"Where Did You Go?"
Για πολλούς από εμάς – η μη ύπαρξη απτής απόδειξης ότι οι
αγαπημένοι μας που «έφυγαν» βρίσκονται κάπου αλλού – κάνει το μυαλό να μην
μπορεί να πιάσει τη δυνατότητα
ύπαρξης ενός κόσμου που δεν μπορούμε να δούμε, ενός κόσμου πέρα από τούτον εδώ.
Η αντίσταση προς μια ευρύτερη γνώση οφείλεται απλά στο ότι «αφού δεν το βλέπουν
τα μάτια, δεν υπάρχει».
Αλλά είναι γεγονός πλέον, ότι η ουσία αυτού που είμαστε,
η ατομική μας συνειδητότητα συνεχίζει και μετά το θάνατο. Υπάρχει όντως ένας
κόσμος πέρα από τον υλικό. Οι αγαπημένοι μας βρίσκονται εκεί και μπορούμε κι
εμείς, επίσης να πάμε. Χωρίς να πεθάνουμε. Μπορούμε να έχουμε πρόσβαση
ανεξάρτητα των θρησκευτικών μας πεποιθήσεων ή την έλλειψη μυστικιστικών
ικανοτήτων. Οι δικοί μας άνθρωποι που αγαπήσαμε και χάσαμε δεν έχουν φύγει. Αποτελούν
τμήμα μιας κρυμμένης πραγματικότητας της οποίας, κι εμείς, είμαστε τμήμα, απλά
δεν έχουμε επίγνωση ότι υπάρχει.
Πιστεύω πως αν γνωρίζατε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος
ενός ανθρώπου, του ανθρώπου που χάσατε, θα ζούσατε τη ζωή σας με μεγαλύτερη
πληρότητα. Με ενθουσιασμό. Με τόλμη. Ναι, ακόμα θα σας έλειπε και θα θρηνούσατε
την απώλεια, αλλά η γνώση πως υπάρχει τρόπος να συνδεθείτε με τη συνειδητότητά
του, θα έκανε το ταξίδι σας στη ζωή λίγο πιο εύκολη. Κι αν δεν έχετε χάσει
κανέναν αλλά φοβάστε πως κάποια μέρα θα πεθάνετε ή έχετε την περιέργεια τι να ακολουθεί
μετά, τότε το βιβλίο «Πού έχεις πάει;» είναι για σας.
Όταν ένας που αγαπάμε πεθάνει, έχουμε τη δυνατότητα να
ανοίξουμε μια πόρτα που συνδέει τους δυο κόσμους. Κλείνει μόνον όταν δεν την
ψάχνουμε, όταν δεν την παρατηρούμε και όταν δεν πιστεύουμε ότι είναι εκεί. Όταν
διαβούμε αυτή την πόρτα, ταξιδεύουμε προς ένα αόρατο μέρος. Ονόμασα αυτό το
μέρος Κόσμο του Ναού.
Συνήθως οι εβδομάδες και οι μήνες που ακολουθούν ένα
θάνατο δικού μας ανθρώπου είναι συναισθηματικά πολύ φορτισμένοι και δεν
μπορούμε να κάνουμε κανένα βήμα προς αυτή την πόρτα. Στη συνέχεια, όταν η κανονικότητα
της ζωής επιστρέψει στην παλιά της ρουτίνα, αμφιβάλουμε για την ύπαρξη αυτού
του κόσμου. Ακόμα κι αν είμαστε θρήσκοι, αμφιβάλουμε. Θέλουμε να πιστεύουμε
στην ύπαρξή του – και να γνωρίζουμε ότι οι αγαπημένοι μας είναι καλά, οπότε κι
εμείς θα είμαστε καλά – αλλά ο λογικός νους μας μάχεται αυτή την ιδέα.
Ο λογικός νους υπάρχει και λειτουργεί στην τρίτη διάσταση
– αυτή που βιώνουμε τώρα – και κλείνει, δεν επιτρέπει τη δίοδο σε οτιδήποτε
κείται παραπέρα. Μόλις όμως αποκτήσετε τη δύναμή σας ξανά μετά από μιαν απώλεια
και η ζωή σας επιστρέψει στην καθημερινή της ρουτίνα, ο Κόσμος του Ναού είναι
εκεί και περιμένει να τον προσέξετε, να γίνεται συνειδητά κομμάτι του. Ξέρω ότι
αυτόν τον κόσμο τον έχετε νιώσει αν χάσατε κάποιον δικό σας αγαπημένο. Ίσως νιώσατε
ένα χέρι να σας ακουμπά στον ώμο, να ακούσατε πραϋντικά λόγια στη σκέψη σας ή
ακόμα να είδατε φευγαλέα την εικόνα του ανθρώπου σας.
Η πόρτα για τον Κόσμο του Ναού είναι ακριβώς εδώ, δίπλα
σας. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να κλείσετε τα μάτια και να αγγίξετε
αυτή την κρυμμένη πραγματικότητα. Ξέρω ότι ο νους σας θα προσπαθήσει να σας
πείσει ότι δεν υπάρχει τέτοιος κόσμος. Αλλά αν επιτρέψετε έστω και μία φορά να
οδηγηθείτε σε αυτόν τον κόσμο, θα θέλετε να γίνετε καθημερινό κομμάτι του. Μόλις
περάσετε την πόρτα θα συναντήσετε τους ανθρώπους που χάσατε και θα νιώσετε
μεγάλη χαρά και ειρήνη. Θα βιώσετε αίσθηση ενότητας με τον ευρύτερο Κόσμο και
θα μείνετε άφωνοι.
Καθώς θα κάνετε τις ασκήσεις που περιέχονται στο βιβλίο,
θα δείτε ότι θα νιώσετε εν μέρει άνθρωπος και εν μέρει «κάτι άλλο» - αυτό που
είναι η πραγματική σας ουσία χωρίς τους περιορισμούς του σώματος. Στην αρχή θα
νιώσετε άβολα. Αλλά γρήγορα θα συνηθίσετε. Στόχος του βιβλίου μου είναι να σας
κάνω να νιώσετε ότι είναι νορμάλ να μιλάτε με τους ανθρώπους που χάσατε και να συνδέεστε
με τον αόρατο κόσμο που υπάρχει γύρω σας. Και επειδή θα συνδέεστε απευθείας με
τους δικούς σας ανθρώπους – όχι παίρνοντας πληροφορίες από κάποιο μέντιουμ –
τότε ίσως να αποκτήσετε αρκετές αποδείξεις και να πιστέψετε βαθιά ότι ο θάνατος
δεν είναι το τέλος και οι άνθρωποι που έφυγαν είναι μόνον μια διάσταση πιο
πέρα. Δεν θα σας ζητούσα να κάνετε ή να πάτε κάπου που δεν έχω πάει εγώ. Έπρεπε
να βρω τα εργαλεία και τις μεθόδους να μπορώ να βλέπω τον αόρατο κόσμο χωρίς να
«έχω το χάρισμα». Ανακάλυψα όμως ότι όλοι έχουμε το χάρισμα της συνειδητότητας
και όλοι μπορούμε να αγγίξουμε μιαν επίγνωση πιο διευρυμένη, πιο πλατιά η οποία
μπορεί να μας εξυπηρετήσει κατά τον ίδιο τρόπο.
Το βιβλίο αυτό έχει να κάνει με τις δικές μας εμπειρίες –
των καθημερινών ανθρώπων. Έχει να κάνει με το να σας δώσει την πίστη στις δικές
σας ικανότητες. Έχει να κάνει με τις εμπειρίες της ζωής πέρα από τη φυσική
πραγματικότητα, πέρα από τον τρισδιάστατο κόσμο, ο οποίος είναι μόνο ένα μικρό
κομμάτι αυτού που ονομάζουμε πραγματικότητα. Η επίσκεψη των μη φυσικών πεδίων
είναι κάτι εντελώς φυσικό, δεν είναι υπερφυσικό. Οι επισκέψεις αυτές είναι
γεμάτες θεραπεία, απέραντη ειρήνη, δέος και με την βαθύτερη διαίσθηση ότι
αρχίζετε να καταλαβαίνετε τη ζωή και το θάνατο λίγο καλύτερα.
Η ψυχή μας λαχταράει να βιώσει και να γευτεί αυτό το μη
φυσικό πεδίο όχι μόνο για να βρει θεραπεία αλλά και για να βιώνει με πληρέστερο
τρόπο τη ζωή.
Θα κάνετε το ταξίδι κάθε κεφαλαίου επί δέκα λεπτά την
ημέρα, κάθε ημέρα επί μία εβδομάδα. Στα ταξίδια θα αποκτήσετε γνώσεις για το
σύμπαν, την ενέργεια, το φως και τη δική σας συνειδητότητα. Κάθε ταξίδι θα
διευρύνει την αντίληψή σας και θα αλλάζει τη ζωή σας στον κόσμο. Και αν
θελήσετε να διαβάσετε μια κι έξω όλο το βιβλίο δεν πειράζει. Απλά να
ξεκουράζεστε όποτε νομίζετε ότι το έχετε ανάγκη. Με το δικό σας ρυθμό.
Θα μπορέσετε να κάνετε τα ταξίδια και με άλλους ανθρώπους
που διαβάζουν το βιβλίο. Θα βρείτε όλες τις πληροφορίες στο τέλος του βιβλίου.
Δημιούργησα τον Κόσμο του Ναού επειδή όταν ήμουν 34 ετών
έχασα τον άνδρα μου που αγαπούσα πολύ. Έφυγε από τούτο τον κόσμο για πάντα. Υπήρχε
μόνο σε φωτογραφίες, οικογενειακές βιντεοταινίες και αναμνήσεις – αλλά δεν
μπορούσα να δεχτώ ότι δεν υπήρχε πια, πουθενά. Κάπου έπρεπε να υπάρχει στο σύμπαν. Κι αν όντως υπήρχε κάπου μετά
τα τρισήμισυ χρόνια που πάλεψε με τον καρκίνο του εντέρου, ήταν άραγε καλά σε
έναν κόσμο που εγώ δεν μπορούσα να δω; Έπρεπε να ξέρω. Ήθελα να ξέρω ότι ήταν
καλά.
Έτσι, έγινα ρεπόρτερ του αόρατου κόσμου – εκείνου στην
άλλη πλευρά της Πόρτας ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. «Πού έχεις πάει;» ήταν η
πρώτη ερώτηση που ρώτησα τον Bjarne, όπου κι αν βρισκόταν, μετά που έφυγα από το νοσοκομείο
και μπήκα στο δωμάτιο που ήταν η κρεββατοκάμαρά μας, κλείνοντας την πόρτα πίσω
μου. Με το μυαλό μου ρώτησα αυτή την ερώτηση χιλιάδες φορές. Ακόμα και όταν
έφτιαξα τη ζωή μου αυτή η ερώτηση επέμενε: «Πού
έχεις πάει;»
Κάνοντας το ταξίδι που σας ανέφερα παραπάνω, τον βρήκα.
Θυμάμαι εκείνη τη μέρα πολύ καθαρά. Ο Bjarne βρισκόταν στο
νοσοκομείο δέκα ημέρες. Αργά το πρωιί της δέκατης ημέρας ήταν φανερό ότι το
τέλος ήταν πολύ κοντά. Τότε ήταν που οι γιατροί άρχισαν να του χορηγούν φάρμακα
για να τον βάλουν σε τεχνητό κώμα και σε μηχανή υποστήριξης της αναπνοής. Ο Bjarne γύρισε και μου
είπε: «Φέρε γρήγορα τα κορίτσια. Ήρθε η ώρα». Τηλεφώνησα στη μαμά μου να φέρει
τα κορίτσια το γρηγορότερο. Μετά από μια ώρα τα κορίτσια εφόρμησαν στο δωμάτιο
και πήδηξαν στο κρεβάτι του μπαμπά τους. «Γεια σου, μπαμπά», είπε η μεγάλη μου κόρη
πάνω στο στήθος του. Η νεότερη ακολούθησε. Κάτω από τη μάσκα οξυγόνου το στόμα
του πλάτυνε σε χαμόγελο. Άρχισε να τραγουδάει και τα κορίτσια τον συνόδευαν. Η φωνή
του, μακρινός απόηχος αυτής που κάποτε είχε, μας μετέφερε στις νύχτες που
τραγούδαγε στα κορίτσια καθώς τα έβαζε για ύπνο. Για μερικά δευτερόλεπτα
ξεχάστηκα κι ένα χαμόγελο ανέτειλε στα χείλη μου. Φύλαγε όλη του την ενέργεια
για 'κείνη τη στιγμή.
Μετά από μερικά λεπτά είδα ότι κουράστηκε, τα μάτια του
άρχισαν να κλείνουν.
«Κορίτσια, είναι ώρα να πούμε αντίο στο μπαμπά», είπα
βάζοντας τα χέρια μου στις πλάτες τους.
«Όχι, μαμά... όχι ακόμα», είπε η μεγάλη μου κόρη.
«Ο μπαμπάς πρέπει να κοιμηθεί ξανά, αγάπη μου», είπα και
της ζήτησα να του δώσει ένα φιλί.
Τα κορίτσια τον φίλησαν και τον αποχαιρέτησαν. Δεν γνώριζαν
ότι ήταν η τελευταία φορά. Αλλά εκείνος γνώριζε. Άνοιξε μια φορά ακόμα τα μάτια
του, τους έγνεψε και τους πρόσφερε το
πιο πλατύ χαμόγελο.
Όταν τα κορίτσια έφυγαν, έγειρα πάνω του και του είπα, κρατώντας του το χέρι, μισό σώμα κάτω και μισό πάνω στο κρεβάτι: «Bjarne, σειρά μου να σου πω αντίο». Περίμενα μιαν απάντηση. Τίποτα. Η μορφίνη είχε αρχίσει να επιδρά. Προσπάθησα ξανά. «Αγάπη μου, είναι η σειρά μου να σε χαιρετίσω». Καμία απάντηση. Καμία κίνηση ματιού. Ούτε σφίξιμο χεριού. Ακουγόταν μόνο ο συρριστικός ήχος της συσκευής οξυγόνου, οι δυνατοί ψίθυροι των γιατρών και των νοσοκόμων στο διάδρομο...
Πέρασαν μερικές ήσυχες ώρες. Μας επισκέφθηκαν συγγενείς,
φίλοι, νοσοκόμες. Ξαφνικά ο Bjarne ανακάθισε στο κρεβάτι, άρχισε κάτι να μουρμουρίζει και
τεντωνόταν να φτάσει κάτι που μόνο εκείνος έβλεπε. Σηκώθηκα από το κρεβάτι που
καθόμουν, προσπάθησα να του μιλήσω, να τον βοηθήσω. Τα μάτια του με
διαπερνούσαν. Άρπαξα το μπράτσο του αλλά δεν έκανε πίσω. Για πρώτη φορά στην
κοινή ζωή μας με κοίταζε αλλά δεν με γνώριζε. Επιθυμούσα να μάθω τι έβλεπε και
να μοιραστώ μ’ εκείνον την εμπειρία του. Αλλά όδευε προς κάπου που εγώ και τα
κορίτσια δεν μπορούσαμε να ακολουθήσουμε. Έσκυψα περισσότερο προς το μέρος του
μήπως και κατάφερνα να καταλάβω τι έλεγε, μάταια. Καλούσε κάποιον ξανά και
ξανά. Κάποιον που δεν ήμουν εγώ.
Στο μέσον όλου αυτού, μια νοσοκόμα μπήκε βιαστικά στο
δωμάτιο. «Για να δω τι συμβαίνει εδώ», είπε. «Υποτίθεται ότι δεν πρέπει να
είναι σε θέση να κάθεται στο κρεβάτι, ούτε καν να είναι ξύπνιος». Έβαλε γρήγορα
μια καινούργια δόση φαρμάκων στον ορό του και τον βοήθησε να ξαπλώσει, θέλοντας
να διαγράψει το λεπτό που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Τι στην ευχή κάνει αυτή; Είπα
μέσα μου, επειδή προσπαθούσα ακόμα να τον φέρω πίσω σε μένα. Σχεδόν απότομα εκείνος
έπεσε σε λήθαργο και το δωμάτιο ησύχασε και πάλι. «Έτσι πρέπει να είναι», είπε
η νοσοκόμα και με κοίταξε σαν να είχαμε και οι δυο μας τον ίδιο στόχο – να του επιταχύνουμε
το θάνατο.
Η νύχτα ήρθε. Δεν έφυγα. Οι τοίχοι είχαν τώρα μια γκρίζα
απόχρωση. Ένα κτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Οι γιατροί χτυπούσαν αλλά δεν
περίμεναν απάντηση.
«Εμπρός», είπα.
Η πόρτα άνοιξε. Ήταν η Robin η νοσοκόμα του ογκολογικού η οποία ήταν
κοντά μας όλα αυτά τα χρόνια. Έβαλε το χέρι της στο κεφάλι του άντρα μου. «Θέλω
να σου δείξω κάτι», είπε και έσκυψε περισσότερο προς το κεφάλι του άντρα μου.
«Γεια σου, Bjarne”, είπε. «Είμαι η Robin». Μιλούσε
αρκετά δυνατά, πιο δυνατά από εμένα πρωτύτερα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, μόλις
του μίλησε, ο Bjarne κάτι
ψέλλισε προς εκείνη. «Βλέπεις; Μπορεί και ακούει», είπε με χαμόγελο. «Μπορείς
να του πεις οτιδήποτε θέλεις και θα σε ακούσει». Και πήγε να φύγει.
«Περίμενε, μα... δεν είναι σε κώμα;»
«Ναι, είναι, αλλά μπορεί και ακούει και σένα και μένα και
οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του. Κάποια πράγματα δεν τα καταλαβαίνουμε. Αυτό είναι
ένα από αυτά». Χάιδεψε το χέρι μου.
Μόλις έφυγε στράφηκα στον άντρα μου. «Σ’αγαπώ», είπα
δυνατά κι αυτός ανταποκρίθηκε, ψελλίζοντας κάτι που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Έμοιαζε
κάτι σαν «Μμμμμμ», σαν να ήθελε να μου δείξει ότι άκουγε. Η καρδιά χοροπήδησε
μέσα μου αν και ήξερα ότι το τέλος ήταν εκεί. Κάθε πέντε λεπτά του έλεγα «Σ’αγαπώ».
Και κάθε φορά απαντούσε «Μμμμμμ». Συνέχισε να μου απαντάει μέχρι την τελευταία
του πνοή.
«Σ’αγαπώ», είπα για τελευταία φορά. «Μμμμμμ», είπε και
μετά έφυγε.
Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά μήπως τον δω να περιίπταται από
πάνω. Κοίταζα για την ψυχή του αλλά είδα μόνο το ταβάνι με το άσχημο ιριδίζον
φως του. Κοίταξα το σώμα του και φάνηκε άδειο. Δεν μπορούσε πια να με ακούσει. Δεν
θα γύριζε πίσω.
ΠΗΓΗ: «Where did you Go?» (Απόσπασμα από το βιβλίο της ελληνίδας
στην καταγωγή Christina Rasmussen).
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη
Σχόλια