Ο Ιησούς σώζει ένα γάμο

Ο Ιωάννης, μέλος του Ιουδαϊκού Συνεδρίου Σανχεντρίν επισκέπτεται ένα Σάββατο μεσημέρι (ένας Εβραίος απαγορευόταν να περπατήσει μια μεγάλη απόσταση το Σάββατο) το αγρόκτημα του φίλου του, του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, μέλος κι αυτός του Συνεδρίου, επιθυμώντας να συναντήσει τον Ιησού – επειδή γνώριζε ότι εκείνες τις μέρες ο Ιωσήφ Τον φιλοξενούσε σπίτι του. Ο Ιωάννης αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα στο γάμο του εξαιτίας της παράφορης ζήλιας του και η γυναίκα του ήθελε να τον εγκαταλείψει. Έλπιζε λοιπόν στη βοήθεια του Ιησού - να έπειθε τη γυναίκα του να μη φύγει.  

Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία λέει στον Ιωάννη: «Ο Διδάσκαλος είναι εδώ. Θα φύγει με την δύση του ήλιου. Θα πάω να Τον φωνάξω για σένα. Και ο Ιωσήφ βγαίνει έξω. Μετά από λίγα λεπτά τραβάει τις κουρτίνες για να περάσει ο Ιησούς. Ο Ιωάννης σηκώνεται και υποκλίνεται με σεβασμό.
«Ειρήνη μαζί σου, Ιωάννη. Γιατί Με αναζητάς;»
«Για να με βοηθήσεις να δω.. και ίσως με σώσεις. Είμαι πολύ δυστυχισμένος. Αμάρτησα προς τον Θεό και προς τη γυναίκα μου. Και από τη μια αμαρτία στην άλλη έφτασα στο σημείο να παραβιάσω το νόμο του Σαββάτου. Συγχώρεσέ με, Διδάσκαλε».
«Ο νόμος του Σαββάτου! Ένας πολύ άγιος νόμος! Και μακριά από Μένα η σκέψη να τον κρίνω σαν άνευ σημασίας και αναχρονιστικό. Όμως γιατί τον βάζεις πριν από την πρώτη Εντολή; Μου ζητάς να σε συγχωρήσω επειδή παραβίασες το Σάββατο και δεν ζητάς να σε συγχωρήσω, όταν έχεις έλλειψη φιλευσπλαχνίας και στενοχωρείς μια αθώα ψυχή, όταν οδηγείς στην απελπισία και στο κατώφλι της αμαρτίας την ψυχή της γυναίκας σου; Εσύ θα πρέπει να είσαι στενοχωρημένος γι’ αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο! Να την συκοφαντείς...!!!»
«Κύριε, μόνο στον Ιωσήφ, μίλησα γι’ αυτό, πριν από λίγο. Δεν είπα τίποτε άλλο σε κανέναν, πίστεψέ με. Βάσταξα τον πόνο μου τόσο μυστικό που ούτε ο καλός μου φίλος, ο Ιωσήφ, δεν ήξερε τίποτα και ξαφνιάστηκε όταν του το είπα. Τώρα σου το είπε για να με βοηθήσει. Ο Ιωσήφ είναι δίκαιος άνθρωπος και δεν θα μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό».
«Δεν Μου ανέφερε τίποτα. Απλά Μου είπε ότι Με ήθελες».
«Ω! Τότε πως το ξέρεις;»
«Πώς το ξέρω; Όπως ο Θεός γνωρίζει τα μυστικά της καρδιάς. Να σου πω την κατάσταση μέσα στην καρδιά σου;»

Ο Ιωσήφ ετοιμάζεται να αποσυρθεί διακριτικά, όμως ο Ιωάννης ο ίδιος τον σταματάει λέγοντας: «Ω! Μείνε. Εσύ είσαι φίλος μου! Αφού ήσουν ο κουμπάρος στο γάμο μας, μπορείς να με βοηθήσεις με τον Ραββίνο!» και ο Ιωσήφ παραμένει.

Ο Ιησούς απευθύνεται στον Ιωάννη: «Να σου πω: Θέλεις να σε βοηθήσω να γνωρίσεις τον εαυτό σου; Ω! μη φοβάσαι! Δεν έχω σκληρό χέρι. Μπορώ να αποκαλύψω πληγές αλλά όχι για να αιμορραγήσουν, αλλά για να τις θεραπεύσω. Μπορώ να τις κατανοήσω και να τις επουλώσω. Και ξέρω να θεραπεύω και να συμφιλιώνω, αρκεί να θέλει κάποιος να θεραπευτεί. Και εσύ το θέλεις. Τόσο πολύ, που Με αναζητούσες. Κάθισε εδώ, δίπλα Μου, μεταξύ του Ιωσήφ και Μένα. Αυτός ήταν ο κουμπάρος σου στο γήινο γάμο σου. Εγώ θα ήθελα να είμαι ο κουμπάρος σου στον πνευματικό σου γάμο... Ω! Πολύ θα το ήθελα αυτό!... Τώρα, πρόσεξε Με. Και να μου απαντήσεις σε όλα με ειλικρίνεια. Τι πιστεύεις για την πράξη του Θεού, που έπλασε τον άνδρα και τη γυναίκα για να είναι ενωμένοι; Ήταν καλή ή κακή;»
«Καλή πράξη, Κύριε... Όπως όλα τα πράγματα που έκανε ο Θεός».
«Έχεις δίκιο. Τώρα πες Μου: Αν η πράξη ήταν καλή, τότε τι θα ήταν το επακόλουθο;»
«Εξ ίσου καλό, Κύριε. Και εκείνοι ήταν καλοί παρ’ όλο που ο Σατανάς ήρθε να τους ταράξει. Διότι τον Αδάμ πάντοτε τον παρηγορούσε και τον ενεθάρρυνε η Εύα, και την Εύα ο Αδάμ. Και την παρηγοριά που έδινε ο ένας στον άλλο, την ένιωσαν περισσότερο όταν εξορίστηκαν πάνω στην Γη, και στήριζαν ο ένας τον άλλο. Ακόμα και οι υλικές συνέπειες ήταν καλές, δηλαδή τα παιδιά τους, που από αυτά πλήθυνε η ανθρωπότητα και έλαμψε η δύναμη και η καλοσύνη του Θεού».
«Γιατί; Ποια δύναμη και ποια καλοσύνη;»
«Μα... αυτή που ασκείται προς χάριν του ανθρώπου. Αν κοιτάξουμε πίσω... ναι... υπάρχουν δίκαιες τιμωρίες, όμως υπάρχει και πολύ περισσότερη καλοσύνη... και η Διαθήκη που έγινε με τον Αβραάμ και ανανεώθηκε με τον Ιακώβ είναι μια απέραντη καλοσύνη... μέχρι και σήμερα. Και επαναλαμβάνεται με ειλικρινά χείλη: από τους προφήτες... μέχρι τον Ιωάννη...(τον Βαπτιστή)».

«Και από τον Ιωάννη στον Ραββίνο», διακόπτει ο Ιωσήφ.
«Αυτά δεν είναι χείλη προφήτου... ούτε χείλη ενός Ραββίνου... είναι πολύ περισσότερο...»
Ο Ιησούς χαμογελάει ελαφρά με την... αυστηρή ομολογία πίστης ενός μέλους των Σανχεντρίν, που δεν φτάνει στο σημείο να πει: ‘’Αυτά είναι θεία χείλη” αν και ήδη τα θεωρεί θεία.


«Λοιπόν ο Θεός καλά έπραξε και ένωσε τον άνδρα με την γυναίκα. Σύμφωνοι. Μα πως ήθελε να είναι ο άνδρας και η γυναίκα;» ρωτάει ο Ιησούς.
«Ένα σώμα».
«Εντάξει. Τώρα Μπορεί το σώμα να μισεί τον εαυτό του;»
«Όχι».
«Μπορεί το ένα μέλος να μισεί το άλλο μέλος;»
«Όχι».
«Μπορεί το ένα μέλος να χωριστεί από το άλλο μέλος;»
«Όχι. Μόνον η γάγγραινα, ή η λέπρα ή ένα ατύχημα μπορούν να ακρωτηριάσουν ένα μέλος από το υπόλοιπο σώμα».
«Πολύ καλά. Γι’ αυτό το λόγο, μόνον ένα θλιβερό γεγονός ή ένα κακό πράγμα μπορούν να χωρίσουν αυτό που με το Θέλημα του Θεού είναι ένα και μοναδικό;»
«Έτσι είναι, Διδάσκαλε».
«Λοιπόν, τότε, αφού έχεις πεισθεί γι’ αυτά, γιατί δεν αγαπάς το σώμα σου και το μισείς τόσο πολύ, ώστε να αφήνεις τη γάγγραινα να απλώνεται μεταξύ του ενός και του άλλου μέλους, κι έτσι το πιο αδύνατο μέλος, το ντροπιασμένο, να χωρίζει και να σε αφήνει μόνο;

Ο Ιωάννης σκύβει το κεφάλι, δεν μιλάει ενώ στρίβει τα κρόσσια από τα ρούχα του.
«Θα σου πω το λόγο. Διότι ο Σατανάς, ο ταραχοποιός, ως συνήθως, ήρθε ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα σου. Όχι: μπήκε μέσα σου, με μια παθιασμένη αγάπη για τη γυναίκα σου. Και όταν η αγάπη είναι ακόλαστη, γίνεται μίσος, Ιωάννη. Ο Σατανάς εργάστηκε με τον φιλήδονο ανδρισμό σου για να σε κάνει να αμαρτήσεις. Διότι από εκεί ξεκινάει η αμαρτία σου. Από μια αταξία η οποία έφερε όλο και περισσότερη αταξία. Στη γυναίκα σου δεν είδες μόνον μια καλή σύντροφο και μητέρα των παιδιών σου, αλλά και ένα αντικείμενο χαράς. Και αυτό έκανε τα μάτια σου να μοιάζουν με τα μάτια του βοδιού, που όλα τα βλέπει διαφορετικά. Βλέπεις τα πράγματα όπως εσύ θέλεις να τα βλέπεις. Έτσι είδες και τη γυναίκα σου σαν αντικείμενο χαράς για σένα, και έτσι την έκρινες και για τους άλλους, και τότε η ζήλια σου, ο παράλογος φόβος σου, η αμαρτωλή υπεροψία σου, την τρόμαξαν, την φυλάκιζαν, την βασάνιζαν, την διέβαλαν. Τι πειράζει αν δεν την χτυπούσες, αν δεν την έβριζες δημόσια; Η υποψία σου είναι το ραβδί, η αμφιβολία σου είναι η ύβρις! Τη συκοφαντούσες όταν σκεπτόσουν ότι θα έφτανε στο σημείο να μη σου είναι πιστή. Τι σημασία έχει αν της φερόσουν όπως το επιβάλλει η κοινωνική σου τάξη; Μέσα στο σπίτι σου ήταν χειρότερη και από σκλάβα για σένα εξ αιτίας της κτηνώδους λαγνείας σου, η οποία την υποβίβαζε πέρα από τις αντοχές της, και την οποία υπέμενε σιωπηλά και με υποταγή, και έλπιζε να σε πείσει, να σε ηρεμήσει, να σε κάνει καλό, και αυτό σε ερέθιζε ακόμα περισσότερο σε σημείο να φέρνεις στο σπίτι σου την κόλαση, στην οποία οι δαίμονες της ηδονής και της ζήλιας ούρλιαζαν από χαρά. 

Ζήλια! Ποια χειρότερη συκοφαντία υπάρχει για μια γυναίκα από την ζήλια; Να είσαι βέβαιος ότι οπουδήποτε φωλιάζει, όπως είναι γελοία, χωρίς λογική, τόσο αβάσιμη, τόσο προσβλητική, και με τόσο πείσμα που κουβαλάει, δεν μπορεί να υπάρχει ούτε αγάπη προς τον πλησίον ούτε αγάπη προς τον Θεό. Υπάρχει εγωισμός. Γι’ αυτά πρέπει να λυπάσαι, όχι διότι παραβίασες τον περιορισμό του Σαββάτου. Και για να συγχωρεθείς πρέπει να επανορθώσεις για την καταστροφή που προξένησες...»
«Μα η Άννα θέλει να φύγει τώρα... Έλα να την πείσεις.. Εσύ είσαι ο μόνος που μπορεί να κρίνει αν είναι πραγματικά αθώα, αφού την ακούσεις, και...»
«Ιωάννη! Θέλεις να θεραπευτείς, όμως δεν θέλεις να πιστέψεις αυτά που σου λέω;»
«Έχεις δίκιο, Κύριέ μου. Άλλαξε την καρδιά μου. Είναι αλήθεια. Δεν έχω βάσιμους λόγους για να υποπτεύομαι. Όμως την αγαπώ πάρα πολύ... σαρκικά, έτσι είναι... Είδες την πραγματική κατάσταση... όλα σκοτείνιασαν σε μένα...»

«Έλα στο Φως. Φύγε από την σύγχυση του αισθησιασμού που κατακαίει, που είναι τόσο ανυπόφορος. Θα σου στοιχίσει στην αρχή... Όμως θα είναι πολύ χειρότερα αν χάσεις μια καλή σύντροφο και αν είσαι άξιος της κόλασης, διότι τιμωρείσαι για τις αμαρτίες σου που είναι έλλειψη αγάπης, συκοφαντία και μοιχεία, όπως επίσης και εκείνης, διότι σου υπενθυμίζω ότι αυτός που οδηγεί μια γυναίκα στο διαζύγιο, παίρνει και αυτός και αυτή το δρόμο για τη μοιχεία. Αν μπορείς να αντισταθείς στο δαιμόνιό σου για ένα μήνα, τουλάχιστον για ένα μήνα, σου υπόσχομαι ότι ο εφιάλτης σου θα τελειώσει. Θα Μου το υποσχεθείς;»
«Ω! Κύριε! Κύριε! Θα το ήθελα... Αλλά αυτό είναι φωτιά... Σβήσε την Εσύ, είσαι πανίσχυρος!» ο Ιωάννης είναι γονατιστός μπροστά από τον Ιησού και κλαίει με το κεφάλι του μέσα στα χέρια του, στο πάτωμα. 
«Εγώ θα το εμποδίσω, θα το περιορίσω, θα ελέγχω και θα συγκρατώ αυτό το δαιμόνιο. Αμάρτησες πολύ, Ιωάννη, και πρέπει να εργαστείς μόνος σου για την αναγέννησή σου. Αυτοί που μεταστράφηκαν από Μένα με την επιθυμία να αναγεννηθούν ελεύθεροι, είχαν ήδη εργαστεί με τη δική τους δύναμη μόνο, που ήταν η αρχή της σωτηρίας τους. Όπως ο Ματθαίος, η Μαρία του Λάζαρου και πολλοί άλλοι. Εσύ ήρθες εδώ μόνο για να ανακαλύψεις αν είναι ένοχη και να σε βοηθήσω μην χάσεις την πηγή από την οποία τρέφεται η σαρκική σου δίψα. Θα περιορίσω τη δύναμη του δαίμονά σου για τρεις μήνες, όχι για έναν. Αυτόν τον καιρό να κάνεις περισυλλογή για να συνέλθεις. Αποφάσισε να κάνεις μια καινούργια ζωή σαν σύζυγος. Την ζωή ενός ανθρώπου που έχει δώρο μια ψυχή. Όχι τη ζωή ενός κτήνους όπως έκανες μέχρι τώρα. Και να είσαι πιο δυνατός με προσευχές και περισυλλογή και με την ειρήνη που θα σου δώσω σαν δώρο για τους τρεις μήνες. Μάθε να αγωνίζεσαι για να κατακτήσεις την Αιώνια Ζωή και να κερδίσεις πάλι την αγάπη και την ειρήνη της γυναίκας σου και του σπιτιού σου. Πήγαινε».

«Και τι να πω στην Άννα; Ίσως να είναι έτοιμη να φύγει... Τι λόγια να πω μετά από τόσα χρόνια με... προσβολές, για να την πείσω ότι την αγαπώ και ότι δεν θέλω να την χάσω; Σε παρακαλώ, έλα μαζί μου...»
«Δεν μπορώ. Όμως είναι τόσο απλό... Να είσαι ταπεινός. Κάλεσέ την παράμερα και εξομολογήσου το μαρτύριό σου. Πες της ότι ήρθες σε Μένα διότι θέλεις να σε συγχωρήσει ο Θεός. Και πες της να σε συγχωρήσει διότι η συγνώμη του Θεού θα σου δοθεί μόνον αν αυτή την ζητήσει για σένα και αυτή είναι η πρώτη που θα το κάνει...

Ω! Δυστυχισμένε άνθρωπε! Πόσο καλό και πόση ειρήνη πέταξες με την φιληδονία σου! Πόσο κακό ήρθε με την αταξία των αισθήσεών σου και με την ταραχή των συναισθημάτων σου! Σήκω και πήγαινε με ένα νου ειρηνικό. Δεν καταλαβαίνεις ότι η γυναίκα σου, που είναι πιο καλή και πιο πιστή από σένα, είναι και πιο λυπημένη από σένα με τη σκέψη ότι πρέπει να σε εγκαταλείψει και περιμένει μια μόνο λέξη από σένα για να πει: “Σου τα συγχωρώ όλα”; Πήγαινε τώρα, διότι και ο ήλιος έδυσε και έτσι δεν αμαρτάνεις για την επιστροφή στο σπίτι σου... Και ο Σωτήρας θα σε συγχωρήσει για την αμαρτία που έκανες προς Αυτόν. Πήγαινε με ειρήνη. Και μην αμαρτάνεις άλλο».

«Ω! Διδάσκαλε! Διδάσκαλε! Δεν μου αξίζουν αυτά τα λόγια! Διδάσκαλε... θέλω να Σε αγαπήσω από εδώ και πέρα...» 
«Ναι, βέβαια, πήγαινε και μην καθυστερείς. Και να θυμάσαι αυτή την ώρα όταν θα Είμαι ο συκοφαντημένος Αθώος».
«Τι εννοείς;»
«Τίποτα. Πήγαινε. Αντίο». Και ο Ιησούς αποσύρεται και αφήνει τα δυο μέλη των Σανχεντρίν συγκινημένους και ταραγμένους να Τον κρίνουν ως τον Μόνο άγιο και Σοφό, όπως είναι μόνον ο Θεός.

ΠΗΓΗ: Απόσπασμα από το κεφ. 409 του βιβλίου "Το Ευαγγέλιο όπως μου αποκαλύφθηκε", της Μαρίας Βαλτόρτα.

ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;