Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'


(η συνέχεια από το Α' μέρος) 

Ο Ιησούς φωνάζει δυνατά: «Λύστε τον και αφήστε τον. Δώστε του ρούχα και τροφή».

«Διδάσκαλε...», λέει η Μάρθα και προφανώς θα ήθελε να πει περισσότερα, αλλά ο Ιησούς την κοιτάζει και την καθησυχάζει με τα φωτεινά Του μάτια και λέει:
«Εδώ! Αμέσως! Φέρτε μια χλαμύδα. Ντύστε τον στην παρουσία όλων αυτών των ανθρώπων και δώστε του κάτι να φάει». Δίνει την εντολή ενώ ποτέ δεν κοίταξε πίσω Του αυτούς που βρίσκονται γύρω Του. Κοιτάζει μόνο τον Λάζαρο, τη Μαρία που είναι κοντά στον αναστημένο αδελφό της χωρίς να προσέχει την αηδία που προκαλούν σε όλους οι επίδεσμοι με τη σήψη, και τη Μάρθα που χτυπάει η καρδιά της έτοιμη να σπάσει και δεν ξέρει αν πρέπει να φωνάξει από χαρά ή να κλάψει. 

Οι υπηρέτες τρέχουν να εκτελέσουν τις εντολές. Η Ναόμι πρώτη και επιστρέφει με ρούχα διπλωμένα στα χέρια της. Κάποιοι ξεδιπλώνουν τους επιδέσμους, αφού σηκώνουν τα μανίκια τους και μαζεύουν τις χλαμύδες τους για να μην αγγίξουν τη σήψη που στάζει. Η Μαρκέλλα και η Σάρα επιστρέφουν με αμφορείς γεμάτους αρώματα και ακολουθούν υπηρέτες που φέρνουν λεκάνες και δοχεία με ζεστό νερό είτε δίσκους με κούπες γάλα, κρασί, φρούτα και γλυκά. Οι στενοί επίδεσμοι που έχουν μεγάλο μάκρος και είναι λινοί, ξετυλίγονται όπως ξετυλίγουν μια ταινία από ένα καρούλι και στοιβάζονται στο έδαφος, και έχουν βάρος από τα αρώματα και το πύον. Οι υπηρέτες τούς σπρώχνουν προς μια πλευρά με κλαδιά. Άρχισαν από το κεφάλι αλλά ακόμα και εκεί υπάρχει πύον που σίγουρα βγήκε από τη μύτη, τα αυτιά και το στόμα. Το σουδάρι που είχαν σκεπάσει το πρόσωπο είναι μούσκεμα από τη σήψη και το πύον στο πρόσωπο του Λάζαρου, που είναι πολύ λεπτό και ισχνό, με τα μάτια του κλειστά διότι έχουν τοποθετήσει αλοιφή με μύρο στις κοιλότητες των ματιών, με τα λεπτά μαλλιά του και τα κοντά γένια κολλημένα όλα μαζί, είναι όλα ένα. Το σάβανο που βάζουν γύρω από το σώμα πέφτει αργά όπως βγάζουν τους επιδέσμους, και απελευθερώνει το σώμα που είχαν τυλίξει για μέρες, και επανέρχεται η ανθρώπινη σιλουέτα σ’ αυτό που προηγουμένως έμοιαζε με κάτι σαν τεράστια χρυσαλλίδα. Οι σκελετωμένοι ώμοι, τα ισχνά χέρια, τα πλευρά που μόλις καλύπτονται από το δέρμα, το βαθουλωτό στομάχι, αρχίζουν σιγά σιγά να φαίνονται.  

Και ενώ πέφτουν οι επίδεσμοι, οι αδελφές, ο Μαξιμίνος, οι υπηρέτες, ασχολούνται με την αφαίρεση του πρώτου στρώματος βρωμιάς και αρωμάτων και προσπαθούν συνεχώς να αλλάζουν τα νερά, να βάζουν σαπούνια με αρώματα, μέχρι να φανεί καθαρό το δέρμα.
Όταν ξεσκεπάζουν το πρόσωπο του Λάζαρου και μπορεί να βλέπει, αυτός ρίχνει μια ματιά πρώτα στον Ιησού πριν κοιτάξει τις αδελφές του, και φαίνεται να μην καταλαβαίνει, να μην προσέχει τι γίνεται, ενώ κοιτάζει τον Ιησού με ένα χαμόγελο αγάπης στα χείλη του και δάκρυα λάμπουν στα βαθουλωτά του μάτια. Και ο Ιησούς του χαμογελάει, τα μάτια Του λάμπουν με δάκρυα και χωρίς να μιλάει κατευθύνει την ματιά του Λάζαρου προς τον Ουρανό. Ο Λάζαρος καταλαβαίνει και κουνάει τα χείλη του σε σιωπηλή προσευχή. 

Η Μάρθα νομίζει ότι θέλει να πει κάτι αλλά δεν έχει ακόμα φωνή και ρωτάει: «Τι μου λες, Λάζαρέ μου;»
«Τίποτα Μάρθα. Ευχαριστούσα τον Ύψιστο», η ομιλία του είναι σταθερή, η φωνή του δυνατή. Από το πλήθος ακούγεται ένα «Ω!» θαυμασμού για άλλη μια φορά. Τώρα έχει απελευθερωθεί και έχει καθαριστεί μέχρι τα πλευρά, και μπορούν να του φορέσουν μια κοντή χλαμύδα, ένα είδος κοντού πουκάμισου που φτάνει μέχρι τους μηρούς.
Τον βάζουν να καθίσει για να λύσουν τα πόδια του και να τα πλύνουν. Μόλις τα βλέπουν, η Μάρθα και η Μαρία βάζουν μια δυνατή φωνή και δείχνουν τα πόδια του και τους επιδέσμους. Τα πόδια του είναι τελείως
θεραπευμένα. Μόνον οι ουλές από το κυάνιο δείχνουν τα μέρη που είχαν μολυνθεί από την γάγγραινα. 

Όλοι δείχνουν τον θαυμασμό τους με πιο δυνατές κραυγές. Ο Ιησούς χαμογελάει, και ο Λάζαρος χαμογελάει, όταν προς στιγμήν βλέπει τα θεραπευμένα του πόδια και κατόπιν στρέφει τη ματιά του και ατενίζει τον Ιησού. Δεν χορταίνει να Τον βλέπει. Οι Ιουδαίοι, οι Φαρισαίοι, οι Σαδδουκαίοι, οι γραμματείς, οι ραβίνοι πλησιάζουν προσεχτικά για να μη μολύνουν τα ενδύματα τους. Εξετάζουν τον Λάζαρο από κοντά. Εξετάζουν τον Ιησού από κοντά. Αλλά ούτε ο Λάζαρος, ούτε ο Ιησούς ενοχλούνται. Κοιτούν ο ένας τον άλλο, όλοι οι άλλοι δεν σημαίνουν τίποτε γι’ αυτούς.


Τώρα φορούν σανδάλια στα πόδια του Λάζαρου, και αυτός σηκώνεται, 
ευκίνητος και σταθερός. Παίρνει την χλαμύδα που του δίνει η Μάρθα, την φοράει μόνος του, δένει την ζώνη της και φτιάχνει τις πιέτες της. Και είναι έτοιμος, αδύνατος και χλωμός, αλλά σαν όλους τους άλλους. Πλένει πάλι τα χέρια του μέχρι τους αγκώνες, αφού δίπλωσε τα μανίκια του. Και με καθαρό νερό πλένει το πρόσωπο του και το κεφάλι του ξανά, μέχρι που το αισθάνεται τελείως καθαρό. Στεγνώνει τα μαλλιά του και το πρόσωπό του, δίνει την πετσέτα στον υπηρέτη και πηγαίνει κατευθείαν στον Ιησού. Πέφτει με το κεφάλι στο έδαφος. Φιλάει τα πόδια Του. Ο Ιησούς σκύβει, τον σηκώνει, τον σφίγγει στην καρδιά Του και του λέει: «Καλωσόρισες στο σπίτι σου, αγαπημένε Μου φίλε. Ας είναι η ειρήνη και η χαρά μαζί σου. Ζήσε για να εκπληρώσεις το ευχάριστο μέλλον σου. Σήκωσε το πρόσωπο σου για να σε χαιρετήσω με ένα φιλί». Και φιλάει τον Λάζαρο στα μάγουλα που Τον φιλάει και εκείνος.

Μόνον αφού δόξασε και φίλησε τον Διδάσκαλο, ο Λάζαρος μιλάει στις αδελφές του και τις φιλάει, κατόπιν φιλάει τον Μαξιμίνο και την Ναόμι, που κλαίνε από χαρά και μετά κάποιους από τους συγγενείς. Κατόπιν φιλάει τον Ιωσήφ, τον Νικόδημο, τον Σίμωνα Ζηλωτή και λίγους ακόμα.

Ο Ιησούς πηγαίνει ο Ίδιος σε έναν υπηρέτη που φέρνει ένα δίσκο με λίγο φαγητό, και παίρνει ένα κουλούρι μελιού, ένα μήλο, πολύ λίγο κρασί και τα προσφέρει στον Λάζαρο - αφού τα ύψωσε και τα ευλόγησε - για να τραφεί. Και ο Λάζαρος τα τρώει με την υγιή όρεξη ενός που είναι καλά. Άλλο ένα «Ω!» θαυμασμού ακούγεται από τον κόσμο.
Ο Ιησούς φαίνεται σαν να μην κοιτάζει κανέναν παρά μόνον τον Λάζαρο. Όμως στην πραγματικότητα παρακολουθεί τα πάντα και όλους, και όταν βλέπει τις οργισμένες χειρονομίες του Σαδδόκ, του Χελκάι, του Ανανία, του Φήλικα, του Δωρά και του Κορνήλιου και ότι ετοιμάζονται να φύγουν, λέει με δυνατή φωνή: «Περίμενε λίγο Σαδδόκ, θέλω να σου μιλήσω, σε σένα και στους φίλους σου».

Αυτοί σταματούν και Τον κοιτούν με την μοχθηρή ματιά ενός  εγκληματία. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία κάνει μια χειρονομία σαν να φοβήθηκε και γνέφει στον Ζηλωτή να συγκρατήσει τον Ιησού. Όμως Αυτός πηγαίνει ήδη προς την εχθρική συντροφιά και λέει δυνατά: «Σαδδόκ, αυτά που είδες σου είναι αρκετά; Μια μέρα Μου είπες ότι για να πιστέψεις εσύ και οι φίλοι σου, πρέπει να δεις ένα σώμα σε αποσύνθεση να επανέρχεται με καλή υγεία. Είσαι ικανοποιημένος με τη σήψη που είδες; Μπορείς να παραδεχτείς ότι ο Λάζαρος ήταν νεκρός και ότι τώρα ζει, υγιής, όπως δεν ήταν για πολλά χρόνια; Ξέρω, εσύ ήρθες εδώ για να στενοχωρήσεις αυτούς τους ανθρώπους, να αυξήσεις τη θλίψη τους και τις αμφιβολίες τους. Ήρθες εδώ και Με αναζητούσες, ελπίζοντας να Με δεις να κρύβομαι σε κάποιο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου. Δεν ήρθες με αισθήματα αγάπης και με την επιθυμία να τιμήσεις τον ασθενή, αλλά για να βεβαιωθείς ότι ο Λάζαρος πραγματικά είχε πεθάνει και συνέχισες να έρχεσαι, και χαιρόσουν όλο και πιο πολύ όσο περνούσε ο καιρός.

Αν η κατάσταση εξελίσσονταν όπως εσύ ήλπιζες, όπως πίστευες ότι θα εξελιχθεί, θα είχες δίκιο να πανηγυρίζεις. Ο Φίλος Που θεραπεύει τους πάντες, αλλά δεν θεραπεύει τον φίλο Του... Ο Διδάσκαλος Που ανταμείβει την πίστη του καθενός, αλλά όχι την πίστη των φίλων Του, στη Βηθανία. Ο Μεσσίας, αδύναμος μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Αυτά σε έκαναν να χαίρεσαι. Κατόπιν ο Θεός σού έδωσε την απάντησή Του. Κανένας προφήτης δεν μπόρεσε να ενώσει ποτέ κάτι που ήταν σε αποσύνθεση και επί πλέον, νεκρό. Ο Θεός το έκανε. Αυτή είναι η ζωντανή μαρτυρία γι’ αυτό Που είμαι. Κάποτε ήταν ο Θεός Που πήρε λίγο χώμα και του έδωσε σχήμα και φύσηξε το Ζωοποιό Πνεύμα σ’ αυτό και έγινε άνδρας. Εγώ ήμουν εκεί, και είπα: “Ας γίνει ο άνθρωπος κατ’ εικόνα και ομοίωση Δική Μας”.

Διότι Εγώ είμαι ο Λόγος του Πατέρα. Σήμερα, Εγώ, ο Λόγος, είπα σε κάτι που είναι λιγότερο από το χώμα, είπα στη σαπίλα: “Ζήσε”. Και η αποσύνθεση άρχισε να συντίθεται σε σάρκα, σε υγιή, ζωντανή σάρκα που αναπνέει. Να, εκεί είναι και σε κοιτάζει. Και στη σάρκα συνέδεσα και το πνεύμα που για μέρες βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ. Το κάλεσα με τη θέληση Μου, διότι μπορώ να κάνω τα πάντα, διότι είμαι Ζωοποιός Ύπαρξη, ο Βασιλεύς των βασιλέων στον Οποίο υπόκεινται όλα τα πλάσματα και όλα τα πράγματα. Τώρα τι έχεις να Μου απαντήσεις;»

Στέκει μπροστά τους ψηλός, ηγεμονικός, με εξουσία, αληθινός κριτής και Θεός. Αυτοί δεν απαντούν. Εκείνος επιμένει: «Δεν σου αρκούν αυτά για να πιστέψεις, να δεχτείς το αναπόφευκτο;»
«Εσύ κράτησες μόνον το ένα μέρος της υπόσχεσης Σου. Αυτό δεν είναι το σημείο του Ιωνά...», αντιλέγει ο Σαδδόκ, θυμωμένα.
«Θα το έχεις και αυτό. Το υποσχέθηκα και θα κρατήσω την υπόσχεσή Μου», λέει ο Κύριος. «Και ένας άλλος άνδρας, που είναι εδώ, παρών, και περιμένει κάποιο άλλο σημείο, θα το έχει. Και επειδή είναι δίκαιος θα το δεχτεί. Εσύ δεν θα το δεχτείς. Θα παραμείνεις αυτό που είσαι».
Μετά, γυρίζει και βλέπει τον Σίμωνα, το μέλος των Σανχεντρίν, τον γιο του Ηλιάνα. Τον κοιτάζει έντονα. Αφήνει την προηγούμενη συντροφιά και όταν βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν, του λέει με χαμηλή φωνή αλλά κοφτά: «Εσύ είσαι τυχερός που ο Λάζαρος δεν θυμάται την παραμονή του με τους νεκρούς! Τι έκανες στον πατέρα σου*, Κάιν;»
Ο Σίμωνας φεύγει τρέχοντας με μια κραυγή τρόμου, που αλλάζει σε ουρλιαχτό και κατάρες: «Να είσαι καταραμένος, Ναζωραίε!» στον οποίο ο Ιησούς απαντάει: «Η δική σου κατάρα ανεβαίνει στον Ουρανό και από τον Ουρανό, ο Ύψιστος την πετάει ξανά σε σένα. Εσύ είσαι σημαδεμένος με το σημάδι του Κάιν, εσύ άθλιε!»
Επιστρέφει στη συντροφιά Του, που είναι έκθαμβη, σχεδόν φοβισμένη.
Συναντάει τον Γαμαλιήλ που φεύγει προς το δρόμο. Τον κοιτάζει και ο Γαμαλιήλ Τον κοιτάζει. Ο Ιησούς του λέει: «Να ετοιμάζεσαι, ραβίνε. Το σημείο που θέλεις να δεις θα έρθει σύντομα. Ποτέ δεν ψεύδομαι».

Ο κήπος αργά αργά αδειάζει. Οι Ιουδαίοι είναι αποσβολωμένοι, όμως οι
περισσότεροι ξεχειλίζουν από θυμό. Αν οι ματιές μπορούσαν να κάνουν στάχτη κάποιον, ο Ιησούς θα είχε γίνει σκόνη από πολύ καιρό. Μιλούν και συζητούν μεταξύ τους ενώ φεύγουν, και είναι τόσο ταραγμένοι με την ήττα τους που δεν μπορούν να κρύψουν το σκοπό της επίσκεψης τους εδώ κάτω από την υποκριτική εμφάνιση της φιλίας. Φεύγουν χωρίς να αποχαιρετίσουν τον Λάζαρο ούτε και τις αδελφές. Κάποιοι μένουν πίσω διότι τους κατέκτησε ο Κύριος με το θαύμα. Μεταξύ αυτών είναι ο Ιωσήφ ο Βαρνάβας, που πέφτει στα γόνατα μπροστά στον Ιησού και Τον δοξολογεί. Άλλος ένας είναι ο Ιωήλ, γιος του Αβιά, του γραμματέα, που κάνει το ίδιο πριν αναχωρήσει. Και υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι. Εν τω μεταξύ ο Λάζαρος κυκλωμένος από τους πιο οικείους, βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Ο Ιωσήφ, ο Νικόδημος και άλλοι καλοί άνθρωποι αποχαιρετούν τον Ιησού και φεύγουν. Οι Ιουδαίοι που έχουν μείνει με τη Μάρθα και τη Μαρία φεύγουν κάνοντας βαθιές υποκλίσεις. Οι υπηρέτες κλείνουν την καγκελόπορτα. Το σπίτι είναι πάλι ειρηνικό.

Ο Ιησούς κοιτάζει γύρω Του. Βλέπει καπνό και φλόγες στο βάθος του κήπου, προς τη μεριά του τάφου. Μονολογεί: «Η σήψη που καταστρέφεται με την φωτιά... η σήψη του θανάτου… όμως καμία φωτιά δεν μπορεί να καταστρέψει τη διεφθαρμένη καρδιά... αυτές τις καρδιές... ούτε και η Φωτιά της Κόλασης. Θα μείνει για πάντα έτσι.  Τρομερό! Χειρότερο και από τον θάνατο, χειρότερο και από τη σήψη. Και... Και ποιός θα σε σώσει, ανθρωπότητα, αν σου αρέσει τόσο πολύ να είσαι διεφθαρμένη; Εσύ θέλεις να είσαι διεφθαρμένη. Και Εγώ, ανέστησα έναν άνδρα από τον τάφο του με μια λέξη. Και με πληθώρα λέξεων, με πληθώρα θλίψεων δεν θα μπορέσω να τραβήξω μακριά από την αμαρτία τον άνθρωπο, τους ανθρώπους, τους χιλιάδες ανθρώπους». Και κάθεται και με τα χέρια Του καλύπτει το πρόσωπό Του, θλιμμένα. Ένας υπηρέτης που περνάει από κει Τον βλέπει. Μετά μπαίνει στο σπίτι. Ύστερα από λίγο βγαίνει η Μαρία. Πηγαίνει προς τον Ιησού βαδίζοντας τόσο ανάλαφρα, σαν να μην αγγίζει το έδαφος. Τον πλησιάζει και Του λέει με χαμηλή φωνή:

«Ραβουνί, είσαι κουρασμένος. Έλα Κύριέ μου. Οι κουρασμένοι Σου απόστολοι πήγαν στο άλλο σπίτι, εκτός από τον Σίμωνα τον Ζηλωτή. Κλαις Διδάσκαλε; Γιατί;» 

Γονατίζει στα πόδια του Ιησού. Τον παρακολουθεί. Ο Ιησούς την κοιτάζει. Δεν απαντάει. Σηκώνεται και πηγαίνει προς το σπίτι, η Μαρία Τον ακολουθεί. Πηγαίνουν σε μια από τις σάλες. Ο Λάζαρος δεν είναι εκεί ούτε ο Ζηλωτής. Όμως είναι η Μάρθα εκεί, χαρούμενη, αλλαγμένη από τη χαρά της. Στρέφεται προς τον Ιησού και εξηγεί: «Ο Λάζαρος πήγε στο μπάνιο. Να εξαγνισθεί καλύτερα. Ω! Διδάσκαλε! Διδάσκαλε! Τι να Σου πω;»

Τον λατρεύει με όλο το είναι της. Αλλά καθώς αντιλαμβάνεται τη θλίψη του Ιησού, λέει: «Είσαι λυπημένος Κύριε; Δεν είσαι χαρούμενος που ο Λάζαρος…» κάτι αρχίζει να υποψιάζεται… «Ω! Είσαι λυπημένος με μένα. Αμάρτησα. Αλήθεια».
«Αμαρτήσαμε αδελφή», λέει η Μαρία.
«Όχι, εσύ δεν αμάρτησες. Ω! Διδάσκαλε, η Μαρία δεν αμάρτησε. Η Μαρία υπάκουσε. Μόνον εγώ αμάρτησα. Έστειλα να Σε φωνάξουν, διότι δεν άντεχα πλέον τους υπαινιγμούς τους, ότι δεν είσαι ο Μεσσίας, ο Κύριος... και δεν άντεχα πλέον με όλο αυτό τον πόνο... ο Λάζαρος ήθελε τόσο πολύ να έρθεις. Σε φώναζε τόσο... συγχώρεσέ με, Ιησού...»
«Μαρία, εσύ δεν λες τίποτα;» ρωτάει ο Ιησούς.
«Διδάσκαλε, εγώ... υπέφερα σαν γυναίκα. Υπέφερα διότι... Μάρθα, να
ορκιστείς, να ορκιστείς εδώ, μπροστά στον Διδάσκαλο ότι δεν θα πεις ποτέ στον Λάζαρο για το παραλήρημά του... Διδάσκαλέ μου... Σε γνώρισα τελείως, ω θείο Έλεος, με τις τελευταίες ώρες του Λάζαρου. Ω! Θεέ μου! Πόσο με αγάπησες, επειδή με συγχώρεσες. Εσύ, Θεέ, Εσύ Αγνέ, Εσύ… αν ο αδελφός μου, που με αγαπάει αλλά είναι άνδρας, μόνον άνδρας, δεν μου συγχώρησε τα πάντα από τα βάθη της καρδιάς του;! Όχι. Δεν εκφράζομαι καλά. Δεν συγχώρησε το παρελθόν μου και όταν η αδυναμία του τη στιγμή του θανάτου έκανε λιγότερη την καλοσύνη του, αυτός έλεγε δυνατά τον πόνο του και την αγανάκτησή του προς εμένα... Ω!..» και η Μαρία κλαίει.
«Μην κλαις, Μαρία. Ο Θεός σε συγχώρησε και τα ξέχασε. Και η ψυχή του Λάζαρου συγχώρησε και ξέχασε, ήθελε να ξεχάσει. Ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να ξεχάσει. Και όταν τη σάρκα την κατακλύζει η αδυναμία της θέλησης με τις τελευταίες σουβλιές, ο άνθρωπος μίλησε».
«Δεν αγανακτώ, Κύριε. Αυτό με βοήθησε να Σε αγαπήσω περισσότερο και να αγαπήσω και τον Λάζαρο περισσότερο».  
«Καημένη Μαρία, Εγώ ξέρω την καρδιά σου. Σου άξιζε το θαύμα και ας σε κάνει πιο δυνατή στη πίστη και στην ελπίδα».
«Διδάσκαλέ μου, από τώρα, πάντα θα ελπίζω και θα πιστεύω. Ποτέ ξανά δεν θα αμφιβάλλω, Κύριε. Θα ζω με πίστη. Εσύ με έκανες ικανή να πιστεύω τα απίστευτα».

«Και εσύ Μάρθα, τι έμαθες; Όχι ακόμα. Εσύ είσαι η Μάρθα Μου. Όμως δεν Με δοξάζεις ακόμα τέλεια. Γιατί δεν σκέπτεσαι πνευματικά; Η δύναμή σου, επειδή κλίνει προς τα γήινα πράγματα που κατά καιρούς φαίνονται χωρίς θεραπεία, υποχωρεί στις διαβεβαιώσεις των γήινων γεγονότων που κάποιες φορές φαίνονται χωρίς γιατρειά. Αληθινά, τα ανθρώπινα πράγματα δεν θεραπεύονται, εκτός και αν επέμβει ο Θεός. Γι’ αυτό πρέπει τα ανθρώπινα πλάσματα να μπορούν και να σκέπτονται, και να αγαπούν στο υπέρτατο των δυνατοτήτων τους, με τη σκέψη, την ψυχή, τη σάρκα, το αίμα. Επαναλαμβάνω: με όλη τη δύναμη του ανθρώπου. Θέλω να είσαι δυνατή, Μάρθα. Θέλω να είσαι τέλεια. Δεν υπάκουσες διότι δεν πίστεψες και δεν ελπίζεις τέλεια, και δεν πίστευες και δεν έλπιζες, επειδή δεν αγαπούσες απόλυτα. Αλλά σε συγχωρώ. Σε συγχωρώ Μάρθα. Σήμερα ανέστησα τον Λάζαρο. Τώρα θα σου δώσω μια πιο δυνατή καρδιά. Σ’ αυτόν έδωσα ζωή. Σε σένα θα χαρίσω τη δύναμη να αγαπάς, να πιστεύεις και να ελπίζεις τέλεια. Τώρα ας είσαι χαρούμενη και με ειρήνη. Να ξεχάσετε αυτούς που σας πρόσβαλλαν τις προηγούμενες ημέρες. Μη μάχεσαι τους κακούς, Μαρία. Και να συγχωρείς, να συγχωρείς, αν θέλεις να Με μιμείσαι. Να ο Λάζαρος, ακούω τη φωνή του».
Πραγματικά έρχεται ο Λάζαρος. Φοράει καινούργια ρούχα και είναι
φρεσκοξυρισμένος και αρωματισμένος. Ο Μαξιμίνος και ο Ζηλωτής είναι μαζί του.
«Διδάσκαλε!», ο Λάζαρος γονατίζει για άλλη μια φορά για να Τον δοξολογήσει. Ο Ιησούς ακουμπάει το χέρι Του στο κεφάλι του και χαμογελώντας του λέει: «Η δοκιμασία πέρασε, φίλε Μου. Για σένα και τις αδελφές σου. Να είσαι χαρούμενος και δυνατός τώρα, όταν θα υπηρετείς τον Κύριο. Τι θυμάσαι φίλε Μου από το παρελθόν; Εννοώ από τις τελευταίες σου ώρες;»
«Μια μεγάλη επιθυμία να Σε δω και μεγάλη ειρήνη με την αγάπη των δυο αδελφών μου».
«Για ποιο πράγμα λυπήθηκες περισσότερο που θα άφηνες, όταν θα πέθαινες;»
«Εσένα Κύριε και τις αδελφές μου. Εσένα, διότι δεν θα μπορούσα να Σε
υπηρετώ, αυτές… διότι μου έδωσαν κάθε χαρά...»
«Ω! Εμένα, αδελφέ!» λέει η Μαρία με έναν αναστεναγμό.
«Εσένα περισσότερο από την Μάρθα. Εσύ μου έδωσες τον Ιησού και το
τι σημαίνει Ιησούς. Και ο Ιησούς σε έδωσε σε μένα. Εσύ είσαι το δώρο του Θεού, Μαρία».
«Τα ίδια έλεγες και όταν πέθαινες...» λέει η Μαρία και εξετάζει λεπτομερώς το πρόσωπο του αδελφού της.
«Διότι είναι η μόνιμη σκέψη μου».
«Όμως σε πλήγωσα τόσο πολύ...»
«Και η ασθένεια μου ήταν οδυνηρή. Αλλά μέσα απ’ αυτήν ελπίζω να εξιλεώθηκαν τα λάθη του παλαιού Λάζαρου και ότι αναστήθηκα εξαγνισμένος για να είμαι άξιος του Θεού. Εσύ και εγώ, οι δύο που αναστηθήκαμε ξανά για να υπηρετούμε τον Κύριο, και η Μάρθα ανάμεσά μας, διότι πάντα ήταν η ειρήνη του σπιτιού».

«Τα ακούς αυτά Μαρία; Τώρα θα αναχωρήσω και θα σας αφήσω στις χαρές σας…»
«Όχι, Κύριε. Μείνε εδώ μαζί μας. Μείνε στη Βηθανία και στο σπίτι μου. Θα είναι πολύ όμορφα...», λέει η Μάρθα.
«Θα μείνω, θέλω να σε ανταμείψω για όσα πέρασες, Μάρθα, μη λυπάσαι. Νομίζεις ότι Με πλήγωσες. Όμως η θλίψη Μου δεν είναι από σένα, αλλά απ’ αυτούς που δεν θέλουν να σωθούν. Μισούν όλο και πιο πολύ. Οι καρδιές τους έχουν δηλητηριαστεί... Λοιπόν... ας τους συγχωρήσουμε…»
«Ας τους συγχωρήσουμε», λέει ο Λάζαρος με το γλυκό του χαμόγελο. Και όλα τελειώνουν εδώ με αυτά τα λόγια.

*Εκείνος ο Σίμωνας είχε σκοτώσει τον πατέρα του, αλλά το είχε κάνει να φαίνεται ως ατύχημα. Ο Ιησούς το γνώριζε. 

ΠΗΓΗ: το κεφ. 548 του βιβλίου της Μαρίας Βαλτόρτα «The Gospel as revealed to me».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;