Πνευματική προετοιμασία για θάνατο


Ο Ιησούς λέει:

«Σας υπαγορεύω μια Άγια Ώρα για όσους θα την ήθελαν. Σήκωσα το πέπλο της δικής Μου Ώρας Αγωνίας Θανάτου στη Γεθσημανή για να σας δώσω ένα μεγάλο δώρο, επειδή δεν υπάρχει μεγαλύτερη πράξη εμπιστοσύνης μεταξύ φίλων από το να αποκαλύπτει κανείς στο φίλο του τα βάσανά του. Το χαμόγελο και το φιλί δεν είναι υπέρτατη απόδειξη αγάπης, αλλά τα δάκρυα και ο πόνος που γίνονται γνωστά στο φίλο, είναι. Εσύ, φίλε Μου, το γνωρίζεις. Από τότε που ήσουν μαζί Μου στη Γεθσημανή. Και τώρα είσαι στο Σταυρό. Και νιώθεις τους πόνους του θανάτου. Στηρίξου στον Κύριό σου, ενώ Αυτός σου δίνει την Ώρα της Προετοιμασίας για το Θάνατο».

1)   Εγώ.

«Πατέρα Μου, αν είναι δυνατόν, κάνε αυτό το ποτήρι να φύγει από Εμένα».

Αυτά τα Λόγια δεν είναι από τα επτά που είπα πάνω στο Σταυρό. Αλλά είναι το ίδιο λόγια πάθους. Είναι η πρώτη πράξη του πάθους Μου που αρχίζει. Είναι η απαραίτητη προετοιμασία για τις υπόλοιπες φάσεις του ολοκαυτώματος. Είναι το κάλεσμα προς Αυτόν που Δίνει τη Ζωή, είναι εγκατάλειψη, είναι ταπεινοφροσύνη. Είναι η προσευχή κατά την οποία η θέληση του πνεύματος και η αδυναμία του πλάσματος που αποστρέφεται τον θάνατο διαπλέκονται, ενώ η σάρκα εξευγενίζεται και η ψυχή τελειοποιείται.

«Πατέρα...!» Ω! Αυτή είναι η ώρα που ο κόσμος απομακρύνεται από τις αισθήσεις και από τις σκέψεις, ενώ, σαν κατερχόμενος μετεωρίτης, έρχεται όλο και πιο κοντά η σκέψη της άλλης ζωής, του αγνώστου, της κρίσης.

Και ο άνθρωπος, πάντα μικρό παιδί ακόμα κι αν είναι εκατό χρονών, αναζητά την αγκαλιά του Θεού σαν φοβισμένο μωρό που έχει μείνει μόνο του. Σύζυγος, γυναίκα, αδέρφια, παιδιά, γονείς, φίλοι... ήταν τα πάντα όσο η ζωή ήταν μακριά από τον θάνατο, όσο ο θάνατος ήταν μόνο μια σκέψη κρυμμένη κάτω από μακρινές ομίχλες. Αλλά τώρα που ο θάνατος βγαίνει από το πέπλο και προχωρά, να πως, μέσα από μια ανατροπή της κατάστασης, είναι οι γονείς, είναι ο/η σύζυγος που χάνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τη συναισθηματική τους αξία και θαμπώνουν μπροστά στον θάνατο που επίκειται. Σαν φωνές που χάνονται λόγω της απόστασης, οτιδήποτε προέρχεται από τη γη χάνει τη δύναμή του καθώς αυτός που ανήκει στο υπερπέραν μεγαλώνει σε δύναμη, αυτός που μέχρι χθες φαινόταν τόσο πολύ μακρινός... και ένα κύμα φόβου χτυπά το πλάσμα.

Αν δεν ήταν επώδυνος και τρομακτικός, ο θάνατος δεν θα ήταν η υπέρτατη τιμωρία και το υπέρτατο μέσο εξιλέωσης που χορηγήθηκε στον άνθρωπο. Μέχρι την Πτώση, ο θάνατος δεν ήταν θάνατος αλλά ένας ύπνος. Και όπου δεν υπήρχε πτώση, δεν υπήρχε και θάνατος, όπως στην περίπτωση της Παναγίας. Εγώ πέθανα επειδή πήρα πάνω Μου την Αμαρτία όλου του κόσμου, και έχω βιώσει τι είναι να αποστρέφεσαι τον θάνατο.

«Πατέρας!» Ω! Αυτός ο Θεός που αγαπήθηκε τόσο λίγο, ή ήταν τελευταίος στην αγάπη των ανθρώπων, αφού η καρδιά τους αγάπησε πρώτα τους συγγενείς και τους φίλους, ή αγάπησε ανάξια ανθρώπους κακίας, ή αγάπησε αντικείμενα ως θεούς. Αυτός ο Θεός που τόσο συχνά ξεχάστηκε, και όμως ανέχθηκε να Τον ξεχάσουμε, και μας άφησε ελεύθερους να Τον ξεχάσουμε, και μας άφησε ελεύθερους να έχουμε το δικό μας τρόπο ο οποίος άλλες φορές Τον χλεύαζε, άλλες φορές Τον καταράστηκε, άλλες φορές Τον αρνήθηκε. Είναι Αυτός που έρχεται ξανά στη σκέψη του ανθρώπου και παίρνει πίσω τα δικαιώματά Του. Η φωνή Του βροντερή: «Εγώ είμαι» και για να μην πεθάνει κανείς από φόβο με την αποκάλυψη της δύναμής Του, μαλακώνει αυτό το ισχυρό «Εγώ είμαι» με ένα λόγο γλυκό: «Πατέρας».

«Είμαι ο Πατέρας σου». Δεν υπάρχει πια κανένας τρόμος. Το συναίσθημα που προκαλεί αυτή η λέξη είναι ‘εγκατάλειψη’. Εγώ, Εγώ που έπρεπε να πεθάνω, που κατάλαβα τι είναι να πεθαίνεις, αφού πρώτα έμαθα στους ανθρώπους πώς να ζουν αποκαλώντας τον Ύψιστο Γιαχβέ «Πατέρα», δες λοιπόν ότι σε έμαθα να πεθαίνεις χωρίς τρόμο, αποκαλώντας «Πατέρα» τον Θεό που φανερώνεται ξανά και κάνει τον Εαυτό Του περισσότερο παρόντα στο πνεύμα εκείνου που πεθαίνει με σπασμούς αγωνίας.

«Πατέρας!» Μη φοβάσαι. Εσύ που πεθαίνεις, μη φοβάσαι αυτόν τον Θεό που είναι Πατέρας! Δεν σε πλησιάζει ως δικαστής, οπλισμένος με βιβλίο κατηγοριών και τσεκούρι. Δεν σε πλησιάζει με κυνικό τρόπο, αρπάζοντάς σε από τη ζωή και τις αγάπες σου. Έρχεται ανοίγοντας την αγκαλιά Του σε σένα και σου λέει: «Έλα πίσω στο σπίτι σου. Έλα να ξεκουραστείς. Θα σε ξεπληρώσω με τόκο για όσα άφησες πίσω. Και σου υπόσχομαι το εξής: για λογαριασμό όλων αυτών που αφήνεις πίσω, στους κόλπους Μου θα είσαι πιο δραστήριος από ό,τι αν παρέμενες εκεί κάτω σε έναν αγώνα φρενήρη και που δεν ανταμείβεται πάντα με επιτυχία».    

Αλλά ο θάνατος είναι πάντα θλίψη. Θλίψη λόγω της σωματικής οδύνης, θλίψη λόγω της ηθικής οδύνης, θλίψη λόγω της πνευματικής οδύνης. Εδώ είναι κάτι που ήδη είπα: ο θάνατος πρέπει να είναι θλίψη για να υπάρχει ένα μέσο υπέρτατης εξιλέωσης του χρόνου που πέρασε κανείς στη γη. Και  η ψυχή, ο νους και η καρδιά - μέσα σε ένα στροβιλισμό ομίχλης από εναλλασσόμενα γεγονότα που εξαλείφουν και αποκαλύπτουν ό,τι αγαπήθηκε στη ζωή και ό,τι στη ζωή σάς έκανε να φοβάστε τις πραγματικότητες τις πέρα από τον θάνατο - σαν καράβι σε μεγάλη καταιγίδα, περνάνε άλλοτε από ήρεμες περιοχές, την ηρεμία του επικείμενου λιμανιού που τώρα είναι κοντά, τόσο ορατό και τόσο ήσυχο που δίνει ήδη μια ευλογημένη γαλήνη και μια αίσθηση ανάπαυσης όπως εκείνη του ανθρώπου που, έχοντας φτάσει σχεδόν στο τέλος ενός κουραστικού έργου προσδοκά τη χαρά της ξεκούρασης που είναι κοντά, και άλλοτε ξανά στην περιοχή όπου η τρικυμία τους χτυπά, τους χτυπά ξανά και τους κάνει να υποφέρουν, να φοβούνται, να στενάζουν. Είναι ο κόσμος πάλι, ο φρενήρης κόσμος με όλα του τα πλοκάμια: την οικογένεια, την επιχείρηση. Είναι η αγωνία της πάλης του θανάτου. Είναι ο φόβος του τελευταίου βήματος... Και μετά; Και μετά...; Το Σκοτάδι κυριεύει και πνίγει το Φως σφυρίζοντας τον τρόμο του… Πού είναι πια ο παράδεισος; Γιατί θάνατος; Γιατί πρέπει να πεθάνει κανείς; Και ένα θανατηφόρο κουδούνισμα πνίγει ήδη το λαιμό: «Δεν θέλω να πεθάνω!»

Όχι, ετοιμοθάνατα αδέρφια Μου, πεθαίνετε γιατί το να πεθάνεις είναι δίκαιο, το να πεθάνεις είναι άγιο, είναι το Θέλημα του Θεού. Όχι. Μη φωνάζετε έτσι! Αυτή η κραυγή δεν βγαίνει από την ψυχή σας. Είναι ο Εχθρός που επηρεάζει την αδυναμία σας και σας κάνει να φωνάζετε. Αλλάξτε την αντιδραστική και δειλή κραυγή με μια κραυγή αγάπης και εμπιστοσύνης: «Πατέρα Μου, αν είναι δυνατόν, κάνε αυτό το ποτήρι να φύγει από Εμένα». Όπως το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα, κοιτάξτε πώς αυτή η κραυγή επαναφέρει το φως, την ηρεμία. Δείτε τον παράδεισο για άλλη μια φορά, την ιερή αιτία του θανάτου, την ανταμοιβή του θανάτου, δηλαδή την επιστροφή στον Πατέρα. Κατανοήστε ότι και το πνεύμα, το πνεύμα έχει όντως μεγαλύτερα δικαιώματα από τη σάρκα επειδή είναι αθάνατο και υπερφυσικό στη φύση του, και επομένως έχει προτεραιότητα έναντι της σάρκας. Στη συνέχεια πείτε τα λόγια που είναι άφεση για όλες τις αμαρτίες της εξέγερσής σας: «Αλλ’ όμως, όχι το θέλημά μου αλλά το δικό Σου να γίνει».

Αυτό είναι ειρήνη, αυτό είναι νίκη. Ο άγγελος του Θεού σας πλησιάζει και σας παρηγορεί επειδή κερδίσατε τη μάχη που σας κάνει έτοιμους να μετατρέψετε το θάνατό σας σε θρίαμβο.


2) «Πατέρα, συγχώρησέ τους».

Αυτή είναι η στιγμή να απογυμνωθείς από ό,τι είναι βαρύ ώστε να πετάξεις πιο σίγουρα προς τον Θεό. Δεν μπορείς να πάρεις μαζί σου ούτε συναισθήματα ούτε πλούτη που δεν είναι πνευματικά και καλά. Και ποτέ δεν θα υπάρξει άνθρωπος που θα πεθάνει χωρίς να έχει κάτι να συγχωρήσει, έναν ή περισσότερους συνανθρώπους του, σε πολλά πράγματα, για πολλούς λόγους.

Ποιος άνθρωπος φτάνει στο θάνατο χωρίς να έχει υποστεί τη σκληρότητα μιας προδοσίας, τη σκληρότητα μιας αντιπάθειας, τη σκληρότητα ενός ψέματος, ενός εκβιασμού ή κάποιας πληγής από την πλευρά των συγγενών, των συνεργατών ή των φίλων; 

Λοιπόν: αυτή είναι η ώρα να συγχωρήσεις για να συγχωρεθείς. Να συγχωρήσεις πλήρως, να διώξεις όχι μόνο τη μνησικακία, όχι μόνο τη μνήμη, αλλά και την πεποίθηση ότι ο λόγος της αγανάκτησής σου ήταν δίκαιος. Αυτή είναι η ώρα του θανάτου. Ο χρόνος, ο κόσμος, οι δουλειές, τα συναισθήματα είναι στο τέλος τους. Όλα γίνονται ένα «τίποτα». Μια μόνη αλήθεια υπάρχει τώρα: ο Θεός. Ποια είναι η χρησιμότητα, λοιπόν, να κουβαλήσεις πέρα ​​από το κατώφλι αυτό που ανήκει σε αυτή την πλευρά;  

Συγχώρησε. Και αφού, το να φτάσεις στην τελειότητα της αγάπης και της συγχώρεσης - αυτής που δεν λέει πια: «Κι όμως είχα καλούς λόγους» - είναι πολύ δύσκολο για τον άνθρωπο, τότε μεταβίβασε στον Πατέρα το έργο της συγχώρεσης για σένα. Ας παραδώσεις τη συγχώρεσή σου σε Αυτόν, σε Αυτόν που δεν είναι άνθρωπος, που είναι τέλειος, που είναι καλός, που είναι Πατέρας, ώστε να τη βάλει στη Φωτιά Του και να την δώσει τελειοποιημένη σε όποιον αξίζει τη συγχώρεση.    

Συγχώρησε τους ζωντανούς και τους νεκρούς. Ναί. Ακόμα και τους νεκρούς που υπήρξαν αφορμές πόνου για σένα. Ο θάνατός τους έχει αφαιρέσει πολλές από τις άσχημες κρίσεις και από το θυμό που σου προκάλεσαν οι προσβολές τους. Μερικές  φορές τις αφαίρεσε όλες. Αλλά η ανάμνηση υπάρχει ακόμα. Σε έκαναν να υποφέρεις και θυμάσαι ότι σε έκαναν να υποφέρεις. Αυτή η ανάμνηση βάζει πάντα ένα όριο στη συγχώρεσή σου. Όχι. Όχι τώρα πια. Τώρα ο θάνατος πρόκειται να πάρει μακριά  όλους τους περιορισμούς του πνεύματος. Μπαίνεις στο άπειρο. Αφαίρεσε, λοιπόν, ακόμη και αυτή την ανάμνηση που βάζει ένα όριο στη συγχώρεση. Συγχώρησε, συγχώρησε ώστε να μην έχει η ψυχή το βάρος και το μαρτύριο των αναμνήσεων και να μπορεί να έχει ειρήνη με όλα τα αδέρφια της, ζωντανά ή υποφέροντα, πριν συναντηθεί με τον Ένα και Ειρηνικό.

«Πατέρα, συγχώρησέ τους». Αγία ταπεινοφροσύνη, γλυκιά αγάπη συγχώρεσης, συγχώρεσης που ζητήθηκε από τον Θεό για τα παραπτώματα κατά του Θεού και κατά του πλησίον, παραπτώματα εκ μέρους αυτού που ζητά συγχώρεση για τους αδελφούς του. Πράξη αγάπης. Το να πεθάνεις σε μια πράξη αγάπης σημαίνει να έχεις τη μακροθυμία της αγάπης. Μακάριοι είναι εκείνοι που ξέρουν πώς να συγχωρούν ως εξιλέωση για όλη τη σκληρότητα της καρδιάς τους και τις αμαρτίες του θυμού τους.  

3)  «Να ο γιος σου».

Να ο γιος σου! Παράδωσε αυτό που σου είναι αγαπητό με προνοητική και άγια πρόθεση. Εγκατάλειψε τις αγάπες σου και παράδωσε τον εαυτό σου στον Θεό χωρίς αντίσταση. Μη ζηλεύεις αυτούς που κατέχουν τώρα αυτά που αφήνεις πίσω. Με έναν λόγο μπορείς να εμπιστευτείς στον Θεό όλα όσα αγαπάς και αφήνεις πίσω, και ό,τι σε ανησυχεί, ακόμα και το δικό σου πνεύμα. Θυμήσου τον Πατέρα που είναι Πατέρας. Βάλε στα χέρια Του το πνεύμα που επιστρέφει στην Πηγή. Πες: «Να! Εδώ είμαι. Πάρε με μαζί Σου γιατί δίνω τον εαυτό μου. Δεν παραδίνομαι αναγκαστικά εξαιτίας της περίστασης. Παραδίνομαι γιατί Σε αγαπώ όπως ένας γιος που επιστρέφει στον πατέρα του».

Και πες: «Ορίστε λοιπόν, αυτοί είναι οι αγαπημένοι μου. Σου τους δίνω. Αυτές είναι οι πράξεις μου, που μερικές φορές με έκαναν να αδικήσω, να ζηλέψω τον πλησίον μου και με έκαναν να Σε ξεχάσω, επειδή μου φαίνονταν τόσο σημαντικές - στην πραγματικότητα ήταν, αλλά πίστευα ότι ήταν ακόμη πιο σημαντικές - μου φαίνονταν κεφαλαιώδους σημασίας για την ευημερία των αγαπημένων μου, για την τιμή μου, για την εκτίμηση που μου απέφεραν. Πίστευα επίσης ότι μόνο εγώ μπορούσα να τους φροντίσω. Πίστευα ότι ήμουν απαραίτητος για την ολοκλήρωσή τους.

Τώρα βλέπω... Δεν ήμουν παρά μια μικροσκοπική συσκευή στο τέλειο σύμπαν της Πρόνοιάς Σου, και αρκετά συχνά μια ελαττωματική συσκευή που μείωνε τη λειτουργία του τέλειου σύμπαντος. Τώρα που τα φώτα και οι φωνές του κόσμου έχουν σταματήσει και όλα φεύγουν μακριά, βλέπω... ακούω... Πόσο ανεπαρκή ήταν τα έργα μου, πόσο κουρελιασμένα, πόσο ελλιπή! Πόσο μακριά ήταν από το Καλό. Υπέθετα πως ήμουν κάποιος. Ήσουν Εσύ - που προέβλεπες, προνοητικός, άγιος - που διόρθωνες τους κόπους μου και τους έκανες χρήσιμους και πάλι. Είχα υπερβολική αυτοπεποίθηση. Μερικές φορές είπα ακόμη ότι δεν μ’ αγαπούσες γιατί δεν πέτυχα σε αυτό που ήθελα να κάνω, όπως έκαναν κάποιοι άλλοι τους οποίους ζήλευα. Τώρα βλέπω. Δείξε μου το έλεός Σου!»

Ταπεινή εγκατάλειψη, ευγνώμων στοχασμός πάνω στην Πρόνοια ως επανόρθωση για τις πράξεις αλαζονείας, απληστίας, φθόνου και για την αντικατάσταση του Θεού με φτωχικά ανθρώπινα υπάρχοντα και λαιμαργία για τα διάφορα πλούτη.

      4) «Θυμήσου με!»

Έχεις αποδεχτεί το ποτήρι του θανάτου, έχεις συγχωρέσει, έχεις παραχωρήσει ό,τι ήταν δικό σου, ακόμη και τον εαυτό σου. Απονέκρωσες σε μεγάλο βαθμό το «εγώ» του ανθρώπου, απελευθέρωσες σε μεγάλο βαθμό την ψυχή από αυτό που δυσαρεστεί τον Θεό: το πνεύμα της εξέγερσης, το πνεύμα της μνησικακίας, το πνεύμα της απληστίας. Έχεις παραχωρήσει τη ζωή, τη δικαιοσύνη, την ιδιοκτησία - τη φτωχή ζωή, τη φτωχότερη δικαιοσύνη, την τρεις φορές φτωχότερη ανθρώπινη ιδιοκτησία - στον Κύριο. Όπως ο προφήτης που μαραζώνει, ο Ιώβ, στέκεσαι πάμπτωχος ενώπιον του Θεού. Κι έτσι μπορείς να πεις: «Θυμήσου με». Δεν είσαι πια τίποτα.  

Ούτε υγεία, ούτε αξιοπρέπεια, ούτε πλούτη. Δεν κατέχεις πια ούτε τον εαυτό σου. Είσαι σαν μια κάμπια που μπορεί να γίνει πεταλούδα ή να σαπίσει στη φυλακή του σώματός της - με τον απόλυτο και ακραίο τραυματισμό του πνεύματός σου. Είσαι χώμα που επιστρέφει στο χώμα ή χώμα που μετατρέπεται σε αστέρι. Ανάλογα την επιλογή σου, μπορείς να ανέλθεις στο Θεό. Η τελευταία ώρα είναι αποφασιστική για την αιώνια ζωή. Κράτα το αυτό καλά στο μυαλό σου. Και φώναξε: «Θυμήσου με!» Ο Θεός περιμένει αυτή την κραυγή από τον φτωχό Ιώβ για να τον γεμίσει μέχρι τα χείλη με τις ευλογίες της Βασιλείας Του. Είναι γλυκό για έναν Πατέρα να συγχωρεί, να παρεμβαίνει, να παρηγορεί. Περιμένει μόνο αυτή την κραυγή σου για να σου πει: «Είμαι μαζί σου, γιε Μου. Μη φοβάσαι». Πες το, για να επανορθώσεις για όλες τις φορές που μπορεί να ξέχασες τον Πατέρα ή μπορεί να ήσουν πολύ περήφανος.

5)   «Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;»

Μερικές φορές μοιάζει ο Πατέρας να εγκαταλείπει. Αυτό το κάνει για να αυξήσει την εξιλέωση και να δώσει μεγαλύτερη συγχώρεση, ενώ παραμένει κρυμμένος. Μπορεί ο άνθρωπος να παραπονεθεί με θυμό γι' αυτό; Ο άνθρωπος, που άπειρες φορές έχει εγκαταλείψει τον Θεό; Και πρέπει να απελπιστεί επειδή ο Θεός τον δοκιμάζει; Πόσα πράγματα δεν φύλαξες στην καρδιά σου που δεν ήταν Θεός! Πόσες φορές ήσουν οκνός μαζί Του! Σε πόσα θέματα δεν Τον απέρριψες και δεν Τον έδιωξες! Γέμισες την καρδιά σου με τα πάντα. Και μετά την έκλεισες με καρφιά, την κλείδωσες καλά. Φοβόσουν μήπως ο Θεός μπαίνοντας μέσα, θα μπορούσε να διαταράξει τον οκνηρό εφησυχασμό σου, θα μπορούσε να εξαγνίσει τον ναό Του διώχνοντας τους σφετεριστές... Όσο ήσουν ευτυχισμένος, για ποιο λόγο να έχεις τον Θεό; Έλεγες: «Έχω τα πάντα γιατί φυσικά, το αξίζω». Και όταν πάλι δεν ήσουν ευτυχισμένος, δεν έφυγες μακριά από τον Θεό γιατί Τον θεώρησες αιτία όλων των συμφορών σου;  

Ω! Άδικα παιδιά που πίνετε δηλητήριο, που βαδίζετε σε λαβύρινθους, που βυθίζεστε με το κεφάλι σε χαράδρες και σε λημέρια φιδιών και άλλων άγριων θηρίων και μετά λέτε: «Ο Θεός φταίει». Εάν ο Θεός δεν ήταν Πατέρας και μάλιστα άγιος Πατέρας, τι θα έπρεπε να απαντά στους θρήνους που αναφωνείτε στις ώρες του πόνου σας, αν στις ώρες της ικανοποίησης Τον ξεχνάτε; Ω! Άδικα παιδιά που, γεμάτα ελαττώματα, που προσποιείστε ότι σας συμπεριφέρθηκαν χειρότερα από τα βάσανα που αντιμετώπισε ο Υιός του Θεού την ώρα του ολοκαυτώματος, σας παρακαλώ εξηγείστε ποιος ήταν πιο εγκαταλειμμένος; Για να σας σώσει, δεν ήταν ο Χριστός, ο Αθώος, Αυτός που δέχτηκε την απόλυτη εγκατάλειψη από τον Θεό, αν και Τον αγαπούσε πάντα με τόση αφοσίωση και όχι εσείς που φέρετε το όνομα «Χριστιανοί»; Και δεν έχετε την υποχρέωση να σώσετε τουλάχιστον τον εαυτό σας; Δεν υπάρχει σωτηρία στη θολή νωθρότητά σας αν εφησυχάζετε, φοβούμενοι μήπως σας προκαλέσει κάποια ενόχληση η αποδοχή Εκείνου που είναι Δραστήριος.

Γίνετε μιμητές του Χριστού λοιπόν, βγάζοντας αυτή την κραυγή τη στιγμή της μεγαλύτερης αγωνίας. Φροντίστε όμως ο τόνος της κραυγής να είναι τόνος πραότητας και ταπεινότητας, όχι τόνος βλασφημίας και επίπληξης. «Γιατί με εγκατέλειψες, Εσύ που ξέρεις ότι χωρίς Εσένα δεν μπορώ να κάνω τίποτα; Έλα, Πατέρα, έλα να με σώσεις. Έλα να μου δώσεις τη δύναμη να σώσω τον εαυτό μου, γιατί οι πόνοι του θανάτου είναι φρικτοί και ο Αντίπαλος με πονηριά αυξάνει τη δύναμή του επάνω μου. Μου σφυρίζει στ’ αυτί ότι Εσύ δεν μ’ αγαπάς πια. Κάνε με να σε νιώσω, Πατέρα, όχι ένεκα των αξιομισθιών μου, αλλά ακριβώς επειδή δεν είμαι τίποτα, χωρίς καμία αξιομισθία, και δεν ξέρω πώς να νικήσω μόνος μου, και τώρα κατάλαβα ότι η ζωή είναι εργασία προετοιμασίας για τον παράδεισο».

Ο κόσμος λέει ‘’Αλίμονο σε εκείνον που είναι μόνος του’’. Αλίμονο σε εκείνον που είναι μόνος την ώρα του θανάτου, μόνος με τον εαυτό του ενάντια στο Σατανά και τη σάρκα! Αλλά μη φοβάστε. Εάν φωνάξετε στον Πατέρα, θα έρθει. Και αυτή η ταπεινή επίκληση προς Αυτόν θα εξιλεώσει την ένοχη νωθρότητά σας απέναντι στον Θεό, την ψεύτικη ευσέβεια, την ανυπότακτη αγάπη για τον εαυτό σας, που σας έκανε να είστε νωθροί.

6)  «Διψάω».

Ναι, πράγματι, όταν η αληθινή αξία της αιώνιας ζωής γίνει κατανοητή, σε αντίθεση με την ψεύτικη αξία της επίγειας ζωής, όταν η κάθαρση μέσω του πόνου και του θανάτου γίνει αποδεκτή με ιερή υπακοή, όταν κάποιος αυξάνει σε σοφία και χάρη ενώπιον του Θεού μέσα σε λίγες μόνο ώρες, μερικές φορές σε λίγα μόνο λεπτά, ενώ για κάποιον άλλο θα χρειαζόταν πολλά χρόνια ζωής, τότε έρχεται μια βαθιά δίψα για τα ουράνια νερά, για τα πράγματα του παραδείσου. Η λαγνεία όλης της ανθρώπινης δίψας σταματά να υφίσταται. Έρχεται η υπερφυσική δίψα για την κατοχή του Θεού. Η δίψα για αγάπη.

Η ψυχή λαχταρά να πιει αγάπη και να εμποτιστεί από την αγάπη. Σαν βροχή που πέφτει πάνω στο χώμα και δεν θέλει να γίνει σκόνη αλλά να επιστρέψει σαν πάχνη, η ψυχή τώρα διψά να ανέλθει στο μέρος από το οποίο κατέβηκε. Με τα τοιχώματα της σάρκας του σχεδόν κατεστραμμένα, ο φυλακισμένος νιώθει το απαλό αεράκι από τον τόπο καταγωγής του και το επιθυμεί με όλο του το είναι.

Ποιος εξουθενωμένος προσκυνητής που βλέπει επιτέλους κοντά, μετά από χρόνια, τον τόπο καταγωγής του, δεν θα συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για να συνεχίσει το ταξίδι του με περισσότερη ευκινησία και επιμονή, αδιάφορος για τα πάντα εκτός από το να φτάσει στον τόπο από τον οποίο έφυγε μια μέρα, αφήνοντας πίσω όλο το αληθινό καλό; Τώρα είναι σίγουρος ότι θα το βρει και θα το απολαύσει πολύ περισσότερο, γιατί στην εξορία του γνώρισε το ασήμαντο καλό που δεν χορταίνει.

«Διψάω». Διψάω για Σένα, Θεέ μου. Διψάω να είμαι μαζί σου. Διψάω να Σε κατέχω. Διψάω να Σου δώσω. Γιατί όταν κανείς βρίσκεται στο κατώφλι μεταξύ γης και ουρανού μαθαίνει πραγματικά πώς να κατανοεί την αγάπη για τον πλησίον, έτσι όπως θα έπρεπε να γίνεται κατανοητή. Και τότε έρχεται η επιθυμία να δράσει έτσι ώστε να δώσει τον Θεό στον πλησίον που αφήνει πίσω. Αυτή είναι η αγία δράση των αγίων, ξεροί σπόροι που γίνονται στάχυα. Ξεχύνονται με αγάπη για να δώσουν αγάπη και να κάνουν τον Θεό να αγαπηθεί από όσους είναι ακόμα στη γη και παλεύουν! «Διψάω». Όταν η ψυχή φτάνει στο κατώφλι της Ζωής, υπάρχει μόνο ένα νερό που σβήνει τη δίψα για πάντα: το Ζωντανό Νερό, ο ίδιος ο Θεός. Αληθινή Αγάπη: Ο Θεός ο Ίδιος. Η αγάπη σε αντίθεση προς τον εγωισμό.

Για εκείνους που είναι δίκαιοι, ο εγωισμός είναι νεκρός για τη σάρκα και η αγάπη βασιλεύει. Και η αγάπη φωνάζει: «Διψάω για Εσένα και για ψυχές. Να σώσω. Να αγαπήσω. Να πεθάνω, για να είμαι ελεύθερος να αγαπώ και να σώζω. Να πεθάνω για να γεννηθώ. Να εγκαταλείψω για να κατέχω. Να απαρνηθώ κάθε γλυκύτητα, κάθε άνεση, γιατί εδώ κάτω όλα είναι ματαιοδοξία και η ψυχή θέλει μόνο να βουτήξει στο ποτάμι, στον ωκεανό της Θεότητας και να πιει από Αυτήν, να είναι μέσα Της χωρίς άλλη δίψα επειδή η Πηγή του Νερού της Ζωής θα τον έχει δεχτεί. Να έχετε αυτή τη δίψα για να κάνετε επανορθώσεις για την έλλειψη αγάπης, και για τη λαγνεία.  

      7) «Όλα έχουν ολοκληρωθεί».

Όλες οι απαρνήσεις, όλα τα βάσανα, όλες οι δοκιμασίες, οι αγώνες, οι νίκες, οι προσφορές: τα πάντα. Δεν μένει τίποτα άλλο παρά να παρουσιαστεί κανείς στον Θεό. Ο χρόνος που δόθηκε στο πλάσμα για να γίνει θεός, ώστε ο Σατανάς να τον δελεάσει, ολοκληρώθηκε. Ο πόνος σταματά, η δοκιμασία σταματά. Μένει μόνο η κρίση και η αγαπητή κάθαρση. Ή έρχεται το πιο ευλογημένο, η άμεση κατοίκηση στον παράδεισο. Αλλά οτιδήποτε είναι γήινο, οτιδήποτε είναι ανθρώπινη βούληση, τελείωσε. Όλα έγιναν! Η πλήρης παραίτηση ή η χαρούμενη αναγνώριση ότι ολοκληρώθηκαν οι δοκιμασίες και επιτελέστηκε το ολοκαύτωμα.

Δεν εννοώ αυτούς που πεθαίνουν ευρισκόμενοι σε θανάσιμο αμάρτημα. Αυτοί δεν λένε «Όλα έχουν ολοκληρωθεί», όμως αυτό, το λέει για λογαριασμό τους ο νικητής άγγελος του σκότους με μια κραυγή νίκης, ενώ ο νικημένος φύλακας άγγελος βγάζει θρήνο θλίψης. Μιλάω για τους μετανοημένους αμαρτωλούς, τους καλούς χριστιανούς ή αυτούς που έγιναν ήρωες της αρετής. Αυτά τα ανθρώπινα πλάσματα, όλο και πιο ζωντανά στο πνεύμα, καθώς σιγά σιγά ο θάνατος καταλαμβάνει τη σάρκα, μουρμουρίζουν ή φωνάζουν με αποδοχή ή χαρά: «Όλα έχουν ολοκληρωθεί. Η θυσία τελείωσε! Πάρε την ως εξιλέωσή μου! Πάρε την ως τη δική μου προσφορά αγάπης». Έτσι τα πνεύματα λένε τα προτελευταία λόγια τους, ανάλογα με το αν υφίστανται τον θάνατο δυνάμει του συμπαντικού νόμου ή τον προσφέρουν ως εκούσια θυσία από μια ψυχή-θύμα. Αλλά είτε στην πρώτη περίπτωση είτε στη δεύτερη, φτάνουν τώρα ελευθερωμένοι από την ύλη. Ακουμπάνε αναπαυτικά στους κόλπους του Θεού λέγοντας: «Πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου».

Μαρία, ξέρεις τι είναι να εκπνέεις με αυτή την υπεροχή στην καρδιά; Είναι να εκπνέεις στο φιλί του Θεού. Υπάρχουν πολλές προετοιμασίες για τον θάνατο. Αλλά πίστεψε ότι αυτή, που βασίζεται στα λόγια Μου, με την απλότητά της είναι η πιο ιερή.

ΠΗΓΗ: Απόσπασμα από “The Notebooks 1945-1950” της ΜΑΡΙΑΣ ΒΑΛΤΟΡΤΑ (14 Ιουλίου 1946).

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;