Η Σταύρωση


27 Μαρτίου 1945 ο Ιησούς δείχνει το ακόλουθο όραμα στη Μαρία Βαλτόρτα:

Κεφ. 609.1 Τέσσερις μυώδεις άντρες, που από την εμφάνισή τους μου φαίνονται Εβραίοι, και μάλιστα αυτοί αξίζουν περισσότερο το σταυρό παρά οι καταδικασμένοι, σίγουρα της ίδιας κατηγορίας με τους μαστιγωτές, ανεβαίνουν πηδώντας από ένα μονοπάτι, στον τόπο του βασανισμού. Είναι ντυμένοι με κοντό, αμάνικο χιτώνα και έχουν στα χέρια τους καρφιά, σφυριά και σχοινιά τα οποία δείχνουν κάνοντας αστεία στους τρεις καταδικασμένους. Δημιουργείται μεγάλη αναταραχή στο πλήθος που φωνάζει παραληρώντας.

Ο εκατόνταρχος προσφέρει στον Ιησού τον αμφορέα για να πιει το αναισθητικό μείγμα από μύρο και κρασί. Αλλά ο Ιησούς το αρνείται. Οι δύο ληστές πίνουν πολύ από αυτό. Στη συνέχεια ο αμφορέας, με το φαρδύ, προεξέχον στόμιό του, τοποθετείται κοντά σε μια μεγάλη πέτρα, σχεδόν στην άκρη της κορυφής του βουνού.

609.2 Οι καταδικασμένοι άνδρες διατάσσονται να γδυθούν. Οι δύο κλέφτες το κάνουν χωρίς καμία ντροπή. Πράγματι, τους αρέσει να διαπράττουν άσεμνες πράξεις προς το πλήθος και ιδιαίτερα προς την ομάδα των ιερέων με τα ολόλευκα λινά άμφια, που έχουν επιστρέψει σιγά σιγά στο κάτω πλάτωμα, χρησιμοποιώντας το αξίωμά τους για να τους αφήσουν να σταθούν εκεί. Στους ιερείς έχουν προστεθεί δύο-τρεις Φαρισαίοι και άλλοι αυταρχικοί χαρακτήρες, τους οποίους το κοινό μίσος κάνει φίλους. Και βλέπω ανθρώπους της γνώσης των Γραφών, όπως ο Φαρισαίος Ιωάννης (Johanan) και ο Ισμαήλ, ο γραμματέας Σαδώκ, ο Ηλίας (Eli) από την Καπερναούμ...

Οι δήμιοι προσφέρουν τρία κουρέλια στους καταδικασμένους για να δέσουν γύρω από τη βουβωνική χώρα. Και οι ληστές τα παίρνουν με τις πιο φρικτές βλασφημίες. Ο Ιησούς, που γδύνεται αργά αργά λόγω του πόνου των πληγών του, τα αρνείται. Ίσως σκέφτεται ότι μπορεί να κρατήσει το κοντό ρούχο σαν παντελόνι που κράτησε ακόμα και κατά τη διάρκεια του μαστιγώματος. Αλλά όταν Του λένε να το αφαιρέσει κι αυτό, απλώνει το χέρι Του και ικετεύει το κουρέλι των εκτελεστών για να υπερασπιστεί τη γύμνια Του. Είναι πραγματικά εκμηδενισμένος σε σημείο που πρέπει να ζητήσει από τους δημίους Του ένα κουρέλι.

Αλλά η Μαρία παρακολουθεί και έχει ήδη βγάλει το μακρύ, λινό άσπρο πέπλο που καλύπτει το κεφάλι της κάτω από το σκούρο μανδύα και στο οποίο έχει ήδη χύσει τόσα δάκρυα. Το βγάζει χωρίς να αφήσει να πέσει ο μανδύας και το δίνει στον Ιωάννη να το δώσει στο Λογγίνο για τον Γιο της. Ο εκατόνταρχος παίρνει το πέπλο χωρίς κανένα σχόλιο και, όταν βλέπει ότι ο Ιησούς πρόκειται να γδυθεί τελείως, στραμμένος όχι προς το πλήθος αλλά προς το μέρος της κορυφής που είναι άδειο από ανθρώπους, δείχνοντας έτσι την πλάτη Του γεμάτη μώλωπες και φουσκάλες, που αιμορραγεί από τις ανοιχτές πληγές ή καλυμμένη με σκούρα πήγματα αίματος, Του προσφέρει το μητρικό λινό. Και ο Ιησούς Το αναγνωρίζει. Το τυλίγει πολλές φορές γύρω από τη λεκάνη Του, στερεώνοντάς το καλά για να μην πέσει… Και το λινό, μέχρι τότε βρεγμένο μόνο από δάκρυα, μουσκεύει από το αίμα, γιατί πολλές από τις πληγές τις καλυμμένες με θρόμβους, ανοίγουν ξανά καθώς σκύβει να βγάλει τα σανδάλια Του και να αφήσει στην άκρη τα ρούχα Του. Και το αίμα αρχίζει να τρέχει και πάλι.

609.3 Τώρα ο Ιησούς στρέφεται προς το πλήθος. Και έτσι φαίνεται ότι το στήθος, τα χέρια, τα πόδια Του έχουν χτυπηθεί από το μαστίγιο. Στο επίπεδο του ήπατος υπάρχει ένας τεράστιος μώλωπας και κάτω από το αριστερό τόξο των πλευρών υπάρχουν επτά καθαρές γραμμές ανάγλυφες που τελειώνουν σε επτά μικρές αιμορραγικές ρωγμές μέσα σε έναν μωβ κύκλο… ένα άγριο χτύπημα της μάστιγας σε αυτή την πολύ ευαίσθητη περιοχή του διαφράγματος. Τα γόνατά Του, μελανιασμένα από τις αλλεπάλληλες πτώσεις που ξεκίνησαν αμέσως μετά τη σύλληψή Του και τελείωσαν στο Γολγοθά, είναι μαύρα με αιματώματα και ανοιχτά στην επιγονατίδα, ειδικά στη δεξιά, με μια τεράστια αιμορραγική ρήξη. 

Το πλήθος Τον κοροϊδεύει σαν σε χορωδία: «Ω! Πόσο όμορφος! Ο πιο όμορφος από τους γιους των ανθρώπων! Οι κόρες της Ιερουσαλήμ σε λατρεύουν…». Και με ένα ψαλτικό τόνο λένε: «Ο αγαπημένος μου είναι λευκός, διακρίνεται ανάμεσα σε χιλιάδες. Το κεφάλι του είναι καθαρό χρυσάφι, τα μαλλιά του είναι τσαμπιά από φοίνικα, μεταξένια σαν φτερά κορακιού. Τα μάτια του είναι σαν δύο περιστέρια που λούζονται σε ρυάκια όχι από νερό αλλά από γάλα. Τα μάγουλά του είναι κρεβάτια με μπαχαρικά, τα χείλη του μωβ κρίνοι που στάζουν πολύτιμο μύρο. Τα χέρια του είναι σαν έργο χρυσοχόου, τελειωμένα με ροδαλούς υάκινθους. Ο κορμός του είναι από ελεφαντόδοντο με φλέβες από ζαφείρια. Τα πόδια του είναι τέλειες στήλες από λευκό μάρμαρο πάνω σε χρυσές βάσεις. Η μεγαλειότητά του μοιάζει με αυτή του Λιβάνου. Είναι πιο επιβλητικός από τον ψηλό κέδρο. Η γλώσσα του είναι βουτηγμένη στη γλυκύτητα και είναι όλος χάρη»· και χλευάζουν και φωνάζουν: «Ο λεπρός! Ο λεπρός! Έχεις πορνεύσει με τα είδωλα, αν ο Θεός σε έχει χτυπήσει έτσι; Έχεις μιλήσει άσχημα εναντίον των αγίων του Ισραήλ, όπως η Μαριάμ του Μωυσή, αν έτσι έχεις τιμωρηθεί; Ω! Ω! Ο Τέλειος! Είσαι ο Υιός του Θεού; Αλλά όχι! Το έκτρωμα του Σατανά είσαι! Τουλάχιστον αυτός, ο Μαμμωνάς, είναι ισχυρός και δυνατός. Εσύ είσαι ένα αβοήθητο, αηδιαστικό κουρέλι».

609.4 Οι ληστές δένονται στους σταυρούς και οδηγούνται στις θέσεις τους, ένας στα δεξιά, ένας στα αριστερά από το μέρος που προορίζεται για τον Ιησού. Ουρλιάζουν, βρίζουν, βλαστημούν και ειδικά όταν τοποθετούν τους σταυρούς στο άνοιγμα και αυτό τους ταλαντεύει κάνοντας τα σχοινιά να μπαίνουν και να τους κόβουν τους καρπούς, οι βλασφημίες τους κατά του Θεού, του Νόμου, των Ρωμαίων, των Εβραίων είναι κολαστικές.

Τώρα είναι η σειρά του Ιησού που ξαπλώνει με πραότητα στο ξύλο. Οι δύο ληστές ήταν τόσο επαναστατικοί, που οι τέσσερις δήμιοι δεν αρκούσαν για να τους δέσουν και χρειάστηκε να επέμβουν οι στρατιώτες για να τους κρατάνε ακίνητους ώστε να μην κλωτσάνε τους βασανιστές, όσην ώρα τους έδεναν από τους καρπούς. Αλλά για τον Ιησού δεν χρειάζονται βοήθεια. Ξαπλώνει και τοποθετεί το κεφάλι Του εκεί που Του λένε να το τοποθετήσει. Ανοίγει τα χέρια Του όπως Του λένε, απλώνει τα πόδια Του όπως Του δίνουν εντολή. Έχει φροντίσει μόνο να τακτοποιήσει σωστά το πέπλο στη μέση Του. Τώρα το μακρύ, λεπτό, λευκό σώμα Του ξεχωρίζει πάνω στο σκούρο ξύλο και στο κιτρινωπό έδαφος.

609.5 Δύο δήμιοι κάθονται στο στήθος Του για να Τον κρατήσουν ακίνητο. Και σκέφτομαι τι πίεση και τι πόνο πρέπει να ένιωσε κάτω από αυτό το βάρος. Ένας τρίτος παίρνει το δεξί Του χέρι κρατώντας με το ένα χέρι το μπράτσο Του και με το άλλο την άκρη των δακτύλων. Ο τέταρτος δήμιος, που έχει ήδη στο χέρι του το μακρύ, τετραγωνισμένο κοφτερό καρφί που καταλήγει σε μια στρογγυλή, επίπεδη πλάκα όσο μια δεκάρα περασμένων εποχών, κοιτάζει να δει αν η τρύπα που έχει ήδη γίνει στο ξύλο αντιστοιχεί στην άρθρωση του καρπού. Είναι μια χαρά. Ο δήμιος τοποθετεί τη μυτερή άκρη του καρφιού στον καρπό, σηκώνει το σφυρί και δίνει το πρώτο χτύπημα.

Ο Ιησούς, που είχε τα μάτια Του κλειστά, βγάζει μια κραυγή και συστέλλεται από τον οξύ πόνο ενώ ανοίγει διάπλατα τα μάτια του που πλημμυρίζουν δάκρυα. Πρέπει να είναι βασανιστικός ο πόνος που νιώθει… Το καρφί εισχωρεί, σπάει μύες, φλέβες, νεύρα, θρυμματίζει κόκαλα…

Η Μαρία αντιδρά στην κραυγή του βασανισμένου της πλάσματος και με ένα μουγκρητό που μοιάζει σχεδόν με το βογγητό ενός σφαγμένου αρνιού, σκύβει απότομα σαν να την έσπασε και την έκανε κάποιος κομμάτια, κρατώντας το κεφάλι της στα χέρια της. Και ο Ιησούς, για να μην τη βασανίσει περισσότερο, δεν βγάζει πια καμία κραυγή. Αλλά τα χτυπήματα είναι εκεί, μεθοδικά, σκληρά, σίδερο εναντίον σιδήρου… και να σκεφτεί κανείς ότι από κάτω είναι το ζωντανό μέλος ενός αθώου που τα δέχεται.

Το δεξί χέρι έχει καρφωθεί. Προχωρούν προς το αριστερό. Η τρύπα δεν αντιστοιχεί στον καρπό. Παίρνουν λοιπόν ένα σχοινί, δένουν τον αριστερό καρπό και τον τραβούν μέχρις ότου εξαρθρώσουν την άρθρωση και σχίσουν τους τένοντες και τους μύες, αλλά μαζί σχίζουν και το δέρμα που έχει ήδη κοπεί από τα σχοινιά της σύλληψης. Το άλλο χέρι, το δεξί, υποφέρει τρομερά γιατί τεντώνεται αντανακλαστικά, και το άνοιγμα γύρω από το καρφί φαρδαίνει. Τώρα έχει μόλις φτάσει η αρχή του μετακαρπίου κοντά στην τρύπα του ξύλου μέσα στην οποία πρέπει να εισχωρήσει το καρφί. Παραιτούνται από περισσότερη προσπάθεια και καρφώνουν το χέρι όπως μπορούν, δηλαδή ανάμεσα στον αντίχειρα και τα άλλα δάχτυλα, ακριβώς στο κέντρο της παλάμης. Εδώ το καρφί μπαίνει πιο εύκολα αλλά προκαλεί μεγαλύτερο σπασμό, γιατί πρέπει να κόβει σημαντικά νεύρα, γιατί τα δάχτυλα παραμένουν αδρανή, ενώ τα άλλα τα δεξιά κάνουν συσπάσεις και έχουν ένα τρέμουλο που φανερώνουν τη ζωντάνια τους. Αλλά ο Ιησούς δεν φωνάζει πια, μόνο ένα βραχνό μουγκρητό ακούγεται πίσω από τα ερμητικά σφιχτά κλειστά χείλη του και δάκρυα πέφτουν στο έδαφος αφού πρώτα κυλούν πάνω στο ξύλο.

609.6 Τώρα είναι η σειρά των ποδιών. Περίπου δύο μέτρα ή περισσότερο από την άκρη του σταυρού είναι μια μικρή προεξοχή που φτάνει μόλις για το ένα πόδι. Τα πόδια Του τοποθετούνται πάνω της για να δουν αν το μέγεθος είναι σωστό. Αλλά είναι λίγο πιο χαμηλά και τα πόδια δεν φτάνουν καλά, και τεντώνουν το δύστυχο Μάρτυρα από τους αστραγάλους. Το ακατέργαστο ξύλο του σταυρού τρίβεται πάνω στις πληγές και μετακινεί βίαια το ακάνθινο στέμμα που είχε κολλήσει από το αίμα πάνω στο κεφάλι, τραβώντας και βγάζοντας εκ νέου τρίχες και απειλεί να πέσει. Ένας δήμιος το πιέζει τότε πίσω στο κεφάλι με ένα γερό χτύπημα του χεριού του…

Τώρα, όσοι κάθονταν στο στήθος του Ιησού σηκώνονται και μετακινούνται στα γόνατά Του, επειδή ο Ιησούς κάνει μια ακούσια κίνηση μαζεύοντας τα πόδια Του, βλέποντας το τεράστιο καρφί, διπλάσιο σε μήκος και διπλάσιο σε πάχος από εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για τα χέρια, να λάμπει στον ήλιο. Και κάθονται πάνω στα γδαρμένα γόνατα και πιέζουν τις φτωχές μελανιασμένες κνήμες, ενώ οι άλλοι δύο κάνουν την πολύ δυσκολότερη επιχείρηση να καρφώσουν το ένα πόδι επάνω στο άλλο, προσπαθώντας να συνδυάσουν τις δύο αρθρώσεις των ταρσών.

Όσο κι αν φαίνεται ότι κρατούν ακίνητα τα πόδια με τα χέρια τους στους αστραγάλους και στα δάχτυλα πιέζοντάς τα πάνω στην προεξοχή, το πόδι που βρίσκεται από κάτω γλυστράει από την κίνηση του καρφιού φεύγοντας προς το πλάι και πρέπει να ξεκαρφώσουν το πάνω πόδι, γιατί, αφού τρύπησε τα μαλακά μέρη, το καρφί δεν βρίσκει το κέντρο του κάτω ποδιού. Και χτυπούν, χτυπούν, χτυπούν… Το μόνο που ακούγεται είναι ο φρικιαστικός θόρυβος του σφυριού στο κεφάλι του καρφιού, γιατί όλος ο Γολγοθάς δεν είναι παρά μάτια και αυτιά τεντωμένα που παρακολουθούν τη δράση και το θόρυβο και χαίρονται…

Πάνω από τον τραχύ ήχο του σιδήρου μπορεί κανείς να αφουγκραστεί το βουβό θρήνο ενός περιστεριού: είναι το βραχνό βογγητό της Μαρίας, που με κάθε χτύπημα διπλώνει το σώμα της όλο και περισσότερο σαν να τραυματίζει αυτήν το σφυρί, τη Μάνα του Μάρτυρα. Και έχει δίκιο να πιστεύει ότι είναι κοντά στο να τσακίσει από αυτό το μαρτύριο. Η σταύρωση είναι τρομερή σαν τη μαστίγωση σε αγωνία, μα πιο φρικτή γιατί βλέπει το καρφί να μπαίνει και να χάνεται μέσα στη ζωντανή σάρκα. Αλλά από την άλλη είναι πιο σύντομη. Ενώ η μαστίγωση σε εξουθενώνει λόγω της διάρκειάς της.

Για μένα, η αγωνία στον Κήπο της Γεσθημανή, η μαστίγωση και η σταύρωση είναι οι πιο αποτρόπαιες στιγμές. Μου αποκαλύπτουν όλα τα βασανιστήρια του Χριστού. Ο θάνατός Του με ανακουφίζει, γιατί λέω: «Τελείωσε!». Αλλά αυτά εδώ δεν είναι το τέλος. Είναι η αρχή νέων δεινών.

609.7 Τώρα ο σταυρός σύρεται πάνω στο ανώμαλος έδαφος μέχρι τη θέση που πρέπει να τοποθετηθεί, τραντάζοντας τον φτωχό Σταυρωμένο. Οι στρατιώτες σηκώνουν το σταυρό, προσπαθώντας να τον βάλουν στο άνοιγμα, αλλά δύο φορές τους ξεφεύγει πέφτοντας τη μια φορά με δύναμη στο έδαφος και την άλλη πάνω στο δεξί μπράτσο του Ιησού, προκαλώντας Του πικρά μαρτύρια, επειδή από τη σύγκρουση τα πληγωμένα μέλη ταράζονται και ο πόνος είναι αφόρητος.

Όταν τελικά ο σταυρός αφήνεται να πέσει στο άνοιγμα, πριν ασφαλιστεί με πέτρες και χώμα, ταλαντεύεται προς όλες τις κατευθύνσεις, παίρνοντας μαζί και κουνώντας συνεχώς το φτωχό Σώμα που κρέμεται από τρία καρφιά... ο πόνος πρέπει να είναι βασανιστικός! Όλο το βάρος του σώματος μετατοπίζεται προς τα εμπρός και προς τα κάτω, και οι οπές στα χέρια διευρύνονται, ειδικά αυτή του αριστερού χεριού, όπως και η πληγή στα πόδια γιατί το καρφί τη μεγαλώνει και το αίμα ρέει άφθονο. Κι αν το αίμα από τα πόδια στάζει κάτω από τα δάχτυλα στο έδαφος και κατά μήκος του ξύλου του σταυρού, το αίμα από τα χέρια ακολουθεί τους πήχεις μέχρι τις μασχάλες, γιατί οι παλάμες βρίσκονται πιο ψηλά, και μετά ρέει προς τα πλευρά και από εκεί προς τη μέση Του. Το αγκαθωτό στέμμα μετακινείται, γιατί το κεφάλι χτυπά πίσω στο ξύλο και πρώτα κολλάει με φόρα στον αυχένα και μετά ξανακάθεται στο μέτωπο και γδέρνει, γδέρνει χωρίς έλεος.

Τελικά ο σταυρός στερεώνεται γερά και δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά το μαρτύριο του κρεμάσματος. Μετά έρχεται η σειρά των ληστών, οι οποίοι, μόλις τους βάζουν κάθετα στο έδαφος, ουρλιάζουν λες και τους γδέρνουν ζωντανούς, από το μαρτύριο των σχοινιών που σχίζουν το κρέας στους καρπούς και μαυρίζουν τα χέρια και πρήζουν τις φλέβες που μοιάζουν σαν τα σχοινιά.
Ο Ιησούς είναι σιωπηλός. Το πλήθος όμως δεν είναι πια σιωπηλό γιατί ξαναρχίζει τις κολασμένες φωνές του.

Τώρα στην κορυφή του Γολγοθά είναι ο σταυρός του Ιησού στο μέσον και στα πλάγια εκατέρωθεν οι άλλοι δύο. Οι μισοί στρατιώτες στέκουν όρθιοι με τα όπλα στα χέρια γύρω από την κορυφή. Μέσα σε αυτόν τον κύκλο των ενόπλων δέκα στρατιώτες παίζουν ζάρια για τα ρούχα των καταδικασμένων. Όρθιος, ανάμεσα στο σταυρό του Ιησού και σε αυτόν στα δεξιά, στέκει ο Λογγίνος. Οι άλλοι μισοί στρατιώτες της εκατονταρχίας βρίσκονται σε ανάπαυση υπό τις διαταγές του βοηθού του Λογγίνου στο μονοπάτι προς τα αριστερά και στο χαμηλότερο ανάχωμα, περιμένοντας να χρησιμοποιηθούν, αν χρειαστεί. Υπάρχει σχεδόν πλήρης αδιαφορία μεταξύ των στρατιωτών. Μόνο λίγοι σηκώνουν περιστασιακά τα πρόσωπά τους στους σταυρούς.

609.8 Ο Λογγίνος, αντίθετα, παρατηρεί τα πάντα με περιέργεια και ενδιαφέρον, συγκρίνει και κρίνει με το νου. Συγκρίνει τους σταυρωμένους και ιδιαίτερα τον Χριστό και τους θεατές. Το διεισδυτικό του μάτι δεν χάνει λεπτομέρεια. Και για να βλέπει καλύτερα προστατεύει με το χέρι του τα μάτια του γιατί ο ήλιος πρέπει να τον ενοχλεί.
Αλήθεια, είναι ένας παράξενος ήλιος. Φλογερός, κιτρινοκόκκινος. Αλλά ξαφνικά η κάψα του σβήνει από ένα σύννεφο μαύρο σαν πίσσα που υψώνεται πάνω από τις εβραϊκές βουνοκορφές, διασχίζει γρήγορα τον ουρανό και χάνεται πίσω από άλλα βουνά. Και όταν ξαναβγαίνει είναι τόσο λαμπερός που το μάτι με δυσκολία τον αντέχει.
Και καθώς κοιτάζει, βλέπει τη Μαρία, ακριβώς πιο κάτω, προς το γκρεμό, να κρατά υψωμένο το βασανισμένο της πρόσωπο προς το Γιο της. Φωνάζει έναν από τους στρατιώτες που παίζουν ζάρια και του λέει: «Αν η Μητέρα θέλει να ανέβει με τον γιο που τη συνοδεύει, να έρθει. Συνόδεψέ τη και βοήθησέ τη».

Και η Μαρία, μαζί με τον Ιωάννη, που πιστεύεται ότι είναι «γιος» της, ανεβαίνει τα σκαλιά που είναι λαξευμένα στο σκληρό βράχο, περνώντας ανάμεσα από τους στρατιώτες και βρίσκεται κοντά στον Ιησού της σε απόσταση που Εκείνος να μπορεί να την βλέπει.
Ο όχλος αμέσως της προσφέρει τις πιο επαίσχυντες προσβολές. Ενώνουν τις βρισιές τους μαζί με εκείνες προς το Γιο της. Αλλά αυτή, με χείλη άσπρα που τρέμουν, προσπαθεί να Του δώσει παρηγοριά με ένα σπαραχτικό χαμόγελο πάνω στο οποίο στεγνώνουν τα δάκρυα που καμία θέληση δεν μπορεί να συγκρατήσει από τα μάτια της...

609.9 Ο κόσμος, ξεκινώντας από τους ιερείς, τους γραμματείς, τους Φαρισαίους, τους Σαδδουκαίους, τους Ηρωδιανούς και τους παρόμοιους, διασκεδάζουν ανεβαίνοντας τον απότομο δρόμο. Και καθώς περνούν από τους πρόποδες της κορυφής δεν παραλείπουν να προσφέρουν τα βλάσφημα λόγια τους ως φόρο τιμής προς τον Θνήσκοντα. Όλη η ανοησία, η σκληρότητα, το μίσος και η παραφροσύνη για τα οποία είναι ικανοί οι άνθρωποι με τη γλώσσα τους, μαρτυρούνται επαρκώς από αυτά τα στόματα της κόλασης. Οι πιο ένθερμοι είναι τα μέλη του Ναού με τους Φαρισαίους για βοήθεια.
«Λοιπόν, εσύ, Σωτήρα του ανθρώπινου γένους, γιατί δεν σώζεις τον εαυτό σου; Σε έχει εγκαταλείψει ο βασιλιάς σου ο Βελζεβούλ; Σε έχει αρνηθεί;» φωνάζουν τρεις ιερείς. Και μια ομάδα Εβραίων: «Εσύ, που πριν από πέντε μέρες, με τη βοήθεια του Διαβόλου, έλεγες ότι ο Πατέρας... αχ! αχ! αχ! ότι θα Σε δόξαζε, πώς και δεν Του θυμίζεις να κρατήσει την υπόσχεσή Του;»
Και τρεις Φαρισαίοι: «Βλάσφημε! Άλλους έσωζες, έλεγες, με τη βοήθεια του Θεού! Και δεν μπορείς να σώσεις τον εαυτό Σου! Θέλεις να Σε πιστέψουμε; Τότε κάνε ένα θαύμα. Δεν μπορείς πια, ε; Τώρα τα χέρια Σου είναι καρφωμένα και είσαι γυμνός, ε;».
Και οι Σαδδουκαίοι και οι Ηρωδιανοί προς τους στρατιώτες: «Προσέχετε το ξόρκι, εσείς που Του πήρατε τα ρούχα! Φέρει μέσα Του το σημάδι της κόλασης!»

Το πλήθος όλοι μαζί: «Κατέβα από το σταυρό και θα σε πιστέψουμε. Εσύ που θα κατέστρεφες το Ναό... Τρελέ!... Κοίτα τον εκεί, τον ένδοξο και άγιο Ναό του Ισραήλ. Είναι άθικτος, ω βέβηλε! Και πεθαίνεις...»

Άλλοι ιερείς: «Βλάσφημε! Υιός του Θεού, Εσύ; Κατέβα από εκεί, λοιπόν. Χτύπα μας, αν είσαι Θεός. Δεν Σε φοβόμαστε και Σε φτύνουμε».
Άλλοι περνούν και κουνάνε το κεφάλι τους: «Δεν ξέρει τίποτε άλλο παρά να κλαίει. Σώσε τον εαυτό Σου, αν είναι αλήθεια ότι είσαι ο Εκλεκτός!»

Οι στρατιώτες: «Σώσε τον εαυτό σου, λοιπόν! Κάψε αυτή την παραγκούπολη! Ναι! Είστε η φτωχογειτονιά της Αυτοκρατορίας, κατεργάρηδες Εβραίοι. Κάνε το! Η Ρώμη θα Σε βάλει στο Καπιτώλιο και θα Σε λατρέψει ως θεό!»

Οι ιερείς με την παρέα τους: «Τα μπράτσα των γυναικών είναι πιο γλυκά από αυτά του σταυρού, έτσι δεν είναι; Αλλά, κοίτα, είναι ήδη εκεί έτοιμες να παραλάβουν τα δικά σου... (και λένε έναν κακόφημο όρο). Και σφυρίζουν σαν καροτσέρηδες.
Άλλοι ρίχνουν πέτρες: «Κάν’τες ψωμί, Εσύ, Πολλαπλασιαστή των άρτων! Όλη η Ιερουσαλήμ θα σε παρακολουθεί!».
Άλλοι, μιμούμενοι τα ‘’ωσαννά’’ της Κυριακής των Βαΐων ρίχνουν κλαδιά και φωνάζουν: «Ανάθεμα σε αυτόν που έρχεται στο όνομα του Διαβόλου! Καταραμένο να είναι το βασίλειό Του! Δόξα στη Σιών που τον αποκόπτει από τους ζωντανούς!»

Ένας Φαρισαίος στέκεται μπροστά στο σταυρό και δείχνοντας τη γροθιά του σε σχήμα κέρατος, λέει: «”Σε εμπιστεύομαι στον Θεό του Σινά”, έλεγες... Τώρα ο Θεός του Σινά σε προετοιμάζει για την αιώνια φωτιά. Γιατί δεν καλείς τον Ιωνά να σου προσφέρει μια καλή υπηρεσία;»

Ένας άλλος: «Μην καταστρέφεις το σταυρό με τα χτυπήματα του κεφαλιού Σου. Πρέπει να χρησιμεύσει και στους οπαδούς Σου. Μια ολόκληρη λεγεώνα θα πεθάνει στο ξύλο Σου, το ορκίζομαι στον Γιαχβέ. Και πρώτο θα βάλω τον Λάζαρο. Θα δούμε αν θα τον σώσεις τώρα από το θάνατο».

«Ναι! Ναι! Πάμε στο Λάζαρο. Ας τον καρφώσουμε στην άλλη πλευρά του σταυρού», και παπαγαλίζουν μιμούμενοι τον Ιησού, λέγοντας: «Λάζαρε, φίλε Μου, βγες έξω! Λύστε τον και αφήστε τον να φύγει!»
«Όχι! Όχι! Είπε στη Μάρθα και στη Μαρία, τις γυναίκες Του: «Εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή». Αχ, αχ, αχ, η Ανάσταση δεν μπορεί να γυρίσει πίσω το θάνατο, και η Ζωή πεθαίνει!»

609.10 «Είναι εδώ η Μαρία με τη Μάρθα. Ας τις ρωτήσουμε πού είναι ο Λάζαρος και ας πάμε να τον αναζητήσουμε». Και έρχονται μπροστά, προς τις γυναίκες, ρωτώντας αλαζονικά: «Πού είναι ο Λάζαρος; Στο παλάτι;»

Και η Μαρία η Μαγδαληνή, ενώ κάποιοι φεύγουν τρομαγμένοι από τους βοσκούς οπαδούς του Ιησού, προχωρώντας προς το μέρος τους, ξαναβρίσκοντας στον πόνο της την αρχαία τόλμη των καιρών της αμαρτίας, λέει: «Πηγαίνετε, θα βρείτε τους στρατιώτες της Ρώμης ήδη στο παλάτι και πεντακόσιους οπλισμένους άνδρες από τα χωράφια μου, που θα σας ευνουχίσουν σαν γερο-τράγους που προορίζονται να φαγωθούν από τους σκλάβους των μύλων».

«Αδιάντροπη! Μιλάς έτσι στους ιερείς;»
«Ιερόσυλο! Αισχροί! Καταραμένοι! Φύγετε! Πίσω σας, τις βλέπω, βρίσκονται οι γλώσσες των φλογών της κόλασης!».

Οι δειλοί γυρίζουν, πραγματικά τρομοκρατημένοι, τόσο σίγουροι από τα λόγια της Μαρίας. Αλλά, αν δεν έχουν τις φλόγες της κόλασης, έχουν τις ακονισμένες ρωμαϊκές λόγχες στην πλάτη τους. Γιατί ο Λογγίνος έχει δώσει εντολή και οι μισοί στρατιώτες που ξεκουράζονταν, αναλαμβάνουν δράση και κεντρίζουν τους πρώτους άντρες που βρίσκουν μπροστά τους, στους γλουτούς. Εκείνοι φεύγουν ουρλιάζοντας και η μισή εκατονταρχία μένει εκεί και κλείνει τις εισόδους προς το ύψωμα που βρίσκονται οι κατάδικοι. Οι Εβραίοι βρίζουν, αλλά η Ρώμη είναι πιο δυνατή.

H Mαγδαληνή κατεβάζει ξανά το πέπλο της -το είχε σηκώσει για να μιλήσει στους υβριστές- και επιστρέφει στη θέση της.  

609.11 Ο ληστής στα αριστερά συνεχίζει τις προσβολές από το σταυρό του. Φαίνεται σαν να έχει συγκεντρώσει όλες τις βλαστήμιες του όχλου και τις ξεστομίζει όλες μαζί, καταλήγοντας: «Σώσε τον εαυτό Σου και σώσε κι εμάς, αν θέλεις να Σε πιστέψουμε. Εσύ είσαι ο Χρισμένος του Θεού; Είσαι ένας ανόητος! Ο κόσμος ανήκει στους πονηρούς και δεν υπάρχει Θεός. Είμαι εδώ, είναι αλήθεια, και για μένα όλα επιτρέπονται. Θεός, εσύ;… Ανόητε! Λόγια για να μας κρατάνε ήρεμους. Ζήτω ο εγωισμός μας! Μόνο αυτός είναι βασιλιάς και θεός!».

Ο άλλος ληστής, που είναι στα δεξιά και έχει τη Μαρία σχεδόν στα πόδια του, και την κοιτάζει σχεδόν περισσότερο από το Χριστό, και εδώ και κάποια λεπτά κλαίει, μουρμουρίζει: «Η μάνα. Σώπα. Δεν φοβάσαι τον Θεό ούτε τώρα που υποφέρεις αυτόν τον πόνο; Γιατί προσβάλλεις κάποιον που είναι καλός; Αυτός υποφέρει ακόμα μεγαλύτερο μαρτύριο από το δικό μας. Και δεν έχει κάνει τίποτα κακό». Αλλά ο ληστής συνεχίζει τις κατάρες του.

609.12 Ο Ιησούς σιωπά. Ασθμαίνοντας από την ένταση της στάσης του σώματός Του, από τον πυρετό, από την καρδιακή και αναπνευστική κατάσταση που βρίσκεται συνέπεια του μαστιγώματος που υπέστη με τόσο βίαιο τρόπο, αλλά και από τη βαθιά αγωνία Του που Τον έκανε να βγάλει αίμα από τους πόρους του δέρματός Του στη Γεθσημανή, προσπαθεί να βρει μικρή ανακούφιση μειώνοντας το βάρος που πέφτει στα πόδια Του, γι’ αυτό στηρίζεται και τεντώνεται από τα χέρια και τραβιέται προς τα πάνω. Ίσως το κάνει για να ξεπεράσει λίγο την κράμπα που ήδη βασανίζει τα πόδια Του και που προδίδεται από το τρέμουλο των μυών Του. Αλλά το ίδιο τρέμουλο υπάρχει και στις ίνες των χεριών Του, που πιέζονται σε αυτή τη θέση και πρέπει να έχουν παγώσει τα άκρα Του, γιατί βρίσκονται ψηλότερα και το αίμα έχει φύγει από αυτά, αφήνοντας τα δάχτυλά χωρίς κυκλοφορία.   

Ειδικά εκείνα της αριστερής παλάμης είναι ήδη πτωματικά και παραμένουν χωρίς κίνηση, λυγισμένα προς τα μέσα. Ακόμα και τα δάχτυλα των ποδιών Του δείχνουν το μαρτύριο τους. Ειδικά τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών, ίσως επειδή το νεύρο τους είναι λιγότερο κατεστραμμένο, γι’ αυτό και με σπασμούς πότε ανεβαίνουν, και πότε πέφτουν.

Μετά, ο κορμός αποκαλύπτει όλο τον πόνο του με τις κινήσεις του, που είναι γρήγορες αλλά όχι βαθιές, και κουράζεται χωρίς να του δίνουν ανακούφιση. Τα πλευρά Του, πολύ φαρδιά και ψηλά, επειδή η δομή αυτού του Σώματος είναι τέλεια, είναι πλέον απεριόριστα διευρυμένα λόγω της θέσης που παίρνει το σώμα και του πνευμονικού οιδήματος που σίγουρα έχει σχηματιστεί μέσα. Ωστόσο, δεν μπορούν να βοηθήσουν την αναπνευστική προσπάθεια, κι έτσι ολόκληρη η κοιλιά βοηθά στην κίνηση του διαφράγματος, το οποίο παραλύει όλο και περισσότερο καθώς περνά η ώρα.

Και η συμφόρηση και η ασφυξία αυξάνονται λεπτό προς λεπτό, όπως φαίνεται από το κυανωτικό χρώμα που τονίζει τα χείλη, έντονα κόκκινα από τον πυρετό με μωβ- κόκκινες ραβδώσεις που διαπερνούν τον λαιμό κατά μήκος και φαρδαίνουν φτάνοντας μέχρι τα μάγουλα και προς τα αυτιά και τους κροτάφους, ενώ η μύτη είναι κοφτερή και χωρίς αίμα και τα μάτια έχουν βυθιστεί σε δυο μαυροκίτρινους κύκλους στο τμήμα που δεν έχει καλυφθεί από το αίμα που κυλάει από το αγκαθωτό στέμμα.

Κάτω από το αριστερό τόξο των πλευρών φαίνεται καθαρά ο χτύπος της καρδιάς Του, ακανόνιστος αλλά βίαιος, και κάθε τόσο λόγω ενός εσωτερικού σπασμού, το διάφραγμα το διαπερνά βαθύ ρίγος που γίνεται εμφανές από την ολική διάταση του δέρματος, όσο μπορεί να τεντωθεί σε αυτό το φτωχό πληγωμένο και ετοιμοθάνατο Σώμα.

Το Πρόσωπο έχει ήδη την εμφάνιση που βλέπουμε στις φωτογραφίες της Ιεράς Σινδόνης, με τη μύτη παραμορφωμένη και πρησμένη στη μία πλευρά και μάλιστα με το δεξί μάτι σχεδόν κλεισμένο λόγω του οιδήματος που υπάρχει σε αυτή την πλευρά. Το στόμα Του, ωστόσο, είναι ανοιχτό με την πληγή στο άνω χείλος να έχει πλέον ξεραθεί.

Η δίψα Του, που προκαλείται από την τόση απώλεια αίματος, τον πυρετό και τον ήλιο, πρέπει να είναι πολύ έντονη, γιατί με μια μηχανική κίνηση πίνει τις σταγόνες του ιδρώτα και των δακρύων Του και μαζί με αυτές το αίμα που τρέχει από το μέτωπό Του μέχρι το μουστάκι Του, και βρέχει τη γλώσσα του με αυτά…

Το αγκάθινο στεφάνι Τον εμποδίζει να ακουμπήσει στο ξύλο του σταυρού και έτσι δεν μπορούν τα μπράτσα Του να ανασηκώνουν κατά διαστήματα το σώμα Του και να ελαφρύνουν το βάρος που πέφτει όλο στα πόδια Του τα καρφωμένα. Οι νεφροί και ολόκληρη η σπονδυλική στήλη καμπυλώνουν προς τα έξω, παραμένοντας μακρυά από το σταυρό από τη λεκάνη και πάνω, και ο Ιησούς δείχνει αιωρούμενος καθώς γέρνει προς τα εμπρός.

609.13 Οι Εβραίοι, απωθημένοι πέρα ​​από το πλάτωμα της κορφής, δεν σταματούν να προσβάλλουν και ο αμετανόητος ληστής αντηχεί τα ίδια λόγια με αυτούς..

Ο άλλος, που τώρα κοιτάζει τη Μητέρα με όλο και περισσότερο οίκτο και κλαίει, τον επιπλήττει σκληρά όταν ακούει ότι περιλαμβάνει και τη μάνα στις προσβολές του. «Πάψε. Θυμήσου ότι γεννήθηκες από γυναίκα. Και σκέψου ότι οι δικές μας έκλαιγαν για τα παιδιά μας. Και ήταν δάκρυα ντροπής... γιατί είμαστε εγκληματίες. Οι μητέρες μας είναι νεκρές τώρα... Θα ήθελα να μπορώ να της ζητήσω συγχώρεση... Αλλά μπορώ; Ήταν άγια... Τη σκότωσα με τον πόνο που της προκάλεσα... Είμαι αμαρτωλός... Ποιος θα με συγχωρήσει; Μητέρα, στο Όνομα του παιδιού σου που πεθαίνει, προσευχήσου για μένα».

Η Μητέρα σηκώνει για μια στιγμή το ταλαίπωρο πρόσωπό της και τον κοιτάζει, αυτόν τον άθλιο που μέσα από τη μνήμη της μητέρας του και τον στοχασμό της Μητέρας οδεύει προς τη μετάνοια, και μοιάζει να τον χαϊδεύει με το πληγωμένου περιστεριού βλέμμα της.

Ο Δίσμας κλαίει δυνατότερα. Γεγονός που προκαλεί περαιτέρω τις κοροϊδίες του όχλου και του συντρόφου του: «Σε αγαπάει γιατί είσαι μικρό αντίγραφο του αγαπημένου της Γιου!»

609.14 Ο Ιησούς μιλάει για πρώτη φορά: «Πατέρα, συγχώρεσέ τους γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν!».
Αυτή η προσευχή υπερνικά κάθε φόβο του Δίσμα. Τολμά να κοιτάξει τον Χριστό και λέει: «Κύριε, θυμήσου με όταν έρθεις στη Βασιλεία σου. Εγώ υποφέρω δίκαια εδώ. Αλλά δώσε μου έλεος και ειρήνη πέρα ​​από τη ζωή. Κάποτε Σε άκουσα να μιλάς και, ανόητα, απέρριψα τα λόγια Σου. Τώρα μετανοώ. Και μετανοώ για τις αμαρτίες μου ενώπιόν Σου, Υιέ του Υψίστου. Πιστεύω ότι έρχεσαι από τον Θεό. Πιστεύω στη δύναμή Σου. Πιστεύω στο έλεός Σου. Χριστέ, συγχώρησέ με στο όνομα της Μητέρας Σου και του Πανάγιου Πατέρα Σου».
Ο Ιησούς γυρίζει και τον κοιτάζει με βαθιά συμπόνια, έχει ακόμα και ένα όμορφο χαμόγελο στο φτωχό βασανισμένο στόμα Του: «Σου λέω: σήμερα θα είσαι μαζί Μου στον Παράδεισο». Ο μετανοημένος ληστής ηρεμεί και, μη γνωρίζοντας πια τις προσευχές που είχε μάθει ως παιδί, επαναλαμβάνει σαν σύντομη προσευχή: «Ιησού Ναζωραίε, Βασιλιά των Ιουδαίων, ελέησέ με· Ιησού Ναζωραίε, Βασιλιά των Ιουδαίων, σε Σένα ελπίζω· Ιησού Ναζωραίε, Βασιλιά των Ιουδαίων, πιστεύω στη Θεότητά Σου».
Ο άλλος συνεχίζει να βλαστημά.

609.15 Ο ουρανός γίνεται όλο και πιο σκοτεινός. Τώρα τα σύννεφα μετά βίας ανοίγουν για να μπει ο ήλιος. Αντίθετα, συσσωρεύονται ολοένα και περισσότερα στρώματα από μολυβένια σύννεφα, λευκά, πρασινωπά, τα οποία επικαλύπτονται και εξαπλώνονται σύμφωνα με το παιχνίδι ενός κρύου ανέμου που κατά διαστήματα κατεβαίνει από τον ουρανό στη γη και μετά πάλι κοπάζει, και τότε ο αέρας γίνεται πιο απαίσιος, όταν είναι σιωπηλός, περίεργος, αποπνικτικός και νεκρός, παρά όταν σφυρίζει απότομα και γρήγορα..

Το φως, ενώ κάποτε ήταν λαμπερό πέρα ​​από κάθε μέτρο, γίνεται πρασινωπό. Και τα πρόσωπα παίρνουν παράξενες όψεις. Οι στρατιώτες, κάτω από τις περικεφαλαίες και τις πανοπλίες τους που πρωτύτερα έλαμπαν και τώρα γίνονται σαν μαυρισμένες στο πρασινωπό φως και το σταχτί ουρανό, δείχνουν να έχουν σκληρά πρόσωπα λαξευμένα. Οι Εβραίοι, ως επί το πλείστον με σκούρο δέρμα, μαλλιά και γένια, φαίνονται σαν πνιγμένοι, τόσο γκρίζο έχει γίνει το πρόσωπό τους. Οι γυναίκες μοιάζουν με αγάλματα γαλαζωπού χιονιού λόγω της ωχρότητας του προσώπου τους και το φως τα τονίζει ακόμα περισσότερο. 

cΤο πρόσωπο του Ιησού αρχίζει να παίρνει ένα απαίσιο μπλαβί χρώμα σαν να ήταν ήδη νεκρός. Το κεφάλι Του αρχίζει να κρέμεται στο στήθος Του. Η δύναμή Του εξασθενεί γρήγορα. Τρέμει από τον πυρετό που Τον καίει. Και μέσα στην αδυναμία Του μουρμουρίζει το όνομα που πρωτύτερα έλεγε μόνο στα βάθη της καρδιάς Του: «Μαμά! Μαμά!» Το μουρμουρίζει απαλά σαν αναστεναγμό, σαν να βρίσκεται ήδη σε έλαφρύ παραλήρημα που Τον εμποδίζει να συγκρατήσει αυτό που η θέλησή Του θα ήθελε να συγκρατήσει. Και η Μαρία απλώνει τα χέρια της σαν για να Τον βοηθήσει.

Και οι σκληροί άνθρωποι γελούν με τους σπασμούς εκείνων που πεθαίνουν... Και προσπαθούν ν’ ανέβουν μέχρι την κορυφή και αντιδρούν όταν οι στρατιώτες τους απωθούν, λέγοντας: «Είμαστε κι εμείς εδώ, γιατί πρέπει να επαληθεύσουμε αν η δικαιοσύνη αποδίδεται μέχρι τέλους. Και από μακριά, με αυτό το παράξενο φως, δεν μπορούμε να δούμε».
Είναι αλήθεια ότι πολλοί αρχίζουν να εντυπωσιάζονται από το φως που τους τυλίγει και κάποιοι φοβούνται. Ακόμα και οι στρατιώτες δείχνουν προς τον ουρανό ένα είδος κώνου τόσο σκοτεινού που μοιάζει με σχιστόλιθο, με στόμιο νερού. Ανεβαίνει και ανεβαίνει και φαίνεται να δημιουργεί όλο και πιο μαύρα σύννεφα σαν να ήταν ηφαίστειο που βγάζει καπνό και λάβα.

Σε αυτό το φοβερό λυκόφως ο Ιησούς δίνει τον Ιωάννη στη Μαρία και τη Μαρία στον Ιωάννη. Σκύβει το κεφάλι, και καθώς η Μητέρα έχει πλησιάσει τον σταυρό για να Τον βλέπει καλύτερα, λέει: «Γυναίκα, ιδού ο γιος σου. Γιε, ιδού η Μητέρα σου».
Το πρόσωπο της Μαρίας συγκλονίζεται ακόμη περισσότερο μετά από αυτά τα λόγια που είναι η διαθήκη του Ιησού της, που δεν έχει τίποτε άλλο να δώσει στη Μητέρα Του εκτός από έναν άνθρωπο, Αυτός που από αγάπη για τον άνθρωπο της στερεί τον Θεάνθρωπο που γεννήθηκε από αυτήν. Αλλά προσπαθεί, η φτωχή Μάνα να μην κλάψει παρά μόνο σιωπηλά, γιατί δεν μπορεί, δεν μπορεί παρά να κλάψει... Οι σταγόνες των δακρύων κυλάνε παρ' όλες τις προσπάθειες να τις συγκρατήσει, κι ας έχει ένα βασανισμένο χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη για Εκείνον, για να Τον παρηγορεί...
Το μαρτύριο μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Και το φως γίνεται όλο και πιο αμυδρό.

ΠΗΓΗ: "The Gospel as revealed to me" της Μαρίας Βαλτόρτα.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;