Βράδυ στη Γεθσημανή, με τους αποστόλους
Για τον Ιησού ξεκινάει η Εβδομάδα των Παθών.
Είναι Δευτέρα βράδυ στην
Γεσθημανή με τους αποστόλους Του. Τους μιλάει εκ νέου:
«Άλλη μια μέρα πέρασε.
Τώρα είναι σχεδόν νύχτα και μετά η αυριανή μέρα, η μεθαυριανή και μετά το
δείπνο του Πάσχα».
«Πού θα το γιορτάσουμε,
Κύριέ Μου; Αυτή τη χρονιά θα είναι και οι γυναίκες μαζί μας», Τον ρωτάει ο
Φίλιππος.
«Ακόμα δεν κανονίσαμε
τίποτα και η πόλη είναι γεμάτη κόσμο, έχουν έρθει από τα πιο μακρινά μέρη...», επισημαίνει
ο Βαρθολομαίος.
Ο Ιησούς τους κοιτάζει και
σαν ψέλνοντας έναν ψαλμό, λέει: «Συναχθείτε και ελάτε∙ μαζευτείτε από παντού στο
συμπόσιο που ετοιμάζω για σας με το μεγάλο Θύμα, πάνω στα βουνά του Ισραήλ. Θα
φάτε τη Σάρκα Του και θα πιείτε το Αίμα Του» (Ιεζεκιήλ 39:17).
«Μα, ποιο θύμα; Ποιο; Μοιάζεις
με κάποιον τρελό που κατέχεται από έμμονες ιδέες. Μιλάς μονάχα για θάνατο... μας
βασανίζεις», λέει ο Βαρθολομαίος με ορμή.
Ο Ιησούς τον κοιτά και του λέει: «Εσύ Με ρωτάς; Εσύ γνώριζες ήδη πολύ καλά τις Γραφές προτού σε καλέσω, εκείνο το γλυκό πρωινό της άνοιξης, με την παρεμβολή του Φίλιππου. Και τώρα Με ρωτάς ποιο είναι το θύμα που θα θυσιαστεί στα βουνά, από το οποίο θα έρθουν να τραφούν όλοι; Και λες ότι είμαι τρελός και έχω έμμονη ιδέα επειδή μιλώ για θάνατο; Βαρθολομαίε! Έκανα γνωστή την αγγελιοφόρο κραυγή, μια, δυο, τρεις φορές. Αλλά εσύ ποτέ δεν θέλησες να καταλάβεις. Αυτή τη στιγμή υπέφερες εξ αιτίας της, όμως μετά από λίγο, σαν τα παιδιά θα ξεχάσεις τα λόγια του θανάτου και χαρούμενος θα επιστρέψεις στην εργασία σου, σίγουρος για τον εαυτό σου και γεμάτος ελπίδα, ότι τα λόγια σου και τα Δικά Μου, θα πείσουν τον κόσμο να ακολουθήσουν και να αγαπήσουν τον Σωτήρα τους.
Όχι. Μόνον αφού θα έχει αμαρτήσει αυτή η Γη εναντίον Μου – και να θυμάσαι ότι αυτά είναι τα λόγια του Κυρίου προς τον προφήτη Του – μόνον τότε, ο λαός, και όχι ιδιαίτερα αυτός ο λαός, αλλά ο μεγάλος λαός του Αδάμ, θα αρχίσει να θρηνεί και να λέει: “Ας πάμε στον Κύριο, Αυτός που μας πονάει θα μας θεραπεύσει”. Και ο λαός των λυτρωμένων θα λέει: “Μετά από δύο ημέρες, δηλαδή δύο περιόδους της αιωνιότητας, κατά τις οποίες Αυτός θα μας αφήσει στο έλεος του Εχθρού, ο οποίος θα μας χτυπήσει και θα μας σκοτώσει με όλων των ειδών τα όπλα, όπως χτυπήσαμε εμείς τον Άγιο και Τον σκοτώσαμε και συνεχίζουμε να Τον χτυπάμε και να Τον σκοτώνουμε, διότι πάντοτε θα υπάρχει η φυλή του Κάιν που με βλασφημίες και κακά έργα θα σκοτώνει τον Υιό του Θεού, τον Σωτήρα, – μόνον μετά από εκείνους τους καιρούς θα έρθει η τρίτη ημέρα, και θα αναστηθούμε στην Παρουσία Του στην βασιλεία του Χριστού πάνω στη Γη και θα ζήσουμε στην Παρουσία Του τον θρίαμβο του πνεύματος.
Θα Τον γνωρίσουμε, θα μάθουμε να αναγνωρίζουμε τον Κύριο, ώστε να είμαστε έτοιμοι με την βοήθεια αυτής της αληθινής γνώσης του Θεού να αγωνιστούμε την τελική μάχη που ο Εωσφόρος θα εμφανίσει στον άνθρωπο πριν από το σάλπισμα της έβδομης σάλπιγγας του αγγέλου, που θα ανοίξει τον ευλογημένο χορό των αγίων του Θεού, που θα ψάλλει, ‘’τελείωσε το φτωχό βασίλειο πάνω στην Γη. Ο κόσμος με όλους που την κατοίκησαν πέρασε από εξέταση μπροστά στον κατακτητή Κριτή. Και οι εκλεκτοί θα βρίσκονται στα χέρια του Κυρίου Μας και του Χριστού Του, και Αυτός θα είναι ο Βασιλέας μας για πάντα. Ας είναι ευλογημένος ο Παντοδύναμος Θεός που είναι, ήταν, και θα είναι, διότι ανέκτησε την μεγάλη Του δύναμη και ανέκτησε την κυριαρχία της Βασιλείας Του”.Ω! Ποιος από σας, θα μπορέσει να θυμηθεί τα λόγια της προφητείας που ηχούν στα λόγια του Δανιήλ, μπροστά στον έκπληκτο λαό και μπροστά σας, που είστε πιο μπερδεμένοι απ’ ό,τι ο κόσμος; “Η έλευση του Βασιλιά θα έρθει σαν την αυγή και σαν την βροχή της άνοιξης και του φθινοπώρου”. Η αυγή προηγείται και ετοιμάζεται από την νύχτα. Αυτή είναι η νύχτα. Η νύχτα του τώρα. Και Εγώ τι πρέπει να κάνω για σένα Εφραΐμ; Τι πρέπει να κάνω για σένα Ιούδα;
Σίμωνα, Βαρθολομαίε, Ιούδα και εσείς ξαδέλφια Μου, εσείς που έχετε περισσότερη πείρα από το Βιβλίο, αναγνωρίζετε αυτά τα λόγια; Δεν προέρχονται από ένα τρελό πνεύμα, αλλά από ένα που κατέχει τη Σοφία και την Επιστήμη. Όπως ένας βασιλιάς που με ηρεμία ανοίγει τα μπαούλα του διότι ξέρει που βρίσκεται το συγκεκριμένο πετράδι που αναζητάει, διότι ο ίδιος το έβαλε εκεί, Εγώ αναφέρω τους προφήτες. Είμαι ο Λόγος. Για αιώνες μιλούσα μέσα από ανθρώπινα χείλη. Και για αιώνες θα συνεχίσω να το κάνω. Όμως όλα τα υπερφυσικά που έχουν ειπωθεί, είναι λόγια δικά Μου. Ο πιο μορφωμένος και άγιος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να υψωθεί πέρα από τα όρια του τυφλού κόσμου για να καταλάβει και να φανερώσει τα αιώνια μυστήρια.
Μόνο στον Θεϊκό Νου το μέλλον είναι “παρόν”. Είναι ανόητοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι κάνουν προφητείες και αποκαλύψεις, χωρίς τη δική Μας Θέληση. Και ο Θεός τούς διαψεύδει και τούς τιμωρεί, διότι μόνον Ένας μπορεί να πει: “Εγώ είμαι”, και να πει: “Βλέπω”, και να πει: “Ξέρω”.
Και τι άλλο πρέπει να κάνω για σένα, ω Εφραΐμ, ω Ιούδα, ω κόσμε, που δεν έχω κάνει ήδη; Ήρθα με αγάπη, Γη Μου. Και ο λόγος Μου έγινε θανατηφόρο σπαθί για σένα διότι τον απεχθάνεσαι. Ω, κόσμε που σκοτώνεις τον Σωτήρα σου νομίζοντας ότι κάνεις το σωστό επειδή έχεις ταυτιστεί τόσο με τον Σατανά που δεν καταλαβαίνεις πλέον ποια είναι η θυσία που ζητάει ο Θεός, θυσία της αμαρτίας ζητάει και όχι ενός ταλαίπωρου ζώου που θυσιάζεται και τρώγεται με ακάθαρτη ψυχή! Τί σας έλεγα αυτά τα τρία χρόνια; Τι σας δίδαξα; “Να γνωρίσετε τον Θεό από τους Νόμους Του, από την φύση Του”. Και στέγνωσα, σαν ένα δοχείο από άργιλο εκτεθειμένο στον ήλιο, διδάσκοντας τη ζωογόνο γνώση του Νόμου και του Θεού. Και εσείς συνεχίσατε να προσφέρετε θυσίες χωρίς ποτέ να προσφέρετε το ουσιαστικό: την θυσία της κακής σας θέλησης στον αληθινό Θεό!
Ο κήπος στη Γεθσημανή |
Τώρα, ο Αιώνιος Θεός σας λέει: “Δεν Μου αρέσετε πλέον και δεν θα δεχτώ κανένα
δώρο από τα χέρια σας, είναι σαν την κοπριά για Μένα, και θα σας τα ρίξω πίσω
στο πρόσωπό σας και θα κολλήσουν πάνω σας. Σιχαίνομαι τις τελετές σας που δεν
είναι τίποτα παρά επιφανειακά πράγματα. Θα καταργήσω τη Διαθήκη με τη φυλή του
Ααρών και θα την δώσω στους γιους του Λεβί, διότι, αυτός είναι ο Δικός Μου Λεβί, και με Αυτόν έκανα Διαθήκη ζωής και ειρήνης
και Αυτός ήταν πάντοτε πιστός σε Μένα, μέχρι σημείου θυσίας. Αυτός είχε τον
άγιο φόβο του Πατέρα και έτρεμε από το θυμό του Πατέρα, Του τόσο προσβεβλημένου,
ακούγοντας να πληγώνουν το Όνομά Μου. Ο νόμος της αλήθειας ήταν στο στόμα Του,
και στα χείλη Του δεν βρέθηκε αδικία και από πολλούς απομάκρυνε την αμαρτία.
Ήρθε η ώρα που ο αμόλυντος Άρτος, ο αρεστός στον Κύριο, θα θυσιαστεί και θα
προσφερθεί στο Όνομα Μου, παντού και όχι μόνον στον βωμό της Σιών, διότι εσείς
δεν είστε άξιοι να Τον προσφέρετε”.
«Αναγνωρίζετε αυτά τα αιώνια
λόγια;»
«Τα αναγνωρίζουμε, Κύριε.
Και, πίστεψέ μας, νιώθουμε σαν να μας έχουν δείρει. Μήπως μπορούμε να
παρακάμψουμε το πεπρωμένο μας;»
«Το αποκαλείς πεπρωμένο,
Βαρθολομαίε;»
«Δεν ξέρω κάποιο άλλο
όνομα...»
«Επανόρθωση. Αυτή είναι η
ονομασία. Μην προσβάλλεις τον Κύριο, αν δεν μετανοήσεις για τις προσβολές. Και
ο Θεός, ο Δημιουργός προσβλήθηκε ήδη από τις πρώτες υπάρξεις που δημιούργησε. Έκτοτε
η προσβολή αυξάνεται συνεχώς. Και ούτε τα νερά του Κατακλυσμού, ούτε η βροχή φωτιάς
που έπεσε στα Σόδομα και στα Γόμορρα δεν βοήθησαν για να κάνουν τον άνθρωπο,
άγιο. Ούτε το νερό, ούτε η φωτιά. Η Γη είναι απέραντα Σόδομα πάνω στα οποία
περπατάει ελεύθερα σαν βασιλιάς ο Εωσφόρος. Ας έρθει λοιπόν μια τριαδικότητα αγάπης
για να την ξεπλύνει: η φωτιά της αγάπη, το ύδωρ του πόνου, το αίμα του Θύματος.
Αυτό είναι, Γη, το δώρο Μου. Ήρθα να σου το δώσω. Και τώρα, μήπως να αποφύγω να
το εκτελέσω; Είναι Πάσχα. Δεν γίνεται να το αποφύγω».
«Γιατί δεν πηγαίνεις στον
Λάζαρο; Δεν θα τραπείς σε φυγή αλλά εκεί δεν μπορούν να Σε αγγίξουν».
«Ο Σίμων έχει δίκιο. Σε
παρακαλώ, Κύριε, κάνε το!» φωνάζει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και πέφτει στα πόδια
του Ιησού.
Σ’ αυτή τη κίνηση ο
Ιωάννης αρχίζει να κλαίει γοερά όπως και τα ξαδέλφια Του και ο Ιάκωβος και ο
Ανδρέας, αλλά πιο συγκρατημένα.
«Πιστεύεις ότι Εγώ είμαι ο “Κύριος”; Κοίταξέ Με!» - και ο Ιησούς διαπερνάει με τη ματιά Του το
αγωνιώδες πρόσωπο του Ισκαριώτη - διότι είναι πραγματικά πολύ στενοχωρημένος,
δεν προσποιείται (ίσως είναι ο τελευταίος αγώνας της ψυχής του με τον Σατανά,
και δεν ξέρει πώς να νικήσει).
Ο Ιησούς τον παρατηρεί και παρακολουθεί τον αγώνα του, όπως ένας γιατρός παρακολουθεί την κρίση ενός ασθενούς. Κατόπιν, πετάγεται όρθιος με τέτοια ορμή που ο Ιούδας, που στηριζόταν στα γόνατά του, πέφτει καθισμένος στο έδαφος. Ο Ιησούς οπισθοχωρεί και με φανερά ταραγμένο πρόσωπο, λέει: «Για να συλλάβουν και τον Λάζαρο; Δηλαδή, διπλό θήραμα, διπλή χαρά. Όχι. Ο Λάζαρος θα διατηρηθεί για τον μέλλοντα Χριστό, τον Χριστό Θριαμβευτή. Μόνο ένας θα πεταχτεί έξω από τη ζωή και δεν θα επιστρέψει. Εγώ θα επιστρέψω. Αυτός δεν θα επιστρέψει. Και ο Λάζαρος θα παραμείνει.
Εσύ, εσύ που ξέρεις τόσα
πράγματα, ξέρεις κι αυτό. Αυτοί που ελπίζουν να έχουν διπλό κέρδος πιάνοντας και
τον αετό και το αετόπουλο στη φωλιά και χωρίς δυσκολία, ας είναι βέβαιοι πως ο αετός έχει μάτια για όλους, και από
αγάπη για το μικρό του θα απομακρυνθεί από την φωλιά, για να πιάσουν μόνον
αυτόν, και να σώσει έτσι το άλλο. Με σκοτώνει το μίσος, όμως Εγώ θα συνεχίσω να
αγαπώ. Πηγαίνετε. Θα μείνω να
προσευχηθώ. Ποτέ άλλοτε, όσο αυτή την ώρα που ζω, δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να
υψώσω την ψυχή Μου στον Ουρανό».
«Άφησέ με να μείνω μαζί
Σου, Κύριε», ικετεύει ο Ιωάννης.
«Όχι, όλοι χρειάζεστε
ξεκούραση. Πήγαινε».
«Θα μείνεις ολομόναχος; Και
αν Σου κάνουν κακό; Εσύ φαίνεσαι να υποφέρεις πολύ... θα μείνω», λέει ο Πέτρος.
«Εσύ πήγαινε με τους
άλλους. Αφήστε Με μια ώρα να ξεχάσω τους ανθρώπους! Αφήστε Με σε επαφή με τους αγγέλους
του Πατέρα Μου! Θα αντικαταστήσουν τη Μητέρα Μου που λιώνει στα δάκρυα και την
προσευχή και στην οποία δεν μπορώ να φορτώσω τον αφόρητο πόνο Μου. Πηγαίνετε».
«Δεν θα μας ευχηθείς
ειρήνη;» ρωτάει ο ξάδελφός Του, ο Ιούδας.
«Έχεις δίκιο. Ας είναι η
ειρήνη του Κυρίου σ’ αυτούς που δεν είναι αχάριστοι στα μάτια Του. Αντίο», και
ανηφορίζει προς ένα ύψωμα στον πυκνό ελαιώνα.
«Kι όμως… όλα όσα είπε
είναι από τις Γραφές! Και όταν κάποιος τα ακούει απ’ Αυτόν καταλαβαίνει για
ποιον γράφτηκαν», ψιθυρίζει ο Βαρθολομαίος.
«Αυτό ακριβώς είπα στον
Πέτρο, το φθινόπωρο του πρώτου έτους...» λέει ο Σίμων.
«Είναι αλήθεια... Αλλά...
Όχι! Όσο ζω δεν θα αφήσω να Τον πιάσουν. Αύριο…», λέει ο Πέτρος.
«Τι θα κάνεις αύριο;»
ρωτάει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.
«Τι ρωτάς τί θα κάνω;
Μονολογώ. Αυτές είναι μέρες συνωμοσίας. Δεν εμπιστεύομαι τις σκέψεις μου ούτε
στον αέρα. Κι εσύ, που έχεις επιρροή, το είπες άλλωστε τόσες φορές, γιατί δεν
ζητάς προστασία για τον Ιησού;»
«Θα το κάνω Πέτρο. Θα το
κάνω. Μην ξαφνιαστείς αν κάποια φορά λείψω. Εργάζομαι γι’ Αυτόν. Αλλά μην το
λες, ε;».
«Να είσαι βέβαιος. Και ας
είσαι ευλογημένος. Κάποιες φορές δεν σου είχα εμπιστοσύνη αλλά σου ζητώ
συγνώμη. Βλέπω ότι τις σημαντικές στιγμές είσαι καλύτερος από εμάς. Πράττεις...
ενώ εγώ μόνο λόγια του αέρα», του λέει ο Πέτρος ταπεινά και με ειλικρίνεια. Και
ο Ιούδας γελάει, διότι χαίρεται με τους επαίνους του.
Αναχωρούν από την Γεθσημανή
και παίρνουν το δρόμο που οδηγεί στην Ιερουσαλήμ.
ΠΗΓΗ: Το κεφ. 593 του βιβλίου "The Gospel as revealed to me" της Μ. Βαλτόρτα.
ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη
Σχόλια