Η ταφή του Ιησού και ο θρήνος της Μαρίας
(Τα γεγονότα της Παρασκευής συνεχίζονται).
Η μικρή συνοδεία, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος με το σώμα του Ιησού, ο Ιωάννης, η Μαρία η Μητέρα Του, η Μαρία η Μαγδαληνή και οι λίγες πιστές γυναίκες που είχαν ακολουθήσει τη θλιβερή πορεία προς τον Γολγοθά, κατέβηκαν από το ύψωμα στους πρόποδες, όπου βρίσκεται ο τάφος του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, πελεκητός μέσα στην
ηφαιστειακή πέτρα του λόφου. Ένα δωμάτιο είναι, σκαμμένο μέσα στην πέτρα στο βάθος ενός ολάνθιστου λαχανόκηπου. Μοιάζει με σπηλιά, όμως είναι εμφανές
ότι έχει γίνει από ανθρώπινο χέρι. Πριν από αυτό το δωμάτιο υπάρχει ένας προθάλαμος,
στη μέση του οποίου υπάρχει μια πέτρινη πλάκα για να μυρώνουν το νεκρό σώμα.
Οι μαθητές εισέρχονται με το Σώμα του Ιησού. Το τοποθετούν
πάνω σε αυτήν, τυλιγμένο με το σεντόνι. Εισέρχεται και ο Ιωάννης με την Μαρία.
Όμως κανένας άλλος, διότι ο χώρος είναι μικρός, και αν ήσαν περισσότεροι δεν θα
μπορούσαν να κινηθούν. Οι άλλες γυναίκες βρίσκονται κοντά στην πόρτα, δηλαδή,
στο άνοιγμα, διότι δεν υπάρχει σωστή πόρτα.
Οι
δύο άνδρες ξεσκεπάζουν τον Ιησού. Όση ώρα ετοιμάζουν τους επιδέσμους και τα
αρώματα πάνω σ’ ένα μικρό ράφι σε μια γωνία, έχοντας για φωτισμό μόνο δύο
δάδες, η Μαρία σκύβει πάνω στον Γιο Της, κλαίγοντας. Και Τον σκουπίζει ξανά με
τη μαντίλα Της, η οποία βρίσκεται ακόμα γύρω από τη μέση του Ιησού. Είναι το
μόνον πλύσιμο που δέχεται το σώμα του Ιησού, με τα δάκρυα της Μητέρας Του, και
επειδή είναι άφθονα, βοηθούν μερικώς να σκουπίσουν
τη σκόνη, τον ιδρώτα και το αίμα αυτού του μαρτυρικού Σώματος.
Η
Μαρία δεν σταματάει να χαϊδεύει τα παγωμένα άκρα με περισσότερη λεπτότητα
παρά αν κρατούσε ένα νεογέννητο στα χέρια Της. Παίρνει τα ταλαιπωρημένα
χέρια Του και τα κρατάει μέσα στα δικά Της, φιλάει τα δάχτυλα και τα ισιώνει,
προσπαθεί να επουλώσει τις ανοιχτές πληγές σαν να θέλει να τις θεραπεύσει για
να μην πονούν πολύ, και σφίγγει αυτά τα χέρια που δεν μπορεί πλέον να χαϊδέψει,
πάνω στα μάγουλα Της και θρηνεί στον τρομερό Της πόνο. Ισιώνει και φέρνει κοντά
τα πληγωμένα πόδια, που είναι τόσο εξαντλημένα απ’ όλο το περπάτημα που έκανε
για χάρη μας και που παραμορφώθηκαν τόσο πολύ στον σταυρό… ιδιαίτερα το
αριστερό είναι ολόισιο, σαν να μην έχει αστράγαλο.
Κατόπιν στρέφει το Σώμα και το χαϊδεύει, και όταν βλέπει για άλλη μια φορά την
πληγή από την λόγχη, η οποία είναι τώρα ορθάνοιχτη σαν ένα στόμα και η κοιλότητα του
θώρακα φαίνεται καθαρά - το σημείο της καρδιάς διακρίνεται μεταξύ του στέρνου
και του αριστερού πλευρικού τόξου, και περίπου δύο εκατοστά πιο κάτω βρίσκεται
η τομή που έγινε με την άκρη της λόγχης στο περικάρδιο και στην καρδιά, μια σχισμή
φάρδους περίπου 1,5 εκ. και μήκους 7 εκ. Η Μαρία βγάζει μια κραυγή όπως στον
Γολγοθά. Σαν να τρυπάει Αυτήν ένα σπαθί, τόσο υποφέρει στον πόνο Της,
σφίγγοντας τα χέρια Της πάνω στην καρδιά Της τρυπημένη, όπως του Ιησού. Πόσα
φιλιά έδωσε πάνω σ’ αυτήν την πληγή, καημένη Μάνα!
Κατόπιν
κοιτάζει το κεφάλι του Ιησού και το ισιώνει, διότι ελαφρά γέρνει προς τα πίσω
και δεξιά. Προσπαθεί να Του κλείσει τα μάτια που μένουν μισάνοιχτα, και το στόμα
Του που έχει μείνει ανοιχτό, σφιγμένο και λίγο παραμορφωμένο από τη δεξιά
πλευρά. Τακτοποιεί τα μαλλιά Του, που μέχρι χτες ήταν όμορφα και χτενισμένα,
και τώρα είναι ανακατεμένα και με πολύ αίμα. Ξεμπλέκει όσο μπορεί τα μακρύτερα,
τα χαϊδεύει με τα δάχτυλα Της και τα στρίβει για να πάρουν ξανά τη φόρμα των
όμορφων μαλλιών του Ιησού, απαλά και σγουρά. Και θρηνεί διότι θυμάται τον Ιησού
όταν ήταν μικρό παιδί… που είναι ο βασικός λόγος του πόνου Της: Η ανάμνηση των
παιδικών χρόνων του Ιησού, της αγάπης της γι’ Αυτόν, της φροντίδας Της, που φοβόταν
ακόμα και τον αέρα για τον μικρό θείο Γιο Της, και η σύγκριση με τα όσα Του έκαναν
τώρα οι άνθρωποι.
Ο θρήνος Της με κάνει να υποφέρω. Και στον θρήνο Της λέει: «Τι Σου έκαναν Γιε Μου;»
και επειδή δεν αντέχει να Τον βλέπει έτσι γυμνό, άκαμπτο, πάνω σε μια πέτρα,
Τον παίρνει στα χέρια Της, περνώντας το χέρι Της κάτω από τους ώμους Του, και
σφίγγοντάς Τον πάνω στο στήθος Της με το άλλο Της χέρι, Τον νανουρίζει, με τις
κινήσεις που έκανε στο Σπήλαιο της Γέννησης. Οι πράξεις Της με κάνουν να κλαίω
και να πονώ σαν ένα χέρι που ανασκαλεύει την καρδιά μου.
Το
φως από τις δάδες που τρεμοπαίζουν φωτίζουν το πρόσωπο Της κάπου κάπου, και
βλέπω μεγάλα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλα, πάνω στο ταλαιπωρημένο Της πρόσωπο.
Ακούω τα λόγια Της, κάθε Της λέξη. Όλες, πολύ καθαρά παρόλο που ψιθυρίζει μέσα
από τα χείλη Της, μια πραγματική συζήτηση ψυχής της Μητέρας με την ψυχή του
Γιου Της. Έχω εντολή να τα γράψω.
«Καημένε
Γιε! Πόσες πληγές!.. Πόσο υπέφερες! Κοίτα τι Σου έκαναν!... Πόσο παγωμένος
είσαι Γιε! Τα δάχτυλα Σου είναι παγωμένα. Και πόσο άκαμπτα είναι! Σαν να είναι
σπασμένα. Ποτέ, ούτε και στον πιο ήρεμο ύπνο, ούτε και στην εργασία του ξυλουργού,
δεν ήταν τόσο ακίνητα και τόσο κρύα! Καημένα χέρια! Αγάπη Μου! Αγαπημένε Μου!
Άγια αγάπη Μου, δώσε τα στην Μητέρα Σου! Κοίταξε πόσο πληγωμένα είναι! Ιωάννη,
κοίταξε μια πληγή! Ω! σκληροί άνθρωποι! Δώσε Μου το πληγωμένο Σου χέρι για να
το σκεπάσω. Ω! Δεν θα Σε πονέσω… θα χρησιμοποιήσω φιλιά και δάκρυα και θα τα
ζεστάνω με την ανάσα Μου και την αγάπη Μου.
Χάιδεψέ
Με, Γιε Μου! Είσαι παγωμένος, Εγώ καίω από τον πυρετό. Ο πυρετός Μου θα
ανακουφιστεί με τη θερμοκρασία Σου και Εσύ θα ζεσταθείς από τον πυρετό Μου. Ένα
χάδι, Γιε! Έχουν περάσει λίγες ώρες από το τελευταίο χάδι Σου, και Μου φαίνονται
αιώνες. Για μήνες ήμουν χωρίς το χάδι Σου και Μου φαινόντουσαν ώρες, διότι
πάντοτε Σε περίμενα να γυρίσεις, και θεωρούσα την κάθε ημέρα σαν ώρα και την
κάθε ώρα σαν λεπτό, για να λέω στον Εαυτό Μου πως δεν έλειψες για έναν ή περισσότερους
μήνες, παρά μόνο για λίγες μέρες, για λίγες ώρες. Γιατί τώρα ο χρόνος να είναι
τόσο μακρύς; Ω! Απάνθρωπο μαρτύριο! Επειδή είσαι νεκρός! Αυτοί Σε σκότωσαν! Δεν
είσαι πλέον πάνω στην Γη! Δεν είσαι πλέον! Οπουδήποτε και να στείλω την ψυχή
Μου για να αναζητήσει τη Δική Σου και να την αγκαλιάσει, διότι όταν Σε βρίσκω,
Σε έχω, Σε αισθάνομαι. Ήσουν η ζωή της σάρκας Μου και του πνεύματός Μου και
οπουδήποτε και να Σε αναζητήσω με τον παλμό της αγάπης Μου, δεν Σε βρίσκω
πλέον, δεν Σε βρίσκω πλέον! Δεν Μου μένει από Σένα
παρά μόνον αυτό το παγωμένο άψυχο σώμα! Ω! ψυχή του Γιου Μου, Ω! ψυχή του
Χριστού, ψυχή του Κυρίου Μου, που βρίσκεσαι; Ω! Κακές ύαινες που πηγαίνετε με
τον Σατανά, γιατί πήρατε μακριά την ψυχή του Γιου Μου; Γιατί δεν σταυρώσατε Εμένα
αντί Αυτού; Φοβηθήκατε μην κάνετε άλλο ένα έγκλημα; (Η φωνή Της γίνεται πιο
δυνατή και πιο σπαραξικάρδια). Και τι ήταν για σας να σκοτώσετε μια φτωχή γυναίκα;
αφού δεν διστάσατε να σκοτώσετε τον Ενσαρκωμένο Θεό; Μήπως δεν κάνατε και ένα
δεύτερο έγκλημα; Μήπως δεν είναι πιο αισχρό, να μην αφήσετε μια μητέρα να
ακολουθήσει τον Γιο Της στον θάνατο;»
Η
Μητέρα τώρα σκύβει πάνω στο άψυχο πρόσωπο και μιλάει με χαμηλή φωνή, μόνον σ’
Αυτόν:
«Τουλάχιστον
θα ήμασταν μαζί εδώ, και στον τάφο, όπως ήμασταν μαζί και στην αγωνία του
Σταυρού, και μαζί στο ταξίδι πέρα από την ζωή και προς την Ζωή. Όμως αν δεν
μπορώ να Σε ακολουθήσω στο ταξίδι πέρα από τη ζωή, μπορώ να μείνω εδώ να Σε
περιμένω».
Σηκώνεται
και λέει στους παρόντες με δυνατή φωνή: «Φύγετε όλοι σας. Εγώ θα
μείνω. Κλείστε Με εδώ μέσα, με Αυτόν. Θα Τον περιμένω. Τι λέτε; Αυτό δεν γίνεται; Γιατί δεν γίνεται; Αν είχα πεθάνει, δεν θα ήμουν
εδώ, ξαπλωμένη δίπλα Του, Και δεν θα περίμενα να Με τακτοποιήσετε; Εγώ θα είμαι
δίπλα Του, όμως θα είμαι γονατιστή. Εγώ βρισκόμουν δίπλα Του όταν Αυτός, ένα
ροδαλό μωράκι, έκλαψε μια νύχτα του Δεκέμβρη. Θα είμαι εκεί τώρα, σ’ αυτή την
νύχτα του κόσμου, που δεν έχει πλέον τον Χριστό.
Ω! αληθινή νύχτα! Το Φως δεν υπάρχει πια!. Παγωμένη νύχτα! Η αγάπη είναι νεκρή!
Τι λες Νικόδημε; Μήπως θα μολυνθώ; Το Αίμα Μου δεν μολύνεται. Δεν μολύνθηκα
ούτε όταν Τον γέννησα. Α! Πώς γεννήθηκες Εσύ, Άνθος Μου, χωρίς να κόψεις καμία
ίνα, σαν το άνθος του αρωματικού ναρκίσσου, που
ανθίζει
από την ψυχή, από τον βολβό της μήτρας και φέρνει ένα άνθος ακόμα και αν η αγκαλιά
της γης δεν ήταν στην μήτρα. Μια παρθενική ανθοφορία που μπορεί να συγκριθεί
μαζί Σου, Γιε Μου, που ήρθες από μια ουράνια αγκαλιά και γεννήθηκες με την
έκχυση του ουράνιου μεγαλείου».
Τώρα η χαροκαμένη Μητέρα, σκύβει για άλλη μια φορά πάνω στον Γιο Της, απόμακρη
από κάθε τι που δεν είναι Αυτός, και ψιθυρίζει απαλά: «Όμως, θυμάσαι Γιε, αυτή
τη θεία έκχυση φωτός στο σπήλαιο, που γέμισε τα πάντα όταν το χαμόγελο Σου
γεννήθηκε στον κόσμο; Θυμάσαι αυτό το μακάριο Φως που έστειλε από τον Ουρανό ο
Πατέρας για να καλύψει το Μυστήριο της άνθισής Σου και για να Σε κάνει να δεις
αυτόν τον σκοτεινό κόσμο λιγότερο αποκρουστικό, επειδή Εσύ είσαι το Φως και
ερχόσουν από το Φως του Πατέρα και από το παράκλητο Πνεύμα; Και τώρα; Τώρα
σκοτάδι και παγωνιά! Κρυώνω πολύ. Περισσότερο και από κείνη την νύχτα του
Δεκέμβρη*. Τότε είχα
τη χαρά που Σε είχα, για να ζεστάνω την καρδιά Μου. Και Εσύ είχες δύο ανθρώπους
για να Σε αγαπούν... Τώρα... Τώρα είμαι μόνη, πεθαίνω και Εγώ. Όμως θα Σε αγαπώ
για δύο, γι’ αυτούς που Σε αγάπησαν τόσο λίγο που Σε εγκατέλειψαν την ώρα της
θλίψης και γι’ αυτούς που Σε μίσησαν… θα Σε αγαπώ για όλο τον κόσμο, Γιε Μου.
Δεν θα νοιώσεις την ψύχρα του κόσμου. Όχι, δεν θα την νοιώσεις. Εσύ δεν έσκισες
την σάρκα Μου για να γεννηθείς, όμως εγώ είμαι έτοιμη να την σχίσω για να Σε
κλείσω μέσα στην αγκαλιά της μήτρας Μου για να μην αισθάνεσαι το κρύο.
Θυμάσαι
πόσο σε αγαπούσε η μήτρα Μου, μικρό έμβρυο με παλμό; Η ίδια μήτρα είναι. Ω!
Είναι δικαίωμά Μου και καθήκον Μου, σα Μητέρα. Κανείς άλλος παρά μόνον η Μητέρα
μπορεί να το έχει, που μπορεί να έχει μια αγάπη μεγάλη όσο το Σύμπαν για τον
Γιο Της».
Η φωνή Της δυναμώνει, και τώρα, με όλη Της την δύναμη λέει: «Εσείς πηγαίνετε, Εγώ θα μείνω. Εσύ θα επιστρέψεις σε τρεις μέρες και θα βγούμε μαζί έξω. Ω! Για να δούμε ξανά τον κόσμο να ακουμπάει επάνω Σου Γιε Μου. Πόσο όμορφος θα είναι ο κόσμος στο φως του ανατέλλοντος χαμόγελου Σου! Ο κόσμος θα ριγεί με τα βήματα του Κυρίου!
Η Γη έτρεμε όταν ο θάνατος ξερίζωνε την ψυχή Σου και το Πνεύμα Σου αποχωριζόταν από την καρδιά Σου. Όμως τώρα θα τρέμει όχι πλέον από φρίκη και με σπασμούς, αλλά με έναν ευγενικό χτύπο, άγνωστο σε Μένα, όμως αντιληπτό από τη γυναικεία Μου διαίσθηση που φέρνει ρίγη σε μια παρθένα όταν, μετά από μια απουσία, ακούει τα βήματα του νυμφίου να έρχονται για τον γάμο. Και μάλιστα η Γη θα τρέμει με έναν άγιο παλμό, όπως έτρεμα και Εγώ στα κατάβαθα όταν είχα τον Έναν Κύριο και Τριαδικό μέσα Μου, και το θέλημα του Πατέρα με τη φλόγα της Αγάπης δημιούργησε τον σπόρο από τον οποίο ήρθες, Εσύ, ω! Άγιο Βρέφος Μου, Γιε Μου, κατά Δικέ Μου! Όλος της Μητέρας Σου! Της Μητέρας Σου!
Κάθε παιδί έχει έναν πατέρα και μια μητέρα. Ακόμα και ένα νόθο παιδί έχει έναν πατέρα και μια μητέρα. Όμως Εσύ είχες μόνον την Μητέρα Σου για να κάνει τη σάρκα Σου από τριαντάφυλλα και κρίνα, να κεντήσει αυτές τις φλέβες γαλάζιες σαν τα ποτάμια της Γαλιλαίας και αυτά τα χείλη σαν τα ρόδια, και αυτά τα μαλλιά με περισσότερη χάρη από την ξανθή προβιά των κατσικιών στους λόφους μας, και αυτά τα μάτια: δύο μικρές παραδεισένιες λίμνες. Όχι μάλλον, αυτά είναι από τα νερά που έρχονται από τον Μοναδικό και Τετραπλό Ποταμό της Αγαλλίασης, και φέρει μαζί του με τις τέσσερις διακλαδώσεις του, χρυσάφι, όνυχα, βηρύλλιο, ελεφαντόδοντα, διαμάντια, φοινικόδεντρα και μέλι, τριαντάφυλλα και αμέτρητες ομορφιές, από τον Φισών, τον Γιχών τον Τίγρη και τον Ευφράτη: οδοί για τους αγγέλους να αγάλλονται εν Θεώ, οδοί για τους βασιλείς να Σε λατρεύουν, γνωστή είτε άγνωστη Ουσία, όμως Ζωντανή και παρούσα ακόμα και στην πιο σκοτεινή καρδιά! Μόνον η Μητέρα Σου το έκανε αυτό για Σένα με το “Ναι” Της. Εγώ Σε εκπαίδευσα με μουσική και αγάπη, με αγνότητα και υπακοή, Χαρά Μου!
Τι είναι η Καρδιά Σου; Η Δική Μου φλόγα, που γίνεται κομμάτια για να συρρικνωθεί σε ένα στεφάνι γύρω από το φιλί που δίνεται από τον Θεό στην Παρθένο Του. Αυτό είναι η καρδιά Σου. Α! (Η κραυγή που βγάζει είναι τόσο σπαραξικάρδια, που η Μαγδαληνή τρέχει να της συμπαρασταθεί μαζί με τον Ιωάννη. Οι άλλες γυναίκες δεν τολμούν να κινηθούν, και κλαίγοντας κάτω από τις μαντίλες τους κοιτούν ακίνητες από το άνοιγμα) Α! Σε τσάκισαν! Γι’ αυτό το λόγο είσαι τόσο παγωμένος και Εγώ κρυώνω! Δεν υπάρχει πλέον μέσα Σου η φλόγα της καρδιάς Μου, και Εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω με την αντανάκλαση αυτής της φλόγας που ήταν Δική Μου και Σου την έδωσα για να γίνει η καρδιά Σου. Εδώ, εδώ, εδώ πάνω στο στήθος Μου! Προτού να Με σκοτώσει ο θάνατος, θέλω να Σε ζεστάνω. Θέλω να Σε νανουρίσω. Σου τραγουδούσα: “Δεν υπάρχει σπίτι, δεν υπάρχει τροφή, υπάρχουν μόνο θλίψεις”. Ω! Προφητικά λόγια! Θλίψεις, θλίψεις, θλίψεις για Σένα, για Μένα!
Σου τραγουδούσα: “Κοιμήσου, κοιμήσου πάνω στην καρδιά Μου”. Όπως και τώρα: εδώ, εδώ εδώ...»
Και καθισμένη στην άκρη της πέτρας, Τον παίρνει στην αγκαλιά Της, περνώντας το ένα χέρι του Γιου Της γύρω από τους ώμους Της, ακουμπώντας το κεφάλι Του πάνω στον ώμο Της, και σκύβοντας το κεφάλι Της επάνω Του, κρατώντας Τον κοντά στο στήθος Της, Τον νανουρίζει και Τον φιλάει αποκαρδιωμένη και πληγωμένη.
Ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ Την πλησιάζουν και ακουμπούν βάζα και επιδέσμους και το καθαρό σάβανο, μια λεκάνη με νερό και ξασμένες γάζες.
Η Μαρία τους κοιτάζει και ρωτάει με δυνατή φωνή: «Τι κάνετε; Τι θέλετε; Να Τον ετοιμάσετε; Για ποιο λόγο; Αφήστε Τον στην αγκαλιά της Μητέρας Του, αν καταφέρω να Τον ζεστάνω, θα αναστηθεί πιο γρήγορα. Αν καταφέρω να παρηγορήσω τον Πατέρα για το μίσος της Θεοκτονίας, ο Πατέρας θα
συγχωρήσει πιο γρήγορα και Αυτός θα επιστρέψει συντομότερα».
Η θλιβερή Μητέρα σχεδόν παραληρεί.
«Δεν θα Τον δώσω σε σας! Μια φορά Τον έδωσα, μια φορά Τον έδωσα στον κόσμο, και ο κόσμος δεν Τον θέλησε. Τον σκότωσε, επειδή δεν Τον ήθελε. Τώρα δεν Τον δίνω πια! Τι λέτε; Ότι Τον αγαπάτε; Βέβαια! Τότε γιατί δεν Τον υπερασπιστήκατε; Περιμένατε να πείτε ότι Τον αγαπάτε, τη στιγμή που δεν μπορούσε πλέον να σας ακούσει. Πόσο μικρή είναι η αγάπη σας! Όμως αν φοβηθήκατε τόσο πολύ τον κόσμο και δεν τολμήσατε να υπερασπιστείτε έναν αθώο, θα έπρεπε τουλάχιστον να Τον φέρετε σε Μένα, στη Μητέρα Του, για να υπερασπιστεί τον Γιο Της. Αυτή γνώριζε ποιος ήταν και τι Του άξιζε. Εσείς! Εσείς Τον είχατε ως Διδάσκαλό σας, όμως δεν μάθατε τίποτα! Δεν είναι αλήθεια; Μήπως λέω ψέματα; Δεν βλέπετε ότι δεν πιστεύετε στην Ανάσταση; Πιστεύετε; Όχι. Αφού στέκεστε εκεί και ετοιμάζετε επιδέσμους και αρώματα, διότι Τον θεωρείτε έναν δυστυχισμένο νεκρό άνθρωπο, σήμερα παγωμένο, αύριο σε αποσύνθεση και γι’ αυτό θέλετε να Τον αρωματίσετε.
Αφήστε τις αλοιφές σας. Ελάτε και δοξολογείστε τον Σωτήρα με την αγνή καρδιά των βοσκών της Βηθλεέμ. Κοιτάξτε: Μέσα στον ύπνο Του μοιάζει σαν να είναι κουρασμένος και ξεκουράζεται. Πόσο πολύ εργάστηκε στη ζωή Του! Εργαζόταν όλο και πιο πολύ, χωρίς να αναφέρω αυτές τις τελευταίες ώρες! Τώρα ξεκουράζεται. Όσο για Μένα, τη Μητέρα Του, Αυτός δεν είναι τίποτα παρά ένα μεγάλο παιδί, που είναι κουρασμένο και κοιμάται. Το κρεβάτι Του και το δωμάτιό Του είναι πραγματικά άθλια! Όμως ούτε και το πρώτο Του στρώμα δεν ήταν όμορφο, και η πρώτη Του κατοικία δεν ήταν πιο ευχάριστη. Οι βοσκοί δοξολογούσαν τον Σωτήρα στον ύπνο Του σαν Βρέφος. Δοξολογείστε τον Σωτήρα στον ύπνο Του σαν Νικητή του Σατανά.
Κατόπιν, σαν τους βοσκούς, πηγαίνετε να πείτε στον κόσμο: “Δόξα στον Θεό! Η αμαρτία είναι νεκρή! Ο Σατανάς νικήθηκε! Ειρήνη στη Γη και στον Ουρανό μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων!” Ετοιμάστε τις οδούς της επανόδου Του. Εγώ σας στέλνω. Εγώ, που η μητρότητα Με κάνει τυπικά Ιέρεια. Πηγαίνετε. Σας είπα ότι δεν θέλω. Εγώ Τον έπλυνα με τα δάκρυά Μου. Και αυτό είναι αρκετό. Τα υπόλοιπα δεν χρειάζονται. Και μην σκέπτεστε πως θα Τον μυρώσετε. Θα είναι πιο εύκολο γι’ Αυτόν να αναστηθεί, αν είναι απελευθερωμένος από αυτούς τους άχρηστους νεκρικούς επιδέσμους.
Γιατί Με κοιτάζεις έτσι, Ιωσήφ; Και εσύ, Νικόδημε; Μήπως ο τρόμος αυτής της ημέρας σας έκανε κουτούς; Μήπως χάσατε τη μνήμη σας; Δεν θυμάστε; ‘’Αυτή η σατανική και πόρνη γενεά, που ζητάει ένα σημείο, δεν θα της δοθεί άλλο σημείο παρά αυτό του Ιωνά’’ Έτσι ο Γιος του ανθρώπου θα είναι για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες στην καρδιά της Γης. Δεν το θυμάστε; “Ο Γιος του ανθρώπου θα παραδοθεί στη δύναμη των ανθρώπων, που θα Τον σκοτώσουν όμως την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί ξανά”. Δεν το θυμάστε; “Γκρεμίστε αυτόν τον Ναό του αληθινού Θεού και σε τρεις ημέρες Εγώ θα τον ξαναχτίσω”. Άνθρωποι, ο Ναός ήταν το Σώμα Του. Κουνάτε το κεφάλι σας; Με λυπάστε; Νομίζετε ότι δεν στέκομαι στα λογικά Μου; Τι; Αυτός ανέστησε νεκρό και δεν θα μπορέσει να αναστήσει τον Εαυτό Του; Ιωάννη;»
«Μητέρα!»
«Ναι, να Με αποκαλείς “μητέρα”. Δεν μπορώ να ζω και να σκέπτομαι ότι δεν θα Με φωνάζουν έτσι! Ιωάννη, εσύ ήσουν παρών όταν ανέστησε τη νεαρή κόρη του Ιάειρου και τον νέο άνδρα της Ναΐν από τον θάνατο. Αυτοί πραγματικά ήταν νεκροί, έτσι δεν είναι; Δεν είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο… Πες Μου».
«Αυτοί ήταν νεκροί. Το κορίτσι είχε πεθάνει πριν δύο ώρες, και ο νεαρός μια και μισή ημέρα».
«Και αυτοί αναστήθηκαν με εντολή Του;»
«Αναστήθηκαν με την εντολή Του».
«Το ακούσατε αυτό; Εσείς οι δύο το ακούσατε; Γιατί όμως κουνάτε τα κεφάλια
σας; Α! Ίσως να θέλετε να πείτε ότι η ζωή επιστρέφει γρηγορότερα σ’ αυτόν που είναι αγνός και νέος. Όμως το Παιδί Μου είναι ο Αγνός! Και είναι ο Παντοτινά Νέος. Είναι Θεός, ο Γιος Μου!»
Με κουρασμένα και μέσα στον πυρετό μάτια, η Μαρία κοιτάζει τους δύο που προετοιμάζουν… που λυπημένοι αλλά με αποφασιστικότητα, τοποθετούν τους επιδέσμους που έχουν ήδη μουσκέψει με αρώματα. Κάνει δύο βήματα. Έχει ακουμπήσει κάτω τον Γιο Της με την λεπτότητα που θα ακουμπούσε στην κούνια κάποιος ένα νεογέννητο μωρό. Κάνει δύο βήματα, σκύβει στα πόδια στο νεκρικό κρεβάτι όπου βρίσκεται η Μαγδαληνή γονατιστή και κλαίει, πιάνεται από τον ώμο της, την κουνάει και της λέει: «Μαρία, πες Μου: Αυτοί οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο Ιησούς δεν μπορεί να αναστηθεί από τους νεκρούς, διότι είναι άνθρωπος και πέθανε από τις πληγές Του. Όμως ο αδελφός σου δεν είναι μεγαλύτερος απ’ Αυτόν;»
«Ναι, είναι».
«Αυτός δεν ήταν μια μεγάλη πληγή;»
«Ναι, ήταν».
«Δεν σάπιζε ήδη προτού να πάει στον τάφο;»
«Ναι».
«Λοιπόν;»
Υπάρχει μακρά οδυνηρή σιωπή. Κατόπιν μια σκληρή κραυγή. Η Μαρία τρεκλίζει, πιέζει με το χέρι Της το στήθος Της. Την βοηθούν. Τους απωθεί. Φαίνεται να απωθεί τους ανθρώπους που Την συμπονούν.
Βασικά, απωθεί αυτά που βλέπει μόνον Αυτή. Και φωνάζει:
«Πίσω! Πίσω άθλιε! Όχι αυτήν την εκδίκηση! Σώπασε! Δεν θέλω να σε ακούω! Σώπασε! Α! αυτός χτυπάει την καρδιά Μου!»
«Ποιος Μητέρα;»
«Ω, Ιωάννη! Είναι ο Σατανάς! Ο Σατανάς που λέει: “Αυτός δεν θα αναστηθεί.
Κανένας προφήτης δεν το είπε αυτό”. Ω! Ύψιστε Θεέ, βοήθησέ Με, βοηθήστε Με όλοι σας, καλά πνεύματα και εσείς συμπονετικοί άνθρωποι! Ο λογισμός μου παραπαίει! Τι λέει ο Ψαλμός; Ποιος θα Μου επαναλάβει τα κεφάλαια που μιλούν για τον Ιησού Μου;»
Είναι η Μαγδαληνή που με την μελωδική φωνή της απαγγέλει τον ψαλμό του
Δαβίδ για το Πάθος του Μεσσία. Η Μαρία κλαίει περισσότερο, στηριζόμενη από τον Ιωάννη, και τα δάκρυα Της πέφτουν πάνω στον νεκρό Γιο Της και Τον μουσκεύει τελείως. Η Μαρία το παρατηρεί και Τον σκουπίζει, λέγοντας με χαμηλή φωνή:
«Τόσα δάκρυα. Και όταν διψούσες τόσο πολύ, δεν μπορούσα να σου δώσω ούτε μια σταγόνα. Και τώρα... Σε καταβρέχω τελείως! Μοιάζεις με θάμνο σε μεγάλη υγρασία. Να, τώρα η Μητέρα Σου θα Σε σκουπίσει, Γιε Μου, που γεύτηκες τόση πικρία! Μην αφήσεις η πικρία και τα δάκρυα της Μητέρας Σου να πέσουν πάνω στα πληγωμένα χείλη Σου!»
Κατόπιν φωνάζει δυνατά: «Μαρία, ο Δαβίδ δεν λέει τίποτα... Ξέρεις τον Ησαΐα;
Επανέλαβε τα λόγια του».
Η Μαγδαληνή επαναλαμβάνει το κεφάλαιο του Πάθους και τελειώνει λέγοντας με έναν λυγμό: «…Αυτός παρέδωσε τη ζωή Του στον θάνατο, και Τον κατάταξαν στους αμαρτωλούς, Αυτόν που πήρε τις αμαρτίες του κόσμου και προσευχόταν για τους αμαρτωλούς».
«Ω! Σώπασε! Όχι στον θάνατο! Δεν παραδόθηκε στον θάνατο! Όχι! Όχι! Ω! Η
έλλειψη της πίστης σας συμμαχεί με τον πειρασμό του Σατανά, κάνει την καρδιά Μου να αμφιβάλλει και να μην πιστέψω Εσένα, Γιε! Να μην πιστέψω στον άγιο λόγο Σου. Ω! Μίλησε στην ψυχή Μου! Από τις απόμακρες ακτές, εκεί που πήγες για να ελευθερώσεις αυτούς που Σε περιμένουν, στείλε την φωνή της ψυχής Σου, πες στη Μητέρα Σου ότι θα επιστρέψεις! Πες: “Την τρίτη ημέρα θα αναστηθώ από τους νεκρούς”. Σε ικετεύω, Γιε και Θεέ! Βοήθησέ Με να διαφυλάξω την πίστη Μου. Ο Σατανάς την σφίγγει για να την στραγγαλίσει. Ο Σατανάς πήρε το στόμα ενός φιδιού και τώρα με τα κοφτερά, δηλητηριώδη δόντια του σχίζει τη σάρκα της καρδιάς Μου και παραλύει τους παλμούς, τη δύναμη και τη θερμοκρασία της. Θεέ! Θεέ! Μην επιτρέπεις να είμαι δύσπιστη! Μην επιτρέψεις να Με κρυώσει η αμφιβολία! Μην επιτρέψεις στον Σατανά να ελευθερωθεί για να Με οδηγήσει στην απελπισία! Γιε! Γιε! Βάλε το χέρι Σου στην καρδιά Μου. Θα διώξει τον Σατανά. Βάλε το πάνω στο κεφάλι Μου. Θα φέρει το Φως ξανά σ’ αυτό. Εξάγνισε τα χείλη Μου με ένα χάδι, για να δυναμώσουν ξανά και να πουν: “Πιστεύω” ακόμα και ενάντια σε όλον τον κόσμο που δεν πιστεύει. Ω! Πόσο θλιβερό είναι να μην πιστεύεις! Πατέρα! Αυτοί που δεν πιστεύουν πρέπει πολύ να συγχωρούνται. Διότι, όταν κάποιος δεν πιστεύει πλέον... όταν κάποιος δεν πιστεύει πλέον... όλος ο τρόμος γίνεται εύκολος. Σου το λέω Εγώ, που δοκιμάζομαι από αυτό το μαρτύριο. Πατέρα ελέησε αυτούς που δεν πιστεύουν! Άγιε Πατέρα, για χάρη αυτού του Θύματος που θυσιάστηκε, και για Μένα, ένα Θύμα που ακόμα θυσιάζεται, δώσε τους, δώσε στους άπιστους την πίστη Σου!»
Μακρά σιωπή.
Ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ γνέφουν στον Ιωάννη και στην Μαγδαληνή που μιλάει προσπαθώντας να απομακρύνει τη Μαρία από τον Γιο Της και να αποσπάσει τα δάχτυλα του Ιησού που είναι δεμένα με της Μαρίας που τα φιλάει κλαίγοντας.
Η Μητέρα ανασηκώνεται. Είναι εντυπωσιακή. Για τελευταία φορά ισιώνει τα νεκρά δάχτυλα και τοποθετεί την εσωτερική πλευρά του χεριού παράλληλα με το σώμα. Κατόπιν κατεβάζει τα χέρια Της προς το έδαφος, και όπως στέκεται ορθή, με το κεφάλι της να γέρνει λίγο προς τα πίσω, προσεύχεται και προσφέρει. Δεν ακούγεται λέξη. Όμως από τη γενική παρουσία είναι εμφανές ότι προσεύχεται. Είναι πραγματικά η Ιέρεια στον βωμό, η Ιέρεια τη στιγμή της προσκομιδής. «Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα…»
Κατόπιν γυρίζει πίσω και λέει: «Μπορείτε να συνεχίσετε. Όμως Αυτός θα
αναστηθεί από τους νεκρούς. Μάταια δεν Με εμπιστεύεστε και εθελοτυφλείτε στην αλήθεια που σας είπε. Μάταια ο Σατανάς προσπαθεί να παγιδεύσει την πίστη Μου. Για να σωθεί ο κόσμος χρειάζεται ακόμα και αυτό το μαρτύριο της καρδιάς Μου. Εγώ υποφέρω και το προσφέρω για τους μελλοντικούς ανθρώπους. Αντίο Γιε! Αντίο παιδί Μου! Αντίο μικρό Μου αγόρι! Αντίο… Αντίο… Άγιε... καλέ... αγαπητέ... και αγαπημένε.. ωραιότητα... χαρά... πηγή Ζωής… Αντίο... στα μάτια Σου… στα χείλη Σου... στα χρυσά μαλλιά Σου... στα παγωμένα άκρα Σου… στη διάτρητη καρδιά Σου... Ω! στην διάτρητη καρδιά Σου… τα φιλιά Μου... τα φιλιά Μου... Αντίο… αντίο... Κύριε, ελέησε Με!»
Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος τελείωσαν την εργασία με τους επιδέσμους.
Πηγαίνουν στο τραπέζι και γδύνουν τον Ιησού, βγάζουν ακόμα και τη μαντίλα.
Σκουπίζουν με ένα ύφασμα, νομίζω λινό, το σώμα. Μια σύντομη προετοιμασία των άκρων που στάζουν από χίλια σημεία, κατόπιν αλείφουν με αρώματα όλο το Σώμα. Βασικά το θάβουν κάτω από ένα στρώμα αλοιφών. Πρώτα το σηκώνουν και καθαρίζουν ακόμα και την πέτρινη πλάκα πάνω στην οποία ακουμπούν την Σινδόνη, που περισσότερη από την μισή κρέμεται από το κεφάλι του κρεβατιού. Τον ακουμπούν ξανά κάτω με το στήθος και απλώνουν τα αρώματα σε όλο το πίσω μέρος, πρώτα στο σώμα και μετά στα πόδια. Κατόπιν Τον γυρίζουν με προσοχή, προσέχοντας να μην φεύγει η αλοιφή με τα αρώματα και την απλώνουν και από μπροστά, πρώτα στο σώμα και μετά στα άκρα. Πρώτα στα πόδια, μετά στα χέρια τα οποία ενώνουν κάτω
από την κοιλιά.
Αυτό το μείγμα με τα αρώματα πρέπει να είναι κολλώδες σαν τσίχλα, διότι βλέπω ότι τα χέρια μένουν στη θέση τους, ενώ προηγουμένως γλιστρούσαν διαρκώς εξ αιτίας του βάρους των νεκρών άκρων. Τα πόδια Του δεν γλιστρούν. Παραμένουν στην ίδια θέση, το ένα είναι πιο τσιτωμένο από το άλλο, το ένα είναι πιο ίσιο, το άλλο πιο παραμορφωμένο.
Το κεφάλι είναι το τελευταίο. Αφού το άλειψαν με προσοχή, έτσι ώστε τα
χαρακτηριστικά Του να χαθούν τελείως, το δένουν με έναν επίδεσμο από το πηγούνι, για να κρατάει το στόμα κλειστό. Η Μαρία θρηνεί πιο δυνατά.
Μετά, σηκώνουν το μέρος της Σινδόνης που κρεμόταν και τυλίγουν τον Ιησού,
που χάνεται κάτω από το χονδρό ρούχο της Σινδόνης. Δεν είναι τίποτα παρά μια μορφή καλυμμένη με ένα ύφασμα.
Ο Ιωσήφ βεβαιώνεται ότι όλα είναι εν τάξει και πάνω στο πρόσωπο ακουμπάει ένα άλλο λινό σουδάρι και άλλα υφάσματα του είδους, όμοια με μεγάλες ορθογώνιες κορδέλες, που τα περνάει από τα δεξιά στα αριστερά, πάνω από το Σώμα, κάνοντας την Σινδόνη να κολλήσει πάνω στο Σώμα. Δεν είναι το συνηθισμένο τυπικό που βλέπουμε στις μούμιες. Ο Ιησούς τώρα είναι έτοιμος. Ακόμα και το σχήμα Του δεν αναγνωρίζεται κάτω από τα τόσα λινά. Μοιάζει με έναν μακρύ μπόγο με ρούχα, που στενεύει στις άκρες και
είναι πιο φαρδύς στο μέσον, ακουμπισμένος πάνω στην γκρίζα πέτρα. Η Μαρία κλαίει πιο δυνατά.
----------------------------------
Ο Ιησούς εξηγεί σε εμάς μέσω της Μαρίας Βαλτόρτα: «Και το
μαρτύριο συνεχίστηκε με αρκετές επιθέσεις μέχρι τα ξημερώματα
της Κυριακής. Στο Πάθος Μου είχα μόνον έναν πειρασμό. Όμως η Μητέρα, η Γυναίκα
πλήρωνε για όλες τις γυναίκες που είναι ένοχες πολλές φορές για κάθε κακό. Και
ο Σατανάς συμπεριφέρθηκε χωρίς έλεος, με απίστευτη σκληρότητα προς την
Νικήτρια.
Η
Μαρία τον νίκησε. Ο πιο σκληρός πειρασμός για τη Μαρία. Πειρασμός κατά της
σάρκας της Μητέρας. Πειρασμός κατά της καρδιάς της Μητέρας. Πειρασμός κατά του
πνεύματος της Μητέρας. Ο κόσμος νομίζει ότι η Σωτηρία Μου τελείωσε με την τελευταία
Μου ανάσα. Όχι, δεν είναι έτσι. Η Μητέρα την ολοκλήρωσε προσθέτοντας το τριπλό
μαρτύριο Της για να σώσει την τριπλή επιθυμία, μαχόμενη επί τρεις ημέρες με τον
Σατανά που ήθελε να Την πείσει να αρνηθεί τα λόγια Μου και να μην πιστεύει στην
Ανάστασή Μου. Η Μαρία ήταν η Μόνη που συνέχισε να πιστεύει. Είναι
μεγάλη και ευλογημένη και για αυτή την πίστη Της.
Ένα
μαρτύριο παρόμοιο με το Δικό Μου μαρτύριο στη Γεθσημανή. Ο κόσμος δεν θα
καταλάβει αυτήν τη σελίδα. “¨Όμως αυτοί που είναι στον κόσμο χωρίς να ανήκουν
στον κόσμο”, θα την καταλάβουν και θα αυξήσουν την αγάπη τους για την Θλιμμένη
Μητέρα. Γι’ αυτό σου είπα να το γράψεις. Πήγαινε εν ειρήνη με τις ευλογίες μας».
*Ο Ιησούς γεννήθηκε σύμφωνα με αυτά που είπε ο ίδιος στην Μ. Β. στις 25 Κισλέβ που είναι μήνας χειμωνιάτικος και αντιστοιχεί στην περίοδο από 15 Νοεμβρίου έως 15 Δεκεμβρίου. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η Γέννηση θα έλαβε χώρα το διάστημα μεταξύ 10-15 Δεκεμβρίου. Όμως για να θυμόμαστε την ημερομηνία 25 Κισλέβ, επελέγη να εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου.
ΠΗΓΗ: Το κεφ. 610 του βιβλίου της Μαρίας Βαλτόρτα "The Gospel as revealed to me"
ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη
Σχόλια