Από το Πραιτώριο στο Γολγοθά
Παρασκευή 10 Μαρτίου 1944
Ο Ιησούς λέει:
604.36 «Θέλω να σκεφτείς (Μαρία) το σημείο που
αναφέρεται στις συναντήσεις μου με τον Πιλάτο. Ο Ιωάννης, ο οποίος ήταν σχεδόν
πάντα παρών, ή τουλάχιστον πολύ κοντά, είναι ο πιο ακριβής μάρτυρας και
αφηγητής, λέει λοιπόν ότι φεύγοντας από το σπίτι του Καϊάφα με πήγαν στο
Πραιτώριο. Και διευκρινίζει «νωρίς το πρωί». Στην πραγματικότητα, η μέρα μόλις
ξεκινούσε. Επίσης διευκρινίζει: «δεν μπήκαν οι Εβραίοι μέσα για να μη μολυνθούν
και να μπορέσουν να φάνε το Πάσχα».
Υποκριτές όπως πάντα, φοβήθηκαν ότι θα μπορούσαν να μολυνθούν αν πατούσαν τη σκόνη του σπιτιού ενός Εθνικού, αλλά δεν θεώρησαν αμαρτία να σκοτώσουν έναν Αθώο και, με την ψυχή τους ικανοποιημένη από το έγκλημα που διέπραξαν, μπόρεσαν να απολαύσουν το Πάσχα ακόμα καλύτερα. Έχουν και σήμερα ακόμη πολλούς οπαδούς. Όλοι εκείνοι που ενεργούν άσχημα στο εσωτερικό τους αλλά εξωτερικά δηλώνουν σεβασμό για τη θρησκεία και αγάπη για τον Θεό είναι όμοιοί τους. Φόρμουλες, φόρμουλες και όχι αληθινή θρησκεία! Με αηδιάζουν, με αηδιάζουν.
Όταν οι Εβραίοι δεν μπήκαν στο σπίτι του Πιλάτου, ο Πιλάτος βγήκε να ακούσει τι έλεγε το θορυβώδες πλήθος και, έμπειρος στη διακυβέρνηση και στην κρίση, με μια μόνο ματιά κατάλαβε ότι ο ένοχος δεν ήμουν Εγώ, αλλά ότι οι άνθρωποι ήταν μεθυσμένοι από το μίσος. Η συνάντηση των βλεμμάτων μας ήταν μια αμοιβαία ανάγνωση των καρδιών μας. Έκρινα τον άνθρωπο γι’ αυτό που ήταν. Με έκρινε για αυτό που ήμουν. Τον λυπήθηκα γιατί ήταν αδύναμος άνθρωπος. Και μέσα του ένιωσε οίκτο για Μένα γιατί ήμουν αθώος. Προσπάθησε να Με σώσει από την πρώτη στιγμή. Και, καθώς η άσκηση δικαιοσύνης έναντι των εγκληματιών ήταν μόνο δικαίωμα της Ρώμης, προσπάθησε να με σώσει λέγοντας: «Κρίντε Τον σύμφωνα με το νόμο σας».
604.37 Υποκριτές για δεύτερη φορά, οι Εβραίοι δεν ήθελαν να Με καταδικάσουν. Είναι αλήθεια ότι η Ρώμη είχε το δικαίωμα στη δικαιοσύνη, αλλά όταν, για παράδειγμα, λιθοβολήθηκε ο Στέφανος, η Ρώμη εξακολουθούσε να κυριαρχεί στην Ιερουσαλήμ και ωστόσο οι Εβραίοι καθόρισαν και εκτέλεσαν την καταδικαστική απόφαση και το βασανιστήριο χωρίς να νοιάζονται για τη Ρώμη. Για Μένα, για τον οποίο δεν είχαν αγάπη αλλά μίσος και φόβο - δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι ήμουν ο Μεσσίας, αλλά δεν ήθελαν να Με σκοτώσουν σωματικά σε περίπτωση που ήμουν - ενήργησαν διαφορετικά και Με κατηγόρησαν ως υποκινητή ενάντια στη δύναμη της Ρώμης (σήμερα θα λέγατε: «επαναστάτη») ώστε να κάνουν να Με κρίνει η Ρώμη.
Στην περιβόητη αίθουσά τους, πολλές φορές στα
τρία χρόνια της διακονίας Μου, Με είχαν κατηγορήσει ως βλάσφημο και
ψευδοπροφήτη, και ως τέτοιο έπρεπε να με λιθοβολήσουν ή σε κάθε περίπτωση να με
είχαν σκοτώσει. Αλλά τώρα, για να μην διαπράξουν σωματικά το έγκλημα για το
οποίο αισθάνονταν ενστικτωδώς ένοχοι και θα τιμωρούνταν, έβαλαν τη Ρώμη να το
κάνει κατηγορώντας Με ότι ήμουν εγκληματίας και επαναστάτης.
Τίποτα δεν είναι ευκολότερο, όταν τα πλήθη είναι διεστραμμένα και οι ηγέτες παράφρονες, από το να κατηγορήσουν έναν αθώο άνθρωπο για να εκτονώσουν τη λαγνεία τους για αγριότητα και σφετερισμό, και να βγάλουν από τη μέση όποιος αποτελεί εμπόδιο και καταδίκη. Έχουμε επιστρέψει στην εποχή εκείνη. Ο κόσμος κάθε τόσο, μετά από μια επώαση διεστραμμένων ιδεών, εκρήγνυται σε εκδηλώσεις διαστροφής. Σαν τεράστια έγκυο γυναίκα, το πλήθος, αφού έθρεψε το τέρας του, στους κόλπους του, με διδαχές άγριων θηρίων, το γεννά για να το καταβροχθίσει μετά. Μπορεί πρώτα να καταβροχθίσει το τέρας και μετά να καταβροχθίσει τον εαυτό του.
604.38 Ο Πιλάτος ξαναμπαίνει στο Πραιτώριο και με καλεί κοντά του. Με
ανακρίνει. Είχε ήδη ακούσει για Εμένα. Ανάμεσα στους εκατόνταρχους υπήρχαν
κάποιοι που ανέφεραν το Όνομά Μου με ευγνωμοσύνη, με δάκρυα στα μάτια και ένα
χαμόγελο στις καρδιές τους, και μιλούσαν για Εμένα ως ευεργέτη. Στις αναφορές
τους στον Πραίτορα, ερωτώμενοι για τον
Προφήτη που προσέλκυε τα πλήθη και κήρυττε μια νέα διδασκαλία στην οποία
μιλούσε για ένα παράξενο βασίλειο, ασύλληπτο για την ειδωλολατρική διάνοια,
πάντα απαντούσαν ότι ήμουν ένας πράος, καλός άνθρωπος που δεν επεδίωκε τις
τιμές αυτής της Γης και που εμφύτευα και ασκούσα σεβασμό και υπακοή σε εκείνους
που είχαν εξουσία. Πιο ειλικρινείς από τους Ισραηλίτες, έβλεπαν και κατέθεταν
την αλήθεια.
Την προηγούμενη Κυριακή, ελκόμενος από τη βουή του πλήθους, είχε κοιτάξει έξω στο δρόμο και είχε δει έναν άοπλο άνδρα να περνάει πάνω σε ένα γάιδαρο, να ευλογεί, περιτριγυρισμένος από παιδιά και γυναίκες. Είχε καταλάβει ότι σίγουρα δεν μπορούσε να υπάρχει κίνδυνος για τη Ρώμη από εκείνον τον άνθρωπο.
Θέλει λοιπόν να μάθει αν είμαι βασιλιάς. Με τον ειρωνικό ειδωλολατρικό σκεπτικισμό του, ήθελε να γελάσει λίγο με αυτόν τον ‘βασιλιά’ πάνω σε ένα γάιδαρο, που έχει ξυπόλητα παιδιά για αυλικούς, χαμογελαστές γυναίκες, άντρες του λαού, αυτόν τον ‘βασιλιά’ που επί τρία χρόνια κήρυττε ότι δεν ενδιαφερόταν για πλούτη και δύναμη και που δεν μιλάει για άλλες κατακτήσεις πέρα από εκείνες του πνεύματος και της ψυχής. Τι είναι η ψυχή για έναν ειδωλολάτρη; Ούτε οι θεοί του δεν έχουν ψυχή. Και μπορεί να έχει μία ο άνθρωπος; Ακόμα και τώρα αυτός ο βασιλιάς χωρίς στέμμα, χωρίς παλάτι, χωρίς αυλή, χωρίς στρατιώτες, του επαναλαμβάνει ότι το βασίλειό του δεν είναι αυτού του κόσμου. Τόσο που κανένας υπουργός και καμία πολιτοφυλακή δεν ξεσηκώνεται για να υπερασπιστεί τον βασιλιά του και να τον σώσει από τους εχθρούς του.
Ο Πιλάτος, καθισμένος στο θρόνο του, Με εξετάζει εξονυχιστικά, γιατί είμαι αίνιγμα γι’ αυτόν. Αν ελευθέρωνε την ψυχή του από τις ανθρώπινες φροντίδες, από την υπερηφάνεια του αξιώματος, από τα λάθη του παγανισμού, θα καταλάβαινε αμέσως Ποιος είμαι. Πώς όμως μπορεί να διεισδύσει το φως εκεί όπου πάρα πολλά πράγματα φράζουν τα ανοίγματα για να εισέλθει το φως;
604.39 Πάντα έτσι ήταν, παιδιά. Ακόμα και
τώρα. Πώς μπορεί ο Θεός και το φως Του να
μπουν εκεί όπου δεν υπάρχει πια χώρος για αυτούς, και οι πόρτες και τα παράθυρα
είναι φραγμένα και έχουν ως υπερασπιστές την
υπερηφάνεια, την κακία, την τοκογλυφία, και τους τόσο πολλούς, τόσο
πολλούς φρουρούς στην υπηρεσία του Σατανά ενάντια στον Θεό;
Ο Πιλάτος δεν μπορεί να καταλάβει ποιο είναι το βασίλειό Μου. Και, αυτό που είναι οδυνηρό, δεν ζητά να του το εξηγήσω. Στην πρόσκλησή Μου προς αυτόν να γνωρίσει την Αλήθεια, αυτός, ο αδάμαστος ειδωλολάτρης, απαντά: «Τι είναι αλήθεια;» και αφήνει την ερώτηση να πέσει με ένα σήκωμα των ώμων του.
Ω! παιδιά, παιδιά Μου! Ω! Οι σημερινοί Μου
Πιλάτοι, όπως ο Πόντιος Πιλάτος, αφήνετε τις
πιο ζωτικές ερωτήσεις να πέσουν με ένα σήκωμα των ώμων σας. Σας φαίνονται
άχρηστα, ξεπερασμένα πράγματα. Τι είναι η Αλήθεια; Χρήματα; Όχι. Γυναίκες; Όχι.
Δύναμη; Όχι. Σωματική υγεία; Όχι. Ανθρώπινη δόξα; Όχι. Τότε αφήστε τη να φύγει.
Δεν αξίζει να κυνηγάς μια χίμαιρα. Χρήματα, γυναίκες, δύναμη, καλή υγεία,
άνεση, τιμές, αυτά είναι πράγματα συγκεκριμένα, χρήσιμα, που πρέπει να τα αγαπάς
και να τα επιτυγχάνεις για κάθε σκοπό. Έτσι σκέφτεστε. Και, χειρότερα από τον
Ησαύ, ανταλλάσσετε τα αιώνια αγαθά με χονδροειδείς τροφές που βλάπτουν τη
σωματική σας υγεία και βλάπτουν την αιώνια υγεία σας. Γιατί δεν επιμένετε στην
ερώτηση: «Ποια είναι η αλήθεια;» Αυτή, η
Αλήθεια, ζητά μόνο να γίνει γνωστή για να σας καθοδηγήσει. Στέκεται μπροστά
σας όπως ενώπιον του Πιλάτου και σας κοιτάζει με μάτια ικετευτικής αγάπης,
παρακαλώντας σας: «Ρωτήστε Με. Θα σας διδάξω».
Βλέπετε πώς κοιτάζω τον Πιλάτο; Έτσι κοιτάζω όλους σας. Και αν έχω ένα βλέμμα γαλήνιας αγάπης για εκείνους που Με αγαπούν και Με ρωτάνε για τα λόγια Μου, έχω βλέμματα εγκάρδιας αγάπης για εκείνους που δεν Με αγαπούν, δεν Με αναζητούν, δεν Με ακούνε. Αλλά αγάπη, πάντα αγάπη, γιατί η Αγάπη είναι η φύση Μου.
604.40 Ο Πιλάτος με αφήνει εκεί που είμαι
χωρίς να κάνει άλλες ερωτήσεις και πηγαίνει στους κακοήθεις με τις πιο δυνατές
φωνές και που επιβάλλονται με τη βία τους. Και τους ακούει, αυτός ο
διεστραμμένος που δεν ήθελε να ακούσει Εμένα και που απέρριψε με ένα σήκωμα των
ώμων του την πρόσκλησή Μου να γνωρίσει την Αλήθεια. Δίνει προσοχή στο Ψέμα. Η Ειδολωλατρία, όποια κι αν είναι η μορφή
της, οδηγείται πάντα στο να λατρεύει και να αποδέχεται το Ψέμα, όποιο κι αν
είναι αυτό. Και το Ψέμα, αποδεκτό από έναν αδύναμο άνθρωπο, οδηγεί τον αδύναμο
στο έγκλημα.
Ακόμη και ο Πιλάτος, στο κατώφλι του εγκλήματος, θέλει να Με σώσει μια και δυο φορές. Γι’ αυτό και Με στέλνει στον Ηρώδη. Ξέρει καλά ότι ο οξυδερκής βασιλιάς, που ξεγελά με το παιχνίδι της εξουσίας τη Ρώμη και το λαό του, θα ενεργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην βλάψει τη Ρώμη και να μην προσβάλει τον εβραϊκό λαό. Όμως, όπως όλοι οι αδύναμοι άνθρωποι, αναβάλλει για λίγες ώρες την απόφαση που δεν θέλει να πάρει, ελπίζοντας ότι η εξέγερση του όχλου θα καταλαγιάσει.
Είπα: «Ας είναι τα λόγια σας: ναι, ναι· όχι,
όχι». Αλλά δεν το άκουσε, ή αν κάποιος του το επαναλάμβανε, σήκωνε όπως
συνήθιζε τους ώμους. Για να κερδίσει
κανείς τον κόσμο, να έχει τιμές και κέρδη,
πρέπει να ξέρει να μετατρέπει το ναι σε όχι ή το όχι σε ναι, ανάλογα με το τι τον
συμβουλεύει η κοινή λογική (διάβασε: η ανθρώπινη λογική).
Πόσους, πόσους Πιλάτους έχει ο εικοστός αιώνας! Πού είναι οι ήρωες του Χριστιανισμού που έλεγαν ναι, συνεχώς ναι στην Αλήθεια και για την Αλήθεια, και όχι, συνεχώς όχι στο Ψέμα; Πού είναι οι ήρωες που ξέρουν να αντιμετωπίζουν κινδύνους και γεγονότα με ατσάλινο σθένος και γαλήνια ετοιμότητα και δεν χρονοτριβούν, γιατί το Καλό πρέπει να γίνει αμέσως και το Κακό πρέπει να φύγει αμέσως χωρίς «αλλά» και χωρίς «αν»;
604.41 Επιστρέφοντας από τον Ηρώδη και πάλι στον Πιλάτο, να η καινούργια συναλλαγή του μαζί Μου: διέταξε να Με μαστιγώσουν. Και σε τι ήλπιζε; Δεν ήξερε ότι ο όχλος είναι θηρίο που όταν αρχίζει να βλέπει αίμα γίνεται άγριο; Αλλά έπρεπε να σκίσουν το σώμα Μου ώστε να εξιλεώσω τις σαρκικές σας αμαρτίες. Και Με έκαναν κομμάτια . Δεν υπήρχε πλέον μέρος του σώματός Μου που δεν χτυπήθηκε. Είμαι ο Άνθρωπος για τον οποίο μιλάει ο Ησαΐας. Και στα διατεταγμένα βασανιστήρια προστίθεται και εκείνο για το οποίο δεν είχε δοθεί διαταγή, που δημιουργήθηκε από την ανθρώπινη σκληρότητα, το μαρτύριο των αγκαθιών.
Βλέπετε, άνθρωποι, το Σωτήρα σας, το Βασιλιά σας να φέρει το στεφάνι του πόνου για να ελευθερώσει το κεφάλι σας από τις τόσες αμαρτίες που ζυμώνονται μέσα του; Δεν σκέφτεστε τι πόνο έχει υποστεί το αθώο κεφάλι Μου για να πληρώσει για σας, για τις ολοένα και πιο φρικτές αμαρτίες της σκέψης σας που μεταμορφώνονται σε πράξεις; Εσείς που προσβάλλεστε ακόμα κι όταν δεν υπάρχει λόγος να το κάνετε, κοιτάξτε τον προσβεβλημένο Βασιλιά, που είναι ο Θεός, με το χλευαστικό μανδύα από σκισμένη πορφύρα, με το σκήπτρο του καλαμιού και το ακάνθινο στεφάνι. Πεθαίνει ήδη και ακόμα τον χτυπούν με τα χέρια κοροϊδεύοντάς Τον. Δεν νιώθετε καμία λύπη γι’ Αυτόν. Όπως οι Εβραίοι, συνεχίζετε να μου δείχνετε τις γροθιές σας, να φωνάζετε δυνατά: «Μακριά, μακριά, δεν έχουμε άλλο θεό εκτός από τον Καίσαρα», ή σαν ειδωλολάτρες που δεν λατρεύετε τον Θεό, αλλά τον εαυτό σας και εκείνους που είναι πιο αλαζονικοί ανάμεσά σας. Δεν θέλετε τον Υιό του Θεού. Δεν σας βοηθάει στα εγκλήματά σας. Ο Σατανάς είναι πιο χρήσιμος. Επομένως θέλετε το Σατανά. Φοβάστε τον Υιό του Θεού. Όπως ο Πιλάτος. Και όταν Τον νιώθετε να πλανάται από πάνω σας με τη δύναμή Του, να ξεσηκώνει μέσα σας τη φωνή της συνείδησης που σας κατακρίνει στο όνομά Του, ρωτάτε σαν τον Πιλάτο: «Ποιος είσαι;».
Ξέρετε ποιος είμαι. Ακόμα και εκείνοι που με
αρνούνται ξέρουν ποιος είμαι και Ποιος είμαι. Μην λέτε ψέματα. Είκοσι αιώνες με
περιβάλλουν και σας δείχνουν Ποιος είμαι και σας διδάσκουν τα θαύματά Μου. Ο
Πιλάτος είναι περισσότερο συγχωρητέος από εσάς που έχετε μια κληρονομιά είκοσι
αιώνων Χριστιανισμού για να στηρίξετε την πίστη σας ή να την εμφυσήσετε μέσα
σας, αλλά δεν θέλετε να ξέρετε τίποτα σχετικά με αυτό. Κι όμως ήμουν πιο
αυστηρός με τον Πιλάτο παρά με σας. Σε εκείνον δεν απάντησα. Εσάς σας μιλάω. Παρόλα αυτά δεν μπορώ να σας πείσω
ότι είναι σ’ Εμένα που οφείλετε λατρεία και υπακοή.
Ακόμα και τώρα Με κατηγορείτε ότι Εγώ είμαι η καταστροφή σας, επειδή δεν σας ακούω. Λέτε ότι χάνετε την πίστη σας εξαιτίας αυτού. Ω! ψεύτες! Πού έχετε πίστη; Πού είναι η αγάπη σας; Πότε προσεύχεστε και ζείτε με αγάπη και πίστη; Είστε κάποιοι σπουδαίοι; Να θυμάστε ότι είστε τέτοιοι γιατί το επιτρέπω Εγώ. Είστε ανώνυμοι μέσα στο πλήθος; Να θυμάστε ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός από Εμένα. Κανείς δεν είναι μεγαλύτερος από Μένα και μπροστά από Μένα. Δώστε Μου, λοιπόν, αυτή τη λατρεία αγάπης που Μου αναλογεί και θα σας ακούσω, γιατί δεν θα είστε πια νόθοι, αλλά παιδιά του Θεού.
604.42 Και ιδού η τελευταία προσπάθεια του Πιλάτου να σώσει τη ζωή Μου, αν μπορούσε να τη σώσει μετά το ανελέητο και χωρίς όρια μαστίγωμα. Με παρουσιάζει στον όχλο: «Ιδού ο Άνθρωπος!» Ανθρώπινα, τον λυπάμαι. Ελπίζει σε συλλογικό οίκτο. Αλλά, αντιμέτωπος με τη σκληρότητα που αντιστέκεται και την απειλή που κρέμεται πάνω του, δεν ξέρει πώς να κάνει μια υπερφυσικά δίκαιη, και επομένως καλή πράξη, και να πει: «Ελευθερώνω αυτόν τον άνθρωπο γιατί είναι αθώος. Είστε εσείς οι ένοχοι και αν δεν διαλυθείτε, θα βιώσετε τη δριμύτητα της Ρώμης». Αυτό έπρεπε να πει αν ήταν δίκαιος άνθρωπος, χωρίς να υπολογίζει το μελλοντικό κακό που θα έπεφτε πάνω του.
Ο Πιλάτος είναι ένας ψεύτικα καλός άνθρωπος.
Καλός είναι ο Λογγίνος που, λιγότερο δυνατός από τον Πραίτορα και λιγότερο
προστατευμένος στη μέση του δρόμου με τους λίγους στρατιώτες του ανάμεσα στο εχθρικό
πλήθος που τον περιτριγυρίζει, τολμά να Με υπερασπιστεί, να Με βοηθήσει, να Με
αφήσει να ξεκουραστώ, να επιτρέψει στις συμπονετικές γυναίκες να Με
παρηγορήσουν, να Με βοηθήσει με τον Κυρηναίο και τελικά να αφήσει να έχω τη
Μητέρα Μου στους πρόποδες του Σταυρού. Ήταν ήρωας της δικαιοσύνης και γι’ αυτό
έγινε ήρωας του Ιησού Χριστού.
Να ξέρετε, ω άνθρωποι που νοιάζεστε μόνο για το υλικό σας καλό, ότι και υπό αυτή την έννοια ο Θεός σας επεμβαίνει όταν σας βλέπει πιστούς στη δικαιοσύνη που είναι εκπόρευση από τον Θεό. Πάντα ανταμείβω εκείνους που ενεργούν με δικαιοσύνη. Υπερασπίζομαι εκείνους που Με υπερασπίζονται. Τους αγαπώ και τους βοηθάω. Είμαι πάντα Εκείνος που έλεγε: «Όποιος δώσει ένα ποτήρι νερό στο όνομά Μου θα ανταμειφθεί». Σε αυτούς που Μου δίνουν αγάπη, νερό που ανακουφίζει τα χείλη του Μάρτυρα του Θεού, δίνω τον εαυτό Μου, δηλαδή προστασία και ευλογία».
26 Μαρτίου 1945.
Κεφ. 608.1 Περνάει λίγη ώρα, όχι περισσότερο από μισή,
ίσως και λιγότερο. Τότε ο Λογγίνος, ο Ρωμαίος εκατόνταρχος που ήταν επιφορτισμένος
να φέρει εις πέρας την εκτέλεση, δίνει τις διαταγές του.
Αλλά πριν οδηγηθεί ο Ιησούς στο δρόμο για να πάρει το
σταυρό και ξεκινήσει, ο Λογγίνος, που τον κοίταξε δύο-τρεις φορές με μια
περιέργεια ήδη χρωματισμένη από συμπόνια και με το πρακτικό μάτι κάποιου που
δεν είναι καινούργιος σε ορισμένα πράγματα, πλησιάζει τον Ιησού με ένα
στρατιώτη και του προσφέρει ένα ποτό για να τον ανακουφίσει: ένα φλιτζάνι
κρασί, νομίζω. Γιατί γεμίζει με ένα απαλό ξανθό-ροζ υγρό ένα στρατιωτικό
ποτήρι.
«Θα σου κάνει καλό. Πρέπει να διψάς και έξω έχει ήλιο. Και ο δρόμος είναι
μακρύς».
Αλλά ο Ιησούς απαντά: «Ο Θεός να σε ανταμείψει για την
καλοσύνη σου. Αλλά μη το στερήσεις από τον εαυτό σου».
«Εγώ είμαι υγιής και δυνατός… Εσύ… δεν το στερώ από τον
εαυτό μου… Και μετά… θα το έκανα ευχαρίστως, αν ήταν να σε ανακουφίσει… Μια
γουλιά… για να μου δείξεις ότι δεν μισείς τους ειδωλολάτρες».
Ο Ιησούς δεν αρνείται πλέον και πίνει μια γουλιά από το ποτό. Τα χέρια του είναι ήδη λυμένα μετά τη μαστίγωση, και επίσης δεν έχει πια το μπαστούνι ή τη χλαμύδα που του είχαν φορέσει, και μπορεί να το πιάσει μόνος του. Αλλά μετά αρνείται, παρόλο που το φρέσκο, καλό ποτό θα ήταν μεγάλη ανακούφιση από τον πυρετό Του που φαίνεται ήδη στις κόκκινες ραβδώσεις που φωτίζουν τα χλωμά μάγουλά Του και τα ξερά, σκασμένα χείλη Του.
«Πάρτο, πάρτο. Είναι νερό και μέλι. Δίνει δύναμη. Ξεδιψάει… Με κάνεις να νιώθω
λύπη… ναι… οίκτο… Δεν ήσουν αυτός που έπρεπε να πεθάνει από τους Εβραίους… Ω!…
δεν σε μισώ… και θα προσπαθήσω να σε κάνω να υποφέρεις μόνο όσο χρειάζεται».
Αλλά ο Ιησούς δεν πίνει ξανά… Πραγματικά διψάει… Η τρομερή δίψα που φέρνει η αιμορραγία και ο πυρετός… Ξέρει ότι δεν περιέχει ναρκωτικό και θα έπινε ευχαρίστως. Αλλά δεν θέλει να υποφέρει λιγότερο. Καταλαβαίνω, μέσα από το εσωτερικό μου φως, ότι περισσότερο από το μελωμένο νερό η ευσπλαχνία του Ρωμαίου είναι παρηγοριά γι' αυτόν.
«Ο Θεός να σε ευλογεί γι’ αυτή την ανακούφιση», του λέει. Κι έχει και ένα χαμόγελο... ένα σπαρακτικό χαμόγελο στο πρησμένο, πληγωμένο στόμα Του, που με δυσκολία κινείται γιατί ανάμεσα στη μύτη και το δεξί ζυγωματικό οστό - που δέχτηκαν το δυνατό χτύπημα στην εσωτερική αυλή μετά το μαστίγωμα - φέρουν ένα μεγάλο μώλωπα που συνεχίζει να πρήζεται με ορμή.
608.2 Οι δύο ληστές φτάνουν, πλαισιωμένοι από μια
δεκαρχία (δεκούρια) ενόπλων ανδρών. Είναι ώρα να ξεκινήσουν. Ο Λογγίνος δίνει
τις τελευταίες διαταγές.
Η εκατονταρχία τοποθετείται σε δύο παράλληλες σειρές, σε απόσταση τριών μέτρων μεταξύ τους και βγαίνει στην πλατεία, όπου μια άλλη εκατονταρχία έχει σχηματίσει ένα τετράγωνο για να απωθεί το πλήθος ώστε να μην εμποδίζει την πομπή. Στη μικρή πλατεία υπάρχουν ήδη έφιπποι άντρες: μια δεκούρια ιππικού και ένας νεαρός υπαξιωματικός που την διοικεί και φέρει το λάβαρό της. Ένας στρατιώτης πεζός κρατά από το χαλινάρι το μαύρο άλογο του εκατόνταρχου. Ο Λογγίνος ανεβαίνει, κάθεται στη σέλα και παίρνει θέση δύο μέτρα μπροστά από τους έντεκα έφιππους άνδρες.
Φέρνουν τους σταυρούς. Εκείνοι των δυο ληστών είναι πιο
κοντοί. Εκείνος του Ιησού είναι πολύ μεγαλύτερος. Το κάθετο δοκάρι δεν είναι λιγότερο
από τέσσερα μέτρα. Πριν δώσουν το σταυρό στον Ιησού, περνούν γύρω από το λαιμό
του την πινακίδα με τη γραφή, με τα αρχικά ΙΝΒΙ, Ιησούς Ναζωραίος Βασιλιάς Ιουδαίων. Και το σχοινί που τη στηρίζει σκαλώνει στο αγκάθινο
στέμμα το οποίο μετακινείται και γδέρνει εκεί που δεν έχει ακόμα γδαρθεί και
διεισδύει σε νέα σημεία προκαλώντας νέο πόνο και νέα ροή αίματος. Οι άνθρωποι
γελούν με σαδιστική χαρά, προσβάλλουν, βλασφημούν.
Τώρα είναι έτοιμοι. Και ο Λογγίνος δίνει τη διαταγή πορείας: «Πρώτα ο Ναζωραίος, πίσω οι δύο ληστές· μια δεκούρια γύρω από τον καθένα, οι άλλες επτά δεκούριες να λειτουργήσουν ως πτέρυγες ενίσχυσης, και υπεύθυνος κάθε δεκούριας θα είναι ο στρατιώτης που θα δώσει το τελικό χτύπημα θανάτου στον κάθε καταδικασμένο».
Ο Ιησούς κατεβαίνει τα τρία σκαλιά που οδηγούν από τον προθάλαμο στην πλατεία. Και γίνεται αμέσως φανερό ότι ο Ιησούς είναι σε πολύ δεινή κατάσταση. Παραπατάει καθώς κατεβαίνει τα τρία σκαλιά καθώς εμποδίζεται από το σταυρό που πιέζει τον πληγωμένο Του ώμο, εμποδίζεται από την πινακίδα της επιγραφής που αιωρείται μπροστά Του και Τον κόβει στο λαιμό, εμποδίζεται από την ταλάντευση που το μακρύ δοκάρι του σταυρού δίνει στο σώμα Του, το οποίο τραντάζεται στα σκαλιά και στη συνέχεια από την τραχύτητα του εδάφους.
Παύση για σκέψη
Ο Ιησούς λέει:
«Λαέ μου, έλα στον Κύριο. Εγώ, ο Κύριος, δεν
θα απορρίψω τους ανθρώπους που έρχονται σε Μένα και, αν είναι κοντά Μου, θα
τους φροντίσω «έως ότου η δικαιοσύνη γίνει κρίση, δηλαδή μέχρι να τελειώσει ο
χρόνος και να αρχίσει η αιωνιότητα». Θα ανοίξω τα χέρια Μου για να θωρακίσω
αυτούς που πιστεύουν σ’ Εμένα και Με επικαλούνται με μεταμελημένη καρδιά και
εμπιστοσύνη στο έλεός Μου, και θα τους υπερασπιστώ από αυτούς που κυνηγάνε το
δίκαιο και καταδικάζουν το αθώο αίμα. Υπάρχει λίγο από αυτό στη Γη, αλλά γι’
αυτό το λίγο θα δώσω ακόμα χάρη».
Οι Εβραίοι
γελάνε βλέποντάς Τον να αμφιταλαντεύεται σα μεθυσμένος, και κραυγάζουν στους
στρατιώτες: «Σπρώξτε Τον... κάντε Τον να πέσει. Στο χώμα ο βλάσφημος!». Όμως οι
στρατιώτες κάνουν μόνο αυτό που πρέπει, δηλαδή διατάζουν τον Καταδικασμένο Άνδρα
να σταθεί στη μέση του δρόμου και να περπατήσει.
Ο Λογγίνος σπιρουνίζει το άλογό του και η πομπή ξεκινά αργά. Ο Λογγίνος θα ήθελε να βιαστούν, παίρνοντας τη συντομότερη διαδρομή για τον Γολγοθά, γιατί δεν είναι σίγουρος για την αντοχή του Καταδικασμένου. Αλλά ο ξεχαλίνωτος όχλος, που το να τους αποκαλεί κανείς όχλο είναι τιμή, δεν το θέλει έτσι. Όσοι ήταν πιο έξυπνοι έχουν ήδη τρέξει μπροστά, στο σταυροδρόμι όπου ο δρόμος διακλαδίζεται για να πάει από τη μια προς τα τείχη και από την άλλη προς την πόλη, και κάνουν μεγάλη φασαρία φωνάζοντας, όταν βλέπουν ότι ο Λογγίνος προσπαθεί να πάρει το δρόμο που οδηγεί στα τείχη: «Δεν πρέπει! Δεν πρέπει! Είναι παράνομο! Ο Νόμος λέει ότι οι καταδικασμένοι πρέπει να περνούν μέσα από την πόλη όπου αμάρτησαν!». Οι Εβραίοι στο τέλος της πομπής καταλαβαίνουν ότι προσπαθούν να τους αφαιρέσουν ένα δικαίωμά τους και ενώνουν τις κραυγές τους με εκείνες των συμπατριωτών τους.
Προς χάρη της ηρεμίας, ο Λογγίνος στρίβει στο δρόμο που πηγαίνει προς την πόλη και η πομπή περνάει λίγο μέσα από αυτή. Αλλά κάνει επίσης σήμα σε έναν έφιππο δέκαρχο να έρθει κοντά του και του λέει κάτι σιγά. Ο δέκαρχος επιστρέφει με τριποδισμό και μεταφέρει τη διαταγή σε κάθε δεκαρχία. Στη συνέχεια, επιστρέφει στο Λογγίνο και του αναφέρει ό,τι έγινε. Και τελικά επιστρέφει στη θέση του πίσω από το Λογγίνο.
608.4 Ο Ιησούς συνεχίζει ασθμαίνοντας. Κάθε λακκούβα στο δρόμο είναι μια παγίδα για το ταλαντευόμενο πόδι Του και μαρτύριο για τους πληγωμένους ώμους Του, για το στεφανωμένο με αγκάθια κεφάλι Του πάνω στο οποίο πέφτει κάθετα ένας υπερβολικά καυτός ήλιος, που κάθε τόσο κρύβεται πίσω από μια μολυβένια κουρτίνα από σύννεφα. Ο οποίος, αν και κρυμμένος δεν παύει να καίει. Ο Ιησούς ταλαιπωρείται από την κούραση, τον πυρετό και τη ζέστη. Νομίζω ότι ακόμα και το φως και οι κραυγές πρέπει να Τον βασανίζουν. Και παρόλο που δεν μπορεί να καλύψει τα αυτιά Του για να μην ακούει εκείνες τις άγριες κραυγές, μισοκλείνει τα μάτια για να μη βλέπει το δρόμο που Τον τυφλώνει από τον ήλιο...
Αλλά πρέπει
και να τα ξανανοίγει γιατί σκοντάφτει πάνω σε πέτρες και τρύπες, και κάθε
παραπάτημα είναι επώδυνο γιατί σείει βάναυσα το σταυρό που χτυπά πάνω στο αγκάθινο
στεφάνι και στη συνέχεια σέρνεται πάνω στις ξεσκισμένες σάρκες του ώμου
διευρύνοντας τις πληγές και αυξάνοντας τον πόνο.
Οι Εβραίοι δεν μπορούν πλέον να Τον χτυπούν απευθείας. Αλλά ακόμα κάποιες πέτρες Τον φτάνουν όπως και κάποια χτυπήματα με ξύλα. Οι πρώτες, ειδικά στις γεμάτες κόσμο μικρές πλατείες. Τα δεύτερα, αντίθετα, στις στροφές των στενών κατά μήκος των δρόμων, όλων με σκαλοπάτια που ανεβοκατεβαίνουν, εδώ τρία, εκεί περισσότερα, λόγω των συνεχών διαφορετικών επιπέδων της πόλης. Εκεί, φυσικά, η πομπή επιβραδύνεται και υπάρχει πάντα κάποιος πρόθυμος που προκαλεί τα ρωμαϊκά δόρατα μόνο και μόνο για να δώσει μια νέα πινελιά στο αριστούργημα του βασανισμού που είναι ο Ιησούς, τώρα.
Οι στρατιώτες
Τον υπερασπίζονται όπως μπορούν. Αλλά, επίσης, υπερασπίζοντάς Τον, άθελά τους Τον
χτυπούν, γιατί τα μακριά κοντάρια από τις λόγχες, κραδαίνοντάς τα σε τόσο
περιορισμένο χώρο, Τον ακουμπούν βίαια και Τον κάνουν να παραπατάει. Όμως, αφού
φτάνουν σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, οι στρατιώτες κάνουν έναν άψογο ελιγμό
και, παρά τις κραυγές και τις απειλές, η πομπή παρεκκλίνει απότομα σε ένα δρόμο
που οδηγεί κατευθείαν στα τείχη, κατηφορικά, έναν δρόμο που συντομεύει πολύ το
ταξίδι προς τον τόπο του βασανιστηρίου.
Ο Ιησούς ασθμαίνει όλο και περισσότερο. Ο ιδρώτας κυλάει σαν ρυάκι στο πρόσωπό Του μαζί με το αίμα που αναβλύζει από τις πληγές που του προκαλεί το αγκάθινο στεφάνι. Η σκόνη κολλάει στο υγρό πρόσωπο και το κάνει διάστικτο με περίεργα σχήματα. Γιατί τώρα άρχισε να φυσάει. Ισχυρές ριπές ανέμου σηκώνουν στροβίλους από χώμα που αφού περιδινηθεί πέφτει πάλι κάτω μεταφέροντας βρωμιές σε μάτια και λαιμούς.
Στη Δικαστική
Πύλη έχει ήδη μαζευτεί πλήθος κόσμου. Είναι εκείνοι που προνόησαν να διαλέξουν
εγκαίρως ένα καλό μέρος για να βλέπουν. Αλλά λίγο πριν φτάσει εκεί, ο Ιησούς
δείχνει σημάδια πτώσης. Μόνο η άμεση επέμβαση ενός στρατιώτη πάνω στον οποίο
σχεδόν έπεσε, εμποδίζει τον Ιησού από το να χτυπήσει στο έδαφος. Ο όχλος γελάει
και φωνάζει: «Άφησέ Τον! Έλεγε σε όλους: “Σήκω”.
Ας σηκωθεί μόνος Του, τώρα…».
Πέρα από την πύλη βρίσκεται ένα ρέμα με μια μικρή πρόχειρη γέφυρα. Νέα οδυνηρή προσπάθεια για τον Ιησού να περπατήσει πάνω στις χαλαρές σανίδες πάνω στις οποίες το μακρύ δοκάρι του σταυρού αναπηδά ακόμα πιο δυνατά. Και οι Εβραίοι βρίσκουν νέες σφαίρες να πετάνε... τις πέτρες από το ρέμα τις οποίες εξσφενδονίζουν με μανία και χτυπούν το φτωχό Μάρτυρα…
608.5 Αρχίζει
η ανάβαση στο Γολγοθά. Ένας δρόμος γυμνός, χωρίς ίχνος δέντρου και ακτίνα
σκιάς, στρωμένος με χαλαρές πέτρες που δυσκολεύουν τα μέγιστα την ανάβαση.
Ο Γολγοθάς σίγουρα δεν είναι βουνό. Αλλά είναι ένας λόφος όχι από τους
χαμηλότερους. Ναι, για έναν υγιή και δυνατό άνθρωπο δεν είναι ψηλός. Αν όμως
έχεις αδύναμη καρδιά τότε θα νιώσεις αν είναι χαμηλός ή όχι! Και πιστεύω ότι η
καρδιά του Ιησού ήταν πολύ άσχημα στη θέση της μετά το μαστίγωμα και το τόσο
χυμένο αίμα... και δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο παρά αυτά τα δύο πράγματα.
Ο Ιησούς
λοιπόν υποφέρει έντονα από την αναρρίχηση και με το τεράστιο βάρος του σταυρού στον
ώμο, που πρέπει να ζυγίζει πολύ. Βρίσκει μια πέτρα που προεξέχει και εξαντλημένος
καθώς είναι, σηκώνει ελάχιστα το πόδι Του και σκοντάφτει και πέφτει στο δεξί Του
γόνατο, καταφέρνοντας όμως να στηριχθεί στο αριστερό Του χέρι. Ο κόσμος φωνάζει
από χαρά… Σηκώνεται. Συνεχίζει. Όλο και πιο λαχανιαστά όλο και πιο σκυφτά με
τον πυρετό να Τον καίει σε σημείο συμφόρησης…
Η πινακίδα που αιωρείται μπροστά Του, εμποδίζει τη θέα. Ο μακρύς χιτώνας, καθώς τώρα βαδίζει σκυφτός, σέρνεται στο χώμα εμποδίζοντάς Του το βήμα. Σκοντάφτει ξανά και πέφτει στα δύο γόνατα, τραυματίζοντας ξανά το σώμα Του εκεί που ήταν ήδη πληγωμένο. Και ο σταυρός Τού γλιστράει από τον ώμο και πέφτει, αφού πρώτα Τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη, και τον αναγκάζει να σκύψει να τον σηκώσει και να παλέψει να τον ξαναβάλει στους ώμους Του. Ενώ το κάνει αυτό, φαίνεται καθαρά η τεράστια πληγή που έχει προκληθεί από το ξύλο του σταυρού, καθώς τρίβεται στο δεξί Του ώμο ανοίγοντας ξανά τις πολλές πληγές από το μαστίγιο και ενώνοντάς τες σε μία τεράστια από την οποία ρέει αίμα και ορός λερώνοντας το λευκό χιτώνα Του σε αυτό το μέρος. Ο κόσμος μάλιστα χειροκροτεί από χαρά που Τον βλέπει να πέφτει τόσο άσχημα…
Ο Λογγίνος Τον παροτρύνει να βιαστεί και οι στρατιώτες,
με χτυπήματα με το πλατύ τμήμα των στιλέτων τους αναγκάζουν το δύστυχο Ιησού να
προχωρήσει. Συνεχίζουν την πορεία τους με αυξανόμενη βραδύτητα, παρά την κάθε
παρότρυνση.
Ο Ιησούς μοιάζει ολότελα σα μεθυσμένος καθώς τρεκλίζει τόσο πολύ που προσκρούει πότε στη μία και πότε στην άλλη σειρά των στρατιωτών, οι οποίοι πιάνουν ολόκληρο το δρόμο. Και ο κόσμος τον παρατηρεί και φωνάζει: «Η διδασκαλία Του τον χτύπησε στο κεφάλι. Κοίτα, κοίτα πώς ταλαντεύεται!». Και άλλοι, που δεν είναι ο απλός όχλος αλλά οι ιερείς και οι γραμματείς, χλευάζουν: «Όχι. Είναι τα γλέντια στο σπίτι του Λάζαρου που καπνίζουν ακόμα. Ήταν καλά; Φάε τώρα το φαγητό μας…», και άλλες παρόμοιες φράσεις.
608.6 Ο Λογγίνος, που κάθε τόσο γυρίζει να δει, λυπάται και διατάζει να σταματήσει η πομπή για λίγα λεπτά. Και θυμώνει τόσο από τις προσβολές του όχλου που διατάζει τους στρατιώτες του να δράσουν. Το δειλό πλήθος τότε, αντιμέτωπο με δόρατα που λάμπουν και απειλούν, απομακρύνεται ουρλιάζοντας και διασκορπίζεται εδώ κι εκεί στο βουνό.
Παύση
για σκέψη
Ο Ιησούς λέει:
«Ο Δεκάλογος είναι ο Νόμος, και το Ευαγγέλιό Μου είναι το δόγμα που κάνει
αυτόν τον Νόμο πιο ξεκάθαρο σε εσάς και πιο αγαπητό ώστε να τον ακολουθήσετε.
Αυτός ο Νόμος και αυτό το Δόγμα ήταν αρκετό για να κάνει τους ανθρώπους αγίους.
Αλλά σας εμποδίζει τόσο πολύ η ανθρώπινη φύση σας - η οποία, πράγματι,
κατακλύζει το πνεύμα μέσα σας - που δεν μπορείτε να ακολουθήσετε αυτά τα
μονοπάτια και πέφτετε, ή σταματάτε απογοητευμένοι. Λέτε στον εαυτό σας και σε
εκείνους που θέλουν να σας καθοδηγήσουν, παραθέτοντάς σας παραδείγματα από το
Ευαγγέλιο: «Μα, ο Ιησούς, μα, η Μαρία, μα ο Ιωσήφ (και συνεχίζετε αναφέροντας όλους
τους αγίους) δεν ήταν σαν εμάς. Εκείνοι ήταν δυνατοί, παρηγοριόντουσαν αμέσως στον
πόνο, ακόμα και στον πιο μικρό πόνο που είχαν, δεν ένιωθαν να τους
κατακυριεύουν πάθη. Ήταν πλάσματα πέρα από τη Γη».
Εκείνος ο μικρός πόνος! Δεν ένιωσαν πάθη!
Ο πόνος ήταν ο πιστός μας φίλος και έπαιρνε τις πιο πολυποίκιλες μορφές και
ονόματα».
[...] Εδώ είναι που, ανάμεσα στους λίγους που έχουν απομείνει, αναδύεται πίσω από κάποια μπάζα η μικρή ομάδα των βοσκών (οι βοσκοί που ήταν μαθητές του Ιησού). Έρημοι, σαστισμένοι, σκονισμένοι, κουρελιασμένοι, καλούν με τη δύναμη του βλέμματός τους τον Κύριό τους. Και Εκείνος γυρίζει το κεφάλι Του, τους βλέπει... τους κοιτάζει σαν να είναι πρόσωπα αγγέλων, φαίνεται να ξεδιψάει και να δυναμώνει με τα δάκρυά τους, και χαμογελάει...
Δίνεται πάλι διαταγή πορείας και ο Ιησούς περνά ακριβώς
από μπροστά τους και βλέπει τα αγωνιώδη δάκρυά τους. Στρίβει με δυσκολία το
κεφάλι Του κάτω από το ζυγό του σταυρού και έχει ένα νέο χαμόγελο… Η παρηγοριά
Του… Δέκα πρόσωπα… μια παύση κάτω από τον καυτό ήλιο…
Και τότε, αμέσως, ο πόνος της τρίτης ολοκληρωτικής πτώσης. Αυτή τη φορά δεν είναι ότι σκοντάφτει. Είναι ότι πέφτει από μια ξαφνική κάμψη της δύναμής Του, από συγκοπή. Πέφτει φαρδιά πλατιά χτυπώντας το πρόσωπό του στις πέτρες, παραμένοντας στο χώμα κάτω από το σταυρό που Τον καταπλακώνει. Οι στρατιώτες προσπαθούν να Τον σηκώσουν. Όμως, επειδή φαίνεται πεθαμένος, πηγαίνουν και το αναφέρουν στον εκατόνταρχο. Στο μεταξύ ο Ιησούς επανέρχεται και αργά με τη βοήθεια δύο στρατιωτών, ο ένας από τους οποίους σηκώνει το σταυρό και ο άλλος Τον βοηθά να σηκωθεί, και επιστρέφει στη θέση του. Αλλά είναι πραγματικά εξουθενωμένος.
«Φρόντισε να μην πεθάνει παρά μόνο στο σταυρό!», φωνάζει
το πλήθος.
«Αν Τον αφήσετε να πεθάνει νωρίτερα, θα δώσετε εξηγήσεις στον
Πραίτορα, να το θυμάστε. Ο εγκληματίας πρέπει να φτάσει ζωντανός στο
βασανιστήριο», λένε οι αρχιγραμματείς στους στρατιώτες.
Οι στρατιώτες τούς ρίχνουν άγριες ματιές, αλλά από πειθαρχία δεν μιλάνε.
608.7 Ο Λογγίνος, όμως, έχει τον ίδιο φόβο με τους
Εβραίους, ότι ο Χριστός θα πεθάνει στο δρόμο και δεν θέλει να έχει προβλήματα.
Χωρίς να χρειάζεται κάποιον να του το υπενθυμίσει, ξέρει ποιο είναι το καθήκον
του ως υπεύθυνος της εκτέλεσης και το προβλέπει. Το προβλέπει,
αποπροσανατολίζοντας τους Εβραίους που έχουν ήδη τρέξει μπροστά στο δρόμο από
όλα τα μέρη του βουνού, ιδρωμένοι και γρατζουνισμένοι περνώντας ανάμεσα από τους
αγκαθωτούς θάμνους του άγονου και καμένου βουνού, σκοντάφτοντας στα ερείπια με
τα οποία είναι γεμάτο σαν να ήταν εκεί ο τόπος όλων εκείνων που θέλουν να εκκενώσουν
την Ιερουσαλήμ, χωρίς να νιώθουν άλλο πόνο πέρα από αυτόν του να μην καταφέρουν
να πιάσουν μια καλή θέση για να μη χάσουν ούτε ένα βογγητό του αθώου Μάρτυρα.
Ο Λογγίνος λοιπόν δίνει διαταγή να πάρουν τον μακρύτερο
δρόμο, ο οποίος ανεβαίνει σπειροειδώς στο βουνό και επομένως είναι λιγότερο
απότομος. Φαίνεται να είναι ένα μονοπάτι που πολλοί άνθρωποι πέρνουν στα
ταξίδια τους και το έδαφος είναι αρκετά πιο λείο και επομένως πιο άνετο.
608.8 Οι άνθρωποι που ακολουθούν τον Ιησού ουρλιάζουν με οργή. Θα προτιμούσαν να τον δουν να πέφτει. Με άσεμνες κατάρες καταφέρονται εναντίον του Καταδικασμένου, κάποιοι ακολουθώντας την πομπή και κάποιοι τρέχοντας σχεδόν στον άλλο, τον απότομο δρόμο, για να προλάβουν να πιάσουν μια εξαιρετική θέση στην κορυφή.
Οι γυναίκες που κλαίνε γυρίζουν να δουν όταν ακούνε τις κραυγές και βλέπουν ότι η πομπή έχει πάρει τον ίδιο δρόμο με αυτές. Σταματούν, λοιπόν, ακουμπώντας στο βουνό, από φόβο μήπως τους ρίξουν οι βίαιοι Εβραίοι από την πλαγιά. Χαμηλώνουν τα πέπλα τους ακόμα περισσότερο στα πρόσωπά τους. Και υπάρχουν κι εκείνες που είναι εντελώς καλυμμένες σαν μουσουλμάνες, αφήνοντας ελεύθερα μόνο τα πολύ μαύρα μάτια τους. Είναι ντυμένες με πλούσια ενδύματα και έχουν για την προστασία τους έναν εύρωστο ηλικιωμένο άνδρα του οποίου το πρόσωπο, καθώς είναι όλο καλυμμένο με το μανδύα του, δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Βλέπω μόνο τη μακριά γενειάδα του, περισσότερο άσπρη παρά μαύρη, να προεξέχει από τον πολύ σκούρο μανδύα του.
Όταν ο Ιησούς φτάνει στο ύψος τους, οι γυναίκες κλαίνε πιο δυνατά και υποκλίνονται σε βαθύ χαιρετισμό. Μετά βγαίνουν μπροστά, αποφασιστικά. Οι στρατιώτες θέλουν να τις απωθήσουν με τα δόρατά τους. Όμως εκείνη που είναι εντελώς καλυμμένη σα μουσουλμάνα, παραμερίζει για μια στιγμή το πέπλο της και ο σημαιοφόρος, που έχει πλησιάσει έφιππος να δει τι είναι το νέο αυτό εμπόδιο, δίνει εντολή να την αφήσουν να περάσει. Δεν μπορώ να δω ούτε το πρόσωπό της ούτε το φόρεμά της, γιατί το πέπλο μετακινείται με αστραπιαία ταχύτητα και το φόρεμά της είναι ολότελα κρυμμένο κάτω από το μακρύ μανδύα της που φτάνει στο έδαφος, βαρύς, τελείως κλεισμένος από μια σειρά από πόρπες. Το χέρι, που για μια στιγμή βγαίνει από κάτω για να μετακινήσει το πέπλο, είναι λευκό και όμορφο. Και είναι, με τα πολύ μαύρα μάτια της, το μόνο πράγμα που μπορεί να δει κανείς από αυτήν την ψηλή ματρόνα, σίγουρα με μεγάλη επιρροή αν την υπακούει τόσο πολύ ο βοηθός του Λογγίνου.
608.9 Πλησιάζουν τον Ιησού κλαίγοντας και γονατίζουν στα πόδια Του ενώ Αυτός σταματά λαχανιασμένος… και όμως εξακολουθεί να ξέρει πώς να χαμογελά σε αυτές τις συμπονετικές γυναίκες και στον άντρα που τις συνοδεύει, που ξεσκεπάζεται για να δείξει ότι είναι ο Ιωνάθαν. Αλλά οι φρουροί δεν τον αφήνουν να περάσει. Μόνο τις γυναίκες.
Η μία είναι η Ιωάννα του Χούζα. Και είναι πιο καταρρακωμένη
τώρα παρά τότε που πέθαινε. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα από το κλάμα σε
αντίθεση με το χιονάτο πρόσωπό της, με γλυκά μαύρα μάτια που, καθώς είναι τόσο
συννεφιασμένα, μοιάζουν να έχουν μετατραπεί σε ένα πολύ σκούρο μωβ, σαν
ορισμένα λουλούδια. Κρατά έναν ασημένιο αμφορέα στο χέρι της και τον προσφέρει
στον Ιησού. Εκείνος όμως αρνείται. Άλλωστε η αγωνία Του είναι τόσο μεγάλη που
δεν θα μπορούσε να πιει.
Με το αριστερό Του χέρι σκουπίζει τον ιδρώτα και το αίμα που πέφτουν στα μάτια του και που, κυλώντας κάτω στα μελανιασμένα του μάγουλα και στο λαιμό του μουσκεύουν όλη το χιτώνα στο στήθος του. Και βλέπει κανείς τις τεταμένες φλέβες του να πάλλωνται από το επίπονο χτύπημα της καρδιάς του...
Μια άλλη γυναίκα, με μια υπηρέτρια που κρατάει ένα μικρό σεντούκι στην αγκαλιά της, ανοίγει το σεντούκι, βγάζει ένα πολύ φίνο, τετράγωνο λινό ύφασμα και το προσφέρει στον Λυτρωτή. Ο Ιησούς το δέχεται αλλά αφού δεν μπορεί να το κάνει με το ένα χέρι μόνο, η συμπονετική γυναίκα Τον βοηθά, φροντίζοντας να μην αγγίξει το στέμμα, να το τοποθετήσει στο πρόσωπό Του. Και ο Ιησούς πιέζει το φρέσκο λινό στο πονεμένο πρόσωπό Του και το κρατάει εκεί, σαν να βρίσκει μεγάλη παρηγοριά.
Έπειτα δίνει πίσω το λινό και λέει: «Ευχαριστώ Ιωάννα, σ’ ευχαριστώ Νίκη,… Σάρα,… Μαρκέλα,… Ελίζα,… Λυδία,… Άννα,… Βαλέρια,… κι εσάς… Αλλά… μην κλαίτε… για μένα… κόρες της… Ιερουσαλήμ… αλλά για τις αμαρτίες… τις δικές σας και εκείνων… της πόλης σας… Ευλόγησε τον Θεό Ιωάννα… που δεν έχεις παιδιά… Βλέπεις... είναι το έλεος του Θεού... να μην... να μην έχεις παιδιά... για να μην… υποφέρουν από… αυτό. Κι εσύ… Ελισάβετ… καλύτερα… έτσι… Κι εσείς… μητέρες… κλάψτε… για τα παιδιά σας, γιατί… αυτή η ώρα δεν θα περάσει… χωρίς τιμωρία… Και τι τιμωρία… Τότε θα κλάψετε… επειδή θα έχετε συλλάβει παιδιά… θα τα έχετε θηλάσει… Οι μητέρες... εκείνης της εποχής... θα θρηνούν επειδή... Σας λέω την αλήθεια... τυχερός θα είναι εκείνος... που… θα πέσει… κάτω από τα ερείπια… πρώτος. Σας ευλογώ… Πηγαίνετε… σπίτι… προσευχηθείτε… για Μένα. Έχε γεια Ιωνάθαν, πάρτες μακρυά…» Και μέσα στις δυνατές κραυγές από το κλάμα των γυναικών και των εβραϊκών κατάρων, ο Ιησούς αρχίζει πάλι να περπατά.
608.10 Ο Ιησούς είναι ξανά μούσκεμα στον ιδρώτα. Οι
στρατιώτες και οι άλλοι δύο καταδικασμένοι ιδρώνουν επίσης, γιατί ο ήλιος αυτή
τη θυελλώδη μέρα είναι καυτός σαν φλόγα και η πλευρά του βουνού, το οποίο ήδη
καίει από τις ακτίνες του, αυξάνει τη θερμότητα του ήλιου.
Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς και να τρομοκρατηθεί από το πώς θα είναι αυτός ο ήλιος πάνω στο μάλλινο χιτώνα του Ιησού καθώς ακουμπά στις πληγές που του άνοιξε το μαστίγιο... Αλλά ποτέ δεν βγάζει ούτε ένα παράπονο. Μόνο που, αν και το μονοπάτι είναι πολύ λιγότερο απότομο και δεν έχει τις γλιστερές πέτρες του άλλου, τόσο επικίνδυνες για τα πόδια του που που τώρα σέρνει, ο Ιησούς τρεκλίζει όλο και περισσότερο, πέφτοντας ξανά από τη μια σειρά των στρατιωτών στην άλλη και γέρνοντας το σώμα του όλο και περισσότερο προς το έδαφος.
Νομίζουν ότι μπορούν να λύσουν το θέμα τυλίγοντας ένα σχοινί γύρω από τη ζώνη Του και κρατώντας τις δύο άκρες του σαν να ήταν ηνία. Ναι. Αυτό στηρίζει κάπως. Δεν Τον απαλλάσσει όμως από το βάρος και επιπλέον το σχοινί, χτυπώντας πάνω στον σταυρό, τον κάνει να μετακινείται συνεχώς στον ώμο Του και να χτυπά το στεφάνι, το οποίο έχει προσδώσει τώρα στο μέτωπο του Ιησού ένα αιμορραγικό τατουάζ. Κι ακόμα, το σχοινί τρίβεται στη ζώνη Του όπου υπάρχουν πολλές πληγές, και σίγουρα πρέπει να τις ανοίγει ξανά γιατί ματώνουν τόσο, που ο λευκός του χιτώνας χρωματίζεται με ανοιχτό κόκκινο στη μέση. Για να Τον βοηθήσουν, Τον κάνουν να υποφέρει ακόμα περισσότερο!
608.11 Ο δρόμος συνεχίζει γύρω από το βουνό και
διασταυρώνεται με το απότομο μονοπάτι. Εδώ στέκεται η Μαρία με τον Ιωάννη. Θα
έλεγα ότι ο Ιωάννης την οδήγησε σε εκείνο το σκιερό μέρος, πίσω από την πλαγιά
του βουνού, για να της δώσει μια μικρή ανακούφιση. Η Μαρία είναι γερμένη στη
γη. Όρθια, αλλά ήδη εξαντλημένη, λαχανιάζει κι αυτή, χλωμή σαν νεκρή με το πολύ
σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο φόρεμά της. Ο Ιωάννης την κοιτάζει με συμπόνια. Είναι
χλωμός με πρόσωπο στο χρώμα της στάχτης, δύο κουρασμένα, ορθάνοιχτα μάτια,
ατημέλητος, και με βυθισμένα μάγουλα σαν από αρρώστια.
Οι άλλες γυναίκες - η Μαρία και η Μάρθα του Λαζάρου, η
Μαρία του Αλφαίου και του Ζεβεδαίου, η Σουζάνα από την Κανά, και άλλες ακόμα
που δεν ξέρω - είναι όλες στη μέση του δρόμου και παρακολουθούν αν έρχεται ο
Σωτήρας. Και, βλέποντας τον Λογγίνο να έρχεται, τρέχουν στη Μαρία να της πουν τα
νέα. Και η Μαρία, στηριγμένη στον αγκώνα του Ιωάννη, αποσπάται από τα πλάγια
του βουνού και, μεγαλειώδης μέσα στη θλίψη της, στέκεται αποφασιστικά στη μέση
του δρόμου, παραμερίζοντας μόνο όταν πλησιάζει ο Λογγίνος, που από το ύψος του
μαύρου αλόγου του κοιτάζει τη χλωμή Γυναίκα και τον νεαρό άνδρα που την
συνοδεύει, ξανθό, χλωμό, με ευγενικά μάτια παρόμοια με τα δικά Της. Και ο
Λογγίνος κουνάει το κεφάλι του καθώς την προσπερνά ακολουθούμενος από τους
έντεκα έφιππους και τους πεζικάριους παραπίσω.
Η Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσα στους πεζούς στρατιώτες,
αλλά αυτοί, που τους έχει κάψει ο ήλιος και βιάζονται, προσπαθούν να την
απωθήσουν με τα δόρατά τους, πολύ περισσότερο για να την προστατέψουν από τις
πέτρες που πετάνε στο δρόμο οι Εβραίοι, οι οποίοι ακόμα βρίζουν από το
σταμάτημα της πομπής που προκάλεσαν οι ευσεβείς γυναίκες και φωνάζουν: «Γρήγορα!
Αύριο είναι Πάσχα. Πρέπει να έχουν τελειώσει τα πάντα μέχρι το βράδυ!
Συνένοχοι! Καταραμένοι του Νόμου μας! Καταπιεστές! Θάνατος στους εισβολείς και στον
Χριστό τους! Τον αγαπάνε! Δείτε πόσο τον αγαπούν! Αλλά πάρτε τον! Βάλτε τον
στην καταραμένη Πόλη σας! Σας τον παραδίνουμε! Δεν Τον θέλουμε! Τα κουφάρια με
τα κουφάρια! Οι λεπροί με τους λεπρούς!»
608.12 Ο Λογγίνος κουράζεται ν’ακούει τις προσβολές και
σπιρουνίζει το άλογό του, ακολουθούμενος από τους δέκα λογχοφόρους εναντίον του
όχλου, ο οποίος τρέπεται σε φυγή για δεύτερη φορά. Και κυνηγώντας τους Εβραίους
κάτω στο δρόμο, βλέπει ένα κάρο σταματημένο, σίγουρα φερμένο εκεί από τους
λαχανόκηπους στους πρόποδες του βουνού που περιμένει με το γεμάτο λαχανικά
φορτίο του να περάσει το πλήθος πριν προχωρήσει προς την Ιερουσαλήμ. Νομίζω ότι
μια μικρή περιέργεια του Κυρηναίυ και των γιων του τους έκανε να ανέβουνε
μέχρις εκεί, γιατί δεν ήταν πραγματικά απαραίτητο να το κάνουν. Οι δύο γιοι,
καθισμένοι άνετα στην κορυφή του πρασινωπού σωρού των λαχανικών, παρακολουθούν
γελώντας με τους Εβραίους που έχουν τραπεί σε φυγή. Ο άντρας, από την άλλη,
ένας πολύ εύρωστος άνδρας περίπου σαράντα ή πενήντα ετών, στέκεται δίπλα στο
φοβισμένο γάιδαρο που θέλει να κάνει πίσω, και κοιτάζει προσεκτικά προς την
πομπή.
Ο Λογγίνος τον κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω. Σκέφτεται
ότι μπορεί να είναι χρήσιμος και διατάζει: «Φίλε, έλα εδώ».
Ο Κυρηναίος κάνει ότι δεν ακούει. Αλλά κανείς δεν αστειεύεσαι
με τον Λογγίνο που επαναλαμβάνει τη διαταγή με τέτοιο τρόπο που ο άντρας πετάει
τα ηνία σε έναν γιο του και πλησιάζει τον εκατόνταρχο.
«Βλέπεις αυτόν τον άντρα;» ρωτάει. Και καθώς το λέει
αυτό, γυρίζει για να δείξει τον Ιησού και βλέπει τη Μαρία η οποία παρακαλεί
τους στρατιώτες να την αφήσουν να περάσει. Εκείνος τη λυπάται και φωνάζει: «Να
περάσει η Γυναίκα». Μετά ξαναμιλά στον Κυρηναίο: «Δεν μπορεί πια να συνεχίσει
να κουβαλάει αυτό το βάρος. Εσύ είσαι δυνατός. Πάρε τον σταυρό του και σήκωσέ
τον μαζί με Αυτόν ως την κορυφή».
«Δεν μπορώ... έχω το γάιδαρο... είναι απείθαρχος... τα
αγόρια δεν ξέρουν πώς να τον κρατήσουν...».
Αλλά ο Λογγίνος επιμένει: «Πήγαινε, αν δεν θέλεις να χάσεις το γάιδαρο και να
αγοράσεις είκοσι μαστιγώματα τιμωρίας».
Ο Κυρηναίος δεν τολμά πια να αντιδράσει. Φωνάζει στα
αγόρια του: «Πηγαίνετε σπίτι και γρήγοραΚαι πείτε τους ότι έρχομαι αμέσως»
και πηγαίνει στον Ιησού.
608.13 Φτάνει προς Αυτόν ακριβώς τη στιγμή που ο Ιησούς στρέφεται προς τη Μητέρα του, την οποία μόλις τώρα διακρίνει να έρχεται προς το μέρος του, γιατί προχωρά τόσο σκυμμένος και με σχεδόν κλειστά τα πρησμένα μάτια του που είναι σαν τυφλός, και φωνάζει: «Μαμά!»
Είναι η πρώτη λέξη από τότε που ξεκίνησε το μαρτύριό Του,
η οποία εκφράζει όλο τον πόνο του. Διότι σ’ εκείνη την κραυγή βρίσκεται η
ομολογία των πάντων και όλου του τρομερού πόνου του· του πνεύματος, της ψυχής
και της σάρκας. Είναι η τυραννισμένη και σπαρακτική κραυγή ενός παιδιού που
πεθαίνει μόνο του, ανάμεσα σε βασανιστές, ανάμεσα στα χειρότερα βασανιστήρια...
και που φτάνει στο σημείο να φοβάται ακόμα και την ίδια του την ανάσα. Είναι ο
θρήνος ενός παιδιού σε παραλήρημα που ταράσσεται από εφιαλτικά οράματα... Και
θέλει τη μαμά του, τη μάνα του, γιατί μόνο το δροσερό φιλί της ηρεμεί το κάψιμο
του πυρετού, η φωνή της διώχνει τα φαντάσματα, η αγκαλιά της κάνει τον θάνατο
λιγότερο φοβερό...
Παρατηρώ πως στους Ρωμαίους υπάρχει μια έκφραση συμπόνιας
στα πρόσωπά τους... κι όμως είναι άνθρωποι των όπλων, συνηθισμένοι να
σκοτώνουν, σημαδεμένοι από ουλές... Αλλά οι λέξεις «Μαμά!» και «Γιος!» είναι
πάντα οι ίδιες και για όλους εκείνους που δεν είναι χειρότεροι από ύαινες,
λέγονται και κατανοούνται παντού και παντού σηκώνουν κύματα συμπόνιας...
Ο Κυρηναίος έχει αυτή τη συμπόνια… Και βλέποντας ότι η Μαρία δεν μπορεί να αγκαλιάσει το γιο της εξαιτίας του σταυρού και, αφού άπλωσε τα χέρια της, τα άφησε πάλι να πέσουν, πεπεισμένη ότι δεν μπορεί να το κάνει – και Τον κοιτάζει μόνο θέλοντας να Του χαμογελάσει με εκείνο το μαρτυρικό Της χαμόγελο για να του δώσει κουράγιο, ενώ Εκείνος με τρεμάμενα χείλη πίνει τα δάκρυά Του και μετά, στρίβοντας το κεφάλι Του κάτω από το ζυγό του σταυρού προσπαθεί με τη σειρά Του να της χαμογελάσει και να της στείλει ένα φιλί με τα φτωχά του χείλη, τα πληγωμένα και σκασμένα από τις γροθιές και τον πυρετό – σπεύδει να βγάλει το σταυρό και το κάνει με τη λεπτότητα ενός πατέρα, έτσι ώστε να μην χτυπήσει στο στεφάνι Του ή να μην τριφτεί πάνω στις πληγές Του.
Αλλά η Μαρία δεν μπορεί να φιλήσει το Πλάσμα της… Ακόμα
και το πιο ελαφρύ άγγιγμα θα ήταν βασανιστήριο για την σε χίλια κομμάτια σκισμένη
σάρκα του, και η Μαρία απέχει από το να το κάνει, και τότε… τα πιο ιερά
συναισθήματα έχουν μια βαθιά σεμνότητα. Και ζητούν σεβασμό ή τουλάχιστον
συμπόνια. Εδώ όμως υπάρχει μόνο περιέργεια και πάνω από όλα κοροϊδία. Μόνον οι
δύο αγωνιώδεις ψυχές φιλιούνται.
608.14 Η πομπή αρχίζει πάλι να κινείται κάτω από την πίεση των εξαγριωμένων ανθρώπων που ανεβαίνουν κατά κύματα και πιέζουν, σπρώχνοντας τη Μητέρα στο πρανές του βουνού, προς κοροϊδία ενός ολόκληρου λαού…
Τώρα πίσω από τον Ιησού είναι ο Κυρηναίος με το σταυρό.
Και ο Ιησούς, χωρίς το τεράστιο βάρος, προχωρά καλύτερα. Λαχανιάζει πολύ,
φέρνει συχνά το χέρι του στην καρδιά του σαν να πονούσε πολύ, και τώρα που
μπορεί, χωρίς πια δεμένα τα χέρια, σπρώχνει τα πεσμένα στο πρόσωπο μαλλιά του, τα
κολλημένα με πήγματα από αίμα και ιδρώτα, πίσω από τα αυτιά του, για να νιώσει λίγο
αέρα στο κυανωτικό του πρόσωπο, και χαλαρώνει το σχοινί στο λαιμό του για να
αναπνέει καλύτερα.
Τώρα που ο Ιησούς είναι ελεύθερος, η τελευταία στροφή του
βουνού ολοκληρώνεται αρκετά γρήγορα και ήδη αγγίζουντην κορυφή, η οποία είναι
γεμάτη από ανθρώπους που ουρλιάζουν.
Ο Λογγίνος σταματά και δίνει διαταγή να απωθηθούν αυστηρά
όλοι πιο κάτω, ώστε η κορυφή, ο τόπος της εκτέλεσης, να είναι ελεύθερος. Η
διαταγή εκτελείται από το ήμισυ της εκατονταρχίας που ορμά και απωθεί ανελέητα
όλους όσους βρίσκονται εκεί, χρησιμοποιώντας στιλέτα και λόγχες. Κάτω από το
χαλάζι των χτυπημάτων οι Εβραίοι της κορυφής τρέπονται σε φυγή. Και επιχειρούν
να βρουν μια θέση στο χαμηλότερο πλάτωμα. Αλλά όσοι είναι ήδη εκεί δεν
υποχωρούν και ξεσπούν άγριες μάχες μεταξύ τους. Μοιάζουν όλοι τρελοί.
608.15 Ο Γολγοθάς, στην κορυφή του, μοιάζει στο σχήμα με ακανόνιστο τραπέζιο. Πάνω σε αυτό το τετράγωνο υπάρχουν ήδη έτοιμες τρεις βαθιές τρύπες, ενισχυμένες με τούβλα ή σχιστόλιθους, χτισμένες ειδικά γι’ αυτό το σκοπό. Κοντά τους υπάρχουν πέτρες και χώματα έτοιμα να τοποθετηθούν και αυτά για τη στήριξη των στραυρών. Άλλες τρύπες παραπέρα, όμως, έχουν μείνει γεμάτες με πέτρες. Είναι σαφές ότι τις αδειάζουν κατά καιρούς ανάλογα με τον αριθμό των καταδικασμένων.
Οι στρατιώτες, που απώθησαν το πλήθος από την κορυφή, ανοίγουν δρόμο για να περάσει ανεμπόδιστα η πομπή κατά μήκος του τελευταίου τμήματος του δρόμου και παραμένουν εκεί σε μονή παράταξη, ενώ οι τρεις κατάδικοι πλησιάζουν προστατευμένοι από το άλλο ήμισυ της εκατονταρχίας και σταματάνε στο πλάτωμα της κορυφής του Γολγοθά.
608.16 Ενώ συμβαίνει αυτό, βλέπω τις Μαρίες και λίγο πιο πίσω την Ιωάννα
του Χούζα με άλλες τέσσερις γυναίκες. Οι υπόλοιποι έχουν αποσυρθεί. Η Βερόνικα,
την οποία ο Ιησούς αποκαλούσε Νίκη, δεν είναι πια εκεί. Πίσω από αυτές τις
γυναίκες και τις Μαρίες βλέπω τον Ιωσήφ και τον Σίμωνα του Αλφαίου (τα άλλα δυο
ξεδέλφια του Ιησού) και τον Αλφαίο της Σάρας μαζί με την ομάδα των βοσκών. Τα
έβαλαν με όσους ήθελαν να τους απωθήσουν χτυπώντας τους αλλά η δύναμη αυτών των
ανδρών, που η αγάπη και ο πόνος κάνουν να πολλαπλασιαστεί, ήταν τόσο βίαιη που
κέρδισαν ένα ελεύθερο ημικύκλιο και ενάντια στους οποίους οι άθλιοι Εβραίοι δεν
τολμούν να φωνάζουν κραυγές θανάτου ή να κουνάνε τις γροθιές τους. Χρειάζεται
πραγματικό θάρρος για να σταθούν αυτοί οι Γαλιλαίοι ή οπαδοί των Γαλιλαίων,
απέναντι σε έναν ολόκληρο εχθρικό πληθυσμό. Αυτό είναι το μοναδικό σημείο σε
ολόκληρο το Γολγοθά όπου δεν βλασφημείται ο Χριστός!
608.17 Ενώ οι υπεύθυνοι για την εκτέλεση ετοιμάζουν τα εργαλεία τους αδειάζοντας τις τρύπες και οι καταδικασμένοι περιμένουν στο κέντρο της κορυφής, οι Εβραίοι, συγκεντρώνονται απέναντι από τις Μαρίες, προσβάλλοντάς τες. Προσβάλλουν επίσης τη Μητέρα: «Θάνατος στους Γαλιλαίους. Θάνατος! Γαλιλαίοι! Γαλιλαίοι! Καταραμένοι! Θάνατος στο βλάσφημο Γαλιλαίο. Σταυρώστε και τη μήτρα που τον γέννησε! Μακριά οι οχιές που γεννούν δαίμονες! Θάνατος! Καθαρίστε τον Ισραήλ από τα θηλυκά τα ενωμένα με τα τραγιά!...»
Ο Λογγίνος, που κατέβηκε από το άλογό του, γυρίζει και βλέπει τη Μητέρα...
Διατάζει να σταματήσει η οχλαχωγία... Η μισή εκατονταρχία που ήταν πίσω από
τους καταδικασμένους αναλαμβάνει το έργο και καθαρίζει εντελώς το δεύτερο πλάτωμα
και κάνει να φύγουν οι Εβραίοι από το βουνό καταπατώντας ο ένας τον άλλον.
Ο εκατόνταρχος τώρα κατευθύνεται προς την κορυφή. Η Ιωάννα του Χούζα
βγαίνει μπροστά του και τον σταματά. Του δίνει τον αμφορέα και ένα πουγκί. Και
μετά αποσύρεται κλαίγοντας, πηγαίνοντας στην άκρη του βουνού με τους άλλους.
608.18 Όλα είναι έτοιμα στην κορυφή. Οι κατάδικοι αναγκάζονται να ανέβουν. Και ο Ιησούς περνά για άλλη μια φορά κοντά από τη Μητέρα Του, η οποία βγάζει μια κραυγή που να περιορίσει φέρνοντας τον μανδύα της στο στόμα της.
Οι Εβραίοι βλέπουν και γελούν και κοροϊδεύουν. Ο Ιωάννης, ο πράος Ιωάννης,
που έχει το ένα χέρι πίσω από τους ώμους της Μαρίας για να τη στηρίζει, γυρίζει
με ένα άγριο βλέμμα. Έχει μάλιστα μια λάμψη στα μάτια του. Αν δεν έπρεπε να
προστατεύσει τις γυναίκες, πιστεύω ότι θα άρπαζε μερικούς από τους δειλούς από
το λαιμό.
Μόλις οι καταδικασμένοι βρίσκονται στη μοιραία εξέδρα, οι στρατιώτες
περιβάλλουν την εξέδρα από τρεις πλευρές. Ο εκατόνταρχος δίνει εντολή στον
Κυρηναίο να φύγει. Και αυτός φεύγει, απρόθυμα τώρα, και δεν θα έλεγα από
σαδισμό, αλλά από αγάπη. Τόσο, που σταματάει κοντά στους Γαλιλαίους, μοιραζόμενος
μαζί τους τις βρισιές που απευθύνει το πλήθος σε αυτούς τους λίγους πιστούς του
Χριστού.
Οι δύο κλέφτες πετάνε τους σταυρούς τους στο έδαφος βρίζοντας. Ο Ιησούς
είναι σιωπηλός.
![]() |
Χάρτης της Ιερουσαλήμ |
ΠΗΓΗ: Το βιβλίο της Μαρίας Βαλτόρτα "The Gospel as revealed to me" γραμμένο με υπαγορεύσεις και οράματα που της έλεγε και τις έδειχνε ο Ιησούς.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη
Σχόλια