Τα γεγονότα πριν από την Εβδομάδα των Παθών - 2


Στις 19 Δεκεμβρίου 1946 ο Ιησούς δείχνει στη Μαρία Βαλτόρτα όραμα με τη συνέχεια των γεγονότων που προηγήθηκαν της Εβδομάδας των Παθών.

Οι Ιουδαίοι στο σπίτι του Λάζαρου
Η Μάρθα αν και είναι πολύ λυπημένη και κουρασμένη, είναι πάντα μια οικοδέσποινα που ξέρει να υποδέχεται φιλοξενούμενους, να τους τιμάει με την τέλεια ευγένεια μιας αληθινής κυρίας. Έτσι αφού οδήγησαν τους φιλοξενούμενους σε μια σάλα, δίνει εντολές στους υπηρέτες να φέρουν τα αναψυκτικά που συνηθίζεται, για να δροσιστούν οι καλεσμένοι.

Οι υπηρέτες έρχονται με αναψυκτικά και ζεστά ποτά είτε χυμούς και όμορφα φρούτα, ώριμους χουρμάδες σαν τοπάζι, σταφίδες, κάτι που μοιάζει με ξερά σταφύλια σε τσαμπιά, πολύ γευστικά, υγρό μέλι, όλα μέσα σε πανάκριβους αμφορείς, κύπελα, πιάτα και δίσκους. Και η Μάρθα παρακολουθεί με προσοχή να μην ξεχάσουν τίποτα, και δίνει εντολή στους υπηρέτες να σερβίρουν κατά προτεραιότητα ανάλογα με την ηλικία τους. Σταματάει έναν υπηρέτη, που πηγαίνει προς τον Χελκία με ένα αμφορέα γεμάτο κρασί και ένα κύπελο και του λέει: «Τομπία μην προσφέρεις κρασί αλλά μέλι με νερό και χυμό από χουρμάδες». Και λέει σ’ έναν άλλο: «Είμαι βέβαιη ότι ο Ιωάννης θα προτιμήσει κρασί. Πρόσφερέ του λίγο από το λευκό κρασί μας».

Και προσωπικά προσφέρει στον Κανανία, τον γραμματέα, ζεστό γάλα, το οποίο γλύκανε με άφθονο μέλι, λέγοντας: «Θα κάνει καλό στο βήχα σου. Εσύ θυσιάστηκες να έρθεις εδώ, ιδιαίτερα επειδή είσαι αδιάθετος, και κάνει τόσο κρύο. Συγκινούμαι όταν σας βλέπω όλους να δείχνετε τόσο ενδιαφέρον».
«Καθήκον μας Μάρθα, η Ευχέρια ανήκε στη φυλή μας. Μια αληθινή Ιουδαία που μας τίμησε όλους».
«Η τιμή που κάνατε στη μητέρα μου στην ανάμνησή της, αγγίζει την καρδιά μου. Θα μεταφέρω τα λόγια σου στο Λάζαρο».
«Μα θα θέλαμε να τον χαιρετήσουμε. Είναι τόσο καλός φίλος!» λέει ο Χελκίας με τους συνηθισμένους ψεύτικους τρόπους του, και την πλησιάζει.
«Να τον χαιρετήσεις; Δεν γίνεται, είναι τόσο εξαντλημένος».
«Ω! Δεν θα τον ενοχλήσουμε. Έτσι δεν είναι, φίλοι μου; Αρκεί να τον χαιρετήσουμε από την είσοδο του δωματίου του», λέει ο Φίληκας.
«Δεν μπορώ. Αληθινά δεν μπορώ. Ο Νικομήδης απαγόρευσε κάθε κούραση και συγκίνηση».
«Μια ματιά στο φίλο μας που πεθαίνει δεν θα τον σκοτώσει, Μάρθα», λέει ο Καλασεμπόνα. «Θα μας στενοχωρούσε πολύ να μην τον χαιρετήσουμε!» 
Η Μάρθα είναι ταραγμένη, διστακτική. Κοιτάζει προς την πόρτα, ίσως για να δει αν έρχεται η Μαρία για βοήθεια. Αλλά Μαρία δεν είναι εκεί... 

Οι Ιουδαίοι παρατηρούν την ανησυχία της και ο Σαντόκ, ο γραμματέας, το 
επισημαίνει στη Μάρθα: «Θα έλεγε κανείς ότι σε ταράζει η επίσκεψή μας, γυναίκα». 
«Όχι, καθόλου. Καταλαβαίνετε τον πόνο μου. Για μήνες τώρα ζω με τον αδελφό μου που πεθαίνει και... και δεν ξέρω πλέον... δεν ξέρω πώς να συμπεριφερθώ σε συγκεντρώσεις, όπως έκανα άλλοτε...»
«Ω! Εδώ δεν είναι κάποια συγκέντρωση χαράς! Μάλιστα, δεν περιμέναμε να μας τιμήσεις τόσο πολύ! Ίσως... Ίσως να θέλεις να μας κρύψεις κάτι και γι’ αυτό δεν θέλεις να δούμε το Λάζαρο και μας απαγορεύεις να πάμε στο δωμάτιο του. Ε! Ε! Είναι φανερό! Αλλά μη φοβάσαι! Το δωμάτιο ενός αρρώστου είναι τόπος ιερός για όλους, πίστεψέ με...» λέει ο Χελκίας.
«Δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε στο δωμάτιο του αδελφού μας. Δεν υπάρχει τίποτα κρυμμένο εκεί. Μόνο ένας άνδρας που πεθαίνει, και είναι κρίμα να φυλάξετε όλες αυτές τις θλιβερές αναμνήσεις. Και εσύ Χελκία, και εσείς όλοι, είστε μια ανάμνηση που πονάει το Λάζαρο», λέει η Μαρία, με την όμορφη αρμονική φωνή της, που εμφανίζεται στην πόρτα και κρατάει τις άκρες της κουρτίνας με το χέρι της.

«Μαρία!» αναστενάζει η Μάρθα, ικετευτικά, για να την σταματήσει. 
«Τίποτε, αδελφή. Άσε με να μιλήσω». Απευθύνεται στους άλλους:
«Και για να μην έχετε κάποια αμφιβολία, ένας από σας – γιατί μόνον μια ανάμνηση θα ανανεώσει τη θλίψη του παρελθόντος – μπορεί να έρθει μαζί μου, αν δεν απεχθάνεται τη θέα ενός ετοιμοθάνατου, και αν η μυρωδιά ενός σώματος που πεθαίνει δεν του προκαλεί ναυτία».
«Κι εσύ δεν είσαι μια θλιβερή ανάμνηση που πονάει;» ρωτάει ειρωνικά ο Ηρωδιανός, που βγαίνει από τη γωνιά του και στέκεται μπροστά στη Μαρία.
Η Μάρθα αφήνει έναν αναστεναγμό, η Μαρία κοιτάζει σαν αγριεμένος αετός. Τα μάτια της αστράφτουν. Ισιώνει το κορμί της με υπερηφάνεια, και ξεχνώντας την κούραση και τον πόνο που τη λυγίζουν και με την έκφραση προσβεβλημένης βασίλισσας, λέει: «Ναι, κι εγώ είμαι μια ανάμνηση. Όμως όχι θλιβερή, όπως λες. Είμαι η ανάμνηση του Ελέους του Θεού. Και ο Λάζαρος πεθαίνει με ειρήνη όταν με βλέπει, διότι ξέρει ότι παραδίδει το πνεύμα του στα χέρια του Άπειρου Ελέους».

«Χα! Χα! Χα! Αυτά δεν είναι τα λόγια των περασμένων ημερών! Τις αρετές σου μπορείς να τις δείξεις σ’ αυτούς που δεν σε ξέρουν...»
«Αλλά όχι σε σένα; Δεν είναι έτσι; Λοιπόν ακριβώς σε σένα θα την βάλω μπροστά στα μάτια σου και θα σου πω ότι καθένας γίνεται ίδιος με αυτόν που κάνει παρέα. Εγώ, εκείνες τις μέρες, δυστυχώς, ήμουν μαζί σου, και ήμουν σαν και σένα. Τώρα είμαι κοντά στον Άγιο, και γίνομαι έντιμη».
«Κάτι που χάλασε δεν ξαναφτιάχνεται, Μαρία».
«Αυτό ακριβώς. Εσύ, όλοι εσείς, δεν μπορείτε να φτιάξετε ξανά το παρελθόν σας. Δεν μπορείτε να χτίσετε ξανά αυτά που γκρεμίσατε. Εσύ προσωπικά δεν μπορείς, εσύ που μου προκαλείς απέχθεια. Ούτε εσείς οι άλλοι που προσβάλατε τον καιρό του πόνου τον αδελφό μου, και τώρα, με κακό σκοπό υποκρίνεστε ότι είστε φίλοι του».
«Ω! Είσαι τολμηρή, γυναίκα. Μπορεί ο Ραββίνος να σου έβγαλε πολλά δαιμόνια, αλλά δεν σου έδωσε ηρεμία!» λέει ένας, περίπου 40 ετών.
«Όχι, Ιωνάθαν Μπεν Άννα. Δεν με έκανε αδύναμη. Με έκανε πιο δυνατή με την τόλμη κάποιου που είναι έντιμος, ενός που θέλει να γίνει έντιμος ξανά και έσπασε όλα τα δεσμά με το παρελθόν για να αρχίσει μια καινούργια ζωή. Ελάτε! Ποιος θέλει να δει τον Λάζαρο;»

Δείχνει αυτοκρατορική, σαν βασίλισσα. Επιβάλλεται σε όλους με την ειλικρίνειά της, χωρίς έλεος ούτε για τον εαυτό της. Αντίθετα η Μάρθα είναι λυπημένη, με δάκρυα στα μάτια, που κοιτάζουν τη Μαρία και φαίνονται σαν να την παρακαλάνε να σωπάσει.
«Έρχομαι εγώ!» λέει ο Χελκίας αναστενάζοντας σαν θύμα, τόσο ψεύτικος όσο ένα φίδι. Βγαίνουν μαζί.

Οι άλλοι απευθύνονται στη Μάρθα: «Η αδελφή σου!... πάντα ο ίδιος χαρακτήρας. Δεν θάπρεπε. Πρέπει να ζητήσει μεγάλη συγγνώμη» λέει ο Ουριήλ, ο ραββίνος που είδαμε στην Γισχάλα, αυτός που χτύπησε με πέτρες τον Ιησού και Τον πλήγωσε.

Η Μάρθα προσβεβλημένη από τα λόγια αυτά συνέρχεται, ανακτά τις δυνάμεις της και λέει: «Ο Θεός την συγχώρησε. Οποιαδήποτε άλλη συγχώρεση δεν έχει αξία. Και η ζωή της τώρα είναι παράδειγμα για τον κόσμο». Όμως η τόλμη της γρήγορα χάνεται και καταλήγει σε κλάμα. Αναστενάζει μέσα στα δάκρυα: «Είστε σκληροί! Προς αυτήν... προς εμένα... δεν έχετε έλεος ούτε για το παρελθόν μας ούτε για την παρούσα θλίψη μας. Γιατί ήρθατε; Για να μας προσβάλλετε και να μας πληγώσετε;»

«Όχι, γυναίκα, όχι. Ήρθαμε μόνο για να αποχαιρετήσουμε ένα μεγάλο Ιουδαίο που πεθαίνει. Για κανέναν άλλο λόγο! Για κανέναν άλλο λόγο! Δεν πρέπει να παίρνεις άσχημα τις καλές προθέσεις μας. Μάθαμε από τον Ιωσήφ και από τον Νικόδημο ότι χειροτέρεψε και γι’ αυτό ήρθαμε... όπως έκαναν και οι δυο μεγάλοι φίλοι του Ραββίνου και του Λάζαρου. Γιατί θέλεις σε μας να φέρεσαι διαφορετικά, αφού αγαπάμε το Ραββίνο και τον Λάζαρο όπως και αυτοί; Δεν είστε δίκαιες. Αρνείστε ότι ήρθαν – με τον Ιωάννη, τον Ελιέζερ, τον Φίλιππο, τον Γιοσουέ και τον Ιωακείμ – για να μάθουν πώς ήταν ο Λάζαρος; Και ο Μαναήν δεν ήρθε;...»

«Εγώ δεν λέω τίποτα, αλλά μένω έκπληκτη με τις τόσες πληροφορίες που γνωρίζετε. Δεν ήξερα ότι ερευνάτε ακόμα και το εσωτερικό του σπιτιού. Δεν ήξερα ότι υπάρχει και καινούργια εντολή εκτός από τις 613: δηλαδή, να κάνετε ερωτήσεις και να κατασκοπεύετε τα εσωτερικά θέματα μιας οικογένειας... Συγγνώμη! Σας προσβάλλω! Η στενοχώρια δεν με αφήνει να σκέπτομαι σωστά και εσείς την χειροτερεύετε».

«Σε καταλαβαίνουμε, γυναίκα. Και επειδή σκεφτήκαμε ότι και οι δυο δεν θα έχετε μυαλό τώρα, ήρθαμε να σας δώσουμε κάποιες καλές συμβουλές. Ενημερώστε τον Διδάσκαλο να έρθει. Χτες ακόμα ήρθαν επτά λεπροί να δοξάσουν τον Κύριο διότι ο Ραββίνος τους θεράπευσε. Φωνάξτε Τον για τον Λάζαρο».
«Ο αδελφός μου δεν είναι λεπρός!» φωνάζει η Μάρθα ταραγμένη. «Γι’ αυτό το λόγο θέλετε να τον δείτε; Γι’ αυτό το λόγο ήρθατε; Όχι, δεν είναι λεπρός! Κοιτάξτε τα χέρια μου, τον περιποιούμαι χρόνια, αλλά δεν είμαι λεπρή. Το δέρμα μου έχει κοκκινήσει από τις διάφορες αλοιφές αλλά δεν έχω λέπρα... δεν έχω...»

«Ηρέμησε, ηρέμησε, γυναίκα, ποιος λέει ότι ο Λάζαρος είναι λεπρός; Ποιος υποπτεύεται μια τόσο τρομακτική αμαρτία εκ μέρους σας, να κρύβετε έναν λεπρό; Και νομίζετε ότι παρ’ όλη τη δύναμη που έχετε δεν θα μπορούσαμε να σας χτυπήσουμε, αν είχατε αμαρτήσει; Για την υπακοή στις εντολές είμαστε ικανοί να περάσουμε και πάνω από το σώμα του πατέρα μας, της μάνας μας, της γυναίκας μας και των παιδιών παιδιών μας. Εγώ, ο Ιωνάθαν του Ουζιήλ σου τα λέω αυτά».

«Βέβαια! Έτσι είναι! Και τώρα σου λέμε, από την αγάπη που σου έχουμε και από την αγάπη που είχαμε στη μητέρα σου, και από την αγάπη προς τον Λάζαρο: φωνάξτε τον Διδάσκαλο. Κουνάς το κεφάλι; Εννοείς ότι τώρα πια είναι αργά; Τι; Εσύ, η Μάρθα, η πιστή Του μαθήτρια; Αυτό είναι σοβαρό! Δεν Του έχεις πλέον εμπιστοσύνη;» λέει ο Αρχέλαος.
«Βλαστημάς, γραμματέα. Πιστεύω στον Διδάσκαλο όπως στον αληθινό Θεό».
«Τότε γιατί δεν θέλεις να δοκιμάσεις; Αυτός ανέστησε νεκρούς... Τουλάχιστον έτσι λένε... Μήπως δεν ξέρεις που βρίσκεται; Αν θέλεις μπορούμε να Τον αναζητήσουμε εμείς, να σε βοηθήσουμε», λέει ο Φίληκας με πανουργία.
«Όχι, φίλε! Στο σπίτι του Λάζαρου σίγουρα ξέρουν που βρίσκεται ο Ραββίνος. Μίλησε με ειλικρίνεια γυναίκα, και εμείς θα φύγουμε και θα Τον αναζητήσουμε και θα σου Τον φέρουμε, και θα είμαστε παρόντες στο θαύμα για να χαρούμε μαζί σας, με όλους σας», λέει ο Σαντόκ προκαλώντας την.

Η Μάρθα είναι διστακτική, σχεδόν έτοιμη να πέσει. Οι άλλοι επιμένουν, ενώ λέει: «Δεν ξέρω που βρίσκεται... αληθινά δεν ξέρω... έφυγε πριν λίγες μέρες από εδώ και μας αποχαιρέτησε σαν κάποιος που πρόκειται να λείψει για καιρό... θα με παρηγορούσε αν ήξερα που βρίσκεται... τουλάχιστον να ήξερα... Αλλά δεν ξέρω, αυτή είναι η αλήθεια...»

«Καημένη γυναίκα! Εμείς θα σε βοηθήσουμε... θα σου Τον φέρουμε εδώ», λέει ο Κορνήλιος.

«Όχι! Δεν χρειάζεται. Ο Διδάσκαλος... σε Αυτόν δεν αναφέρεστε; Ο Διδάσκαλος είπε ότι πρέπει να ελπίζουμε πέρα από κάθε ελπίδα και να ελπίζουμε μόνο στον Θεό. Και αυτό θα κάνουμε», λέει η Μαρία με βροντερή φωνή, ενώ επιστρέφει με τον Χελκία, που φεύγει αμέσως από κοντά της και πηγαίνει κοντά στους τρεις Φαρισαίους σκύβοντας για να τους μιλήσει.

«Μα αυτός πεθαίνει απ’ όσα ακούω!» λέει ο Δωράς που είναι ένας απ’ τους τρεις. 
«Και λοιπόν; Ας πεθάνει! Δεν θα εμποδίσω την απόφαση του Θεού ούτε θα κάνω ανυπακοή στο Ραββίνο». 
«Και τι περιμένεις μετά το θάνατό του, ανόητη γυναίκα;» λέει ο Ηρωδιανός κοροϊδεύοντάς την.
«Τι; Τη Ζωή!» Η φωνή της είναι μια κραυγή απόλυτης πίστης.
«Τη Ζωή; Χα! Χα! Να είσαι ειλικρινής. Ξέρεις ότι μπροστά στον αληθινό θάνατο Αυτός δεν έχει καμία δύναμη, και εξαιτίας της ανόητης αγάπης σου γι’ Αυτόν δεν θέλεις να γίνει γνωστό κάτι τέτοιο».
«Φύγετε όλοι σας! Θα σας το έλεγε η Μάρθα, αλλά σας φοβάται. Εγώ φοβάμαι μόνο μην προσβάλω τον Θεό, που με συγχώρησε. Γι’ αυτό και το κάνω στη θέση της Μάρθας. Φύγετε όλοι σας. Δεν υπάρχει θέση σ’ αυτό το σπίτι γι’ αυτούς που μισούν τον Ιησού. Έξω! Στα σκοτεινά λημέρια σας! Έξω όλοι. Ειδάλλως θα βάλω τους υπηρέτες να σας διώξουν σα μια συμμορία βρώμικων κουρελιάρηδων».

Είναι μεγαλοπρεπής με το θυμό της. Οι Ιουδαίοι φεύγουν αθόρυβα, εξαιρετικά δειλοί μπροστά σε αυτή τη γυναίκα. (Η αλήθεια είναι ότι αυτή η γυναίκα μοιάζει με οργισμένο αρχάγγελο)...
Η αίθουσα αδειάζει. Οι ματιές της Μαρίας πάνε από τον ένα στον άλλο καθώς διαβαίνουν την πόρτα που βρίσκεται μπροστά της, σχηματίζοντας έτσι μιαν άυλη κρεμάλα κάτω από την οποία πρέπει να καταθέσουν την υπερηφάνεια τους, των ηττημένων Ιουδαίων.

Η Μάρθα πέφτει επάνω στο χαλί ξεσπώντας σε κλάματα.
«Γιατί κλαις, αδελφή; Δεν βλέπω το λόγο...»
«Ω! Τους πρόσβαλες... και αυτοί σε πρόσβαλαν, μας πρόσβαλαν... και τώρα θα μας εκδικηθούν... και...»
«Σώπασε, ανόητη γυναίκα! Ποιόν θα εκδικηθούν; Το Λάζαρο; Θα πρέπει πρώτα να το σκεφτούν καλά και μετά να αποφασίσουν, και προτού το κάνουν... Κανείς δεν εκδικείται έναν που πρόκειται να αναχωρήσει! Εμάς; Μήπως χρειαζόμαστε το ψωμί τους για να ζήσουμε; Την περιουσία μας δεν θα την αγγίξουν. Ο ίσκιος της Ρώμης την προστατεύει. Λοιπόν, τι; Ακόμα και αν μπορούσαν να το κάνουν, μήπως δεν είμαστε νέες και δυνατές; Δεν θα μπορέσουμε να δουλέψουμε; Ο Ιησούς δεν είναι φτωχός; Ο Ιησούς μας δεν ήταν χειρονάκτης; Δεν θα Του μοιάζαμε αν είμασταν φτωχές και εργαζόμενες; Θα πρέπει να υπερηφανεύεσαι αν γίνεις έτσι! Να το ελπίζεις! Ζήτα το από τον Θεό!»
«Μα, αυτά που σου είπαν...»
«Χα! Χα! Αυτά που μου είπαν! Είναι η αλήθεια. Και το επαναλαμβάνω εγώ στον εαυτό μου. Ήμουν μια βρώμικη. Τώρα είμαι η προβατίνα του Βοσκού! Και το παρελθόν πέθανε. Κουράγιο, πάμε να δούμε το Λάζαρο».

ΠΗΓΗ: Κεφ. 542 του βιβλίου της Μαρίας Βαλτόρτα "Το Ευαγγέλιο όπως μου αποκαλύφθηκε".

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;