Άγνωστες στιγμές από τη ζωή του Ιησού



Από το βιβλίο της Μαρίας Βαλτόρτα, "Το Ευαγγέλιο όπως μου αποκαλύφθηκε".

Ο Ιησούς έχει καταλύσει στο σπίτι του Θωμά του Δίδυμου μαζί με άλλους αποστόλους. Όταν βλέπει τον Ιωάννη να ετοιμάζεται να πάει στην πηγή αντί να μείνει στην ζεστή καπνισμένη κουζίνα μαζί με τους άλλους, προτιμάει να πάει μαζί του. Έτσι αφήνουν τον Πέτρο να ετοιμάσει το ψάρι που έφεραν οι βοηθοί του Ζεβεδαίου για το δείπνο του Διδασκάλου και των μαθητών Του και αναχωρούν.

Δεν πηγαίνουν στην πηγή που βρίσκεται στην άκρη του χωριού, αλλά σε αυτήν που βρίσκεται μέσα στο χωριό, στην μέση της πλατείας, που τα νερά της είναι πάντοτε άφθονα, γάργαρα και έρχονται από την πλαγιά του βουνού κοντά στην λίμνη. Στην πλατεία υπάρχει πολύς κόσμος, όπως συνηθίζεται στα χωριά της Παλαιστίνης το απόγευμα. Γυναίκες με αμφορείς, αγόρια που παίζουν, άνδρες που μιλούν για δουλειές και ...το τοπικό κουτσομπολιό.

Μερικοί Φαρισαίοι που περνούν περιτριγυρισμένοι από υπηρέτες είτε πελάτες, πηγαίνουν προς τα πλούσια σπίτια τους. Όλοι κάνουν στην άκρη για να περάσουν, δηλώνοντας σεβασμό, αλλά μόλις φεύγουν πολλοί τους καταριόνται και αναφέρουν τις πρόσφατες απάτες τους και την τοκογλυφία τους.

Ο Ματθαίος (που ήταν πρώτα τελώνης) συναντάει τους παλιούς του φίλους και κουβεντιάζει μαζί τους σε μια γωνία της πλατείας. Αυτό γίνεται αιτία να του πει περιφρονητικά ο Φαρισαίος Ουρίας με δυνατή φωνή:
-Οι φημισμένες μεταστροφές! Αλλά η προσκόλληση στην αμαρτία συνεχίζεται όπως φαίνεται από τις φιλίες που παραμένουν, α!α!
Ο Ματθαίος γυρίζει και απαντάει με θυμό:
-Παραμένουν για να τους μεταστρέψουν.
-Δεν υπάρχει λόγος, ο Διδάσκαλός σου αρκεί για αυτό. Θα ήταν καλύτερα να είσαι μακριά τους, εκτός και αν θέλεις να αρρωστήσεις ξανά, με την προϋπόθεση ότι είσαι τελείως καλά.
Ο Ματθαίος, γίνεται κατακόκκινος στην προσπάθειά του να συγκρατηθεί και να μην του πει τι σκέπτεται, αλλά απαντάει:
-Μην φοβάσαι και μην ελπίζεις.
-Τι;
-Μην φοβάσαι ότι θα γίνω πάλι ο Λεβί ο τελώνης, και μην ελπίζεις ότι θα σε μιμηθώ και θα χάσω αυτές τις ψυχές. Το αφήνω σε σένα και στους φίλους σου, να κρατάτε αποστάσεις και να περιφρονείτε τον κόσμο. Εγώ μιμούμαι τον Διδάσκαλό μου και πλησιάζω τους αμαρτωλούς για να τους οδηγήσω στην Χάρη.

Ο Ουρίας θα ήθελε να ανταποδώσει, αλλά ένας άλλος Φαρισαίος, ο γέρο-Ελί, έρχεται και του λέει:
-Μη μολύνεις την αγνότητά σου και την γλώσσα σου φίλε μου. Έλα μαζί μου.
Και περπατώντας πιασμένοι από το χέρι, τον οδηγεί σπίτι του. Εν τω μεταξύ, το πλήθος, και ιδιαίτερα τα παιδιά μαζεύονται γύρω από τον Ιησού. Μεταξύ των παιδιών είναι ο Τωβίας και η Ιωάννα, τα αδέλφια που κάποτε, πέρισυ, μάλωναν για λίγα σύκα. Τώρα λένε στον Ιησού, πιάνοντας με τα μικρά τους χέρια τη μέση Του για να τραβήξουν την προσοχή Του:
-Άκου!, άκου! Και σήμερα είμαστε καλοί, το ξέρεις; Δεν κλάψαμε και δεν πειράξαμε ο ένας τον άλλο, για χάρη Σου. Θα μας δώσεις ένα φιλί;
-Λοιπόν, είσαστε καλοί για το χατίρι Μου! Τι χαρά Μου δίνετε. Να το φιλί Μου. Και αύριο να είστε ακόμα καλύτεροι.

Να και ο Ιάκωβος, ο μικρός που έφερνε τις δωρεές του Ματθαίου στον Ιησού κάθε Σάββατο. Τώρα λέει στον Ιησού:
-Τώρα ο Ματθαίος δεν μου δίνει τίποτα για τους φτωχούς του Κυρίου, αλλά μάζεψα όλα τα χρήματα που μου έδιναν όταν ήμουν καλός και θα Σου τα δώσω τώρα. Θα τα δώσεις στους φτωχούς, εκ μέρους του παππού μου;
-Βέβαια θα το κάνω. Τι συμβαίνει με τον παππού σου;
-Δεν μπορεί να περπατήσει. Είναι πολύ μεγάλος και τα πόδια του δεν τον κρατούν.
-Λυπάσαι γι’ αυτό;
-Ναι, γιατί ήταν ο δάσκαλός μου όταν πηγαίναμε στην εξοχή. Μου έλεγε πολλά πράγματα. Και με έμαθε να αγαπώ τον Κύριο. Ακόμα και τώρα μου μιλάει για τον Ιώβ και μου δείχνει τα αστέρια στον ουρανό, αλλά τώρα το κάνει από την καρέκλα του... άλλοτε ήταν πιο όμορφα...
-Θα έρθω αύριο, στον παππού σου, χαίρεσαι τώρα;

Και στο όραμά μου ο Ιάκωβος αντικαθίσταται από τον Βενιαμίν, όχι το αγόρι από τα Μάγδαλα αλλά αυτό της Καπερναούμ, το αγόρι που είδα σε όραμα πριν από πολύ καιρό. Όταν έρχεται στην πλατεία με την μητέρα του και βλέπει τον Ιησού, αφήνει το χέρι της μητέρας του και τρέχει μέσα στο πλήθος και με λεπτή φωνή όπως το χελιδόνι, όταν φτάνει μπροστά από τον Ιησού, αγκαλιάζει τα γόνατά του και λέει:
-Θέλω και εγώ μια αγκαλιά!

Ο Σίμων ο Φαρισαίος, περνάει εκείνη την στιγμή και υποκλίνεται επιδεικτικά στον Ιησού, Που απαντάει στον χαιρετισμό του. Ο Φαρισαίος σταματάει, και ενώ ο κόσμος πηγαίνει στην άκρη, σαν φοβισμένος, ο Σίμων λέει:
-Και δεν θα μου δώσεις κι εμένα μια αγκαλιά; Και χαμογελάει ελαφρά.
-Θα αγκαλιάζω όποιον Μου το ζητάει. Σε συγχαίρω Σίμωνα για την καλή σου υγεία. Άκουσα στην Ιερουσαλήμ ότι ήσουν λίγο άρρωστος.
-Ναι, ήμουν πολύ άρρωστος. Σε ήθελα, να με θεραπεύσεις.
-Πίστεψες ότι θα μπορούσα να σε θεραπεύσω;
-Ποτέ δεν αμφέβαλα, αλλά έπρεπε να γίνω μόνος μου καλά, διότι έλειπες για πολύ καιρό. Που ήσουν;
-Στα σύνορα του Ισραήλ. Εκεί πέρασα τις ημέρες Μου μεταξύ του Πάσχα και της Πεντηκοστής.
-Ήταν επιτυχημένο ταξίδι; Άκουσα για τους λεπρούς της Εννώμ και του Σιλωάμ, πραγματικά υπέροχο. Μόνο αυτό; Σίγουρα όχι. Αλλά αυτά μάθαμε από τον Ιωάννη, τον ιερέα. Αυτός που είναι χωρίς προκαταλήψεις, πιστεύει σε Σένα και είναι χαρούμενος.
-Και όποιος δεν πιστεύει γιατί έχει προκαταλήψεις; Τι λες για αυτόν, σοφέ Σίμωνα;
Ο Φαρισαίος, είναι κάπως ανήσυχος... διστάζει ανάμεσα στην επιθυμία να μην καταδικάσει τους πολλούς φίλους του που είναι προκατειλημμένοι ενάντια στον Ιησού, και στην επιθυμία να προτιμήσει τον έπαινο του Ιησού. Νικάει η δεύτερη λύση και λέει:
-Αυτός που δεν θέλει να πιστεύει σε Σένα, παρ’ όλες τις αποδείξεις που δίνεις, είναι καταδικασμένος.
-Και θα ήθελα κανείς να μην είναι…
-Εσύ, ναι. Εμείς δεν ανταποδίδομε αυτήν την αγάπη που έχεις για εμάς. Πολλοί δεν είναι άξιοι Σου. Ιησού ...θα ήθελα να είσαι ο καλεσμένος μου αύριο...
-Αύριο, δεν μπορώ, ας πούμε μεθαύριο. Συμφωνείς;
-Πάντοτε. Θα έχω κάποιους φίλους... και Εσύ θα πρέπει να τους συγχωρήσεις αν...
-Ναι, ναι. Θα έρθω με τον Ιωάννη.
-Μόνο τον Ιωάννη;
-Οι άλλοι έχουν άλλα έργα να φροντίσουν. Νάτοι, επιστρέφουν από την επαρχία. Ειρήνη σε σένα, Σίμωνα.
-Ο Θεός, μαζί Σου, Ιησού.

Ο Φαρισαίος φεύγει και ο Ιησούς ενώνεται με τους μαθητές Του. Γυρίζουν στο σπίτι για το δείπνο. Αλλά, ενώ τρώνε το ψημένο ψάρι, έρχονται κάποιοι τυφλοί άνδρες που είχαν παρακαλέσει ήδη τον Ιησού στον δρόμο. Τώρα επαναλαμβάνουν την παράκλησή τους.
-Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, ελέησέ μας!
Τότε τους λέει ο Πέτρος μάλλον προσβλητικά:
-Φύγετε, αν σας είπε να έρθετε αύριο, τότε αύριο. Αφήστε Τον να δειπνήσει.
-Όχι, Σίμων, μην τους διώχνεις. Τόση επιμονή χρειάζεται ανταμοιβή. Εσείς οι δυο, περάστε μέσα.
Οι τυφλοί έρχονται μέσα με τη βοήθεια των μπαστουνιών τους που χτυπάνε πότε στο πάτωμα και πότε στους τοίχους.
-Πιστεύετε ότι μπορώ να σας δώσω ξανά την όραση σας;
-Ω! Ναι, Κύριε! Ήρθαμε διότι είμαστε βέβαιοι.

Ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, τους πλησιάζει, βάζει τις άκρες των δακτύλων Του στα τυφλά μάτια, σηκώνει το κεφάλι Του και προσεύχεται:
-Ας γίνει σύμφωνα με την πίστη σας.
Απομακρύνει τα χέρια του, και τα βλέφαρα που μέχρι τότε ήταν ακίνητα, αρχίζουν να παίζουν, διότι το φως έπεσε πάνω στις κόρες που θεραπεύτηκαν στον ένα από τους άνδρες, ενώ και τα βλέφαρα του άλλου ανοίγουν, που πρωτύτερα ήσαν κλειστά, πιθανώς από παραμελημένα έλκη και οι άκρες των βλεφάρων έχουν πάρει καινούργιο σχήμα εκ νέου, χωρίς το παραμικρό λάθος, ώστε να τα ανοιγοκλείνει ελεύθερα.
Οι δυο άνδρες, πέφτουν στα γόνατα.

-Σηκωθείτε. Πηγαίνετε. Και προσέχετε, μην πείτε σε κανέναν αυτό που σας έκανα. Φέρετε τα νέα της χάρης στους συγγενείς και στους φίλους σας στο χωριό σας. Δεν είναι ανάγκη να το κάνετε εδώ, δεν θα έκανε καλό στην ψυχή σας. Διατηρήστε απρόσβλητη την πίστη σας όπως τώρα που γνωρίζετε πως είναι να βλέπετε, βεβαιωθείτε ότι τα μάτια σας δεν θα πληγωθούν ξανά, για να μην γίνετε πάλι τυφλοί.

Το δείπνο τελείωσε. Πηγαίνουν επάνω στην ταράτσα που έχει δροσιά. Η λίμνη αστράφτει με το φως του φεγγαριού. Ο Ιησούς κάθεται σε έναν χαμηλό φράχτη και ο νους Του φεύγει βλέποντας την ασημένια επιφάνεια της λίμνης. Οι άλλοι μιλούν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, για να μην Τον ενοχλούν. Αλλά Τον κοιτάζουν με πολύ θαυμασμό. Και πόσο όμορφος είναι! Το φεγγάρι σχηματίζει ένα στεφάνι γύρω από το κεφάλι Του και φωτίζει το πρόσωπό Του, το οποίο είναι αυστηρό και ήρεμο συγχρόνως, τονίζοντας και τις μικρότερες λεπτομέρειες. Κάθεται με το κεφάλι ελαφρά προς τα πίσω, ακουμπισμένος στον κορμό μιας κληματαριάς που φτάνει μέχρι εκεί και μετά απλώνεται σε όλη την ταράτσα. Τα βαθιά γαλάζια μάτια Του μοιάζουν με όνυχα στο σκοτάδι και φαίνεται σα να σκορπούν ειρηνικά κύματα σε κάθε τι.

Μερικές φορές κοιτάζει ψηλά, στον καθαρό ουρανό τον γεμάτο άστρα, μερικές φορές κοιτάζει χαμηλά στους λόφους και πιο κάτω στην λίμνη, ή κοιτάζει στο άπειρο και τα μάτια Του μοιάζουν να χαμογελούν σε κάτι που διακρίνουν. Τα μαλλιά Του κυματίζουν με το ελαφρύ αεράκι. Κάθεται κάπως στο πλάι και με το ένα πόδι αγγίζει το έδαφος, ενώ το άλλο βρίσκεται κάποιους πόντους ψηλότερα, με τα χέρια Του μπροστά, έτσι ξεκουράζεται. Η λευκή χλαμύδα Του τονίζει την λαμπρότητά Του, η οποία παίρνει χρώμα ασημί στο φεγγαρόφως και τα λευκά μακριά Του χέρια τονίζουν την αρρενωπή ομορφιά των δαχτύλων Του. Και το πρόσωπό Του, με το μεγάλο μέτωπο, την ευθεία μύτη, τα ελαφρώς οβάλ μάγουλα και τα ξανθά προς το χάλκινο χρώμα γένια, φαίνεται κάτω από το φεγγαρόφως να παίρνει μια απόχρωση του παλιού ιβουάρ και να χάνει την ροζ απόχρωση της ημέρας.

-Είσαι κουρασμένος, Διδάσκαλε; ρωτάει ο Πέτρος.
-Όχι, δεν είμαι.
-Φαίνεσαι χλωμός και σκεπτικός…
-Σκεπτόμουν. Αλλά δεν νομίζω ότι είμαι πιο χλωμός από άλλοτε… Πλησιάστε. Το φως του φεγγαριού σας κάνει όλους να φαίνεστε πιο χλωμοί. Αύριο, θα πάτε στην
Xοραζίμ και ίσως να βρείτε μαθητές εκεί. Μιλήστε τους. Και να θυμάστε, να γυρίσετε το σούρουπο. Θα μιλήσω κοντά στον χείμαρρο.
-Τι καλά! Θα το πούμε στους κατοίκους της Χοραζίμ. Όταν γυρίζαμε συναντήσαμε την Μάρθα και την Μαρκέλλα. Μήπως ήρθαν εδώ; ρωτάει ο Ανδρέας.
-Ναι.
-Μιλούν πολύ στα Μάγδαλα για την Μαρία, που δεν βγαίνει έξω πλέον και δεν κάνει συγκεντρώσεις. Μείναμε στο σπίτι της ίδιας γυναίκας που μας φιλοξένησε την τελευταία φορά. Ο Βενιαμίν μου είπε πως όταν νιώθει την επιθυμία να φερθεί άσχημα, σκέπτεται Εσένα και...
-Κι εμένα... μπορείς να το πεις, Ιάκωβε. Λέει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.
-Δεν είπε έτσι.
-Αλλά αυτό εννοούσε όταν είπε: ''δεν θέλω να είμαι ωραίος, αλλά κακό'' και με κοιτούσε με πλάγιες ματιές. Δεν με αντέχει.
-Μια αντιπάθεια, χωρίς σημασία, Ιούδα. Μην το σκέπτεσαι. Λέει ο Ιησούς.
-Ναι, Διδάσκαλε, αλλά αυτό με ενοχλεί.
-Είναι εδώ ο Διδάσκαλος; Φωνάζει κάποιος από τον δρόμο.
-Ναι εδώ είναι. Τι θέλετε πάλι τώρα; δεν σας φτάνει η ημέρα; Είναι ώρα αυτή να ενοχλείτε τους δόλιους ταξιδιώτες; Ελάτε αύριο. Φωνάζει ο Πέτρος.
-Το πρόβλημα είναι ότι έχομε έναν μουγκό δαιμονισμένο μαζί μας. Και μας ξέφυγε τρεις φορές στο ταξίδι. Αν δεν ήταν αυτό θα είχαμε έρθει νωρίτερα. Παρακαλούμε! Σε λίγο, μόλις το φεγγάρι ανέβει ψηλά στον ουρανό θα αρχίσει να ουρλιάζει όλο και πιο δυνατά και θα τρομοκρατήσει το χωριό. Βλέπετε πως άρχισε να παλεύει ήδη;

Ο Ιησούς διασχίζει την ταράτσα και σκύβει από τον χαμηλό τοίχο. Οι απόστολοι κάνουν το ίδιο. Μια σειρά από πρόσωπα σκυμμένα πάνω από ένα πλήθος ανθρώπων που κοιτούν ψηλά προς αυτούς. Στην μέση, με κινήσεις και μουγκρητά σαν αλυσοδεμένη αρκούδα ή λύκος, ένας άνδρας με τα χέρια δεμένα για να μην δραπετεύσει, ουρλιάζει και κινείται ανήσυχος, σαν να ψάχνει για κάτι στο έδαφος. Όταν κοιτάζει ψηλά και συναντάει τα μάτια του Ιησού, βγάζει μια κραυγή ζώου, ένα άναρθρο ουρλιαχτό και προσπαθεί να τρέξει μακριά.

Το πλήθος, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Καπερναούμ που βρίσκονται εκεί, κάνουν στην άκρη τρομαγμένοι.
-Έλα, χάριν φιλανθρωπίας! Θα αρχίσει πάλι τα ίδια.
-Έρχομαι αμέσως. Και ο Ιησούς κατεβαίνει τρέχοντας και πηγαίνει μπροστά στον δυστυχισμένο που είναι πάρα πολύ ταραγμένος.
-Βγες έξω από αυτόν. Το θέλω.
Το ουρλιαχτό χάνεται και ακούγεται μια λέξη: «Ειρήνη!»
-Ναι, Ειρήνη. Ειρήνη σε σένα τώρα που ελευθερώθηκες.
Το πλήθος όταν βλέπει το θαύμα, φωνάζει με θαυμασμό γι’ αυτήν την ξαφνική αλλαγή, που από εξαγριωμένος έγινε ήρεμος, από δαιμονισμένος έγινε ελεύθερος, από μουγκός απέκτησε λόγο.
-Πως γνωρίζατε ότι ήμουν εδώ;
-Στην Ναζαρέτ μας είπαν: “Βρίσκεται στην Καπερναούμ”. Στην Καπερναούμ μας το επιβεβαίωσαν δυο άνδρες που έλεγαν ότι τους θεράπευσες τα μάτια σε αυτό το σπίτι.
-Έτσι είναι! Είναι αλήθεια! Μας το είπαν κι εμάς... Πολλοί φωνάζουν και επισημαίνουν:
-Τέτοια πράγματα δεν γίνονταν ποτέ άλλοτε στον Ισραήλ!
-Αν δεν Τον βοηθούσε ο Βεελζεβούλ δεν θα τα έκανε, μουρμουρίζουν οι Φαρισαίοι της Καπερναούμ. Ο Σίμων πάντως δεν είναι μαζί τους.

-Είτε βοήθησε, είτε όχι, εγώ είμαι καλά, όπως και οι τυφλοί. Εσείς δεν θα μπορούσατε να το κάνετε παρ’ όλες τις τεράστιες προσευχές σας, απαντάει ο θεραπευμένος δαιμονισμένος μουγκός και φιλάει την χλαμύδα του Ιησού. Ο Διδάσκαλος, δεν απαντάει στους Φαρισαίους, απλά διαλύει το πλήθος λέγοντας:
-Ειρήνη μαζί σας.
Και ζήτησε από τον θεραπευμένο και τους συνοδούς του να μείνουν και τους φιλοξενεί στο επάνω δωμάτιο για να ξεκουραστούν μέχρι το επόμενο πρωί.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;