Η τελευταία ημέρα της Παναγίας στη γη και η ένδοξη Μετάστασή Της


Η Μ. Βαλτόρτα βλέπει σε όραμα την τελευταία ημέρα της Παναγίας στη Γη και τη Μετάστασή Της στον Ουρανό:
Η Μαρία βρίσκεται στο σπίτι του Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Χριστού, στο απομονωμένο μικρό δωμάτιο Της πάνω στην ταράτσα. Είναι ντυμένη στα λευκά. Λινά ενδύματα καλύπτουν το σώμα Της. Φέρει την κάπα Της που δένει στο λαιμό και Της καλύπτει την πλάτη και μια λεπτή μαντίλα στο κεφάλι. Έχει ανοίξει το κιβώτιο στο οποίο φυλάει τα ρούχα τα δικά Της και του Ιησού. Διαλέγει το φόρεμα και το μανδύα που φορούσε η ίδια στο Γολγοθά και ύστερα τη λινή χλαμύδα που χρησιμοποιούσε ο Ιησούς τα καλοκαίρια και το μανδύα Του που βρέθηκε στη Γεθσημανή, ο οποίος έχει πάνω του ακόμα το αίμα με τον ιδρώτα που έχυσε εκείνη την τρομακτική ώρα.

Φιλάει τις σταγόνες το αίμα πάνω στο μανδύα του Ιησού και κρατώντας τα ρούχα πηγαίνει προς ένα άλλο κιβώτιο, στο οποίο από χρόνια φυλάει συγκεντρωμένα τα υπολείμματα του Μυστικού Δείπνου και τα αντικείμενα του Πάθους (τα καρφιά, τη λόγχη, το ακάνθινο στεφάνι, το σουδάριο κλπ.). Τα συγκεντρώνει όλα μαζί και στη συνέχεια τοποθετεί το κιβώτιο στο ράφι ενός ντουλαπιού. Κλείνει το ντουλάπι τη στιγμή που ο Ιωάννης, ανησυχώντας ίσως από τη μακρά απουσία Της από την κουζίνα, ανέβηκε στην ταράτσα. Την ρωτάει:
«Τι κάνεις, Μητέρα;»
«Τακτοποιώ αυτά που πρέπει να φυλαχτούν. Όλα τα αναμνηστικά... Όλα που καταμαρτυρούν την απέραντη αγάπη Του και τη θλίψη Του».
«Γιατί Μητέρα ανοίγεις ξανά τις πληγές στην καρδιά Σου και κοιτάς ξανά αυτά τα πράγματα; Είσαι χλωμή και τα χέρια Σου τρέμουν... υποφέρεις πάντα όταν τα βλέπεις», Της λέει ο Ιωάννης και Την πλησιάζει σαν να φοβάται ότι έτσι που είναι χλωμή και τρέμει, μπορεί να πέσει χάμω, στο πάτωμα.
«Ω! Δεν είναι απ’ αυτό που είμαι χλωμή και τρέμω. Δεν είναι επειδή ανοίγουν ξανά οι πληγές Μου... Αυτές, βασικά, ποτέ δεν έχουν κλείσει τελείως. Όμως τώρα έχω ειρήνη και χαρά μέσα Μου που ποτέ δεν ήταν τόσο ολοκληρωμένες όπως τώρα».
«Ποτέ όπως τώρα; Δεν καταλαβαίνω... Η θέα αυτών των πραγμάτων εμένα μου φέρνουν την αγωνία εκείνων των ωρών. Και εγώ είμαι μόνο ένας μαθητής. Εσύ είσαι η Μητέρα...»
«Και εννοείς ότι σαν Μητέρα θα έπρεπε να υποφέρω περισσότερο... Από την ανθρώπινη πλευρά έχεις δίκιο. Όμως δεν είναι έτσι. Έχω συνηθίσει να υπομένω τη θλίψη, να βρίσκομαι μακριά Του. Διότι η παρουσία Του ήταν πάντα ο Παράδεισός Μου πάνω στη Γη. Όμως πάντα τα υπέμενα με την θέλησή Μου και την ειρήνη Μου, διότι κάθε πράξη Του ήταν θέλημα του Πατέρα, ήταν υπακοή στο θείο Θέλημα, και έτσι το δεχόμουν, διότι και Εγώ πάντοτε υπήκουα στο Θέλημα και τα σχέδια του Πατέρα για Μένα. Κάθε φορά που Με άφηνε ο Ιησούς, υπέφερα. Αισθανόμουν μοναξιά...

Μόνον ο Θεός γνώριζε το μέγεθος της θλίψης Μου, όταν Αυτός, ένα αγόρι, Με άφησε κρυφά για τη συνομιλία με τους διδασκάλους του Ναού. Και όμως, εκτός από τη δικαιολογημένη ερώτηση που Του έκανα, επειδή Με άφησε με αυτό τον τρόπο, δεν Του είπα τίποτε άλλο. Επίσης, δεν Τον κράτησα όταν Με άφησε για να γίνει ο Διδάσκαλος... και ήμουν ήδη χήρα, και συνεπώς ολομόναχη σε μια πόλη, που με εξαίρεση πολύ λίγων ανθρώπων, δεν Με αγαπούσε. Και δεν ξαφνιάστηκα με την απάντησή Του στο δείπνο της Κανά. Αυτός έκανε το θέλημα του Πατέρα Του. Και Εγώ Τον άφηνα ελεύθερο να το κάνει. Μπορούσα να Του προτείνω κάτι, είτε να Τον παρακαλέσω για κάτι. Αλλά τίποτε περισσότερο, τίποτα. Υπέφερα κάθε φορά που Με άφηνε για να πάει στον κόσμο που ήταν εχθρικός και τόσο αμαρτωλός, που και μόνον να ζει ανάμεσα του, ήταν μεγάλη θλίψη γι’ Αυτόν. Όμως είχα μεγάλη χαρά όταν επέστρεφε. Ήταν πραγματικά τόσο μεγάλη, που Με αντάμειβε εβδομήντα φορές το επτά για τη θλίψη του χωρισμού. Μετά, ξέσχισε την καρδιά Μου ο πόνος του αποχωρισμού που τον ακολούθησε ο θάνατός Του, όμως με τι λόγια να περιγράψω τη χαρά όταν Μου αποκαλύφθηκε Αναστημένος; Μεγάλος ο πόνος πάλι του αποχωρισμού απ' όταν ανέβηκε στον Πατέρα, που δεν θα τελειώσει παρά μόνον όταν ολοκληρωθεί η ζωή Μου πάνω στη γη. Τώρα έχω χαρά, μεγάλη είναι η χαρά Μου, όπως μεγάλος ήταν ο πόνος Μου, διότι αισθάνομαι ότι η ζωή Μου έχει ολοκληρωθεί. Έκανα αυτά που έπρεπε να κάνω. Εκπλήρωσα τη γήινη αποστολή Μου. Η άλλη, η ουράνια, δεν θα έχει τέλος. Ο Θεός Με άφησε πάνω στη γη μέχρις ότου και Εγώ, όπως ο Ιησούς Μου, εκπλήρωνα όλα εκείνα που έπρεπε να κάνω. Και έχω μέσα Μου την κρυφή χαρά, τη μόνη σταγόνα από βάλσαμο στα τρομερά Του μαρτύρια, όταν μπόρεσε να πει: ‘Όλα εκπληρώθηκαν’».
«Χαρά εν Ιησού; Για κείνη την ώρα;»
«Ναι, Ιωάννη. Μια χαρά ακατανόητη για τους ανθρώπους, αλλά κατανοητή για τα πνεύματα που ήδη ζουν στο φως του Θεού και βλέπουν τα πράγματα σε βάθος. Εγώ, τόσο λυπημένη, τόσο ταραγμένη από τα γεγονότα, ενωμένη μαζί Του στην εγκατάλειψη του Πατέρα, δεν το κατάλαβα τότε. Το φως εξαπλωνόταν πάνω σε όλο τον κόσμο εκείνη την ώρα, για όλο τον κόσμο που δεν ήθελε να το δεχτεί. Ακόμα και για Μένα.
Όχι σαν μια δίκαιη τιμωρία, αλλά επειδή έπρεπε να είμαι συν-Λυτρώτρια, έπρεπε να υποφέρω και Εγώ την αγωνία της εγκατάλειψης, το σκοτάδι, την απομόνωση, τον πειρασμό του Σατανά που Με έκανε να μην πιστεύω πλέον πως όλα εκείνα που ο Ιησούς Μού είχε πει, ήταν δυνατόν να γίνουν, όλα εκείνα που υπέφερε στο Πνεύμα Του από την Πέμπτη μέχρι την Παρασκευή. Όμως, αργότερα, κατάλαβα... τα πάντα. Ακόμα και την απίστευτη χαρά του Χριστού, όταν μπόρεσε να πει: ‘Τα εκπλήρωσα όλα’, και που ο Πατέρας ήθελε να εκπληρώσει. Εκπλήρωσε τα πάντα μέσα από τη θυσία του Εαυτού Του, αγαπώντας τους ανθρώπους σε σημείο να πεθάνει γι’ αυτούς.  

Τώρα η Εκκλησία έχει ιδρυθεί και είναι δυνατή. Το Άγιο Πνεύμα την φωτίζει, το αίμα των πρώτων μαρτύρων την εδραιώνει και την πολλαπλασιάζει, η βοήθειά Μου συνεργάστηκε για να την κάνει έναν Άγιο Οργανισμό ώστε η αγάπη προς το Θεό και η φροντίδα των αδελφών να τη θρέψει και να τη δυναμώνει όλο και περισσότερο. Ο Θεός θέλει να το ξέρετε από τα χείλη Μου, θέλει να σας πω να αυξάνεστε στην αγάπη για να αυξάνεστε στην τελειότητα, και συνεπώς να αυξάνεστε αριθμητικά σαν Χριστιανοί και στη δύναμη του Δόγματος. Διότι το δόγμα του Ιησού είναι δόγμα αγάπης. Διότι τη ζωή του Χριστού και τη Δική Μου την καθοδηγούσε και την παρακινούσε πάντα η αγάπη. Εμείς δεν απορρίψαμε κανέναν, τους συγχωρέσαμε όλους. Έναν μόνον δεν συγχωρέσαμε, διότι αυτός, επειδή ήταν ήδη δούλος του Μίσους, δεν ήθελε την αγάπη μας που δεν είχε όρια. Ο Ιησούς στον τελευταίο αποχαιρετισμό Του πριν το θάνατό Του σας έδωσε την εντολή να αγαπάτε αλλήλους. Και σας έδωσε και το μέγεθος της αγάπης που πρέπει να έχετε αναμεταξύ σας, λέγοντας: “Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον όπως Εγώ σας αγάπησα. Από αυτό θα γίνει γνωστό ότι είστε μαθητές Μου’’. Ο Θεός είναι αγάπη. Κάθε πράξη Του είναι πράξη αγάπης. Από τη Δημιουργία μέχρι την Ενσάρκωση. Από την Ενσάρκωση μέχρι τη Λύτρωση. Και από τη Λύτρωση στην ίδρυση της Εκκλησίας. Και τελικά από την Εκκλησία στην Ουράνια Ιερουσαλήμ, όταν θα συγκεντρώσει όλους τους δίκαιους για να χαίρονται εν Κυρίω. Σου τα λέω αυτά διότι εσύ είσαι ο απόστολος της Αγάπης και μπορείς να τα καταλάβεις καλύτερα από τους άλλους...»

Ο Ιωάννης Την διακόπτει λέγοντας: «Και οι άλλοι αγαπούν και αγαπιόνται μεταξύ τους».
«Ναι. Όμως εσύ είσαι η κατ’ εξοχήν αγάπη. Ο καθένας σας έχει και την ιδιαιτερότητά του, όπως, άλλωστε και κάθε δημιούργημα. Εσύ, μεταξύ των δώδεκα, ήσουν πάντοτε η αγάπη, η αγνή υπερβατική αγάπη. Σίγουρα, επειδή είσαι τόσο αγνός έχεις και τόση αγάπη. Να θυμάσαι τα έργα και τα λόγια του Γιου Μου, να θυμάσαι τις παραβολές Του και να ζεις με αυτά, δηλαδή να τα εφαρμόζεις. Και να τα γράψεις για να παραμείνουν και για τις επόμενες γενεές μέχρι τα τέλη των καιρών και να είναι ο καθοδηγητής των ανθρώπων με καλή θέληση για να κερδίσουν τη ζωή και την αιώνια δόξα. Σίγουρα δεν θα μπορέσεις να επαναλάβεις όλα τα φωτεινά λόγια του Αιωνίου Λόγου της Ζωής και της Αλήθειας. Όμως γράψε, όσα πιο πολλά μπορείς. Το Πνεύμα του Θεού θα σε βοηθήσει να θυμηθείς. Εσύ θα συνεχίσεις αυτήν την πνευματική μητρότητα που ξεκίνησα Εγώ στο Γολγοθά για να δώσω πολλά παιδιά στον Κύριο. Και το ίδιο Πνεύμα θα τα ενδυναμώνει τόσο, που θα χαίρονται να πεθαίνουν ως μάρτυρες, να βρίσκονται σε εξορία, να έχουν καταδίκες, να ομολογούν την αγάπη τους για τον Ιησού Χριστό και να είναι μαζί Του στους Ουρανούς, όπως ο Στέφανος και ο Ιάκωβος, που το έκαναν ήδη, όπως και τόσοι άλλοι... Όταν θα είσαι ο μοναδικός επιζών, σώσε αυτό το κιβώτιο...»

Ο Ιωάννης χάνει το χρώμα του και είναι ταραγμένος, και Την διακόπτει λέγοντας δυνατά: «Μητέρα, γιατί το λες αυτό; Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά;»
«Όχι, είμαι καλά».
«Θέλεις να φύγεις από μένα;»
«Όχι, θα είμαι μαζί σου όσο θα βρίσκομαι στη γη. Όμως, αγαπημένε Μου Ιωάννη, προετοιμάσου να ζήσεις μόνος σου».
«Τότε δεν είσαι καλά και θέλεις να μου το κρύψεις!...»
«Όχι, πίστεψέ Με. Ποτέ δεν ένοιωσα καλύτερα, τόση ειρήνη, τόση χαρά, όπως είμαι τώρα. Όμως έχω μια αγαλλίαση, μια πληρότητα υπερβατικής ζωής, που... ναι, νομίζω ότι δεν θα μπορέσω να αντέξω και να συνεχίσω να ζω. Εγώ δεν είμαι αιώνια. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό. Το πνεύμα Μου είναι αιώνιο όχι όμως και το σώμα Μου. Και αυτό υπόκειται, όπως και η σάρκα κάθε ανθρώπου, στο θάνατο!»
«Όχι! Όχι! Μην το λες αυτό. Δεν πρέπει, δεν πρέπει να πεθάνεις! Το αγνό Σου σώμα δεν μπορεί να πεθάνει σαν το σώμα του κάθε αμαρτωλού!»
«Κάνεις λάθος Ιωάννη. Ο Γιος Μου πέθανε! Κι Εγώ θα πεθάνω. Δεν θα υποφέρω από ασθένεια, αγωνία, επιθανάτιο ρόγχο. Όμως, θα πεθάνω. Άλλωστε, και σκέψου το καλά γιε, αν έχω μια επιθυμία ολότελα Δική Μου, είναι αυτή και είναι από τότε που Με άφησε. Αυτή είναι η βασική επιθυμία Μου. Η πρώτη Μου θέληση. Όλα τα άλλα στη ζωή Μου ήταν τίποτα, ήταν συναινέσεις της θέλησής Μου στο θείο Θέλημα. Το θέλημα του Θεού ήρθε μέσα στην καρδιά Μου απ’ όταν ήμουν μικρό παιδί, από τον Ίδιο τον Πατέρα, το θέλημα να είμαι παρθένα. Θέλημά Του ο γάμος Μου με τον Ιωσήφ. Θέλημά Του η παρθενική θεία Μητρότητα. Όλα στη ζωή Μου έγιναν με τη Δική Μου υπακοή προς το θέλημά Του. Όμως, αυτή η επιθυμία να θέλω να είμαι με τον Ιησού, είναι ολότελα Δική Μου. Να εγκαταλείψω τη γη για τον Ουρανό για να είμαι αιωνίως με Αυτόν, συνεχώς! Η επιθυμία  Μου για πάρα πολλά χρόνια! Και τώρα αισθάνομαι ότι πρόκειται να γίνει πραγματικότητα.  

Μην ταράζεσαι τόσο Ιωάννη! Καλύτερα να ακούσεις τις τελευταίες Μου επιθυμίες. Όταν  το σώμα Μου, στερημένο από το πνεύμα Μου, θα αναπαύεται με ειρήνη, δεν θέλω να υποστεί  το εθιμοτυπικό τελετουργικό βαλσάμωμα με μύρο, των Εβραίων. Διότι δεν είμαι πλέον Ιουδαία αλλά Χριστιανή, η πρώτη Χριστιανή, αν σκεφτεί κανείς σωστά, διότι ήμουν η πρώτη που είχα το Χριστό με Σάρκα και Αίμα μέσα Μου, διότι ήμουν η πρώτη μαθήτριά Του, διότι ήμουν η συν-Λυτρώτρια μαζί Του και η συνέχειά Του εδώ με εσάς τους υπηρέτες Του. Κανένας άνθρωπος, με εξαίρεση τον πατέρα Μου και τη μητέρα Μου και τις γυναίκες που βοήθησαν στη γέννα, δεν είδε το σώμα Μου. Τώρα εσείς Με αποκαλείτε “Ζωντανή Κιβωτό που περιέχει το Θείο Λόγο”. Εσύ ξέρεις ότι την Κιβωτό τη βλέπει μόνον ο Αρχιερέας. Εσύ είσαι ένας ιερέας πολύ πιο άγιος και πολύ πιο αγνός από τον Ποντίφικα του Ναού. Όμως, θέλω μόνον ο Αιώνιος Ποντίφικας να δει το σώμα Μου την κατάλληλη στιγμή. Γι’ αυτό, μη Με αγγίξεις. Άλλωστε βλέπεις, εξάγνισα ήδη τον Εαυτό Μου και φόρεσα ένα καθαρό φόρεμα, το φόρεμα του αιωνίου γάμου... Μα γιατί κλαις, Ιωάννη;»

«Διότι η καταιγίδα της θλίψης στριφογυρίζει μέσα μου. Ξέρω ότι πρόκειται να Σε χάσω. Πώς θα μπορέσω να ζήσω χωρίς Εσένα; Αισθάνομαι την καρδιά μου να γίνεται κομμάτια με αυτή τη σκέψη! Δεν θα μπορέσω να αντέξω τέτοιο πόνο!»
«Θα τον αντέξεις, ο Θεός θα σε βοηθήσει να ζήσεις πολύ καιρό, όπως βοήθησε και Μένα. Διότι αν δεν Με είχε βοηθήσει στο Γολγοθά όταν πέθαινε ο Ιησούς, θα είχα πεθάνει όπως πέθανε και ο Ισαάκ, ο βοσκός. Ο Θεός θα σε βοηθήσει να ζήσεις και να θυμάσαι αυτά που σου είπα προηγουμένως για το καλό όλων».

«Ω! Θα τα θυμάμαι όλα. Και ακόμα θα κάνω ό,τι επιθυμείς με το σώμα Σου. Καταλαβαίνω επίσης ότι τα εβραϊκά έθιμα δεν Σε καλύπτουν σαν Χριστιανή, και είμαι βέβαιος ότι δεν θα υποστείς τη σήψη της σάρκας. Το σώμα Σου, θεοποιημένο όσο κανένα άλλο θνητό σώμα, και επειδή εξαιρέθηκες από το Προπατορικό Αμάρτημα και επειδή έφερες μέσα Σου την ίδια τη Χάρη, το Λόγο του Θεού. Αυτό θα είναι το τελευταίο θαύμα του Θεού σε Σένα, μέσα Σου. Και θα παραμείνεις όπως είσαι...»
«Τότε μην κλαις!» αναφωνεί η Μαρία κοιτάζοντας το θλιμμένο πρόσωπο του αποστόλου μέσα στα δάκρυα. «Αν διατηρηθώ όπως είμαι, δεν θα Με χάσεις. Γι’ αυτό, μην ανησυχείς!»
«Θα Σε χάσω και πάλι, ακόμα και αν παραμείνεις άθικτη. Το αισθάνομαι. Και αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι σε μια καταιγίδα θλίψεων. Μια καταιγίδα που με χτυπάει και με πετάει κάτω. Εσύ ήσουν τα πάντα για μένα, ιδιαίτερα από τότε που πέθαναν οι δικοί μου και τα άλλα αδέλφια μου. Θα μείνω μόνος στην πιο δυνατή καταιγίδα!» και ο Ιωάννης πέφτει στα πόδια Της κλαίοντας πικρά.

Η Μαρία σκύβει πάνω του, ακουμπάει το χέρι Της πάνω στο κεφάλι του που τρέμει από λυγμούς και του λέει: «Όχι, όχι έτσι. Γιατί Με πληγώνεις; Εσύ ήσουν τόσο δυνατός κάτω από το Σταυρό, και εκείνη ήταν μια ασύγκριτα πιο τρομερή σκηνή φρίκης, και εξαιτίας της βαρβαρότητας του μαρτυρίου και εξαιτίας του σατανικού μίσους των ανθρώπων! Και ήσουν τόσο δυνατός όταν παρηγορούσες Αυτόν και Εμένα, τότε! Και σήμερα, ή μάλλον αυτό το Σαββατόβραδο που είναι τόσο ειρηνικό και ήρεμο, που χαίρομαι για την επικείμενη ευτυχία για την οποία έχω ένα προαίσθημα, είσαι τόσο ταραγμένος;! Ηρέμησε. Μάλλον, μιμήσου Με... να χαίρεσαι για ό,τι είναι γύρω μας και μέσα Μου. Όλα είναι ειρηνικά. Απόψε αισθάνομαι τους αγγέλους γύρω Μου παρ όλο που δεν τους βλέπω. Και αισθάνομαι ένα Φως, ένα ανυπόστατο Φως να αυξάνεται μέσα Μου, όπως το φως που Με περιέλουσε όταν συνέλαβα το Χριστό και όταν Τον έδωσα στον κόσμο».

Ο Ιωάννης, που τώρα έχει κάπως ηρεμήσει, Την κοιτά εκστατικά, σχεδόν απορροφημένος, και τρέχει κοντά Της όταν βλέπει το πρόσωπό Της να φωτίζεται δυνατά:
«Είσαι σαν τον Ιησού όταν μεταμορφώθηκε στο Όρος Θαβώρ! Η σάρκα Σου λάμπει σαν το φεγγάρι, τα ρούχα σου είναι φωτεινά σαν ένα αδαμάντινο ύφασμα μπροστά από μια πολύ λευκή φλόγα! Δεν είσαι πλέον ανθρώπινη, Μητέρα! Η βαρύτητα και η θαμπάδα του σώματος εξαφανίστηκαν! Εσύ είσαι Φως!  Αλλά δεν μπορείς να σταθείς. Έλα. Θα Σε βοηθήσω να ξαπλώσεις το κουρασμένο, ευλογημένο σώμα Σου πάνω στο μικρό κρεβάτι Σου. Ξεκουράσου».
Και με αγάπη Την οδηγεί προς το φτωχικό Της κρεβάτι, στο οποίο η Μαρία ξαπλώνει χωρίς να βγάλει ούτε την κάπα Της. Σταυρώνει τα χέρια Της πάνω στο στήθος Της, κλείνει τα βλέφαρά Της πάνω στα ευγενικά Της μάτια που έλαμπαν από αγάπη, και λέει στον Ιωάννη που είναι σκυμμένος από πάνω Της:
«Είμαι μέσα στο Θεό. Και ο Θεός είναι μέσα Μου. Ενώ θα Τον σκέπτομαι και θα αισθάνομαι την αγκαλιά Του, εσύ πες τους ψαλμούς και τις σελίδες των Γραφών που αναφέρονται σε Μένα, ιδιαίτερα γι’ αυτή την ώρα. Το Πνεύμα της Σοφίας θα σου τους υποδείξει. Κατόπιν πες την προσευχή του Γιου Μου, επανέλαβε τα λόγια της αναγγελίας του Αρχαγγέλου, και αυτά της Ελισάβετ προς Εμένα, και τον ύμνο Μου της δοξολογίας... Εγώ θα σε ακολουθώ με ό,τι έχω ακόμα μέσα Μου πάνω στη γη...»

Ο Ιωάννης αγωνίζεται πολύ να μην κλαίει και προσπαθεί να συγκρατήσει τα συναισθήματα που τον συγκινούν. Με την όμορφη φωνή του, που, καθώς έχουν περάσει τα χρόνια, μοιάζει πολύ με του Ιησού - το οποίο παρατηρεί η Μαρία και με ένα χαμόγελο του λέει: «Μου φαίνεται πως έχω τον Ιησού δίπλα Μου!» - αρχίζει τον ψαλμό 118, τον οποίο λέει σχεδόν απ’ έξω, κατόπιν τους τρεις πρώτους στίχους του ψαλμού 41, τους πρώτους οκτώ στίχους από τον ψαλμό 38, τον ψαλμό 22 και τον ψαλμό 1. Κατόπιν λέει το Πάτερ Ημών..., τα λόγια του Αρχάγγελου Γαβριήλ, της Ελισάβετ, τον ύμνο του Τοβία στο κεφ. 24, του Εκκλησιαστή στους στίχους 11-46. Τέλος ψάλλει τον ύμνο της Θεοτόκου. Όμως όταν φτάνει στον ένατο στίχο, αντιλαμβάνεται ότι η Μαρία δεν αναπνέει πλέον παρ όλο που η εμφάνισή Της είναι φυσική στην όψη, με χαμόγελο, ειρηνική, σαν να μην αντιλήφθηκε ότι η ζωή σταμάτησε.
Ο Ιωάννης με μια συγκινητική κραυγή πέφτει στο πάτωμα στην άκρη του κρεβατιού και Την καλεί. Την φωνάζει. Δεν μπορεί να πεισθεί ότι δεν μπορεί πλέον να του απαντήσει, ότι το σώμα Της δεν έχει πλέον την ψυχή που δίνει τη ζωή. Αλλά πρέπει να αποδεχτεί τις καταστάσεις! Σκύβει πάνω στο πρόσωπό Της που έχει μια έκφραση υπερβατικής χαράς και δάκρυα κυλούν από τα μάτια του πάνω σ’ αυτό το γλυκό πρόσωπο, σε αυτά τα αγνά χέρια τα τόσο όμορφα σταυρωμένα πάνω στο στήθος Της.

Είναι και το μοναδικό πλύσιμο που είχε το σώμα της Μαρίας: τα δάκρυα του αποστόλου της Αγάπης και υιοθετημένου με την θέληση του Ιησού. Όταν η πρώτη θλίψη περνάει, ο Ιωάννης, ενθυμούμενος την επιθυμία της Μαρίας, σηκώνει τις άκρες της φαρδιάς κάπας Της που κρεμόταν στα πλάγια του μικρού κρεβατιού και την άκρη της μαντίλα Της έξω από το μαξιλάρι και καλύπτει με τις πρώτες το σώμα Της και με την άλλη το κεφάλι Της. Τώρα η Μαρία είναι σαν ένα μαρμάρινο άγαλμα ακουμπισμένο πάνω στο κάλυμμα μιας σαρκοφάγου. Ο Ιωάννης Την παρατηρεί για λίγο ενώ καινούργια δάκρυα κυλούν από τα μάτια του. Κατόπιν συγυρίζει το δωμάτιο βγάζοντας έξω όλα τα έπιπλα που περισσεύουν. Αφήνει μόνο το κρεβάτι, το μικρό τραπέζι στον τοίχο βάζοντας πάνω το κιβώτιο με τα κειμήλια, τοποθετεί ένα σκαμνί ανάμεσα στην πόρτα που βγάζει στην ταράτσα και του κρεβατιού που βρίσκεται η Μαρία, και ακουμπά μια λάμπα που την ανάβει διότι αρχίζει να σκοτεινιάζει. Κατόπιν βγαίνει για να πάρει όσα περισσότερα λουλούδια μπορεί και μερικά κλαδιά ελιάς με καρπούς επάνω τους. Ανεβαίνει στο μικρό δωμάτιο και με το φως της λυχνίας τακτοποιεί τα λουλούδια και τα κλαδιά γύρω από το σώμα της Μαρίας σαν να ήταν το κέντρο μιας τεράστιας στεφάνης. Ενώ τα κάνει αυτά, συνομιλεί με το σώμα στο κρεβάτι σαν να μπορεί να τον ακούσει η Μαρία:
«Εσύ πάντοτε ήσουν το κρίνο στην κοιλάδα, το γλυκό τριαντάφυλλο, το όμορφο ελαιόδενδρο, το καρπερό αμπέλι, το άγιο στάρι. Εσύ μας έδωσες τα αρώματά Σου, το Λάδι της Ζωής και τον Οίνο της δύναμης και τον Άρτο που προστατεύει το πνεύμα από το θάνατο, γι’ αυτούς που αξίως τρέφονται απ’ Αυτόν. Αυτά τα λουλούδια φαίνονται όμορφα εδώ γύρω Σου, διότι είναι απλά και αγνά σαν και Σένα, στολισμένα με αγκάθια σαν και Σένα, ειρηνικά σαν και Σένα. Τώρα ας βάλω αυτήν τη λάμπα πιο κοντά. Έτσι, κοντά στο κρεβάτι Σου, για να Σε προσέχει και να μου κρατάει συντροφιά όσο θα Σε προσέχω, ενώ θα περιμένω τουλάχιστον ένα από τα θαυμάσια που περιμένω. Και για να εκπληρωθούν θα προσεύχομαι. 

Το πρώτο είναι ότι, σύμφωνα με την επιθυμία του Πέτρου και των άλλων, στους οποίους θα στείλω τον υπηρέτη του Νικόδημου να τους ειδοποιήσει, να σε δούμε ξανά. Το δεύτερο είναι ότι Εσύ, μιας και είσαι όμοια με το Γιο Σου, ίσως ξυπνήσεις σαν κι’ Αυτόν την τρίτη μέρα, για να μη με αφήσεις ορφανό για δεύτερη φορά. Το τρίτο είναι να μου δώσει ο Θεός ειρήνη, αν αυτό που ελπίζω να γίνει σε Σένα, όπως έγινε και με τον Λάζαρο, γίνει. Όμως είσαι αληθινά νεκρή; Όπως πεθαίνουν όλοι; Όχι. Όχι, δεν είναι έτσι. Το πνεύμα Σου δεν είναι πλέον μέσα Σου, μέσα στο σώμα Σου, και συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι πέθανες. Όμως με τον τρόπο που έγινε αυτό, εγώ νομίζω ότι είναι ένας προσωρινός αποχωρισμός της ψυχής Σου, της αναμάρτητης και της Κεχαριτωμένης από το πάναγνο και παρθενικό Σου σώμα. Έτσι πρέπει να είναι! Έτσι είναι! Πώς και πότε θα γίνει η επανένωση και θα έρθει ξανά η ζωή σε Σένα, δεν ξέρω. Όμως είμαι βέβαιος γι’ αυτό και θα μείνω εδώ, δίπλα Σου, μέχρι ο Θεός, είτε ο Λόγος Του, μου δείξουν την αλήθεια για το μέλλον Σου».

Ο Ιωάννης που τελείωσε τώρα το συγύρισμα, κάθεται στο σκαμνί, τοποθετεί τη λυχνία στο πάτωμα κοντά στο μικρό κρεβάτι και προσεύχεται.

Το όραμα της Μαρίας Βαλτόρτα συνεχίζεται:
Δεν ξέρω πόσες μέρες πέρασαν, είναι δύσκολο να κρίνω. Αν κρίνω από τα λουλούδια που σχηματίζουν ένα στεφάνι γύρω από το νεκρό σώμα, θα έλεγα ότι πέρασαν μόνο λίγες ώρες. Όμως, αν κρίνω από τα κλαδιά της ελιάς, των οποίων τα ανθάκια βρίσκονται στο πάτωμα, τα φύλλα είναι ήδη ξερά και από τα άλλα ξερά λουλούδια στο κάλυμμα του κιβωτίου, θα πρέπει να συμπεράνει κανείς ότι έχουν περάσει κάποιες μέρες. Όμως το σώμα της Μαρίας είναι ακριβώς όπως όταν πέθανε... δεν υπάρχει ίχνος θανάτου στο πρόσωπό Της ούτε στα λεπτά Της χέρια. Δεν υπάρχει δυσάρεστη μυρωδιά στο δωμάτιο. Αντιθέτως υπάρχει ένα ακαθόριστο άρωμα σαν λιβάνι από κρίνα του βουνού, τριαντάφυλλα,  αγριόχορτα, όλα αυτά στην ατμόσφαιρα του δωματίου...

Ο Ιωάννης που αναρωτιέμαι πόσες μέρες έχει μείνει ξάγρυπνος, αποκοιμήθηκε τελικά από την κούραση, καθισμένος στο σκαμνί με τη πλάτη στον τοίχο, κοντά στην ανοικτή πόρτα που οδηγεί στην ταράτσα. Το φως της λάμπας αφήνει να φανεί το κουρασμένο του πρόσωπο, που είναι επίσης πολύ χλωμό ενώ τα μάτια του είναι κόκκινα από το κλάμα. Πρέπει να αρχίζει να ξημερώνει, διότι στο λιγοστό φως διακρίνει κανείς τα ελαιόδενδρα που βρίσκονται γύρω από το σπίτι... το φως δυναμώνει διαρκώς, και όπως μπαίνει από την πόρτα μέσα στο δωμάτιο, βοηθάει να φαίνονται καλύτερα τα αντικείμενα.

Έξαφνα ένα δυνατό φως γεμίζει το δωμάτιο, ένα ασημένιο φως με μπλε απόχρωση, σχεδόν φωσφορούχο, που γίνεται όλο και πιο έντονο, που κάνει το φως της αυγής και της λάμπας να χάνονται. Ένα φως σαν κι’ αυτό που πλημμύρισε τη Σπηλιά στη Βηθλεέμ τη στιγμή της Θείας Γέννησης. Κατόπιν, σ’ αυτό το παραδεισένιο φως, εμφανίζονται αγγελικά πλάσματα,  ένας χορός από σπίθες φωτιάς σε όλα τα σχήματα βγαίνει από τις κινήσεις που κάνουν οι φτερούγες τους που εκπέμπουν έναν αρμονικό ψίθυρο, γλυκό σαν να ακούγεται άρπα. Τα αγγελικά πλάσματα τοποθετούνται γύρω από το κρεβάτι, σκύβουν πάνω σε αυτό, σηκώνουν το ακίνητο σώμα και ενώ χτυπούν τα φτερά τους πιο ζωηρά, από ένα άνοιγμα που άνοιξε θαυματουργικά  στο ταβάνι, όπως θαυματουργικά είχε ανοίξει και ο Τάφος του Χριστού, φεύγουν και παίρνουν μαζί τους το σώμα της Βασίλισσάς τους, το πιο Αγνό, Άγιο Σώμα, είναι αλήθεια, αλλά όχι ακόμα δοξασμένο, και γι’ αυτό υπόκειται ακόμα στους νόμους της ύλης, στους οποίους ο Χριστός δεν υποτασσόταν διότι ήταν ήδη δοξασμένος, όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς.

Ο ήχος που κάνουν τα φτερά των αγγέλων αυξάνεται και τώρα είναι δυνατός σαν τον ήχο ενός εκκλησιαστικού οργάνου. Ο Ιωάννης, αν και κοιμάται, κινείται δυο-τρεις φορές σα να τον ενόχλησε το δυνατό φως και ο ήχος από τις φτερούγες των αγγέλων. Ξυπνάει από το ρεύμα του αέρα που κατεβαίνει από την τρύπα στο ταβάνι και φεύγει από την ανοικτή πόρτα σχηματίζοντας ένα στρόβιλο που κουνάει τα σκεπάσματα του κρεβατιού - που τώρα είναι αδειανό - και τα ρούχα του Ιωάννη, σβήνει τη λάμπα και κλείνει την πόρτα με δυνατό θόρυβο. Ο απόστολος κοιτάζει γύρω ανήμπορος να καταλάβει τι έγινε. Παρατηρεί το ανοιχτό ταβάνι και το κρεβάτι που είναι αδειανό και αισθάνεται πως κάτι θαυμαστό έχει συμβεί. Τρέχει έξω στην ταράτσα και σαν από ουράνιο κάλεσμα σηκώνει το κεφάλι προστατεύοντας τα μάτια του με το χέρι του για να βλέπει χωρίς να τον εμποδίζει ο ήλιος που ανατέλλει. Και βλέπει. Βλέπει το σώμα της Μαρίας, χωρίς ζωή αλλά ακριβώς σαν να κοιμάται να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά με τη βοήθεια της ομάδας των αγγέλων. Τα άνθη από τα ρούχα Της πέφτουν βροχή στην ταράτσα και στο έδαφος της Γεθσημανή, ενώ όλη η ομάδα απομακρύνεται μέχρι που τελικά χάνεται.

Ο Ιωάννης συνεχίζει να κοιτάζει το σώμα που υψώνεται στον Ουρανό. Κοιτάζει και ξανακοιτάζει. Το θαύμα που αναζητούσε του το δίνει ο Θεός, που τον βοηθάει πέρα από κάθε φυσικό νόμο να βλέπει τη Μαρία να ανεβαίνει προς τον Ουρανό περιτριγυρισμένη, αλλά όχι πια βοηθούμενη, από τους αγγέλους που ψάλλουν ‘Ωσαννά’. Ο Ιωάννης, που ακόμα βρίσκεται ακουμπισμένος πάνω στο χαμηλό τοιχείο της ταράτσας, είναι συνεπαρμένος από αυτό το όμορφο όραμα. Και ο Θεός-Αγάπη δωρίζει το τελευταίο θαύμα στον αγαπημένο μαθητή: να δει τη συνάντηση της Υπεραγίας Θεοτόκου με τον Θείο ΥιόΤης, που, ένδοξος και λαμπερός, όμορφος με απερίγραπτο κάλλος, κατεβαίνει βιαστικά από τον Ουρανό ερχόμενος προς συνάντηση της Μητέρας Του, Την οποία σφίγγει στην καρδιά Του και μαζί, πιο λαμπεροί από δυο αστέρια πηγαίνουν προς τα εκεί απ’ όπου ήρθε Αυτός.

Το όραμα του Ιωάννη τελείωσε. Σκύβει το κεφάλι. Στο κουρασμένο πρόσωπό του άλλοτε φαίνεται ο πόνος που έχασε τη Μαρία και άλλοτε η χαρά της ένδοξης εξόδου Της. Όμως η χαρά νικάει τη θλίψη. Και μονολογεί: «Σε ευχαριστώ Θεέ μου! Σε ευχαριστώ! Εγώ το προείδα ότι αυτό θα συνέβαινε... και ήθελα να είμαι ξύπνιος για να μη χάσω κανένα γεγονός από τη Μετάστασή Της. Όμως έχω τρεις ημέρες να κοιμηθώ! Ο ύπνος και η κόπωση μαζί με τη στενοχώρια με ξεπέρασαν και με νίκησαν ακριβώς την πιο κρίσιμη στιγμή. Όμως ίσως να το ήθελες, Θεέ μου, αυτό για Σένα! Για να μην ταράξω εκείνη τη στιγμή και να μην υποφέρω πολύ... Ναι, Εσύ, σίγουρα το θέλησες,  όπως τώρα θέλησες να το δω αυτό, που χωρίς το Δικό Σου θαύμα δεν θα το είχα δει. Εσύ μου δώρισες να Τη δω ξανά αν και βρισκόταν ήδη τόσο μακριά, ήδη δοξασμένη, σαν να ήταν δίπλα μου. Και να δω τον Ιησού ξανά! Ω! Πολύ ευτυχισμένο με κάνεις, ανέλπιστα, χωρίς να περιμένω γι’ αυτό το όραμα! Ω! Δώρο των δώρων του Ιησού-Θεού προς τον Ιωάννη Του! Υπέρτατη Χάρη! Να δω το Διδάσκαλό Μου και Κύριό Μου ξανά. Να Τον δω δίπλα στη Μητέρα Του! Αυτός, σαν τον ήλιο. Αυτή, σαν το φεγγάρι, και οι δύο λαμπεροί, διότι ήσαν ένδοξοι και χαρούμενοι που ενώθηκαν για πάντα! Με τι να μοιάζει άραγε τώρα ο Παράδεισος, που λάμπετε και οι δύο σ’ αυτόν; Εσείς οι μέγιστοι πλανήτες της ουράνιας Ιερουσαλήμ; 

Από τα τρία θαύματα που ζήτησα από το Θεό, τα δύο έγιναν. Είδα τη ζωή να έρχεται στη Μαρία και αισθάνομαι την ειρήνη να έρχεται σε μένα. Όλη η δική μου αγωνία τελειώνει διότι είδα Εσάς να ενώνεστε ξανά με δόξα. Ευχαριστώ γι’ αυτό, Θεέ. Και Σ’ ευχαριστώ που το έκανες δυνατό για μένα να το δω... Όμως, μετά από αιώνες, πολλοί θα έχουν αμφιβολίες γι’ αυτά, ότι η σάρκα που είναι χώμα, μπορεί να γίνει ένα ζωντανό σώμα. Θα μπορέσω να τους το πω; Θα ορκίζομαι στα πιο ιερά πράγματα, ότι δεν πήρε ζωή μόνον ο Χριστός από Μόνος Του, αλλά και η Μητέρα Του τρεις μέρες μετά το θάνατό Της, αν ονομάζεται αυτό θάνατος, και ήρθε στη ζωή ξανά με τη σάρκα της ενωμένη με την ψυχή Της, και πήγε στην αιώνια κατοικία Της στον Ουρανό, δίπλα στον Υιό Της. 

Εγώ θα μπορέσω να πω: Πιστέψτε, Χριστιανοί, στην ανάσταση των σωμάτων στα τέλη των καιρών και στην αιώνια ζωή με τις ψυχές και τα σώματα. Υπάρχει μια ευλογημένη ζωή για τους αγίους και μια τρομακτική για τους αμετανόητους ενόχους. Να το πιστέψετε και να ζείτε ως άγιοι, όπως έζησαν ο Ιησούς και η Μαρία, για να έχετε την ίδια τύχη. Εγώ είδα τα σώματά Τους να ανεβαίνουν προς τον Ουρανό. Μπορώ να το μαρτυρήσω αυτό. Να ζείτε ως δίκαιοι άνθρωποι για να βρεθείτε κάποια μέρα στον καινούργιο αιώνιο κόσμο με σώμα και με ψυχή κοντά στον Ιησού-ήλιο και κοντά στη Μαρία το Αστέρι όλων των αστεριών. Σε ευχαριστώ πάλι Θεέ! Και τώρα ας συγκεντρώσω ότι ανήκει σ’ Αυτήν. Τα άνθη που έπεσαν από τα ρούχα Της, τα κλαδιά ελιάς που έμειναν στο κρεβάτι, και ας τα κρατήσω. Αυτά θα βοηθήσουν... ναι, θα βοηθήσουν για να παρηγορήσω τους αδελφούς μου, που μάταια περίμενα. Αργά η γρήγορα θα τους βρω...»

Και ο Ιωάννης μαζεύει σ’ ένα ύφασμα τα άνθη και τα κλαδιά που βρισκόντουσαν ακόμα στο μικρό κρεβάτι, προσθέτει αυτά που συγκέντρωσε από έξω και τα ακουμπάει όλα πάνω στο κιβώτιο. Κατόπιν το ανοίγει και τοποθετεί μέσα το μικρό μαξιλάρι της Μαρίας και το κάλυμμα του κρεβατιού της Μαρίας και κατεβαίνει στην κουζίνα. Μαζεύει τα άλλα σκεύη που μεταχειριζόταν η Μαρία – το αδράχτι και τη ρόκα και τα κουζινικά Της – και τα προσθέτει στα άλλα. Κλείνει το κιβώτιο, μετά κάθεται στο σκαμνί και αναφωνεί: «Τώρα όλα ολοκληρώθηκαν και για μένα! Τώρα μπορώ να πω: ελεύθερος, οπουδήποτε με καθοδηγήσει το Πνεύμα του Θεού, μπορώ να πάω! Και να σπείρω το Θείο Λόγο που μου έδωσε ο Διδάσκαλος για να τον δώσω στους ανθρώπους. Και να διδάξω την Αγάπη. Να τους διδάξω για να μπορέσουν να πιστέψουν στην Αγάπη και στη δύναμή της. Να μάθουν τι έκανε ο Θεός-Αγάπη για τους ανθρώπους. Τη Θυσία Του και το διαρκές Μυστήριο με τη Λειτουργία, με τη βοήθεια των οποίων μέχρι τα τέλη των καιρών θα μπορέσουμε να είμαστε ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό στη Θεία Ευχαριστία. Και να ανανεώνουμε την Ιεροτελεστία και τη Θυσία όπως μας είπε Αυτός να κάνουμε».  

ΠΗΓΗ: Τα κεφ. 649, 650 του βιβλίου της Μ. Βαλτόρτα «The Gospel as revealed to me».
ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;