Ο Ιησούς δικάζει ένα φόνο

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει στο τέλος του ευαγγελίου του: «Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που αν γραφούν ένα προς ένα, ούτε ο κόσμος ολόκληρος δεν θα χωρούσε, νομίζω, τα βιβλία που θα ’πρεπε να γραφτούν. Αμήν» (Ιωάν. 21:25).

Οι σημειώσεις που έγραψε, καθ’ υπαγόρευσιν του Ιησού, η Μαρία Βαλτόρτα, απετέλεσαν ένα βιβλίο εκ 5000 πολύ λεπτών σελίδων με μικρά γράμματα και με τίτλο «The Poem of Man-God». Αργότερα, για διευκόλυνση των αναγνωστών, η ύλη χωρίστηκε σε 10 βιβλία 500 σελίδων πάνω κάτω το καθένα και με τον καινούργιο τίτλο «The Gospel as revealed to me». Από αυτό το βιβλίο, πολλά κεφάλαια αναδημοσιεύονται στον εδώ ιστοχώρο, για να γνωρίσουμε με έναν άλλο, πολύ πιο ζωντανό τρόπο τη ζωή του Ιησού όπως ο Ίδιος μας την αποκάλυψε.

Κεφάλαιο 248

Είναι απόγευμα όταν ο Ιησούς μαζί με Αποστόλους και την ομάδα των γυναικών-μαθητριών φτάνουν στην Βηθλεέμ της Γαλιλαίας. Ο ουρανός είναι ακόμα κόκκινος μετά από ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα, το οποίο μόλις έδυσε, και στον αέρα ακούγονται ακόμα οι κουδούνες και τα βελάσματα, που ενώνονται με τις χαρούμενες φωνές των παιδιών και με τις φωνές των μανάδων τους, που τα καλούν. Κάποιοι βοσκοί της περιοχής, που έχουν ήδη ακούσει ιστορίες για τον Ιησού, πλησιάζουν την ομάδα και ενώνονται μαζί της.

Λέει ο Ιησούς:
-Ιούδα του Σίμωνα (Ιούδας ο Ισκαριώτης), πήγαινε με τον Σίμωνα (ο Ζηλωτής) να βρείτε κατάλυμα για εμάς και για τις γυναίκες. Υπάρχει ένα πανδοχείο στο μέσον του χωριού και θα συναντηθούμε εκεί.
Και ενώ ο Ιούδας και ο Σίμων υπακούν, ο Ιησούς γυρίζει στη συνέχεια προς την Μητέρα Του και λέει:
-Αυτή τη φορά δεν θα είναι σαν την άλλη Βηθλεέμ. Θα βρείτε κάπου να ξεκουραστείτε, δεν ταξιδεύει πολύς κόσμος αυτόν τον καιρό και δεν υπάρχει απογραφή.
-Αυτή την εποχή είναι ευχάριστα να κοιμόμαστε ακόμα και στα λιβάδια ή μαζί με αυτούς τους βοσκούς και τα προβατάκια, λέει η Μαρία και χαμογελάει στον Γιο Της και σε μερικούς νεαρούς βοσκούς που Την κοιτάζουν με περιέργεια.

Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται μια μικρή ομάδα με οπλισμένους άνδρες να έρχεται από έναν χωμάτινο δρόμο. Στρατιώτες (Ρωμαίοι) μαζί με κάποιους ντόπιους που φωνάζουν. Οι βοσκοί κοιτούν και ψιθυρίζουν κάτι μεταξύ τους. Κατόπιν κοιτούν την Μαρία και τον Ιησού. Ο γηραιότερος Του λέει:
-Λοιπόν, έκανες καλά που δεν πήγες στην Βηθλεέμ, απόψε.
-Γιατί;

-Διότι αυτοί οι άνθρωποι που πέρασαν πηγαίνοντας προς την πόλη, πάνε για να πάρουν έναν γιο από την μητέρα του.
-Ω! Όχι! Μα τι έκανε; Ρωτάει η Μαρία.
Ο Ιησούς κάνει την ίδια ερώτηση και οι μαθητές μαζεύονται για να ακούσουν.
-Ο πλούσιος Ιωήλ βρέθηκε νεκρός στον ορεινό δρόμο: τον σκότωσαν. Γύριζε από την Σικάμινο με πολλά χρήματα. Αλλά δεν τον σκότωσαν ληστές, διότι τα χρήματα βρέθηκαν πάνω του. Ο υπηρέτης που πήγαινε μαζί του, είπε ότι το αφεντικό του τον διέταξε να τρέξει μπροστά για να ειδοποιήσει τους συγγενείς του για την επιστροφή του, και καθ’ οδόν συναντήθηκε με τον νέο άνδρα, τον οποίο πρόκειται τώρα να σκοτώσουν, και πηγαίνουν στο μέρος της εκτέλεσης. Και δυο άνδρες από την πόλη ορκίζονται, τώρα, ότι είδαν τον νέο άνδρα να επιτίθεται στον Ιωήλ. Οι συγγενείς του Ιωήλ απαιτούν τον θάνατό του. Και αν είναι φονιάς ο νεαρός...
-Νομίζεις ότι δεν είναι;
-Δεν νομίζω ότι είναι. Ο νεαρός είναι λίγο μεγαλύτερος από αγόρι, είναι καλός, και είναι πάντοτε με την μητέρα του γιατί είναι ο μονάκριβός της γιος, και αυτή είναι χήρα και άγια γυναίκα. Αυτός την βοηθάει, δεν έχει μπλεξίματα με γυναίκες. Δεν είναι ούτε νευρικός ούτε άμυαλος. Λοιπόν, γιατί να σκοτώσει;

-Ίσως να είχε κάποιους εχθρούς.
-Ποιος; ο Ιωήλ, ο νεκρός; ή ο Άβελ, αυτός που κατηγορείται;
-Ο τελευταίος.
-Α! δεν ξέρω... αλλά... όχι, δεν ξέρω.
-Μίλα με ειλικρίνεια, άνθρωπε.
-Κύριε, σκέπτομαι κάτι και ο Ισαάκ (βοσκός που έχει πιστέψει στον Ιησού και στη διδασκαλία Του) μας λέει να μην σκεπτόμαστε άσχημα για τον πλησίον μας.
-Αλλά πρέπει να έχομε το θάρρος να μιλάμε, όταν είναι να σώσομε ένα αθώο άτομο.
-Αν θα μιλήσω, είτε έχω δίκιο είτε άδικο, θα πρέπει να φύγω από αυτόν τον τόπο, διότι ο Άσσερ και ο Ιακώβ είναι πανίσχυροι.
-Μίλησε χωρίς φόβο. Δεν θα χρειαστεί να φύγεις.
-Κύριε, η μητέρα του Άβελ είναι νέα, όμορφη και μυαλωμένη. Ο Άσσερ δεν είναι φρόνιμος, ούτε και ο Ιακώβ. Στον πρώτο του αρέσει η χήρα και στον δεύτερο... όλοι στην πόλη γνωρίζουν ότι κοιμάται στο κρεβάτι του Ιωήλ με τη γυναίκα του. Νομίζω ότι...
-Κατάλαβα. Πάμε, φίλοι μου. Εσείς οι γυναίκες να μείνετε εδώ μαζί με τους βοσκούς. Θα γυρίσω σύντομα.
-Όχι, Γιε, έρχομαι μαζί Σου, λέει η Μαρία.

Ο Ιησούς βαδίζει κιόλας γρήγορα προς το κέντρο της πόλης. Οι βοσκοί δεν ξέρουν τι να κάνουν, αλλά αφήνουν τα κοπάδια στους νεώτερους, που μένουν με τις γυναίκες, με εξαίρεση την Παρθένο Μαρία και την Μαρία του Αλφαίου, που ακολουθούν τον Ιησού και πηγαίνουν να συναντήσουν την ομάδα των Αποστόλων στην πόλη. Στον τρίτο κάθετο δρόμο που διασχίζει τον κεντρικό δρόμο μέσα στη Βηθλεέμ, συναντούν τον Ισκαριώτη, τον Σίμωνα, τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, που έρχονται προς αυτούς με χειρονομίες και φωνές.

-Τρομερό, Διδάσκαλε! Και οδυνηρό! Εξηγεί ο Πέτρος που είναι αναστατωμένος. Πήραν ένα αγόρι από την μητέρα του για να το σκοτώσουν και αυτή το υπερασπίζεται σαν ύαινα.
-Αλλά αυτή είναι μία γυναίκα μπροστά σε οπλισμένους άνδρες,  προσθέτει ο Σίμων ο Ζηλωτής.
-Το σώμα της είναι γεμάτο πληγές, λέει ο Ισκαριώτης.

-Έσπασαν την πόρτα της, γιατί είχε αμπαρωθεί μέσα, λέει ο Ιάκωβος του Ζεβεδαίου.
-Πηγαίνω κοντά της, λέει η Μαρία.
-Ω! Ναι! Εσύ είσαι η Μόνη Που μπορείς να την παρηγορήσεις.

Πηγαίνουν προς τα δεξιά, μετά προς τα αριστερά προς το κέντρο της πόλης. Τώρα φαίνεται το έξαλλο πλήθος που στριμώχνεται στην πόρτα του Άβελ, και ακούγονται σπαραχτικές κραυγές, σκληρές, άγριες και συγχρόνως οι ικετευτικές φωνές μιας γυναίκας. Ο Ιησούς επιταχύνει το βήμα Του και φτάνει στην μικρή πλατεία, θα έλεγε κανείς ότι είναι μια διαπλάτυνση του δρόμου παρά μια πλατεία, από όπου έρχεται ο απόηχος. Η γυναίκα ακόμα αντιμάχεται για τον γιο της με τους φρουρούς, και κρατάει με το ένα της χέρι, σαν σιδερένια οπλή, τα χαλάσματα από την πόρτα που έσπασε και με το άλλο τη ζώνη του γιου της, ενώ με αγριότητα δαγκώνει οποιονδήποτε προσπαθεί να της χαλαρώσει τα χέρια, παρ’ όλο που την κτυπούν άσχημα και της τραβούν τα μαλλιά με μανία μέχρι να πάει το κεφάλι της πίσω. Αυτή όταν δεν δαγκώνει, φωνάζει: «Αφήστε τον, φονιάδες! Είναι αθώος! Το βράδυ που σκοτώθηκε ο Ιωήλ αυτός κοιμόταν δίπλα μου, στο κρεβάτι μου! Φονιάδες! Σφάχτες! Βρώμικοι! Επίορκοι!»

Και ο νέος άνδρας, τον οποίο κρατούν από τους ώμους οι στρατιώτες και τον τραβούν από τα χέρια της, γυρίζει κατατρομαγμένος και φωνάζει: «Μάνα, μάνα! Γιατί πρέπει να πεθάνω εγώ αφού δεν έκανα τίποτα;» Είναι ένα όμορφο, ψηλόλιγνο αγόρι, με μαύρα μάτια και μαύρα σγουρά μαλλιά. Η ξεσχισμένη χλαμύδα του δείχνει το νεαρό ευλύγιστο σώμα ενός έφηβου.

Ο Ιησούς, με την βοήθεια αυτών που Τον συνοδεύουν, στριμώχνεται μέσα στο πλήθος, όπου υπάρχει το αδιαχώρητο, και πλησιάζει την μητέρα με το παιδί την στιγμή ακριβώς που την εξαντλημένη γυναίκα την απομακρύνουν από την πόρτα και την σέρνουν πάνω στον πέτρινο δρόμο, σαν σακί, δεμένη στο σώμα του γιου της. Αλλά αυτό διαρκεί μονάχα λίγα μέτρα.

Ένα πιο βίαιο τράνταγμα ξεκολλάει το χέρι της μητέρας από την ζώνη του νέου και η γυναίκα πέφτει με το κεφάλι στο χώμα, το οποίο τώρα αιμορραγεί πολύ. Αλλά ανασηκώνεται στα γόνατα, σηκώνει τα χέρια της ψηλά, ενώ τον γιο της τον σέρνουν μακριά και γρήγορα, όσο το επιτρέπει το πλήθος, διότι προχωρούν με δυσκολία. Το παιδί ελευθερώνει το δεξί του χέρι και της γνέφει φωνάζοντας: «Μητέρα! Αντίο! Να θυμάσαι, τουλάχιστον εσύ, ότι είμαι αθώος!» Η γυναίκα τον παρακολουθεί, κατόπιν λιποθυμάει και πέφτει στο έδαφος.

Ο Ιησούς, σταματάει μπροστά στους φρουρούς που τον κρατούν.
-Σταματήστε για λίγο. Σας διατάσσω. Το παρουσιαστικό Του δεν σηκώνει αντιρρήσεις.
-Ποιος είσαι Εσύ; ρωτάει θυμωμένα ένας πολίτης. Δεν Σε γνωρίζομε. Κάνε στην άκρη για να τον σκοτώσομε προτού νυχτώσει.
-Είμαι ένας Διδάσκαλος. Ο μεγαλύτερος. Στο όνομα του Κυρίου, σταματήστε, αλλιώς θα πέσει κεραυνός επάνω σας. Και εν τω μεταξύ φαίνεται σαν να πέφτει μια αστραπή. Ποιοι είναι οι μάρτυρες κατά αυτού του ανδρός;
-Εγώ, αυτός και αυτός, απαντάει ο άνδρας που μίλησε πρωτύτερα.
-Η μαρτυρία σας δεν έχει αξία διότι είναι ψευδής.
-Πώς το λες αυτό; Εμείς είμαστε έτοιμοι να ορκιστούμε.
-Ο όρκος σας είναι αμαρτία.
-Αμαρτάνομε; Εμείς;
-Ναι, αμαρτάνετε. Όταν τρέφετε την ζήλια και το μίσος, όταν είστε άπληστοι για τον πλούτο, όταν είστε φονιάδες και όταν είστε επίορκοι. Πουλήσατε την ψυχή σας στην Βρωμιά. Είστε ικανοί για κάθε βρώμικη πράξη.
-Πρόσεχε τα λόγια Σου! Εγώ είμαι ο Άσσερ...
-Κι Εγώ είμαι ο Ιησούς.
-Εσύ δεν ανήκεις εδώ, δεν είσαι ούτε ιερέας ούτε δικαστής. Δεν είσαι τίποτα. Είσαι ένας ξένος.
-Ναι, είμαι ο Ξένος διότι η γη δεν είναι η Βασιλεία Μου. Αλλά είμαι Ιερέας και Κριτής. Όχι μόνον αυτής της μικρής μερίδας του Ισραήλ, αλλά όλου του Ισραήλ και όλου του κόσμου.
-Πάμε, πάμε. Έχομε να κάνομε με τρελό, λέει ο άλλος μάρτυρας και δίνει μια δυνατή σπρωξιά στον Ιησού για να πάει στο πλάι.
-Δεν θα κάνεις άλλο βήμα, βροντοφωνάζει ο Ιησούς, (Του Οποίου η μεγαλόπρεπη όψη υποτάσσει και παραλύει, όπως μπορεί να δίνει την ζωή και την χαρά όταν το θέλει). Δεν θα κάνεις άλλο βήμα. Δεν πιστεύεις αυτά που λέω; Καλά, κοίτα. Δεν υπάρχει χώμα του Ναού εδώ, ούτε νερό από αυτόν (το Ναό), ούτε υπάρχουν λόγια γραμμένα με μελάνι για να κάνουν το νερό πικρό (που σημαίνει δίκη για ζήλια ή για μοιχεία)*. Αλλά είμαι Εγώ, εδώ. Και θα κρίνω Εγώ.

Η φωνή του Ιησού, είναι τόσο διαπεραστική που ακούγεται σαν σάλπισμα. Οι άνθρωποι στριμώχνονται για να δουν. Μόνον η Παρθένος Μαρία και η Μαρία του Αλφαίου σταμάτησαν για να βοηθήσουν την μάνα που λιποθύμησε.

-Και αυτή είναι η κρίση Μου. Δώστε Μου λίγο χώμα από τον δρόμο και λίγο νερό από ένα δοχείο. Και μέχρι να τα φέρουν σ' Εμένα, εσείς που κατηγορείτε, και εσύ που κατηγορείσαι, απαντήστε Μου. Γιε, είσαι αθώος; Μίλησε με ειλικρίνεια σε Αυτόν Που είναι ο Σωτήρας σου.
-Είμαι, Κύριε.
-Άσσερ, μπορείς να ορκιστείς ότι είπες μόνον αλήθεια;

-Το ορκίζομαι, δεν έχω λόγο να πω ψέματα. Το ορκίζομαι στο Ιερό. Να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να με κάψει αν δεν λέω αλήθεια.
-Ιάκωβε, μπορείς να ορκιστείς ότι μιλάς αληθινά, όταν κατηγορείς, και πως δεν υπάρχει άλλο κίνητρο που σε βάζει να πεις ψέματα;
-Ορκίζομαι στον Θεό. Μόνον η αγάπη για τον σκοτωμένο φίλο μου με βάζουν να μιλήσω. Δεν έχω προσωπικούς λόγους εναντίον του.
-Κι εσύ, υπηρέτη, μπορείς να ορκιστείς ότι Μου είπες την αλήθεια;
-Θα ορκίζομαι γι’ αυτό και χίλιες φορές αν χρειαστεί! Το αφεντικό μου! Τo καημένο το αφεντικό μου! Και σκεπάζει το κεφάλι του με την κάπα του.

-Καλά. Να το νερό και το χώμα. Και αυτός είναι ο λόγος:
«Άγιε Πατέρα και Ύψιστε Θεέ, δώσε δικαιοσύνη αληθείας μέσα από Μένα, ώστε η ζωή και η τιμή να δοθούν στον αθώο νέο και στην μητέρα του, που αγωνιά, και την τιμωρία που αρμόζει σε αυτούς που δεν είναι αθώοι. Αλλά εξ αιτίας της Χάρης που απολαμβάνω στα μάτια Σου, μην επιτρέψεις ούτε την φωτιά ούτε τον θάνατο, αλλά ας υπάρξει μια μακρά κάθαρση σε αυτούς που διέπραξαν την αμαρτία».

Είπε αυτά τα λόγια με τα χέρια Του ανοιχτά πάνω από το δοχείο, όπως κάνουν οι ιερείς στο Ιερό κατά την διάρκεια της Λειτουργίας στην Προσκομιδή. Κατόπιν βάζει το χέρι Του στο δοχείο με το νερό και ραντίζει τους τέσσερις άνδρες που κρίνονται, και δίνει και στον κάθε έναν να πιει από μια σταγόνα νερό: πρώτα στον νέο και μετά στους άλλους. Κατόπιν σταυρώνει τα χέρια Του στο στήθος Του και τους κοιτάζει.

Και το πλήθος κοιτάζει... και μετά από λίγα λεπτά βγάζουν όλοι μια κραυγή και πέφτουν χάμω, με το πρόσωπο στο έδαφος. Τότε, οι τέσσερις άνδρες, που είναι στην σειρά, κοιτούν ο ένας τον άλλο και φωνάζουν με την σειρά τους: ο νέος από θαυμασμό, οι άλλοι από φρίκη διότι βλέπουν τα πρόσωπά τους γεμάτα πληγές λέπρας, ενώ ο νέος είναι καθαρός. Ο υπηρέτης πέφτει στα πόδια του Ιησού, Που είναι στην άκρη όπως και όλοι οι άλλοι, ακόμα και οι στρατιώτες, και αφού παίρνει από το χέρι τον νεαρό Άβελ, τον απομακρύνει για να μην κολλήσει από τους λεπρούς. Και ο υπηρέτης φωνάζει:

-Όχι! Όχι! Συγχώρα με! Είμαι λεπρός! Με πλήρωσαν για να αργοπορήσω το αφεντικό μου μέχρι να νυχτώσει, για να τον σκοτώσουν στον ερημικό δρόμο. Με έβαλαν να αφαιρέσω τις οπλές του αλόγου του, εξ επίτηδες. Μου έδωσαν οδηγίες πώς να πω ψέματα λέγοντας ότι προχώρησα μπροστά, ενώ εγώ βρισκόμουν μαζί τους όταν τον σκότωναν. Και θα Σου πω επίσης γιατί το έκαναν. Διότι ο Ιωήλ ανακάλυψε ότι ο Ιακώβ ερωτεύτηκε τη νέα γυναίκα του και ο Άσσερ ήθελε την μητέρα του νεαρού και αυτή τον αρνιόταν. Έτσι έκαναν μια συμφωνία να απαλλαγούν από τον Ιωήλ και από τον Άβελ συγχρόνως και μετά θα απολάμβαναν τις γυναίκες. Σου τα είπα όλα. Καθάρισέ μου την λέπρα. Άβελ, εσύ είσαι καλός, προσευχήσου για μένα!

-Άβελ, πήγαινε στην μητέρα σου, ώστε όταν συνέλθει να δει το πρόσωπό σου και να είναι πάλι ευτυχισμένη. Και εσάς... θα έπρεπε να πω για σας: “Ας γίνει σε εσάς όπως εσείς θα κάνατε”. Και αυτή θα ήταν η ανθρώπινη δικαιοσύνη. Αλλά σας εμπιστεύομαι σε μια υπερβατική κάθαρση. Η λέπρα, που απεχθάνεστε, σας σώζει από το λυντσάρισμα και τον θάνατο όπως σας αξίζει. Λαέ της Βηθλεέμ, κάντε στην άκρη, ανοίξτε, όπως έκαναν και τα νερά στην θάλασσα και αφήστε αυτούς τους ανθρώπους να πάνε στην μακρά φυλάκισή τους. Μια τρομακτική φυλάκιση! Πολύ πιο τρομερή από έναν ξαφνικό θάνατο. Το Θείο Έλεος τούς δώρισε τη δυνατότητα να μετανοήσουν... αν το θέλουν. Πηγαίνετε!

Ο κόσμος στριμώχνεται προς τους τοίχους των σπιτιών και αφήνει το κέντρο του δρόμου ελεύθερο, ενώ οι τρεις άνδρες, γεμάτοι λέπρα, σαν να είχαν αυτήν την αρρώστια για χρόνια, πηγαίνουν προς το βουνό, περπατώντας ο ένας πίσω από τον άλλο. Στην ησυχία της νύχτας που πλησιάζει με το λυκόφως, όλα τα πουλιά και τα ζώα σιωπούν και ακούγεται μονάχα το γουργουρητό τους.

-Εξαγνίστε τον δρόμο με άφθονο νερό, αφού ανάψετε πρώτα φωτιά. Και εσείς στρατιώτες, να πάτε να αναφέρετε ότι δόθηκε η δικαιοσύνη σύμφωνα με τον πιο τέλειο Μωσαϊκό Νόμο, τους λέει ο Ιησούς. Και ενώ ετοιμάζεται να φύγει, η Μητέρα Του και η Μαρία του Κλωπά βοηθούν ακόμα τη γυναίκα που συνέρχεται αργά, ενώ ο γιος της της χαϊδεύει και της φιλάει τα παγωμένα χέρια της.

Ο λαός της Βηθλεέμ, με σχεδόν έντρομο σεβασμό, Τον παρακαλάει:
-Μίλησε μας, Κύριε. Είσαι πραγματικά ισχυρός. Σίγουρα είσαι Αυτός Που ανέφερε εκείνος ο άνθρωπος που μας έλεγε για τον Μεσσία.
-Θα σας μιλήσω απόψε κοντά στις στάνες των βοσκών. Τώρα πηγαίνω να παρηγορήσω τη μητέρα του Άβελ. Και πηγαίνει στην γυναίκα που βρίσκεται στην αγκαλιά της Μαρίας του Αλφαίου ξαναβρίσκοντας τις αισθήσεις της. Κοιτάζει το γλυκό πρόσωπο της Θεοτόκου, Που της χαμογελάει, αλλά δεν καταλαβαίνει τελείως την κατάσταση, μέχρι που τα μάτια της πέφτουν στο μελαχρινό κεφάλι του γιου της, που είναι σκυμμένος από πάνω της, πάνω από τα χέρια της που τρέμουν και ρωτάει:
-Μήπως πέθανα κι εγώ; Βρίσκομαι στο Άδη;
- Όχι, γυναίκα. Είσαι στη γη. Να ο γιος σου, που σώθηκε από τον θάνατο. Και Αυτός είναι ο Ιησούς, ο Γιος Μου, ο Σωτήρας.

Η πρώτη αντίδραση της γυναίκας είναι η ανθρώπινη. Βάζει όση δύναμη της έχει απομείνει και σκύβει μπροστά για να αγγίξει το κεφάλι του σκυμμένου γιου της, βλέπει ότι είναι καλά, τον φιλάει με μανία κλαίγοντας, γελώντας, και αναφέρει ένα σωρό υποκοριστικά για να εκφράσει την χαρά της.
-Ναι, μάνα, ναι. Αλλά τώρα, κοίταξε, όχι εμένα, Αυτόν, Αυτόν που με έσωσε. Δόξα στον Κύριο.

Η γυναίκα που ακόμα δεν μπορεί να σηκωθεί ούτε να πέσει στα γόνατα, ανοίγει τα χέρια της που είναι ξεγδαρμένα και τρέμουν και αγκαλιάζει το χέρι του Ιησού, το φιλάει και το βρέχει με τα δάκρυά της. Ο Ιησούς, ακουμπάει το αριστερό Του χέρι στο κεφάλι της, και της λέει:
-Να είσαι ευτυχισμένη. Να έχεις ειρήνη. Να είσαι πάντοτε καλή. Όπως και εσύ Άβελ.
-Όχι, Κύριέ μου. Η ζωή του γιου μου και η δική μου, Σου ανήκουν, διότι Εσύ μας έσωσες. Ας είναι μαζί με τους μαθητές Σου, όπως το επιθυμούσε, από τότε που τους γνώρισε. Σου τον προσφέρω με πολλή χαρά και σε παρακαλώ να μου επιτρέψεις να τον ακολουθώ, να υπηρετώ αυτόν και τους δούλους του Θεού.
-Και τι θα κάνεις με το σπίτι σου;
-Ω! Κύριε! Όταν έχει αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς δεν έχει τα ίδια συναισθήματα που είχε πριν πεθάνει. Η Μύρτα γύρισε από τους νεκρούς και από την Κόλαση, χάριν Εσού. Αν μείνω σε αυτήν την πόλη, θα φτάσω στο σημείο να μισώ αυτούς που με βασάνισαν, εμένα και το παιδί μου. Ενώ Εσύ, διδάσκεις αγάπη. Το ξέρω. Έτσι επίτρεψε στη Μύρτα να αγαπήσει τον Μοναδικό Που αξίζει να αγαπάμε, και άφησέ την να αγαπήσει την αποστολή Του και τους δούλους Του. Για την ώρα είμαι πολύ εξαντλημένη και δεν μπορώ να Σε ακολουθήσω. Αλλά, επίτρεψε μου, Κύριε, να το κάνω μόλις μπορέσω. Θα Σε ακολουθώ και θα είμαι με τον Άβελ μου...
-Θα ακολουθήσεις τον γιο σου και Εμένα. Να είσαι χαρούμενη και να έχεις την ειρήνη Μου. Αντίο.

Και ενώ η γυναίκα πηγαίνει στο σπίτι της και την υποβαστάζουν ο γιος της και κάποιος άλλος καλός άνθρωπος, ο Ιησούς φεύγει από την πόλη μαζί με τους βοσκούς, τους Αποστόλους, τη Μητέρα Του και τη Μαρία του Αλφαίου και πηγαίνει προς τις στάνες, που βρίσκονται στο τέλος του δρόμου, στα χωράφια.

*Παλαιά Διαθήκη, βιβλίο των Αριθμών, κεφ. 5:11-31, περιγράφεται ο τρόπος που οι ιερείς εξετάζουν τον ένοχο και αποδίδουν δικαιοσύνη. Οι οδηγίες έχουν δοθεί από τον Θεό στο Μωυσή για τους Ισραηλίτες.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;