι λέει ότι μοιάζει με φάντασμα.
Πηγαίνει επάνω στον Ναό, έρχεται, δίνει εντολές και φεύγει ξανά».
«Και ο
Λάζαρος ξέρει να υπακούει. Εγώ του είπα να συμπεριφέρεται έτσι, διότι προσπαθούν
να τον πιάσουν και αυτόν. Αλλά μη πεις τίποτε στις αδελφές του. Τίποτα δεν θα
συμβεί σ’ αυτόν. Και τώρα ας πάμε προς τις μαθήτριες».
«Μην
φεύγεις, Εγώ θα τις καλέσω. Οι μαθητές κοιμούνται όλοι…»
Η Μαρία βγαίνει και μετά επιστρέφει με τις γυναίκες. Τον χαιρετούν με πολύ σεβασμό και μόνον η Μαρία του Κλωπά έχει περισσότερη οικειότητα. Η Μάρθα βγάζει από μια τσάντα έναν μικρό πήλινο αμφορέα, ενώ η Μαρία βγάζει φρέσκα φρούτα που έφερε από την Βηθανία και τα ακουμπάει πάνω στο τραπέζι κοντά σε αυτά που ετοίμασε η αδελφή της, που είναι ένα τραγανιστό περιστέρι ψημένο στα κάρβουνα και παρακαλεί τον Ιησού να το δεχτεί, λέγοντας: «Φάε το, είναι θρεπτικό. Το ετοίμασα μόνη μου». Ενώ η Ιωάννα έφερε λίγο ροζ ξύδι και εξηγεί ότι δίνει πολλή δροσιά στις πρώτες ζέστες.
«Εμείς δεν
έχουμε τίποτα», λένε η Μαρία Σαλώμη και η Μαρία του Κλωπά, η Σουζάννα και η
Ελίζα σαν να απολογούνται. Επίσης και η Βερονίκη και η Βαλέρια λένε με την
σειρά τους:
«Ούτε κι
εμείς, δεν ξέραμε ότι θα ερχόμαστε».
«Εσείς Μου
δώσατε όλη την καρδιά σας. Αυτό Μου αρκεί. Και θα Μου την δίνετε ακόμα...»
Ο Ιησούς
παίρνει λίγη τροφή, αλλά προπαντός πίνει από το δροσερό νερό με μέλι που έχει η
Μάρθα στον αμφορέα της και τρώει τα φρέσκα φρούτα, πραγματική δροσιά για τον Κουρασμένο.
Ξαφνικά η
Ελίζα αρχίζει να κλαίει, και δικαιολογείται λέγοντας: «Δεν ξέρω. Η καρδιά μου
είναι γεμάτη θλίψη...»
«Όλων οι
καρδιές. Ακόμα και της Κλαυδίας, στο παλάτι της», λέει η Βαλέρια.
«Μακάρι να
βρισκόμασταν ήδη στην Πεντηκοστή», ψιθυρίζει η Σαλώμη.
«Εγώ
αντιθέτως θα ήθελα να σταματήσει ο χρόνος εδώ, τώρα», λέει η Μαρία η Μαγδαληνή.
«Θα ήταν
εγωιστικό εκ μέρους σου, Μαρία», της απαντάει Ιησούς.
«Γιατί
Ραβουνί;»
«Διότι θα
ήθελες την χαρά της μεταστροφής σου αποκλειστικά για σένα. Υπάρχουν εκατομμύρια
άνθρωποι που περιμένουν αυτή την ώρα, είτε που θα λυτρωθούν εξ αιτίας αυτής της
ώρας».
«Αυτό είναι
αλήθεια. Δεν το σκέφτηκα» και χαμηλώνει το κεφάλι της και δαγκάνει τα χείλη της
για να κρύψει τα δάκρυα στα μάτια της και το τρέμουλο των χειλιών της.
«Δεν έχετε κάτι άλλο να μου πείτε; Είστε σιωπηλές και λυπημένες. Δεν είμαι
πλέον ο Ιησούς σας;» και χαμογελάει στις γυναίκες για να τις δυναμώσει.
«Ω! Είσαι!
Αλλά Είσαι τόσο μεγάλος αυτές τις ημέρες που δεν μπορώ πλέον να Σε βλέπω σαν το
μικρό αγόρι που σήκωνα στα χέρια Μου!» αναφωνεί η Μαρία του Αλφαίου.
«Ούτε και
εγώ δεν μπορώ να Σε δω σαν τον απλό ραβίνο που συνήθιζε να έρχεται στην κουζίνα
μου και να ζητάει τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο», λέει η Σαλώμη.
«Και εγώ
πάντοτε Σε γνωρίζω σαν τον Βασιλιά της ψυχής μου!» λέει η Μαρία η Μαγδαληνή.
Και η Ιωάννα
με πραότητα λέει: «Και εγώ επίσης: Θεϊκό, από εκείνο το όνειρο που μου εμφανίστηκες,
όταν πέθαινα, για να με καλέσεις στη Ζωή».
«Κύριε, μας
έδωσες τα πάντα. Τα πάντα!» λέει με έναν αναστεναγμό η Ελίζα, που προσπάθησε να
συνέλθει.
«Και εσείς
Μου δώσατε τα πάντα».
«Πολύ λίγα!»
απαντούν όλες.
«Μη μας ξεχάσεις», λέει η Μαγδαληνή με μια συγκρατημένη ανησυχία, τόσο συγκινημένη που η φωνή της μοιάζει περισσότερο με κραυγή, παρ’ όλο που μιλάει σε χαμηλό τόνο για να μην ξυπνήσει αυτούς που κοιμούνται.
«Εγώ δεν θα σας ξεχάσω. Θα έρθω. Εσύ Ιωάννα ξέρεις ότι έρχομαι ακόμα και αν βρίσκομαι μακριά. Οι άλλες πρέπει να το πιστέψουν αυτό. Και θα σας αφήσω κάτι… ένα Μυστήριο που θα Με κρατάει μέσα σας και εσείς μέσα Μου, μέχρι να ενωθούμε ξανά, εσείς και Εγώ στην Βασιλεία του Θεού. Πηγαίνετε τώρα. Ίσως πείτε ότι δεν σας μίλησα πολύ, και ίσως να μην χρειαζόταν να έρθετε για τόσο λίγο. Όμως ήθελα να έχω γύρω Μου καρδιές που Με αγάπησαν χωρίς εγωισμούς. Για χάρη Μου: για τον Ιησού, όχι για τον μελλοντικό Βασιλιά του Ισραήλ που ονειρεύτηκε ο κόσμος. Πηγαίνετε. Και ας είστε ευλογημένες για άλλη μια φορά».
Τις αποχαιρέτησε όλες και κράτησε την Μητέρα Του, στην οποία είπε: «Πριν
βραδιάσει θα βρίσκομαι στο παλάτι του Λάζαρου. Έχω ανάγκη να Σε ξαναδώ. Ο
Ιωάννης θα είναι μαζί Μου. Όμως θέλω μόνον Εσένα, Μητέρα, τις άλλες Μαρίες, τη Μάρθα και τη Σουζάννα.
Είμαι τόσο κουρασμένος».
«Εμείς θα
είμαστε μόνον. Αντίο, Γιε Μου».
Φιλούν ο
ένας τον άλλο και αποχωρίζονται.
Ο Ιησούς είναι για άλλη μια φορά ολομόναχος. Σηκώνεται και βγαίνει έξω.
Πηγαίνει και φωνάζει τον Ιωάννη που κοιμάται μπρούμυτα με το πρόσωπο του πάνω στα
λουλούδια, σαν μικρό παιδί και του δίνει τον μικρό αμφορέα με το ροζ ξύδι που
Του έφερε η Ιωάννα και του λέει: «Θα πάμε στην Μητέρα Μου απόψε. Αλλά μόνον οι
δυο μας».
«Καταλαβαίνω.
Αυτές ήρθαν;»
«Ναι.
Προτίμησα να μην σε ξυπνήσω».
«Καλά
έκανες. Η χαρά Σου θα ήταν μεγαλύτερη. Αυτές ξέρουν να Σε αγαπούν καλύτερα από εμάς»,
λέει ο Ιωάννης απογοητευμένος.
«Έλα μαζί
Μου». Ο Ιωάννης Τον ακολουθεί.
«Τι έχεις;» ο Ιησούς τον ρωτάει όταν βρίσκονται για άλλη μια φορά κάτω από το αχνό
πράσινο φως της πέργκολας, όπου υπάρχουν ακόμα λίγα περισσεύματα τροφών.
«Διδάσκαλε,
είμαστε πολύ κακοί. Όλοι μας. Δεν έχουμε υπακοή, ούτε την επιθυμία να βρισκόμαστε
μαζί Σου. Ακόμα και ο Πέτρος και ο Σίμων, έφυγαν. Δεν ξέρω για πού. Και έτσι ο
Ιούδας βρήκε την ευκαιρία να καυγαδίσει».
«Έφυγε και ο
Ιούδας;»
«Όχι, Κύριε.
Δεν έφυγε. Είπε ότι δεν χρειάζεται να φύγει, ότι δεν κατάφερε ακόμα να εξασφαλίσει
προστασία για Σένα».
«Δεν
πειράζει. Βασικά ο Ιούδας δεν χρειάζεται να λείψει όσο εσύ βρίσκεσαι εδώ. Αυτός
ξέρει πού και πότε θα πάει για να κάνει αυτό που έχει να κάνει».
«Τότε γιατί
μιλάει τόσο; Δεν είναι ωραίο μπροστά στους μαθητές!»
«Δεν είναι
ωραίο. Αλλά έτσι είναι. Να χαίρεσαι εσύ, αρνί Μου».
«Εγώ αρνί
Σου; Δεν υπάρχει άλλο Αρνίο αλλά μόνον Εσύ!»
«Ναι. Εσύ.
Εγώ το Αρνίο του Θεού, κι εσύ το αρνί του Αρνίου του Θεού».
Ο Ιησούς τον
χαϊδεύει. Και του προσφέρει λίγο από το ψημένο περιστέρι που έχει μείνει στο
τραπέζι πάνω σε ένα φύλλο καψαλισμένο και τυλιγμένο. Κατόπιν καθαρίζει μερικά σύκα
που είχαν φέρει γι’ Αυτόν και του τα προσφέρει, ευχαριστημένος που τον βλέπει να
τρώει. Ο Ιησούς κάθισε στο πλάι στην άκρη του τραπεζιού και κοιτάζει τον
Ιωάννη με πολλή προσοχή, μέχρι που αυτός ρωτάει: «Γιατί με κοιτάς
έτσι; Επειδή τρώω με τόση λαιμαργία;»
«Όχι. Επειδή
είσαι σαν παιδί. Ω! Αγαπημένε Μου! Πόσο πολύ σε αγάπησα εξ αιτίας της καρδιάς
σου!» και ο Ιησούς σκύβει για να φιλήσει το ξανθό κεφάλι του αποστόλου Του και
του λέει: «Να παραμείνεις έτσι, πάντα έτσι, με την καρδιά σου χωρίς υπερηφάνεια
και κακία. Έτσι, ακόμα και σε στιγμές ανεξέλεγκτης θηριωδίας. Μην μιμείσαι
αυτούς που αμαρτάνουν, παιδί Μου. Πάμε, είναι ώρα να φύγουμε και να πάμε στην
κατασκήνωση των Γαλιλαίων».
«Θα
διανυκτερεύσουμε εκεί και απόψε; Και θα περάσουμε πρώτα από την Γεθσημανή; Ο Ιούδας
ήθελε να το γνωρίζει. Λέει ότι βαρέθηκε να είναι έξω με την υγρασία με λίγες
έως καθόλου ανέσεις».
«Σύντομα θα
τελειώσουν όλα. Όμως δεν θα πω στον Ιούδα τις προθέσεις Μου».
«Δεν είσαι
υποχρεωμένος. Εσύ πρέπει να μας καθοδηγείς, όχι εμείς, Εσένα», και ο Ιωάννης
είναι τόσο μακριά από τη προδοσία που ούτε καν καταλαβαίνει την αιτία της
σύνεσης ένεκα της οποίας ο Ιησούς εδώ και μερικές ημέρες δεν αναφέρει καθόλου
τα σχέδιά Του.
Βγαίνουν από τους Κήπους. Κάνει ζέστη και ο ήλιος λάμπει ακόμα. Όμως το απογευματινό αεράκι ήδη ελαττώνει την ζέστη και φέρνει μερικά σύννεφα στον καθαρό ουρανό. Ανηφορίζουν προς τον Σιλωάμ, αποφεύγοντας τις περιοχές των λεπρών, όμως ο Σίμων πηγαίνει σ’ αυτούς για να τους δώσει τα υπόλοιπα του γεύματος στους λιγοστούς που έχουν απομείνει εκεί, που δεν πίστεψαν στον Ιησού.
Ο Ματθίας, ο
πρώην βοσκός, πλησιάζει τον Ιησού και Τον ρωτάει: «Κύριέ μου και Διδάσκαλέ μου,
οι σύντροφοί μου και εγώ αναλογιστήκαμε πολύ τα λόγια Σου. Εσύ προείπες ότι θα
αλλάξουν πολλά πράγματα και... αν και ο Νόμος θα παραμείνει αμετάβλητος, ένας νέος
Ναός θα πρέπει να κτιστεί, με καινούργιους προφήτες, σοφούς και γραμματείς, που
δεν θα πεθάνει, ενώ αυτός εδώ, αν καταλάβαμε σωστά, πρόκειται να χαθεί».
«Πρόκειται
να χαθεί. Θυμήσου την προφητεία του Δανιήλ» (Δαν. 9:20-27).
«Μα πως θα
μπορέσουμε εμείς, φτωχοί και λίγοι όπως είμαστε, να τον χτίσουμε ξανά, όταν οι
Βασιλείς είχαν δυσκολία να χτίσουν αυτόν εδώ; Πού θα τον στήσουμε; Όχι εδώ,
διότι Εσύ λες ότι αυτός ο τόπος θα παραμείνει έρημος μέχρι τότε που θα Σε
ευλογήσουν ως Απεσταλμένο του Θεού».
«Έτσι είναι».
«Όχι, στη δική
Σου Βασιλεία. Έχουμε πεισθεί ότι η Βασιλεία Σου είναι πνευματική. Τότε, πώς και
πού θα τον ιδρύσουμε; Χτες είπες ότι ο αληθινός Ναός – δηλαδή... αυτός δεν είναι
ο πραγματικός Ναός; – ότι ο αληθινός Ναός, όταν πιστέψουν πως τον έχουν
καταστρέψει, θα ανυψωθεί θριαμβευτικά
στην αληθινή Ιερουσαλήμ. Πού βρίσκεται η αληθινή Ιερουσαλήμ; Είμαστε πολύ
μπερδεμένοι».
«Έτσι είναι.
Ας καταστρέψουν οι εχθροί τον αληθινό Ναό. Κι Εγώ σε τρεις ημέρες θα τον υψώσω
εκ νέου και θα υψωθεί εκεί που ο άνθρωπος δεν θα μπορεί πλέον να τον
βλάψει. Όσο για τη Βασιλεία
του Θεού, βρίσκεται μέσα σας και οπουδήποτε υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σε Μένα. Προς
το παρόν διασκορπισμένη, θα απλωθεί σε όλη τη Γη ανά τους αιώνες. Κατόπιν
αιώνια, ενωμένη, τέλεια, στους Ουρανούς. Ο νέος Ναός θα ιδρυθεί στη Βασιλεία
του Θεού, δηλαδή, εκεί που υπάρχουν πνεύματα που δέχονται το δόγμα Μου, το δόγμα
της Βασιλείας του Θεού, και εφαρμόζουν τις εντολές Του.
Πώς θα κτιστεί
αν είστε φτωχοί και λίγοι; Δεν χρειάζονται χρήματα ούτε ισχύς για δημιουργηθεί
το κτίσμα της νέας κατοικίας του Θεού. Η
Βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας. Και η ένωση όλων αυτών που έχουν τη
Βασιλεία του Θεού μέσα τους θα σχηματίσουν τη μεγάλη
Βασιλεία του Θεού πάνω στην Γη, τη Νέα Ιερουσαλήμ που θα απλωθεί σε όλο τον
κόσμο και, πλήρης και τέλεια, χωρίς λάθη, χωρίς σκιές, θα ζει για πάντα στους Ουρανούς.
Πώς θα κτίσετε
Ναό και πόλη; Όχι εσείς, αλλά ο Θεός θα χτίσει αυτά τα καινούργια μέρη. Εσείς
το μόνον που έχετε, είναι να Του δώσετε την καλή σας θέληση. Καλή θέληση και να
παραμένετε σε Μένα. Καλή θέληση είναι να ζείτε το δόγμα Μου, καλή θέληση είναι
να είστε ενωμένοι. Τόσο ενωμένοι μαζί Μου, σαν να είμαστε ένα σώμα που θα
τρέφεται μόνον από ένα χυμό.
Ο νέος Ναός,
η Εκκλησία Μου, θα υψωθεί μόνον όταν οι καρδιές σας φιλοξενήσουν τον Θεό και
Αυτός μαζί με σας, τις ζωντανές πέτρες, θα χτίσει την Εκκλησία Του».
«Μα δεν
είπες ότι ο Σίμων του Ιωνά θα είναι η Κεφαλή, η Πέτρα πάνω στην οποία θα
χτίσεις την Εκκλησία Σου; Και δεν μας έδωσες να καταλάβουμε ότι Εσύ είσαι ο ακρογωνιαίος
λίθος; Λοιπόν, ποιος είναι η κεφαλή; Υπάρχει σήμερα αυτή η Εκκλησία ή όχι;»
λέει ο Ισκαριώτης διακόπτοντας.
«Εγώ είμαι η
μυστική Κεφαλή. Ο Πέτρος είναι η ορατή Κεφαλή. Διότι Εγώ επιστρέφω στον Πατέρα
και σας αφήνω τη Ζωή, το Φως, τη Χάρη με τη βοήθεια του Λόγου Μου, των
παθημάτων Μου και του Παράκλητου, που θα είναι φίλος αυτών που είναι πιστοί σε
Μένα.
Εγώ είμαι ένα
με την Εκκλησία Μου, δηλαδή, το πνευματικό Μου Σώμα, του οποίου Εγώ είμαι η Κεφαλή.
Στο πνευματικό Μου Σώμα, Εγώ θα είμαι ο Νους, δηλαδή
η κεφαλή, ο θρόνος, η θέση της διάνοιας. Ο Πέτρος και οι συνεργάτες του θα
είναι αυτοί που θα παρακολουθούν τις αντιδράσεις και αντιλαμβάνονται τις αισθήσεις
και θα τις μεταφέρουν στον νου, για να μπορέσω Εγώ να φωτίσω και να κατευθύνω αυτό
που πρέπει να γίνει για το καλό όλου του σώματος και αυτών, διότι φωτίζονται
και οδηγούνται με δική Μου εντολή, και θα μπορούν να οδηγήσουν και να μιλήσουν
στα άλλα μέλη του σώματος.
Η Εκκλησία Μου ήδη υπάρχει, διότι έχει την Υπερβατική της Κεφαλή, και τη Θεία της Κεφαλή και έχει μέλη της τους μαθητές Μου. Ακόμα μικρή – ένα σπέρμα που σχηματίζεται – τέλεια μόνον στην Κεφαλή που την καθοδηγεί, ατελή στα υπόλοιπα, που χρειάζεται το άγγιγμα του Θεού για να είναι τέλεια και χρόνο για να αυξηθεί. Με τον Θεό στην καρδιά σας, θα κάνετε την καρδιά σας μια αστραφτερή αψεγάδιαστη πέτρα για τον νέο Ναό. Διαφορετικά θα είσαστε τούβλα κακοψημένα, ξύλα σκοροφαγωμένα, πορώδεις πέτρες που δεν θα αντέχουν πολύ και θα απορρίπτονται από τον Κτίστη.
Εσείς, νέοι ιερείς και γραμματείς του νέου Ναού, ακούστε: Αλίμονο σε σας και σ’ αυτούς που θα έρθουν μετά από σας, αν γίνετε ψεύτικοι και δεν προσέχετε και δεν φροντίζετε τους πιστούς. Αλίμονο σε σας αν αφήνετε να αναγείρουν ανασφαλείς κοίλους τοίχους, γεμάτους με μεγάλες σχισμές που θα καταρρεύσουν εύκολα.
Ο Ιησούς εξηγεί
πολλή ώρα. Μετά μένει σιωπηλός και σκεπτικός. Μιλάει μόνον για να πει: «Ας καθίσουμε
λίγο εδώ για να ξεκουραστούμε».
Κάθισαν σε μια πλαγιά του Όρους των Ελαιών, μπροστά από το Ναό που τον αγκαλιάζει ο ήλιος που δύει. Ο Ιησούς κοιτάζει επίμονα και θλιμμένα αυτό το μέρος. Οι άλλοι είναι υπερήφανοι για την ομορφιά του, όμως ένα άγγιγμα ανησυχίας, που έχει μείνει από τα λόγια του Διδασκάλου, απλώνεται στην υπερηφάνεια τους. Και αν πραγματικά χαθεί αυτή ομορφιά;
Ο Πέτρος με τον Ιωάννη μιλούν μεταξύ τους και μετά ψιθυρίζουν κάτι στον Ιάκωβο του Αλφαίου και στον Ανδρέα που γνέφουν καταφατικά. Κατόπιν ο Πέτρος απευθύνεται στον Διδάσκαλο, λέγοντας: «Ας πάμε παράμερα να μας εξηγήσεις πότε θα γίνει η προφητεία Σου με την καταστροφή του Ναού. Ο Δανιήλ το αναφέρει, όμως αν τα πράγματα ήταν όπως τα λέει και όπως Εσύ λες, στον Ναό δεν μένουν παρά ελάχιστες ώρες. Όμως εμείς δεν βλέπουμε κάποιον στρατό, ούτε προετοιμασίες για πόλεμο. Λοιπόν, πότε θα γίνουν; Ποιο θα είναι το σημείο; Εσύ ήρθες. Λες ότι σύντομα πρόκειται να φύγεις. Και όμως, είναι γνωστό ότι θα ολοκληρωθεί η προφητεία όταν Εσύ θα είσαι μεταξύ των ανθρώπων. Δηλαδή, θα επιστρέψεις; Πότε θα επιστρέψεις; Πες μας για να ξέρουμε...»
Οι μαθητές
που ήταν σκορπισμένοι στην πλαγιά έρχονται κοντά στους άλλους, στριμώχνονται
μαζί με τους αποστόλους για να ακούσουν.
«Να προσέχετε να μην σας ξεγελάσει κανένας στο μέλλον. Εγώ είμαι ο Χριστός και δεν θα υπάρξουν άλλοι Χριστοί. Θα έρθουν όμως πολλοί και θα σας πουν: “Εγώ είμαι ο Χριστός” και θα εξαπατήσουν πολλούς. Μην πιστέψετε σε αυτά τα λόγια, ακόμα και αν κάνουν θαύματα. Ο σατανάς, ο πατέρας της ψευτιάς και προστάτης του ψεύτη, βοηθάει τους δικούς του με ψεύτικα θαύματα που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν καλά διότι πάντα ακολουθούνται από τον φόβο, την ταραχή, το ψέμα. Εσείς ξέρετε τα θαύματα του Θεού: δίνουν άγια ειρήνη, χαρά, υγεία, πίστη, και οδηγούν σε άγιες επιθυμίες και έργα. Τα άλλα, όχι. Λοιπόν να ζυγιάζετε τη συμπεριφορά και τις συνέπειες των θαυμάτων που ίσως δείτε στο μέλλον, που θα κάνουν οι ψευδόΧριστοι και όλοι εκείνοι που θα φορούν το ένδυμα του σωτήρα του λαού, ενώ θα είναι άγρια θηρία που θα προκαλέσουν την καταστροφή του.
Θα ακούσετε επίσης και θα δείτε ανθρώπους να μιλούν για πολέμους και φήμες για πολέμους και θα σας πουν: “Αυτά είναι τα σημεία του τέλους”. Μην ταράζεστε. Δεν θα είναι το τέλος. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν πριν από το τέλος, όμως δεν ήρθε ακόμα το τέλος. Οι άνθρωποι θα ξεσηκώνονται εναντίον άλλων ανθρώπων, τα βασίλεια εναντίον άλλων βασιλείων, τα έθνη εναντίον άλλων εθνών, οι ήπειροι εναντίον άλλων ηπείρων, και σε πολλά μέρη θα υπάρξει πείνα, λοιμοί, αρρώστιες, σεισμοί. Όμως αυτό είναι μόνον η αρχή των δεινών. Κατόπιν θα σας ρίξουν σε τρομερές δοκιμασίες, θα σας σκοτώνουν κατηγορώντας σας ότι είστε ένοχοι για τα βάσανά τους με την ελπίδα ότι καταδιώκοντας και αφανίζοντας τους υπηρέτες Μου, θα απαλλαγούν απ’ αυτά. Οι άνθρωποι πάντοτε θα κατηγορούν τον αθώο πως είναι η αιτία του κακού που αυτοί, οι αμαρτωλοί προκαλούν στον εαυτό τους.
Οι άνθρωποι κατηγορούν τον ίδιο τον Θεό, την τέλεια Αθωότητα και Καλοσύνη ως την αιτία των βασάνων τους, και θα κάνουν το ίδιο μαζί σας, και θα γίνετε μισητοί εξ αιτίας του Ονόματός Μου. Είναι ο Σατανάς που τους υποκινεί. Και πολλοί θα σκανδαλιστούν και θα προδώσουν και θα μισήσουν ο ένας τον άλλο. Είναι πάντα ο Σατανάς που τους υποκινεί. Και πολλοί ψευδοπροφήτες θα εμφανιστούν και θα εξαπατήσουν πολλούς. Και θα είναι ο Σατανάς πάντα ο υπαίτιος για το τόσο κακό. Και με την αύξηση της ανομίας, η αγάπη σε πολλούς ανθρώπους θα παγώσει. Όμως αυτοί που θα μείνουν σταθεροί μέχρι τέλους, θα σωθούν. Και πρώτα πρέπει αυτά τα Καλά Νέα της Βασιλείας του Θεού να κηρυχθούν σε όλο τον κόσμο ως μαρτυρία για όλα τα έθνη. Τότε θα έρθει το τέλος. Η επιστροφή του Ισραήλ ο οποίος θα αγκαλιάσει τον Χριστό και η διδαχή του δόγματός Μου σε όλο τον κόσμο.
Και μετά,
ένα άλλο σημείο. Ένα σημείο για το τέλος του Ναού και για το τέλος του κόσμου.
Όταν θα δείτε το βδέλυγμα της ερημώσεως που προφήτευσε ο Δανιήλ – όποιος Με ακούει
ας καταλάβει καλά, και αυτός που διαβάζει τον προφήτη ξέρει να διαβάζει ανάμεσα
στις γραμμές – αυτός που θα είναι στην Ιουδαία ας καταφύγει στα όρη, και αυτός που θα
βρίσκεται στην ταράτσα ας μην κατέβει για να πάρει ό,τι βρίσκεται στο σπίτι του,
και αυτός που θα είναι στον αγρό του ας μην επιστρέψει σπίτι για να πάρει
τα ρούχα του, αλλά να τρέξει πολύ γρήγορα χωρίς να κοιτάξει πίσω, διαφορετικά
μπορεί να μην μπορέσει να το κάνει, και ενώ θα τρέχει να μη γυρίσει να κοιτάξει
πίσω για να μην κρατήσει στην καρδιά του την τρομακτική σκηνή, και τρελαθεί.
Αλίμονο στις γυναίκες που θα είναι έγκυοι και σ’ αυτές που θα θηλάζουν εκείνες τις μέρες.
Και αλίμονο αν θα πρέπει να αποδράσετε το Σάββατο! Η φυγή δεν θα μπορεί να σας
σώσει χωρίς να αμαρτήσετε. Γι’ αυτό να προσεύχεστε αυτό να μη συμβεί χειμώνα,
ούτε Σάββατο, διότι τότε η συμφορά θα
είναι τόσο μεγάλη, όσο δεν ήταν ποτέ από τη αρχή του κόσμου μέχρι σήμερα, και
δεν θα υπάρξει παρόμοια, διότι θα είναι το τέλος. Και αν εκείνες οι ημέρες δεν
συντομεύονταν εξαιτίας των εκλεκτών, κανείς δεν θα σωζότανε, διότι οι
άνθρωποι-σατανάδες θα κάνουν συμμαχία με την κόλαση για να βασανίζουν τους ανθρώπους.
Ακόμα και τότε, για να διαφθείρουν και να παραπλανήσουν αυτούς που παρέμειναν πιστοί στον Κύριο, θα ξεσηκωθούν μερικοί και θα πουν: “ο Χριστός είναι εκεί’’, ‘’ο Χριστός είναι εδώ’’, “είναι σε αυτό το μέρος. Να, τος”. Μην τους πιστέψετε. Κανείς να μην τους πιστέψει, διότι θα παρουσιαστούν ψευδοπροφήτες και ψευδόΧριστοι που θα κάνουν μεγάλα θαύματα, αρκετά για να εξαπατήσουν ακόμα και τους εκλεκτούς, αν ήταν δυνατόν, και θα εκφράσουν δόγματα τόσο παρηγορητικά και καλά που θα μπορούσαν να εξαπατήσουν ακόμα και τους καλύτερους, αν το Πνεύμα του Θεού δεν ήταν μαζί τους για να τους φωτίσει πάνω στην αλήθεια και την σατανική προέλευση αυτών των θαυμάτων και δογμάτων. Εγώ σας το λέω. Το προλέγω για να ξέρετε πώς να φερθείτε. Αλλά μη φοβάστε πως θα πέσετε. Αν παραμένετε στον Κύριο δεν θα οδηγηθείτε σε πειρασμούς και στον αφανισμό. Να θυμάστε αυτά που σας είπα “σας έδωσα τη δύναμη να βαδίζετε πάνω σε φίδια και σκορπιούς, και όλη η δύναμη του εχθρού δεν θα σας βλάψει, διότι όλα αυτά υποτάσσονται σε σας”. Όμως σας υπενθυμίζω επίσης ότι, για να το πετύχετε αυτό, θα πρέπει να έχετε τον Θεό μέσα σας, και θα πρέπει να χαίρεστε, όχι επειδή ελέγχετε τις δυνάμεις του Κακού και των φαρμακερών πραγμάτων αλλά επειδή τα ονόματά σας είναι γραμμένα στον Ουρανό.
Παραμείνετε
στον Θεό και στην Αλήθεια Του. Εγώ είμαι η Αλήθεια και Εγώ διδάσκω την αλήθεια.
Γι’ αυτό σας επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά: οτιδήποτε και να πουν για Μένα,
μην το πιστέψετε. Μόνον Εγώ είπα την αλήθεια. Μόνον Εγώ σας λέω ότι ο Χριστός θα
έρθει, αλλά όταν θα είναι το τέλος. Γι’ αυτό, αν σας πουν: “Αυτός βρίσκεται
στην έρημο”, μην πάτε. Αν σας πουν: “Βρίσκεται σε αυτό το σπίτι”, μην τους ακούσετε.
Διότι στην Δεύτερη Έλευσή Του ο Υιός του Ανθρώπου θα είναι σαν την αστραπή που
βγαίνει από την ανατολή και πάει στη δύση σε λιγότερο από ένα ανοιγοκλείσιμο
του ματιού. Και θα διασχίσει τη Γη η οποία ξαφνικά θα μετατραπεί σε Πτώμα, ακολουθούμενος
από τους λαμπερούς αγγέλους Του και θα κρίνει.
Και αμέσως μετά την θλίψη εκείνων των ημερών, όπως σας είπα - μιλάω για τους έσχατους καιρούς και το τέλος του κόσμου και την ανάσταση των οστών, για τη οποία μίλησαν οι προφήτες( Ιεζ. 37: 1-14), - ο Ήλιος θα σκοτεινιάσει, και το Φεγγάρι δεν θα φωτίζει πια, και τα αστέρια θα πέσουν από τον ουρανό σαν τις ρόγες που έχουν ωριμάσει από το τσαμπί και τις ρίχνει ο δυνατός άνεμος και οι δυνάμεις τ’ Ουρανού θα τρέμουν.
Και μετά, στον σκοτεινό θόλο τ’ ουρανού θα εμφανιστεί λαμπρό το σημείο του Υιού του Ανθρώπου, και όλα τα έθνη της Γης θα κλαίνε, και οι άνθρωποι θα δουν τον Υιό του Ανθρώπου να έρχεται πάνω στα σύννεφα τ’ ουρανού με πολύ ισχύ και δόξα. Και Αυτός θα δώσει εντολές στους αγγέλους Του να θερίσουν και να τρυγήσουν και να χωρίσουν τα ζιζάνια από το καλό σιτάρι και να βάλουν τα σταφύλια στον καλό κάδο διότι ήρθε η ώρα της μεγάλης συγκομιδής από τον σπόρο του Αδάμ, και δεν θα χρειαστεί πλέον να κρατήσει μικρά κλαδιά ούτε σπόρους, διότι η ανθρώπινη φυλή δεν θα υπάρξει πλέον στους αιώνες πάνω σε μια νεκρή Γη. Και Αυτός θα δώσει εντολή στους αγγέλους Του να συγκεντρώσουν τους εκλεκτούς με δυνατές σάλπιγγες από τους τέσσερις ανέμους από την μια άκρη τ’ ουρανού μέχρι την άλλη για να βρίσκονται δίπλα στον Θεό Κριτή, για να κρίνουν μαζί Του τους τελευταίους ζώντες ανθρώπους και αυτούς που αναστήθηκαν από τους νεκρούς.
Μάθετε από την συκιά: Όταν την βλέπετε να βγάζει φύλλα, ξέρετε ότι έρχεται το καλοκαίρι. Λοιπόν, όταν βλέπετε όλα αυτά τα πράγματα, να ξέρετε ότι ο Χριστός πρόκειται να έρθει. Ειλικρινά σας λέω: δεν θα περάσει αυτή η γενιά που δεν Με θέλησε, πριν να γίνουν όλα αυτά. Η καρδιά και ο νους του ανθρώπου ίσως αλλάξει, αλλά τα λόγια Μου δεν θα αλλάξουν. Ο ουρανός και η γη θα πεθάνουν, όμως ο λόγος Μου δεν θα αλλάξει. Όσο για την ακριβή ημέρα και ώρα κανείς δεν ξέρει, ούτε καν οι άγγελοι του Κυρίου, μόνον ο Πατέρας γνωρίζει.
Όπως συνέβη
και στις ημέρες με τον Νώε, έτσι θα είναι όταν έρθει ο Υιός του Ανθρώπου. Τις
ημέρες πριν από τον Κατακλυσμό, οι άνθρωποι έτρωγαν, έπιναν, παντρευόντουσαν,
χωρίς να ανησυχούν για τα σημεία μέχρι την στιγμή που ο Νώε πήγε στην Κιβωτό
και οι καταρράκτες του ουρανού άνοιξαν, και ο Κατακλυσμός σάρωσε κάθε
ζωντανή
ύπαρξη και όλα τα πράγματα. Έτσι θα γίνει και με την έλευση του Υιού του Ανθρώπου.
Τότε δύο άνδρες θα βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλον στα χωράφια, ο ένας θα παρθεί
και ο άλλος θα μείνει, δύο γυναίκες θα γυρίζουν τον αλευρόμυλο, η μία θα
παρθεί και η άλλη θα μείνει, από τους εχθρούς της Πατρίδας και ακόμα από τους
αγγέλους που θα διαχωρίζουν τον καλό σπόρο από τα ζιζάνια και δεν θα έχουν χρόνο
να προετοιμαστούν για την Κρίση του Χριστού.
Αγρυπνείτε λοιπόν, διότι δεν ξέρετε ποια ώρα θα έρθει ο Κύριός σας. Σκεφτείτε αυτό: αν ο αρχηγός της οικογένειας γνώριζε ποια ώρα θα ερχόταν ο κλέφτης, θα έμενε άγρυπνος και δεν θα άφηνε τον κλέφτη να μπει στο σπίτι του. Έτσι και σεις να παραμένετε άγρυπνοι και να προσεύχεστε, για να είστε πάντοτε προετοιμασμένοι για τον ερχομό, χωρίς να αφήνετε την καρδιά σας να πέφτει σε όλων των ειδών τις παγίδες και τις καταχρήσεις, και να αποκοιμηθεί το πνεύμα σας και να αποξενωθεί από τα πράγματα τ’ ουρανού από την υπερβολική φροντίδα για τα πράγματα της Γης, για να μην σας πάρει ο θάνατος ξαφνικά, όταν δεν θα είστε προετοιμασμένοι. Διότι, και να το έχετε στον νου σας, ο καθένας από εσάς πρέπει να πεθάνει. Όλοι οι άνθρωποι, εφ’ όσον γεννήθηκαν, πρέπει να πεθάνουν, και σε αυτόν τον θάνατό τους και στην κρίση αμέσως μετά, θα νιώσουν μιαν εξατομικευμένη έλευση του Χριστού και αυτό θα επαναλαμβάνεται για όλο τον κόσμο έως την Έλευση του Υιού του Ανθρώπου.
Το ίδιο θα συμβεί και στον αμετανόητο αμαρτωλό που δεν σκέπτεται ότι ο θάνατος ίσως να είναι κοντά, και η κρίση του ίσως να είναι κοντά, αλλά αυτός διασκεδάζει και κάνει καταχρήσεις, λέγοντας: “Αργότερα θα μετανοήσω”. Ειλικρινά σας λέω ότι αυτός δεν θα έχει χρόνο να το κάνει, και θα είναι καταδικασμένος να είναι για πάντα εκεί που υπάρχει τρομακτικός τρόμος, όπου θα υπάρχουν μόνο βλασφημίες, μαστίγιο και βασανιστήρια, και αυτός θα φύγει από εκεί μόνον κατά την τελική Κρίση, όταν θα ντυθεί ξανά την σάρκα η οποία θα αναστηθεί από τους νεκρούς για να παρουσιαστεί ολόκληρος στην τελική Κρίση, διότι ήταν ολόκληρος όταν αμάρτησε τον καιρό της γήινης ζωής του, και με σώμα και με ψυχή θα παρουσιαστεί στον Ιησού Κριτή, Τον οποίο δεν ήθελε για Σωτήρα του.
Όλοι θα συγκεντρωθούν εκεί μπροστά στον Γιο του Ανθρώπου. Μια απέραντη ποικιλία σωμάτων, που θα την επιστρέψει η ξηρά και η θάλασσα και θα επανασυνδεθούν εφ’ όσον ήταν στάχτη για τόσο καιρό. Και οι ψυχές θα εισέλθουν στα σώματά τους. Για κάθε σάρκα που θα επιστρέφει στον σκελετό της θα αντιστοιχεί και η δική της ψυχή, που κάποτε της έδινε ζωή. Και θα σταθούν μπροστά στον Υιό του Ανθρώπου, ένδοξο στο θείο Μεγαλείο Του, καθισμένο πάνω στον Θρόνο της Δόξας Του, που θα τον κρατούν οι άγγελοι. Και Αυτός θα διαχωρίσει τους ανθρώπους από τους ανθρώπους, και θα τοποθετήσει τους καλούς από την μια πλευρά και τους κακούς από την άλλη, όπως ο βοσκός χωρίζει τα ερίφια από τα πρόβατα, και θα βάλει τα πρόβατα στα δεξιά Του και τα ερίφια στα αριστερά Του.
Και με γλυκιά φωνή και καλοσυνάτη εμφάνιση θα πει σ’ αυτούς που Τον κοιτάζουν με όλη την αγάπη της καρδιάς τους, και είναι ειρηνικοί και όμορφοι, λαμπεροί από την ένδοξη ομορφιά του άγιου σώματός τους. “Ελάτε, εσείς που είστε ευλογημένοι από τον Πατέρα Μου, να πάρετε την θέση στην Βασιλεία που ετοίμασε ο Πατέρας Μου για σας από τη αρχή του κόσμου. Διότι πεινούσα και σεις Μου δώσατε τροφή, διψούσα και Μου δώσατε να πιω, ταξίδευα και Μου δώσατε στέγη, ήμουν γυμνός και Με ντύσατε, άρρωστος και Με επισκεφτήκατε, φυλακισμένος και Με παρηγορήσατε”. Και οι δίκαιοι θα Τον ρωτήσουν: “Κύριε, πότε Σε είδαμε πεινασμένο και Σε ταΐσαμε, διψασμένο και Σου δώσαμε να πιεις; Πότε Σε είδαμε οδοιπόρο και Σε υποδεχτήκαμε, γυμνό και Σε ντύσαμε; Πότε Σε είδαμε άρρωστο και στη φυλακή και Σε επισκεφτήκαμε;”. Και ο Βασιλεύς των βασιλέων θα τους απαντήσει: “Ειλικρινά σας λέω: όταν κάνατε ένα από αυτά τα πράγματα σε έναν από τους μικρότερους των αδελφών Μου, το κάνατε σε Μένα”.
Κατόπιν θα
απευθυνθεί σ’ αυτούς που είναι στα αριστερά Του και θα τους πει, κοιτάζοντας
τους αυστηρά, και τα μάτια Του θα είναι σαν αστραπές, θα χτυπούν τους διεφθαρμένους
και στην φωνή Του η οργή του Θεού θα βροντάει: “Φύγετε απ’ εδώ! Μακριά από
Μένα, με την κατάρα πάνω σας! Πηγαίνετε στην παντοτινή φωτιά που ετοιμάστηκε
από την οργή του Θεού για τον διάβολο και τους αγγέλους του σκότους και για εκείνους
που έδωσαν προσοχή στις φωνές της τριπλής ακολασίας. Ήμουν πεινασμένος και δεν
Μου δώσατε τροφή, διψασμένος και δεν Μου δώσατε να ξεδιψάσω, γυμνός και δεν Με
ντύσατε, ήμουν οδοιπόρος και Με απορρίψατε, ήμουν άρρωστος και στην φυλακή και
δεν Με επισκεφτήκατε. Διότι είχατε μόνον έναν νόμο: Την ικανοποίηση του δικού σας εγώ.
Και αυτοί θα Του πουν: “Πότε Σε
είδαμε πεινασμένο, διψασμένο, γυμνό, οδοιπόρο, άρρωστο, φυλακισμένο;
Πραγματικά, ποτέ δεν Σε συναντήσαμε. Εμείς δεν ζούσαμε όταν ήρθες στη Γη”. Και
Αυτός θα τους απαντήσει: “Αλήθεια είναι. Ποτέ δεν Με συναντήσατε. Διότι δεν
υπήρχατε όταν ήμουν Εγώ στη Γη. Όμως γνωρίζατε τον Λόγο Μου και είχατε κοντά
σας ανθρώπους που είναι πολύ πεινασμένοι, διψασμένοι, γυμνοί, άρρωστοι,
φυλακισμένοι. Γιατί δεν κάνατε σ’ αυτούς αυτά που ίσως να κάνατε σε Μένα; Δεν
ξέρετε ότι Εγώ βρίσκομαι μέσα στα αδέλφια σας, και ότι όταν πάσχει ο ένας απ’
αυτούς, Εγώ είμαι εκεί, και αυτό που δεν κάνατε σε έναν από τους ελάχιστους
αδελφούς Μου, το αρνηθήκατε σε Μένα; Πηγαίνετε να καείτε στον εγωισμό σας.
Πηγαίνετε και να σκεπαστείτε με το σκοτάδι και τον πάγο διότι είστε σκοτάδι και
πάγος εσείς οι ίδιοι, παρ’ όλο που γνωρίζατε πού βρίσκεται το Φως και η Φωτιά
της Αγάπης”.
Και αυτοί θα πάνε στο αιώνιο βασανιστήριο, ενώ οι δίκαιοι θα έχουν την αιώνιο ζωή. Αυτό είναι το μέλλον… Πηγαίνετε τώρα. Και μην αποχωρίζεστε μεταξύ σας. Εγώ πηγαίνω με τον Ιωάννη, και θα βρίσκομαι μαζί σας για το δείπνο και μετά για την εκπαίδευση σας».
«Απόψε ξανά; Θα το κάνουμε αυτό κάθε βράδυ; Πονάω παντού από την υγρασία. Δεν θα ήταν καλύτερα να πάμε σε κάποιο φιλόξενο σπίτι τώρα; Πάντα κάτω από τέντες! Πάντοτε ξύπνιοι τη νύχτα, όταν κάνει κρύο και έχει υγρασία…!», λέει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης παραπονούμενος.
«Είναι η
τελευταία νύχτα. Αύριο... θα είναι διαφορετικά», λέει ο Ιησούς.
«Α! Νόμιζα
ότι ήθελες να πηγαίνουμε στη Γεθσημανή κάθε βράδυ. Αλλά… αν είναι το τελευταίο…»
«Δεν είπα
αυτό, Ιούδα. Είπα ότι θα είναι το τελευταίο βράδυ που θα περάσουμε μαζί στην
κατασκήνωση των Γαλιλαίων. Αύριο θα ετοιμαστούμε για το Πάσχα, θα τελειώσουμε
το αρνί και μετά θα πάω Μόνος να προσευχηθώ στη Γεθσημανή. Και εσείς μπορείτε
να κάνετε ότι
θέλετε».
«Μα θα
έρθουμε μαζί Σου, Κύριε. Πότε θελήσαμε να Σε αφήσουμε;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Εσύ σώπασε,
γιατί έχεις ελλείψεις. Εσύ και ο Ζηλωτής δεν κάνετε τίποτα παρά να κινείστε
νευρικά εδώ και κει μόλις δεν σας βλέπει ο Διδάσκαλος. Εγώ σας παρατηρώ. Στον Ναό...
την ημέρα... στις σκηνές εκεί πάνω…» λέει ο Ισκαριώτης, ευχαριστημένος που τους
καταγγέλλει.
«Αρκετά! Αν
το κάνουν αυτό, καλά κάνουν. Όμως μην Με αφήνετε Μόνο... σας παρακαλώ…»
«Κύριε, δεν
κάνουμε κάτι κακό. Πίστεψέ μας. Τα έργα μας, τα γνωρίζει ο Θεός και δεν στρέφει
τα μάτια Του απ’ αυτά με αηδία», λέει ο Ζηλωτής.
«Μείνετε
ξύπνιοι! Να είστε άγρυπνοι! Κρατήστε το πνεύμα σας ξύπνιο. Αντίο. Ειρήνη μαζί
σας», και παίρνει τον Ιωάννη από το χέρι και φεύγει μαζί του προς την πόλη. Οι
άλλοι προχωρούν προς την κατασκήνωση των Γαλιλαίων.
*Ο Μαναήν ήταν ετεροθαλής αδελφός του Ηρώδη Αντύπα και κρυφός μαθητής του Ιησού και έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας που ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής από τον απόστολο Πέτρο.
ΠΗΓΗ: Το κεφ. 596 του βιβλίου της Μ. Βαλτόρτα "The Gospel as revealed to me".
ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη
Σχόλια