Ο Ιωσήφ ζητάει συγνώμη από τη Μαρία, που την υποπτεύθηκε
(Σημείωση: Η Μαρία είχε μόλις επιστρέψει από το σπίτι της Ελισάβετ στη Χεβρών, όπου βρισκόταν το προηγούμενο διάστημα και είχε παραμείνει εκεί μέχρι την αφιέρωση του μωρού Ιωάννη του Πρόδρομου στο Ναό, καθώς ήταν πρωτότοκος. Η αφιέρωση συνέβη 40 μέρες μετά τη γέννησή του και έτσι, η Μαρία, που ήταν ήδη έγκυος όταν επισκέφθηκε την ηλικιωμένη Ελισάβετ για να την βοηθήσει με τη διαδικασία της γέννας της, δεν μπορούσε να κρύψει την κοιλίτσα της που πρόβαλε κάτω από τα φαρδιά της ρούχα. Όταν ο Ιωσήφ, ο μνηστήρας της, πήγε στη Χεβρών να την πάρει πίσω στη Ναζαρέτ, παρατήρησε ότι η Μαρία ήταν έγκυος. Και τότε άρχισε ένα τρομερό μαρτύριο γι’ αυτόν τον αγνό άνδρα, που δεν ήθελε να την προδώσει -ως γυναίκα που είχε διαπράξει μοιχεία- γιατί γνώριζε ότι η τιμωρία ήταν θάνατος δια λιθοβολισμού.
Και έτσι πέρασε τρεις φρικτές μέρες παλεύοντας μέσα του με την πίκρα που τον τυραννούσε για την 'προδοσία' της μνηστής του αλλά
και μη γνωρίζοντας πώς να διαχειριστεί την κατάσταση, μέχρις ότου του εμφανίστηκε σε όνειρο άγγελος του Θεού για να τον ενημερώσει ότι το παιδί που έφερε η Μαρία στα σπλάχνα της ήταν ο Υιός του Θεού που θα ονομαζόταν Ιησούς).
***
Λέει η Μαρία
Βαλτόρτα:
Βλέπω το μικρό κήπο στη Ναζαρέτ. Η Μαρία γνέθει στη σκιά μιας μεγάλης μηλιάς
κατάμεστης με μήλα, τα οποία αρχίζουν να κοκκινίζουν και είναι τόσο ροζ και στρογγυλά και μοιάζουν με μαγουλάκια παιδιών.
Αλλά η Μαρία δεν είναι καθόλου ροδαλή. Το όμορφο χρώμα που φώτιζε τα μάγουλά της
στη Χεβρών έχει εξαφανιστεί. Το πρόσωπό της είναι χλωμό, μόνο τα χείλη της
είναι μια καμπύλη σε αχνό κοραλλί χρώμα. Κάτω από τα μάτια της υπάρχουν δύο
μεγάλες σκιές και τα μάτια της είναι πρησμένα σαν να έκλαιγε. Δεν μπορώ να δω
καλά τα μάτια γιατί το πρόσωπό της είναι σκυμμένο και απορροφημένο στην εργασία
της, αλλά περισσότερο σε μια σκέψη που προφανώς τη βασανίζει... βασικά ακούω τους
αναστεναγμούς της που είναι σαν ενός ατόμου πολύ λυπημένου.
Είναι ντυμένη στα λευκά, λευκά λινά, γιατί έχει πολλή ζέστη, καταλαβαίνω ότι
είναι πρωί από την φρεσκάδα και την υγρασία των λουλουδιών. Στο κεφάλι της δεν
φοράει τίποτε και οι ακτίνες του ήλιου περνούν μέσα από τα κλαδιά της μηλιάς
και κάνουν χρυσά κυκλάκια στα ξανθά μαλλιά της. Δεν ακούγεται κανένας θόρυβος
ούτε από το σπίτι ούτε απ’ έξω. Ακούγεται μόνον η ροή από το μικρό ρυάκι στην
άκρη του κήπου.
Η Μαρία ακούει ένα δυνατό κτύπημα στην πόρτα. Αφήνει κάτω τη ρόκα και το αδράχτι
και πηγαίνει προς την πόρτα. Αν και το φόρεμά της είναι μεγάλο και φαρδύ η
εγκυμοσύνη της δεν κρύβεται. Ο Ιωσήφ είναι στην πόρτα. Η Μαρία γίνεται ακόμα
πιο χλωμή, ακόμα και τα χείλη της ασπρίζουν, το πρόσωπό της επίσης είναι τόσο
χλωμό που μοιάζει με φάντασμα. Τον κοιτάζει με λυπημένα και ερωτηματικά μάτια.
Ο Ιωσήφ την κοιτάζει διερευνητικά. Είναι και οι δύο σιωπηλοί και κοιτούν ο ένας
τον άλλον. Η Μαρία λέει πρώτη:
«Τέτοια ώρα Ιωσήφ; Χρειάζεσαι τίποτα; Θέλεις να μου πεις κάτι; Πέρασε μέσα».
Ο Ιωσήφ μπαίνει μέσα και κλείνει την πόρτα πίσω του. Είναι ακόμα σιωπηλός.
«Μίλησέ Μου, Ιωσήφ. Τι θέλεις από μένα;»
«Θέλω να με συγχωρήσεις». Ο Ιωσήφ σκύβει σαν να θέλει να γονατίσει. Αλλά η
Μαρία, που είναι πάντοτε τόσο προσεκτική όταν τον αγγίζει, τον πιάνει
αποφασιστικά από τους ώμους και τον σταματά.
Το πρόσωπο της κοκκίνισε και άσπρισε ταχύτατα, τη μια στιγμή κατακόκκινο και
την άλλη λευκό σαν το χιόνι, όπως ήταν προηγουμένως.
«Θέλεις να σε συγχωρήσω; Δεν υπάρχει τίποτε να σου συγχωρήσω, Ιωσήφ. Δεν έχω
παρά να σε ευχαριστήσω για άλλη μία φορά για όσα έχεις κάνει εδώ, όσον καιρό
έλειπα και για την αγάπη σου για μένα».
Ο Ιωσήφ την κοιτάζει και δύο μεγάλα δάκρυα εμφανίζονται στα μάτια του. Παραμένουν
εκεί σαν να είναι στην άκρη ενός βάζου και μετά κατρακυλούν στα μάγουλά του και
στα γένια του.
«Συγχώρεσε με, Μαρία. Δεν σε εμπιστεύτηκα. Τώρα ξέρω. Δεν είμαι άξιος να έχω
έναν τέτοιο θησαυρό. Έχω πολύ λίγη φιλευσπλαχνία… σε κατηγόρησα στην καρδιά
μου, σε κατηγόρησα άδικα διότι δεν σου ζήτησα να μου πεις την αλήθεια. Αμάρτησα
προς το Νόμο του Θεού, διότι δεν σε αγαπούσα όσο αγαπούσα τον εαυτό μου…»
«Ω! όχι! Δεν αμάρτησες!»
«Ναι, αμάρτησα, Μαρία. Αν είχα κατηγορηθεί για ένα παρόμοιο έγκλημα, θα είχα υπερασπισθεί
τον εαυτό μου, Αλλά εσύ... δεν σου έδινα την δυνατότητα να υπερασπιστείς τον
εαυτό σου διότι επρόκειτο να πάρω μιαν απόφαση χωρίς να σε ρωτήσω. Δεν υπήρξα
δίκαιος διότι σε πρόσβαλα με τις υποψίες μου. Ακόμη και μια απλή υποψία είναι
προσβολή, Μαρία. Αυτός που υποπτεύεται δεν γνωρίζει. Και δεν σε γνώριζα όπως θα
έπρεπε να είχα κάνει. Αλλά υπέφερα από το μαρτύριο... τρεις μέρες τυραννικές,
συγχώρεσέ με, Μαρία».
«Δεν έχω τίποτε να σου συγχωρήσω. Αντίθετα, σου ζητώ εσύ να με συγχωρήσεις για
τον πόνο που σου προκάλεσα».
«Ω! Ναι! Ήταν μεγάλος πόνος! Τι στενοχώρια! Κοίτα! Σήμερα το πρωί μου είπαν ότι
ασπρίσανε τα μαλλιά μου και ότι το πρόσωπό μου έβγαλε ρυτίδες. Αυτές οι μέρες
μου πήραν περισσότερο και από 10 χρόνια από τη ζωή μου! Αλλά γιατί, Μαρία ήσουν
τόσο ταπεινή ώστε να κρύψεις τη δόξα σου από μένα, το μνηστήρα σου, και να σε υποπτευθώ;»
Ο Ιωσήφ δεν είναι στα γόνατα, αλλά είναι τόσο σκυμμένος που φαίνεται γονατιστός και η Μαρία ακουμπάει το λεπτό χέρι της στο κεφάλι του και χαμογελάει. Δείχνει να τον συγχωρεί και ψιθυρίζει:
«Αν δεν ήμουνα απόλυτα ταπεινή δεν θα ήμουν άξια να έχω τον Αναμενόμενο, που
έρχεται να πληρώσει για την αμαρτία της υπερηφάνειας που κατέστρεψε τον
άνθρωπο. Και μετά υπάκουσα... ο Θεός ζήτησε αυτή την υπακοή. Μου κόστισε... για
σένα, επειδή επρόκειτο να υποφέρεις. Αλλά δεν μπορούσα παρά να υπακούσω. Είμαι
η δούλη του Κυρίου και οι δούλοι δεν συζητούν τις εντολές που παίρνουν, τις
εκπληρώνουν, Ιωσήφ, ακόμη και αν προξενούν πικρά δάκρυα». Η Μαρία κλαίει
σιωπηλά όσο μιλάει. Τόσο σιωπηλά που ο Ιωσήφ που είναι σκυμμένος δίπλα της δεν
το προσέχει, παρά μόνον την ώρα που ένα δάκρυ πέφτει στο πάτωμα. Μετά σηκώνει
το κεφάλι του και –είναι η πρώτη φορά που τον βλέπω να το κάνει– σφίγγει τα
λεπτά χέρια της Μαρίας στα δυνατά του χέρια και φιλάει τις άκρες από τα δάχτυλά
της.
«Τώρα θα πρέπει να ετοιμάσουμε... », ο Ιωσήφ δεν λέει τίποτε άλλο, αλλά
κοιτάζει το σώμα της Μαρίας και αυτή κοκκινίζει και κάθεται βιαστικά για να μην
εκθέτει τη φιγούρα της σε μάτια που την παρακολουθούν.
«Θα πρέπει να βιαστούμε. Εγώ θα έρθω εδώ... Θα κάνουμε το γάμο... την άλλη
εβδομάδα. Είναι καλά;»
«Οτιδήποτε κάνεις είναι εντάξει, Ιωσήφ. Εσύ είσαι η κεφαλή της οικογένειας, εγώ
είμαι η δούλη σου».
«Όχι, εγώ είμαι ο δούλος σου. Είμαι ο ευτυχισμένος δούλος του Κυρίου μου που αναπτύσσεται
στη μήτρα σου. Είσαι ευλογημένη μεταξύ των γυναικών του Ισραήλ. Απόψε θα
ειδοποιήσω τους συγγενείς μου. Και μετά... όταν θα είμαι πια εδώ, θα τα ετοιμάσουμε
όλα για να δεχτούμε... Ω! Πώς μπορώ να δεχτώ το Θεό στο σπίτι μου; Το Θεό...
στα χέρια μου; Θα πεθάνω από χαρά!... Ποτέ δεν θα τολμήσω να Τον αγγίξω! Ποτέ
δεν θα μπορέσω…!»
«Θα μπορέσεις, όπως κι Εγώ θα μπορέσω, με τη χάρη του Θεού».
«Μα εσύ είσαι... Εγώ είμαι ένας φτωχός άνδρας, ο πιο φτωχός από τα παιδιά του Θεού!...»
«Ο Ιησούς έρχεται σε μας τους φτωχούς ανθρώπους για να μας κάνει πλούσιους εν Θεώ,
έρχεται σε μας τους δύο διότι είμαστε οι πιο φτωχοί και το παραδεχόμαστε. Να χαίρεσαι
Ιωσήφ. Ο Οίκος του Δαβίδ έχει το Βασιλιά που χρόνια περιμέναμε, και το σπίτι
μας θα είναι πιο λαμπρό ακόμη και από το παλάτι του Σολόμωντα διότι ο Παράδεισος
θα βρίσκεται εδώ και εμείς θα μοιραζόμαστε με το Θεό το μυστικό της
ειρήνης που οι άνθρωποι θα το συναντήσουν αργότερα. Αυτός θα μεγαλώσει ανάμεσά μας,
τα χέρια μας θα είναι η κούνια για τον Σωτήρα, και η δουλειά μας θα προμηθεύει ψωμί
σε Αυτόν... Ω, Ιωσήφ! Θα ακούμε τη φωνή του Θεού να μας καλεί “πατέρα και μητέρα”
Ω!...» Η Μαρία κλαίει από χαρά. Τέτοια ευτυχισμένα δάκρυα! Και ο Ιωσήφ που
είναι τώρα γονατιστός στα πόδια Της, κλαίει με το κεφάλι του
χαμένο μέσα στο φαρδύ φόρεμα της Μαρίας, το οποίο έχει πολλές πιέτες που
πέφτουν στο πάτωμα του δωματίου.
Το όραμα τελειώνει εδώ.
Η Παναγία
λέει στη Μαρία Βαλτόρτα:
«Κανείς δεν πρέπει να ερμηνεύσει λανθασμένα, το χλωμό Μου πρόσωπο. Αυτό δεν προερχόταν
από ανθρώπινο φόβο. Με την ανθρώπινη σκέψη θα έπρεπε να περιμένω να λιθοβοληθώ
μέχρι θανάτου. Αλλά δεν φοβόμουν αυτό. Υπέφερα με τον πόνο του
Ιωσήφ. Ούτε λυπήθηκα με τη σκέψη ότι μπορεί να Με κατηγορούσε. Λυπόμουν μόνο και
φοβόμουν μήπως η φιλευσπλαχνία του ήταν λίγη αν Με κατηγορούσε. Γι’ αυτό το λόγο
όλο το αίμα Μου πήγε στην καρδιά Μου όταν τον είδα. Ήταν η στιγμή που ακόμα και
ένας δίκαιος άνθρωπος θα μπορούσε να παραβεί τη Δικαιοσύνη όταν παραβαίνει
τη φιλευσπλαχνία. Και θα Με στενοχωρούσε πάρα πολύ να κάνει ένας δίκαιος
άνθρωπος ένα λάθος που δεν έχει ξανακάνει. Αν δεν ήμουν ταπεινή σε τέτοιο
βαθμό, όπως είπα στον Ιωσήφ, δεν θα ήμουν άξια να φέρω μέσα Μου, Αυτόν που ταπεινώθηκε: Το Θεό στην άκρα ταπείνωση να γίνει άνθρωπος
για να διορθώσει την υπερηφάνεια του ανθρωπίνου γένους. Σε έκανα να δεις αυτή
τη σκηνή που δεν περιγράφεται σε κανένα από τα Ευαγγέλια, διότι θέλω να επισύρω
την προσοχή των ανθρώπων στις αρετές οι οποίες είναι βασικές για να ευχαριστούν το Θεό και να λαμβάνουν τα συνεχή καλέσματά Του στις καρδιές τους.
ΠΙΣΤΗ: Ο Ιωσήφ πίστεψε τα λόγια του ουράνιου αγγελιοφόρου, χωρίς δεύτερη
κουβέντα. Ήθελε μόνο να πιστέψει, διότι ήταν ειλικρινά πεπεισμένος ότι ο Θεός
είναι καλός και ότι εφόσον ήλπιζε στο Θεό, ο Κύριος δεν θα του επεφύλασσε το
μαρτύριο της προδοσίας, της απογοήτευσης και της γελοιοποίησης από τον περίγυρό
του. Δεν ζήτησε
τίποτε παρά να πιστέψει σε Μένα, διότι, όταν κάποιος είναι έντιμος του είναι
οδυνηρό να πιστεύει ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι έντιμοι. Ζούσε σύμφωνα με
το Νόμο και ο Νόμος λέει: «Αγάπησε τον πλησίον σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου».
Εμείς αγαπούμε τον εαυτό μας τόσο πολύ που πιστεύουμε ότι είμαστε τέλειοι ακόμα
και αν δεν είμαστε.
Μήπως θα μπορούσαμε λοιπόν να μην αγαπούμε τον πλησίον μας απλά και μόνον επειδή
πιστεύουμε ότι κάνει λάθος;
ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ: Μια φιλανθρωπία που ξέρει πώς να συγχωρεί, που θέλει
να συγχωρεί, και συγχωρεί εκ των προτέρων συγχωρώντας εξ ολοκλήρου τις ατέλειες
του πλησίον μας. Είναι αναγκαίο να συγχωρούμε αμέσως δεχόμενοι κάθε ελαφρυντική
κατάσταση.
ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ: Τόσο απεριόριστη όσο και η φιλανθρωπία. Πρέπει να
παραδεχτείτε ότι κάνετε λάθη ακόμα και σε απλές σκέψεις, και δεν πρέπει να
είστε τόσο υπερήφανοι ώστε να αρνηθείτε να πείτε: «Έκανα ένα λάθος», διότι μια τέτοια
υπερηφάνεια θα ήταν πιο καταστροφική από το προηγούμενο σφάλμα. Όλοι κάνουν
λάθη με εξαίρεση το Θεό.
Ποιος μπορεί να πει, «Ποτέ δεν έσφαλα»; Και υπάρχει μια ακόμα δυσκολότερη ταπείνωση:
Αυτή που γνωρίζει πώς να κρατάει σιωπή στα θαυματουργά πράγματα του Θεού που
συμβαίνουν σε εμάς, όταν δεν είναι απαραίτητο να τα αναφέρουμε για τη δόξα Του,
ώστε να μην αποθαρρύνουμε τον πλησίον μας που δεν έλαβε τέτοια ιδιαίτερα
δώρα από το Θεό. Αν θέλει ο Κύριος! Ω, μόνον αν θέλει ο Θεός παρουσιάζεται στον
υπηρέτη Του! Η Ελισάβετ «Με είδε» γι’ αυτό που ήμουν, ο μνηστήρας Μου, Με γνώριζε
γι’ αυτό που ήμουν όταν ήρθε η ώρα γι’ αυτόν να γνωρίσει.
Αφήστε στο Θεό τη φροντίδα να σας ανακηρύττει υπηρέτες Του. Επιθυμεί να το κάνει,
διότι κάθε πλάσμα που ξεκινάει μια ιδιαίτερη αποστολή, είναι μια καινούργια
δόξα που προστίθεται στην άπειρη δόξα Του, και είναι ένας μάρτυρας για το τι
είναι ο άνθρωπος, όπως θα τον ήθελε ο Θεός να είναι: Μια χαμηλότερη τελειότητα
που αντανακλά τον Δημιουργό της. Να παραμένετε στη σκιά και στη σιωπή εσείς που
έχετε αγαπηθεί από τη Χάρη, έτσι ώστε να μπορείτε να ακούτε τα μοναδικά λόγια
της «Ζωής» που ίσως σας αξίζει να τα έχετε μαζί σας και μέσα σας, τον Ήλιο που
λάμπει αιώνια. Ω, Ύψιστο Ευλογημένο Φως, Θεέ, χαρά των δούλων Σου, λάμπε σε
αυτούς τους δούλους Σου ώστε να μπορούν να χαίρονται στην ταπεινότητά τους, να
δοξολογούν μόνον Εσένα, διότι διασκορπίζεις την υπερηφάνεια αλλά ανυψώνεις τους
ταπεινούς που Σε αγαπούν μέχρι τη λαμπρότητα της Βασιλείας Σου».
ΠΗΓΗ: Το κεφ. 26 από το βιβλίο της Μαρίας Βαλτόρτα "Το Ευαγγέλιο όπως μου αποκαλύφθηκε"
Σχόλια