Ο Ιούδας πιάνεται να κλέβει

Η παραβολή του σκισμένου υφάσματος. Το θαύμα σε μια ετοιμόγεννη. Μια μεγάλη διάλεξη του Ιησού στον Ιούδα από την Κεριώτ (Ισκαριώτη) που πιάστηκε να κλέβει.

Ένα καταπληκτικό όραμα με τη γοητευτική αφήγηση της Μαρίας Βαλτόρτα. 

Το όραμα δόθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1947.

Ο Ιησούς βρίσκεται μαζί με τις γυναίκες μαθήτριες και τους δύο αποστόλους Του σε μια από τις πρώτες καμπυλωτές πλαγιές του βουνού που είναι πίσω από την Εφραΐμ. Ούτε τα παιδιά ούτε η Εσθήρ είναι με την Ιωάννα. Νομίζω ότι τους έστειλαν στην Ιερουσαλήμ με τον Ιωνάθαν. Έτσι, εκτός από τη Μητέρα του Ιησού είναι εκεί μόνο η Μαρία του Κλωπά, η Μαρία Σαλώμη (του Αλφαίου), η Ιωάννα, η Ελίζα, η Νίκη (η γνωστή Βερονίκη) και η Σουζάννα. Οι δύο αδερφές του Λάζαρου (η Μάρθα και η Μαρία η Μαγδαληνή) δεν έχουν έρθει ακόμα.

Η Ελίζα και η Νίκη τυλίγουν τα ρούχα που σίγουρα έχουν πλυθεί στο ρυάκι που λάμπει κάτω στην κοιλάδα, ή έχουν μεταφερθεί εδώ από το κοντινό ρέμα και στη συνέχεια απλώθηκαν σε αυτό το ηλιόλουστο οροπέδιο. Και η Νίκη, ελέγχοντας ένα από αυτά, το πηγαίνει στη Μαρία Κλωπά λέγοντας: «Ο γιος σου έχει ξηλώσει και το στρίφωμα αυτού εδώ».
Η Μαρία του Αλφαίου παίρνει το ρούχο και το βάζει κοντά στα άλλα που είναι απλωμένα κοντά της πάνω στο γρασίδι. Όλες οι γυναίκες μαθήτριες ασχολούνται με το ράψιμο και την αποκατάσταση των ζημιών που έγιναν τους πολλούς μήνες που οι απόστολοι ήταν μόνοι, μακριά.

Η Ελίζα, που πηγαίνει κοντά τους με άλλα στεγνά ρούχα, λέει: «Μπορεί κανείς να δει καθαρά ότι εδώ και τρεις μήνες δεν είχατε μια έμπειρη γυναίκα μαζί σας! Δεν υπάρχει ούτε ένα ρούχο σε καλή κατάσταση με εξαίρεση εκείνο του Δασκάλου, ο Οποίος αντίθετα, έχει μόνο δύο, αυτό που φοράει και αυτό που πλύθηκε σήμερα».
«Τα έδωσε όλα. Έμοιαζε να τον έχει κυριεύσει η μανία να μην κατέχει τίποτα. Φοράει τα λινά ρούχα πολλές μέρες» λέει ο Ιούδας.
«Ευτυχώς η Μητέρα Σου σκέφτηκε να σου φέρει καινούργια. Το μωβ είναι πραγματικά όμορφο. Το χρειαζόσουν, Ιησού, αν και φαίνεσαι τόσο όμορφος ντυμένος στα λινά, μοιάζεις πραγματικά με κρίνο!» λέει η Μαρία του Αλφαίου.
«Έναν πολύ ψηλό κρίνο, Μαρία!» λέει σατιρίζοντας ο Ιούδας.
«Αλλά είναι τόσο αγνός όσο σίγουρα δεν είστε εσείς, ούτε και ο Ιωάννης. Κι εσύ φοράς λινά ρούχα, αλλά πίστεψέ με, δεν μοιάζεις με κρίνο!» απαντά κατηγορηματικά η Μαρία του Αλφαίου.
«Τα μαλλιά μου είναι σκούρα το ίδιο και η επιδερμίδα μου, γι' αυτό είμαι διαφορετικός».
«Οχι. Δεν εξαρτάται από αυτό. Το γεγονός είναι ότι η ευθύτητά σου είναι στο εξωτερικό σου, η δική
Tου, αντίθετα, βρίσκεται μέσα Του και διαφαίνεται μέσα από τα μάτια Του, το χαμόγελό Του, το λόγο Του. Έτσι έχει η κατάσταση. Αχ! Πόσο όμορφα είναι να είμαι με τον Ιησού μου».

Και η καλή Μαρία ακουμπάει το ταλαιπωρημένο από τις δουλειές τίμιο χέρι μιας ηλικιωμένης σκληρά εργαζόμενης γυναίκας στο γόνατο του Ιησού, ο Οποίος το χαϊδεύει.
Η Μαρία Σαλώμη που επιθεωρεί ένα χιτώνα, αναφωνεί: «Αυτό είναι χειρότερο από ένα σκίσιμο! Ω, γιε μου! Ποιος έκλεισε αυτή την τρύπα έτσι για σένα;» και σκανδαλισμένη καθώς είναι, δείχνει στις συντρόφους της ένα είδος... σαν πολυζαρωμένο αφαλό που σχηματίζει ένα υπερυψωμένο δαχτυλίδι στο ύφασμα που συγκρατείται από μερικά πολύ χοντρά ράμματα, αρκετά για να τρομοκρατήσουν μια γυναίκα. Η περίεργη επιδιόρθωση είναι το επίκεντρο μιας σειράς πτυχών που φαρδαίνουν ακτινωτά στον ώμο του χιτώνα.
Όλοι γελάνε. Και πρώτος ο Ιωάννης - που έκανε την επιδιόρθωση - και εξηγεί: «Δεν μπορούσα να τριγυρίζω με την τρύπα, οπότε... την έκλεισα».
«Το βλέπω, η φτωχή! Το βλέπω! Αλλά δεν θα μπορούσες να πείσεις τη Μαρία του Ιακώβ να το φτιάξει για σένα;»
«Είναι σχεδόν τυφλή, η καημένη γυναίκα! Και μετά... το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήταν απλό σκίσιμο! Ήταν μια πραγματική τρύπα. Το ρούχο κόλλησε στο δεμάτι με τα ξύλα που κουβαλούσα στον ώμο μου και όταν το πέταξα από τον ώμο μου, αποκολλήθηκε και ένα κομμάτι από το ύφασμα. Οπότε απλά το επισκεύασα έτσι!»
«Το χάλασες έτσι, γιε μου. Θα χρειαζόμουν...» Επιθεωρεί τον χιτώνα αλλά κουνάει το κεφάλι της. Λέει: «Ήλπιζα ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το στρίφωμα. Αλλά δεν είναι πια εκεί...»
«Το έβγαλα στη Νομπ, γιατί ήταν και αυτό κομμένο στην πτύχωση. Αλλά έδωσα στο γιο σου το κομμάτι που αφαίρεσα...» εξηγεί η Ελίζα.

«Ναι. Αλλά το χρησιμοποίησα για να φτιάξω κορδόνια για το σακίδιό μου...»
«Φτωχοί γιοι! Πόσο πολύ μας χρειάζεστε κοντά σας!» λέει η Παναγία επιδιορθώνοντας ένα ρούχο που δεν ξέρω σε ποιον ανήκει.
«Κι όμως χρειάζεται λίγο ύφασμα εδώ. Κοιτάξτε. Το ράψιμο έχει σκίσει το ύφασμα γύρω-γύρω και έχει γίνει μια μεγάλη ανεπανόρθωτη ζημιά. Εκτός... αν μπορέσω να βρω κάτι για να αντικαταστήσω το ύφασμα που λείπει. Τότε... θα φαίνεται και τότε... αλλά θα μπορεί να το φορέσει».

«Μου δώσατε το έναυσμα για μια παραβολή…» λέει ο Ιησούς, και ο Ιούδας λέει ταυτόχρονα: «Νομίζω ότι έχω ένα κομμάτι ύφασμα αυτής της απόχρωσης στο κάτω μέρος του σάκου μου, ένα υπόλειμμα χιτώνα πολύ ξεθωριασμένου για να φορεθεί. Έτσι τον έδωσα σ' ένα ανθρωπάκι που ήταν πολύ πιο κοντό από μένα, ώστε χρειάστηκε να κόψουμε σχεδόν δύο παλάμες από αυτόν. Αν περιμένετε, θα πάω να σας το φέρω. Αλλά θα ήθελα να ακούσω πρώτα την παραβολή».
«Είθε ο Θεός να σ’ ευλογεί. Άκουσε πρώτα την παραβολή. Στο μεταξύ θ' αλλάξω τα κορδόνια σ’ αυτόν τον χιτώνα του Ιάκωβου. Αυτά εδώ είναι όλα φθαρμένα», λέει η μητέρα του Ιάκωβου και του Ιωάννη.
«Μίλα Δάσκαλε. Και μετά θα κάνω τη Μαρία Σαλώμη ευτυχισμένη».

«Εντάξει. Συγκρίνω, λοιπόν, την ψυχή με ένα κομμάτι ύφασμα. Όταν είναι καινούργιο, είναι χωρίς σκισίματα. Έχει μόνο την αρχική βαφή, αλλά δεν έχει τρύπες στην κατασκευή του, λεκέδες ή άχρηστα νήματα. Έπειτα, με τον καιρό και την απόκτηση φθορών, λιώνει κατά τόπους σε βαθμό να σκίζεται, λερώνεται από απροσεξία, και τελικά καταστρέφεται από έλλειψη τάξης. Τώρα, όταν έχει σκιστεί, δεν πρέπει να το επιδιορθώνουμε αδέξια, κάτι που θα ήταν η αιτία για πολλά περισσότερα σκισίματα, αλλά είναι απαραίτητο να το επιδιορθώνουμε υπομονετικά και τέλεια και για μεγάλο χρονικό διάστημα για να αφαιρεθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η ζημιά που έχει ήδη προκληθεί. Και αν το ύφασμα είναι πολύ άσχημα σκισμένο, όχι… αν έχει σκιστεί τόσο ώστε να του λείπουν και κομμάτια, δεν πρέπει να είναι τόσο περήφανος κανείς ώστε να πιστεύει ότι μπορεί να επισκευάσει τη ζημιά μόνος του, αλλά πρέπει να πάει σε Αυτόν, Που είναι γνωστός ότι μπορεί να κάνει την ψυχή απόλυτα τίμια για άλλη μια φορά, καθώς Του επιτρέπεται να κάνει τα πάντα και μπορεί να κάνει τα πάντα. Αναφέρομαι στον Θεό, τον Πατέρα Μου, και στο Σωτήρα, που είμαι Εγώ. Αλλά η υπερηφάνεια του ανθρώπου είναι τέτοια που όσο μεγαλύτερη είναι η καταστροφή της ψυχής του, τόσο περισσότερο προσπαθεί να την μπαλώσει με ακατάλληλα μέσα που κάνουν τη ζημιά όλο και πιο σοβαρή. Μπορεί να φέρετε αντίρρηση λέγοντας ότι ένα σκίσιμο πάντα φαίνεται. Το είπε και η Σαλώμη.

Ναι, πάντα θα βλέπει κανείς τη ζημιά που έχει υποστεί μια ψυχή. Αλλά μια ψυχή δίνει τη μάχη της, είναι επομένως προφανές ότι μπορεί να χτυπηθεί. Υπάρχουν τόσοι πολλοί εχθροί γύρω της. Αλλά κανένας, βλέποντας έναν άνθρωπο γεμάτο ουλές, σημάδια από τα τραύματα που δέχτηκε στη μάχη για να κερδίσει τη νίκη, δεν θα πει: ‘Αυτός ο άνθρωπος είναι ακάθαρτος’. Αντίθετα, θα πει: ‘Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας ήρωας. Φέρει τα μωβ σημάδια της αξίας του’. Ούτε θα δει κανείς ποτέ ένα στρατιώτη να αποφεύγει να θεραπευθεί γιατί θα ντρέπεται για ένα ένδοξο τραύμα, αντίθετα θα πάει στο γιατρό και θα του πει με άγια περηφάνια: ‘Να ’μαι,  πάλεψα και κέρδισα. Δεν προσπάθησα να αποφύγω τη μάχη, όπως βλέπεις. Τώρα γιάτρεψε τις πληγές μου για να είμαι έτοιμος για περισσότερες μάχες και νίκες’.

Αντίθετα, εκείνος που υποφέρει από βρώμικες ασθένειες που προκαλούνται από αισχρά πάθη, ντρέπεται για τις πληγές του ενώπιον συγγενών και φίλων, και επίσης ενώπιον γιατρών και μερικές φορές είναι τόσο ανόητος που τις κρύβει μέχρι να τις αποκαλύψει η δυσωδία τους. Τότε είναι πολύ αργά για θεραπεία. Οι ταπεινοί είναι πάντα ειλικρινείς και είναι επίσης γενναίοι αγωνιστές που δεν πρέπει να ντρέπονται για τις πληγές που δέχθηκαν στη μάχη. Οι περήφανοι είναι πάντα ψεύτικοι και ευτελείς, εξαιτίας της περηφάνιας τους καταλήγουν να πεθαίνουν, καθώς δεν θέλουν να πάνε σε Αυτόν που μπορεί να τους θεραπεύσει και να Του πουν: ‘Πατέρα, αμάρτησα. Αλλά, αν θέλεις, μπορείς να με θεραπεύσεις’.

Πολλές είναι οι ψυχές που λόγω της υπερηφάνειας τους, μη θέλοντας να ομολογήσουν μια αρχική αμαρτία καταλήγουν να πεθάνουν. Τότε, και γι’ αυτές είναι πολύ αργά. Δεν θεωρούν ότι το θείο Έλεος είναι πιο ισχυρό και πιο εκτενές από οποιαδήποτε πληγή, όσο ισχυρή και εκτεταμένη κι αν είναι η τελευταία, και ότι μπορεί να θεραπεύσει τα πάντα. Αλλά αυτές, οι ψυχές των υπερήφανων, όταν συνειδητοποιούν ότι έχουν περιφρονήσει κάθε μέσο σωτηρίας, πέφτουν σε απόγνωση, γιατί είναι χωρίς Θεό, και όταν λένε: ‘Είναι πολύ αργά’, καταδικάζουν τον εαυτό τους στον τελευταίο θάνατο: στην αιώνια καταδίκη. Και τώρα, Ιούδα, μπορείς να πας να πάρεις το ύφασμα...»
«Πηγαίνω. Αλλά δεν μου άρεσε η παραβολή Σου. Δεν την κατάλαβα».
«Μα είναι τόσο ξεκάθαρη! Την κατάλαβα αν και είμαι μια φτωχή γυναίκα!» λέει η Μαρία Σαλώμη.
«Εγώ όχι. Κάποτε οι παραβολές Σου ήταν πιο όμορφες… Τώρα… μέλισσες… ύφασμα… πόλεις που αλλάζουν ονόματα… ψυχές που είναι βάρκες... Τόσο άσχημα πράγματα και τόσο μπερδεμένα που δεν μου αρέσουν πια και δεν τα καταλαβαίνω... Τώρα όμως θα πάω να πάρω το ύφασμα, γιατί λέω ότι όντως είναι απαραίτητο, αλλά ο χιτώνας θα δείχνει πάντα χαλασμένος» και ο Ιούδας σηκώνεται και φεύγει.  

Η Μαρία, όσην ώρα μιλούσε ο Ιούδας, κατέβαζε το κεφάλι της όλο και πιο χαμηλά πάνω από τη δουλειά της. Αντίθετα, η Ιωάννα σήκωσε το δικό της καρφώνοντας τα μάτια της στον ασύνετο απόστολο, με φανερή αποδοκιμασία.
Η Ελίζα σήκωσε κι εκείνη το κεφάλι της, αλλά μετά μιμήθηκε τη Μαρία και η Nίκη έκανε το ίδιο. Η Σουζάνα άνοιξε διάπλατα τα μεγάλα μάτια της, ξαφνιασμένη, και κοίταξε τον Ιησού και όχι τον απόστολο, αναρωτώμενη γιατί δεν αντιδρά. Κανείς όμως δεν μίλησε ούτε έκανε καμία χειρονομία. Η Μαρία Σαλώμη και η Μαρία του Αλφαίου, δύο γυναίκες με απλούς τρόπους αλληλοκοιτάχτηκαν κουνώντας τα κεφάλια τους και μόλις ο Ιούδας έφυγε,  λέει 
η Σαλώμη: «Το κεφάλι του είναι χαλασμένο!»

«Ναι. Γι' αυτό δεν καταλαβαίνει τίποτα, και νομίζω ότι ούτε Eσύ θα μπορέσεις να το φτιάξεις. Αν ήταν ο γιος μου έτσι, θα του έσπαγα το κεφάλι. Ναι, όπως του το έφτιαξα για να είναι κεφάλι ενός δίκαιου ανθρώπου, έτσι θα του το ’σπαγα. Είναι καλύτερα να έχεις παραμορφωμένο πρόσωπο παρά ατιμασμένη καρδιά!» λέει η Μαρία του Αλφαίου.
«Να είσαι επιεικής, Μαρία. Δεν μπορείς να συγκρίνεις τους γιους σου, που μεγάλωσαν σε μια τίμια οικογένεια, σε μια πόλη όπως η Ναζαρέτ, με αυτόν τον άνθρωπο» λέει ο Ιησούς. «Η μητέρα του είναι καλή. Ο πατέρας του δεν ήταν κακός άνθρωπος, έτσι άκουσα» απαντά η Μαρία του Αλφαίου.
«Ναι. Όμως η υπερηφάνεια δεν έλειπε από η καρδιά του. Γι' αυτό πήρε πολύ νωρίς τον γιο του από τη μητέρα του και βοήθησε επίσης να αναπτυχθεί η ηθική κληρονομιά που είχε δώσει στο γιο του, στέλνοντάς τον στην Ιερουσαλήμ. Είναι οδυνηρό να το λέμε, αλλά ο Ναός σίγουρα δεν είναι το μέρος όπου μπορεί να μειωθεί η κληρονομική υπερηφάνεια...», λέει ο Ιησούς.
«Κανένα μέρος στην Ιερουσαλήμ, ακόμα και αν είναι τόπος τιμημένος, δεν είναι κατάλληλος για τη μείωση της υπερηφάνειας ή οποιουδήποτε άλλου ελαττώματος», λέει η Ιωάννα αναστενάζοντας. Και προσθέτει: «Και κανένας άλλος τόπος τιμής, είτε στην Ιεριχώ είτε στην Καισάρεια του Φιλίππου, στην Τιβεριάδα ή στην άλλη Καισάρεια...» και ράβει γρήγορα σκύβοντας πάνω από τη δουλειά της περισσότερο από όσο χρειάζεται.

«Η Μαρία του Λάζαρου είναι επιβλητική, αλλά όχι υπερήφανη» παρατηρεί η Νίκη.
«Τώρα. Αλλά πριν ήταν πολύ περήφανη, ακριβώς το αντίθετο από τους συγγενείς της, που δεν ήταν ποτέ τέτοιοι» απαντά η Ιωάννα.
«Πότε θα έρθουν;» ρωτάει η Σαλώμη.
«Σύντομα, αν πρόκειται να φύγουμε σε τρεις μέρες».
«Ας δουλέψουμε γρήγορα, λοιπόν. Μόλις και θα καταφέρουμε να τα τελειώσουμε όλα στην ώρα τους» λέει η Μαρία του Αλφαίου, προτρέποντάς τες.
«Αργήσαμε να έρθουμε εξαιτίας του Λάζαρου. Όμως ήταν καλύτερα έτσι γιατί η Μαρία (η Παναγία) μας γλίτωσε από πολλή δουλειά», λέει η Σουζάνα.
«Αλλά νιώθεις ότι μπορείς να κάνεις τόσο πολύ περπάτημα; Είσαι πολύ χλωμή και κουρασμένη, Μαρία!» ρωτάει η Μαρία του Αλφαίου αγκαλιάζοντας τη Μαρία και κοιτάζοντάς την με αγωνία.
«Δεν είμαι άρρωστη, Μαρία, και σίγουρα μπορώ να περπατήσω».
«Όχι, δεν είσαι άρρωστη, αλλά είσαι τόσο στενοχωρημένη, Μητέρα. Θα έδινα δέκα και άλλα δέκα χρόνια από τη ζωή μου, και θα δεχόμουν όλες τις λύπες για να σε δω ξανά όπως σε είδα την πρώτη φορά» λέει ο Ιωάννης που την κοιτάζει με συμπόνια.
«Η αγάπη σου είναι ήδη φάρμακο, Ιωάννη. Μπορώ να νιώσω την καρδιά Μου να ηρεμεί όταν βλέπω πόσο αγαπάτε όλοι το Παιδί Μου. Γιατί δεν υπάρχει άλλη αιτία για τα βάσανά Μου. Καμία, εκτός από το να βλέπω ότι δεν Τον αγαπούν. Αναρρώνω ήδη εδώ, κοντά Του, και ανάμεσά σας που είστε τόσο πιστοί. Φυσικά... εκείνους τους μήνες... ολομόναχη στη Ναζαρέτ... όταν Τον είδα να φεύγει τόσο ταραγμένος, τόσο διωγμένος ήδη... και να ακούω όλες αυτές τις φημολογίες... Ω! Πόσο μεγάλη! Πόσο μεγάλη θλίψη.

Τώρα που είμαι κοντά Του, βλέπω, λέω: ‘Τουλάχιστον ο Ιησούς Μου έχει τη Μητέρα Του να Τον παρηγορεί και να Του λέει λόγια που πνίγουν άλλα λόγια’ και βλέπω ακόμα ότι η αγάπη δεν πέθανε ολότελα στον Ισραήλ. Και έχω ειρήνη. Λίγη ειρήνη. Όχι πολύ... γιατί...’ Η Μαρία δεν λέει τίποτε άλλο. Κατεβάζει ξανά το πρόσωπό Της που είχε σηκώσει για να μιλήσει στον Ιωάννη, και δεν μπορείς να δεις παρά μόνο την κορυφή του μετώπου Της που γίνεται κόκκινο από μια βουβή συγκίνηση... και μετά δύο δάκρυα λάμπουν στο σκούρο ρούχο που επιδιορθώνει.

Ο Ιησούς αναστενάζει, σηκώνεται και πηγαίνει και κάθεται στα πόδια Της μπροστά Της, και ακουμπάει το κεφάλι Του στα γόνατά Της, φιλώντας το χέρι Της που κρατάει το ύφασμα και μένει έτσι σαν παιδί που αναπαύεται. Η Μαρία βγάζει τη βελόνα από το ύφασμα για να μην πληγώσει το Γιο Της, και μετά βάζει το δεξί Της χέρι πάνω στο σκυμμένο στα γόνατά Της κεφάλι Του και κοιτάζει προς τον ουρανό, και σίγουρα προσεύχεται αν και δεν κουνάει τα χείλη Της. Από την όλη στάση φαίνεται ξεκάθαρα ότι προσεύχεται. Στη συνέχεια σκύβει και φιλάει τα μαλλιά του Γιου Της κοντά στο γυμνό Του κρόταφο.

Οι άλλες γυναίκες δεν μιλάνε μέχρι που η Σαλώμη λέει: «Μα πόσο αργεί ο Ιούδας! Ο ήλιος θα δύσει και δεν θα μπορώ να δω!»
«Μάλλον κάποιος τον καθυστερεί» απαντά ο Ιωάννης και ρωτάει τη μητέρα του: «Να πάω να του πω να βιαστεί;»
«Καλύτερα να πας. Γιατί αν δεν βρει το ύφασμα, θα σου κοντύνω τα μανίκια, καθώς σε λίγο θα είναι καλοκαίρι, και θα σου φτιάξω άλλο ρούχο για το φθινόπωρο, γιατί δεν θα μπορείς να φοράς πια αυτό εδώ, και με το κομμάτι που θα αφαιρέσω θα το επιδιορθώσω. Θα είναι καλό για το ψάρεμα. Γιατί μετά την Πεντηκοστή σίγουρα θα επιστρέψετε στη Γαλιλαία...» «Πηγαίνω, λοιπόν», λέει ο Ιωάννης και όντας πάντα ευγενικός ρωτάει τις άλλες γυναίκες: «Μήπως έχετε ήδη επιδιορθώσει κάποια ρούχα που μπορώ να τα πάρω μαζί στο κατάλυμά μας; Αν έχετε, δώστε μου τα. Έτσι θα έχετε λιγότερα να κουβαλήσετε στο δρόμο της επιστροφής».

Οι γυναίκες μαζεύουν ό,τι έχουν ήδη επιδιορθώσει και τα δίνουν στον Ιωάννη, ο οποίος στρέφεται για να φύγει αλλά σταματάει απότομα βλέποντας τη Μαρία του Ιακώβ να τρέχει προς το μέρος τους. Η ηλικιωμένη γυναίκα βαδίζει όσο πιο γρήγορα της επιτρέπουν τα γεράματά της και φωνάζει στον Ιωάννη: «Είναι εκεί ο Δάσκαλος;»
«Ναι, μητέρα. Τι θέλετε;»
Η γυναίκα απαντά ενώ συνεχίζει να τρέχει: «Η Άντα είναι άρρωστη, πολύ άρρωστη... Και ο άντρας της θα ήθελε να καλέσει τον Ιησού για να την παρηγορήσει. Αλλά καθώς εκείνοι οι Σαμαρείτες είναι... τόσο πονηροί, δεν τολμά να το πει. Και του είπα, ‘Δεν Τον ξέρεις ακόμα. Θα πάω εγώ και… Δεν θα μου πει όχι’».

Η μεγάλη γυναίκα λαχανιάζει καθώς ανεβαίνει τρέχοντας την ανηφόρα.
«Μην βιάζεσαι άλλο. Θα έρθω μαζί σου… όχι… θα προχωρήσω. Εσύ ακολούθησέ μας με ηρεμία. Γέρασες, μάνα, μη βιάζεσαι τόσο» της λέει ο Ιησούς. Μετά λέει στη Μητέρα Του και στις γυναίκες μαθήτριες: «Θα μείνω στο χωριό. Ειρήνη σ’ εσάς» και πιάνοντας τον Ιωάννη από το χέρι τρέχουν γρήγορα προς τα κάτω. Η ηλικιωμένη γυναίκα παίρνει μια ανάσα και θα ήθελε να Τον ακολουθήσει, αλλά πρώτα απαντά στις γυναίκες που της κάνουν ερωτήσεις: «Χμ! Μόνο ο Ραβίνος μπορεί να τη σώσει. Διαφορετικά θα πεθάνει όπως η Ραχήλ. Έχει αρχίσει να κρυώνει και χάνει τις δυνάμεις της και στριφογυρίζει με τους σπασμούς του πόνου».

Αλλά οι γυναίκες την κρατούν λέγοντας:
«Αλλά δοκιμάσατε να βάλετε καυτά τούβλα κάτω από τα νεφρά της;»
«Οχι! Είναι καλύτερα να την τυλίξετε με μάλλινο ύφασμα βουτηγμένο σε κρασί με βότανα, όσο πιο ζεστό γίνεται».
«Με βοήθησαν με τον Ιάκωβο οι επαλείψεις με λάδι και μετά με καυτά τούβλα».
«Κάντε την να πιει πολύ».
«Αν μπορούσε να σηκωθεί όρθια και να κάνει μερικά βήματα… ενώ μια γυναίκα να της τρίβει δυνατά τα νεφρά…».

Οι γυναίκες μητέρες, δηλαδή όλες, εκτός από τη Νίκη και τη Σουζάνα και τη Μαρία η Οποία δεν υπέφερε από τους πόνους της γέννας όπως κάθε γυναίκα, όταν γέννησε το Γιο Της, συμβουλεύουν αυτό ή εκείνο το φάρμακο.
«Τα πάντα! Έχουν δοκιμάσει τα πάντα. Αλλά τα νεφρά της είναι πολύ κουρασμένα. Είναι το ενδέκατο παιδί! Αλλά πηγαίνω, τώρα. Πήρα μια ανάσα. Προσευχηθείτε γι’ αυτή τη μητέρα! Να την κρατήσει ζωντανή ο Ύψιστος μέχρι να φτάσει εκεί ο Ραβίνος». Και φεύγει γοργά η φτωχή, καλή, μοναχική γυναίκα.

Ο Ιησούς στο μεταξύ κατεβαίνει γρήγορα προς την πόλη που τη ζεσταίνει ο ήλιος. Μπαίνει από την αντίθετη πλευρά του τείχους από αυτήν που είναι το σπίτι τους, δηλαδή βορειοδυτικά της Εφραΐμ, ενώ το σπίτι της Μαρίας του Ιακώβ είναι στα νοτιοανατολικά.
Περπατάει γρήγορα, χωρίς να σταματάει πουθενά για να μιλήσει σε όσους θα ήθελαν, αλλά θα Τον καθυστερούσαν. Τους χαιρετά και συνεχίζει.
Ένας άντρας παρατηρεί: «Είναι θυμωμένος μαζί μας. Αυτοί από τα άλλα χωριά Του συμπεριφέρθηκαν άσχημα. Έχει δίκιο».
«Όχι. Πηγαίνει στον Γιανόη. Η γυναίκα του πεθαίνει στον ενδέκατο τοκετό της».
«Φτωχά παιδιά! Και ο Ραβίνος πηγαίνει εκεί; Πόσο καλός είναι! Αν και προσβεβλημένος, βοηθάει».
«Ο Γιανόης δεν Τον πρόσβαλε. Κανείς μας δεν Τον πρόσβαλε!»
«Αλλά ήταν άνδρες της Σαμάρειας...;»
«Ο Ραβίνος είναι δίκαιος και μπορεί να ξεχωρίσει τον ένα από τον άλλο. Πάμε να δούμε το θαύμα».
«Δεν θα μπορέσουμε να μπούμε μέσα. Είναι γυναίκα και γεννάει».
«Αλλά θ’ ακούσουμε το νεογέννητο να κλαίει και θα είναι η φωνή ενός θαύματος».

Και τρέχουν να ενωθούν με τον Ιησού. Μαζεύονται κι άλλοι για να δουν. Ο Ιησούς φτάνει στο σπίτι που είναι απαρηγόρητο εξαιτίας της επικείμενης κακοτυχίας. Τα δέκα παιδιά – το  μεγαλύτερο ένα νεαρό κορίτσι που κλαίει, στριμωγμένη από μικρότερα αδέρφια που κλαίνε – είναι σε μια γωνία στο διάδρομο κοντά στην ορθάνοιχτη πόρτα. Ηλικιωμένες γυναίκες πάνε κι έρχονται, ψίθυροι ακούγονται και το πηγαινέλα των γυμνών ποδιών που κινούνται πάνω στο πάτωμα από τούβλα.

Μια γυναίκα βλέπει τον Ιησού και φωνάζει: «Γιανόη! Μπορείς να ελπίζεις! Ήρθε!» και απομακρύνεται τρέχοντας με μια στάμνα που βγάζει ατμούς. Ένας άντρας φτάνει με ορμή και προσκυνά. Κάνει μόνο μια χειρονομία και λέει: «Πιστεύω. Έλεος! Γι’ αυτά» και δείχνει τα παιδιά του.
«Σηκωθείτε και πάρτε κουράγιο. Ο Ύψιστος βοηθά αυτούς που έχουν πίστη και ελεεί τα πικραμένα παιδιά Του».
«Ω! έλα Δάσκαλε! Έλα! Είναι ήδη μαύρη. Πνίγεται από τους σπασμούς. Δύσκολα μπορεί να αναπνεύσει. Έλα!»

Ο άντρας, που έχει χάσει το μυαλό του και καταλήγει να το χάσει εντελώς ακούγοντας την κραυγή μιας ηλικιωμένης γυναίκας να του φωνάζει: «Γιανόη, τρέξε! Η Άντα πεθαίνει!», σπρώχνει και τραβά τον Ιησού για να Τον κάνει να πάει γρήγορα στο δωμάτιο της ετοιμοθάνατης γυναίκας, κουφός στα λόγια του Ιησού: «Πήγαινε και έχε πίστη
Ο φτωχός έχει πίστη, αλλά αυτό που του λείπει είναι η ικανότητα να καταλάβει το νόημα εκείνων των λέξεων, το μυστικό νόημα της βεβαιότητας ενός θαύματος. Και ο Ιησούς, σπρωγμένος και τραβηγμένος, ανεβαίνει τα σκαλιά για να πάει στο δωμάτιο του επάνω ορόφου όπου είναι η γυναίκα. Αλλά σταματά στο πλατύσκαλο της σκάλας, περίπου τρία μέτρα από την ανοιχτή πόρτα μέσα από την οποία μπορεί να δει το ετοιμοθάνατο χλωμό πρόσωπο που είναι ήδη κίτρινο και συσπασμένο από τη μάσκα της αγωνίας. Οι ηλικιωμένες γυναίκες δεν κάνουν άλλες προσπάθειες. Έχουν ήδη καλύψει τη γυναίκα μέχρι το πιγούνι και την κοιτάζουν. Στέκουν απολιθωμένες περιμένοντας το θάνατό της. Ο Ιησούς απλώνει τα χέρια Του και φωνάζει: «Το θέλω!» και στρέφεται να φύγει.

Ο σύζυγος, οι γριές, οι περίεργοι που έχουν μαζευτεί είναι απογοητευμένοι, γιατί μάλλον περίμεναν από τον Ιησού να κάνει κάτι πιο εκπληκτικό και να δουν το μωρό να γεννιέται εκείνη την ίδια στιγμή. Αλλά ο Ιησούς, σπρώχνοντας με τους αγκώνες για ν' ανοίξει το δρόμο Του και καρφώνοντας τα μάτια Του στα πρόσωπά τους καθώς περνά από μπροστά τους, λέει: «Μην έχετε αμφιβολίες. Έχετε πίστη για λίγο ακόμα. Για ένα λεπτό. Η γυναίκα πρέπει να πληρώσει τον πικρό φόρο τιμής του τοκετού. Όμως είναι εκτός κινδύνου». Και κατεβαίνει τις σκάλες αφήνοντάς τους προβληματισμένους.

Αλλά λίγο πριν βγει έξω στο δρόμο, λέγοντας στα δέκα φοβισμένα παιδιά καθώς περνά από κοντά τους: «Μη φοβάστε! Η μανούλα σας είναι καλά» - και μιλώντας έτσι αγγίζει τα φοβισμένα πρόσωπά τους με το χέρι Του - μια δυνατή κραυγή αντηχεί στο σπίτι και απλώνεται μέχρι το δρόμο όπου έχει μόλις καταφτάσει η Μαρία του Ιακώβ η οποία φωνάζει: «Θεούλη μου!» νομίζοντας ότι εκείνη η κραυγή σήμαινε θάνατο.
«Μη φοβάσαι, Μαρία! Και πήγαινε γρήγορα! Θα δεις το μωρό να γεννιέται. Η Άντα έχει ανακτήσει δυνάμεις και είναι και πάλι σε φάση τοκετού. Αλλά σύντομα θα έχετε μεγάλη χαρά».

Και ο Ιησούς φεύγει με τον Ιωάννη. Κανείς δεν τους ακολουθεί γιατί όλοι θέλουν να δουν αν θα γίνει το θαύμα, όχι… ακόμα περισσότεροι άνθρωποι τρέχουν προς το σπίτι, επειδή η είδηση ​​ότι ο Δάσκαλος είχε πάει να σώσει την Άντα, έχει διαδοθεί. Και έτσι, γλιστρώντας σε ένα δρομάκι, ο Ιησούς μπορεί να φύγει και να πάει ανεμπόδιστα σε ένα σπίτι στο οποίο μπαίνει φωνάζοντας: «Ιούδα! Ιούδα!» Αλλά κανείς δεν απαντά.
«Είναι πάνω εκεί, Δάσκαλε. Μπορούμε να πάμε κι εμείς σπίτι. Θα βάλω εδώ τα ρούχα του Ιούδα, του Σίμωνα και του αδελφού σου του Ιάκωβου, και μετά θα βάλω εκείνα του Σίμωνα Πέτρου, του Ανδρέα, του Θωμά και του Φίλιππου στο σπίτι της Άννας».
Το κάνουν αυτό και συνειδητοποιώ ότι για να κάνουν χώρο για τις γυναίκες μαθήτριες, οι απόστολοι, αν όχι όλοι τουλάχιστον ένα μέρος τους, έχουν απλωθεί και σε άλλα σπίτια. Καθώς τώρα έχουν ξεφορτωθεί όλα τα ρούχα, οδεύουν προς το σπίτι της Μαρίας του Ιακώβ συζητώντας μεταξύ τους, και μπαίνουν μέσα από τη μικρή πύλη του κήπου της κουζίνας η οποία είναι πάντα μισάνοιχτη. Το σπίτι είναι σιωπηλό και άδειο. Ο Ιωάννης βλέπει μια στάμνα γεμάτη νερό να κείται στο πάτωμα, και πιθανώς, νομίζοντας ότι η ηλικιωμένη γυναίκα την είχε απιθώσει εκεί πριν κληθεί να βοηθήσει την ετοιμόγεννη, τη σηκώνει και κατευθύνεται προς ένα κλειστό δωμάτιο.

Ο Ιησούς χασομεράει στο διάδρομο βγάζοντας τον μανδύα Του και διπλώνοντάς τον με τη συνήθη φροντίδα Του πριν τον βάλει στο μπαούλο του διαδρόμου. Ο Ιωάννης ανοίγει την πόρτα και βγάζει μια κραυγή «ω!» σχεδόν με τρόμο. Πετάει τη στάμνα κάτω και σκεπάζει τα μάτια του με τα χέρια του, σκύβοντας σαν να θέλει να μικρύνει, να εξαφανιστεί, να μη βλέπει. Από το δωμάτιο ακούγεται ο θόρυβος νομισμάτων που πέφτουν στο πάτωμα κουδουνίζοντας. Ο Ιησούς βρίσκεται ήδη στην πόρτα. Χρειάστηκα περισσότερο χρόνο να περιγράψω τη σκηνή από ό,τι Του χρειάστηκε να φτάσει εκεί.
Ορμητικά παραμερίζει τον Ιωάννη που αναφωνεί: «Μακριά! Φύγε!
»

Ανοίγει την πόρτα που ήταν μισάνοιχτη και μπαίνει μέσα. Είναι το δωμάτιο που τρώνε, τώρα που είναι μαζί τους οι γυναίκες. Εκεί υπάρχουν δυο παλιά μπαούλα ενισχυμένα με σιδερένια εξαρτήματα και μπροστά στο ένα από αυτά, απέναντι από την πόρτα, στέκεται πελιδνός ο Ιούδας με τα μάτια γεμάτα θυμό και απογοήτευση ταυτόχρονα, με ένα σακίδιο στα χέρια του... Το μπαούλο είναι ανοιχτό... υπάρχουν νομίσματα στο πάτωμα και περισσότερα πέφτουν ακόμα από το στόμιο του σακιδίου προς την μεριά του μπαούλου. Όλα μαρτυρούν, με τρόπο που δεν αφήνει καμια αμφιβολία για το τι συνέβαινε. Ο Ιούδας μπήκε στο σπίτι, άνοιξε το μπαούλο και έκλεψε. Έκλεβε. Κανείς δεν μιλάει. Κανείς δεν κινείται. Αλλά είναι χειρότερο από το να φώναζαν όλοι και να ορμούσαν ο ένας στον άλλο. Τρία αγάλματα. Ο Ιούδας ο δαίμονας, ο Ιησούς ο Κριτής, ο Ιωάννης τρομοκρατημένος από την αποκάλυψη της ευτέλειας του συντρόφου του.    

Το χέρι του Ιούδα που κρατά το σακίδιο τρέμει και τα νομίσματα μέσα σ' αυτό κουδουνίζουν με ένα θαμπό ήχο. Ο Ιωάννης τρέμει από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, και παρόλο που εξακολουθεί να πιέζει τα χέρια του στο στόμα του, τα δόντια του τρίζουν ενώ τα τρομαγμένα μάτια του κοιτάζουν περισσότερο τον Ιησού παρά τον Ιούδα. Ο Ιησούς δεν τρέμει. Είναι ευθύς και παγετώδης, τόσο άκαμπτος όσο και παγετώδης. Τελικά κάνει ένα βήμα, κάνει μια χειρονομία και προφέρει μια λέξη. Ένα βήμα προς τον Ιούδα, μια χειρονομία προς τον Ιωάννη να αποσυρθεί, μια λέξη: «Φύγε!»
Ο Ιωάννης όμως φοβάται και στενάζει: «Όχι! Όχι! Μη με διώχνεις. Άφησέ με να μείνω εδώ. Δεν θα πω τίποτα... αλλά άσε με εδώ, μαζί Σου».
«Πήγαινε! Μη φοβάσαι! Κλείσε όλες τις πόρτες... κι αν έρθει κάποιος... όποιος κι αν είναι... ακόμα και η Μητέρα Μου... μην τον αφήσεις να έρθει εδώ. Φύγε! Υπάκουσε!»
«Κύριε!...» Ο Ιωάννης είναι τόσο ικετευτικός, με τόσο συντετριμμένη καρδιά που φαίνεται να είναι αυτός ο ένοχος.
«Φύγε, σου λέω. Δεν θα συμβεί τίποτα. Φύγε» και ο Ιησούς μετριάζει την εντολή Του βάζοντας το χέρι Του στο κεφάλι του Αγαπημένου Του, χαϊδεύοντάς το.

Και βλέπω τώρα ότι το χέρι Του τρέμει. Και ο Ιωάννης νιώθει ότι τρέμει και το παίρνει και το φιλάει με ένα λυγμό που λέει τόσα πολλά. Και βγαίνει έξω.

Ο Ιησούς κλειδώνει την πόρτα. Στρέφεται για να κοιτάξει τον Ιούδα που πρέπει να είναι πραγματικά συντριμμένος αν αυτός, που είναι τόσο τολμηρός, δεν τολμά να πει μια λέξη ή να κάνει μια χειρονομία. Ο Ιησούς κάνει το γύρο του τραπεζιού που βρίσκεται στη μέση του δωματίου και στέκεται κατευθείαν μπροστά του. Δεν μπορώ να πω αν κινείται γρήγορα ή αργά. Είμαι πολύ φοβισμένη από το πρόσωπό Του για να μπορώ να μετρήσω το χρόνο. Μπορώ να δω τα μάτια Του και φοβάμαι όπως ο Ιωάννης. Ο ίδιος ο Ιούδας φοβάται, οπισθοχωρεί ανάμεσα στο μπαούλο και σε ένα ορθάνοιχτο παράθυρο, το κόκκινο φως του οποίου, καθώς είναι η δύση του ηλίου, αντιφεγγίζει στο πρόσωπο του Ιησού. Τι όψη έχουν τα μάτια του Ιησού! Δεν λέει ούτε μια λέξη. Αλλά όταν βλέπει ένα είδος λαβίδας σαν αντικλείδι να προεξέχει από τη ζώνη του χιτώνα του Ιούδα, έχει ένα τρομακτικό ξέσπασμα οργής.   

Σηκώνει το χέρι Του με σφιγμένη τη γροθιά σαν να ήθελε να χτυπήσει τον κλέφτη και τα χείλη Του αρχίζουν να προφέρουν τη λέξη: «Καταραμένε!» ή «Κατάρα!». Αλλά ελέγχει τον εαυτό Του. Σταματά το χέρι Του που ήταν έτοιμο να χτυπήσει και σπάει τη λέξη στα τρία πρώτα γράμματα. Και με μια προσπάθεια αυτοκυριαρχίας που κάνει όλο Του το σώμα να τρέμει, ξεσφίγγει τη γροθιά Του και χαμηλώνει το σηκωμένο χέρι Του στο ύψος του σάκου που κρατά στο χέρι του ο Ιούδας και τον αρπάζει και τον πετάει στο πάτωμα, λέγοντας με φωνή κουρασμένη, ενώ συγχρόνως πατάει πάνω στο σάκο και τα νομίσματα και τα σκορπίζει με ελεγχόμενη αλλά τρομερή μανία: «Μακριά! Βρωμιά του Σατανά! Καταραμένο χρυσάφι! Φτύμα της κόλασης! Δηλητήριο φιδιού! Μακριά!»

Ο Ιούδας που έβγαλε μια πνιχτή κραυγή όταν είδε τον Ιησού σε σημείο να τον καταριέται, δεν αντιδρά άλλο. Αλλά μια άλλη κραυγή ακούστηκε πέρα ​​από την κλειστή πόρτα όταν ο Ιησούς πέταξε το σάκο στο πάτωμα. Και η κραυγή του Ιωάννη ερεθίζει τον κλέφτη. Του δίνει πίσω τη δαιμονική του τόλμη. Τον κάνει έξαλλο. Σχεδόν πέφτει πάνω στον Ιησού, φωνάζοντας: «Έβαλες να με κατασκοπεύουν για να με ατιμάσεις. Έβαλες να με κατασκοπεύει ένα ανόητο αγόρι που δεν μπορεί καν να σιωπήσει. Το οποίο θα με ντροπιάσει μπροστά σε όλους! Αυτό ήθελες. Σε κάθε περίπτωση... Ναι. Αυτό θέλω κι εγώ. Αυτό θέλω! Να σε αναγκάσω να με διώξεις! Να σε αναγκάσω να με καταραστείς! Να με καταραστείς! Να με καταραστείς! Έχω δοκιμάσει τα πάντα για να σε κάνω να με απορρίψεις». Είναι βραχνός από οργή και άσχημος σα δαίμονας. Λαχανιάζει σαν κάτι να τον πνίγει.

Με χαμηλή αλλά τρομερή φωνή ο Ιησούς επαναλαμβάνει: «Κλέφτης! Κλέφτης! Κλέφτης!» και τελειώνει λέγοντας: «Κλέφτης σήμερα. Δολοφόνος αύριο. Όπως ο Βαραββάς. Χειρότερος από αυτόν».

Αναπνέει αυτή τη λέξη στο πρόσωπο του Ιούδα καθώς είναι πλέον πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, σε κάθε πρόταση του άλλου. Ο Ιούδας παίρνει ανάσα και απαντά: «Ναι. Κλέφτης. Από δικό Σου φταίξιμο. Όλο το κακό που κάνω οφείλεται σε Σένα που ποτέ δεν κουράζεσαι να με καταστρέφεις. Σώζεις τους πάντες. Δίνεις αγάπη και τιμές σε όλους. Δέχεσαι αμαρτωλούς, οι πόρνες δεν Σε αηδιάζουν, φέρεσαι φιλικά στους κλέφτες, τους τοκογλύφους και τους προμηθευτές του Ζακχαίου, υποδέχεσαι τον κατάσκοπο του Ναού σαν να ήταν ο Μεσσίας. Ανόητε! Και διόρισες αρχηγό μας έναν αδαή, ταμία σου έναν αφελή, έμπιστό σου έναν ανόητο. Αλλά με μένα μετράς και το φαγητό μου, δεν μου αφήνεις ένα κέρμα, με κρατάς κοντά Σου όπως είναι δεμένος ο σκλάβος της γαλέρας στον πάγκο της κωπηλασίας, και ούτε μας θέλεις, λέω ‘μας’, αλλά είμαι εγώ, μόνον εγώ που δεν πρέπει να δεχτώ τις προσφορές των προσκυνητών. Επειδή δεν θέλεις να αγγίξω χρήματα, διέταξες όλους να μην παίρνουν χρήματα από κανέναν. Γιατί με μισείς. Λοιπόν: κι εγώ σε μισώ, δεν στάθηκες ικανός ούτε να με χτυπήσεις και να με καταραστείς πριν από λίγο. Η κατάρα Σου θα με είχε κάνει στάχτη. Γιατί δεν έβαλες την κατάρα Σου πάνω μου; Θα το προτιμούσα παρά να Σε βλέπω τόσο ανίκανο, τόσο αδύναμο, έναν τόσο τελειωμένο, ηττημένο άνθρωπο...»

«Σώπασε!»

«Οχι! Φοβάσαι μήπως ακούσει ο Ιωάννης; Φοβάσαι ότι κάποια στιγμή μπορεί να καταλάβει ποιος είσαι και να Σε αφήσει; Α! Φοβάσαι λοιπόν, αν και παίζεις τον ήρωα! Ναι, φοβάσαι! Και με φοβάσαι. Είσαι τρομαγμένος! Γι' αυτό δεν μπόρεσες να με καταραστείς. Γι' αυτό προσποιείσαι ότι με αγαπάς ενώ με μισείς! Για να με κολακεύεις! Για να με κρατάς ήσυχο. Ξέρεις ότι είμαι δυνατός. Ξέρεις ότι είμαι η δύναμη. Η δύναμη που Σε μισεί και θα Σε νικήσει! Σου υποσχέθηκα ότι θα σε ακολουθήσω μέχρι θανάτου προσφέροντάς σου τα πάντα, και σου πρόσφερα τα πάντα, και θα είμαι κοντά σου μέχρι την ώρα Σου και τη δική μου. Τι υπέροχος βασιλιάς που δεν μπορεί να καταραστεί και να διώξει ανθρώπους! Βασιλιάς των σύννεφων! Είδωλο βασιλιάς! Ανόητος βασιλιάς! Ψεύτης! Προδότης της ίδιας Σου της μοίρας. Πάντα με περιφρονούσες, από την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Δεν μου ανταποκρίθηκες. Νόμιζες ότι είσαι σοφός. Είσαι ένας ηλίθιος. Σου δίδαξα τον καλό δρόμο. Αλλά Εσύ... Ω! Είσαι ο αγνός! Είσαι το πλάσμα που είναι άνθρωπος αλλά είναι και Θεός, και περιφρονείς τη συμβουλή του Ευφυούς. Από την πρώτη στιγμή έκανες λάθος και συνεχίζεις να κάνεις λάθος. Εσύ... Είσαι... Ααα!»

Ο χείμαρρος των λέξεων ξαφνικά σταματά και μια θλιβερή σιωπή αντικαθιστά την τόση φασαρία και μια θλιβερή ησυχία τις τόσες χειρονομίες. Γιατί, ενώ έγραφα χωρίς να μπορώ να πω τι συνέβαινε, ο Ιούδας, σκύβοντας σαν άγριο σκυλί που σημαδεύει το θήραμά του και το πλησιάζει έτοιμο να του ορμήσει, πλησιάζει όλο και περισσότερο τον Ιησού με πρόσωπο που ήταν αδύνατο να κοιτάξω, με δάχτυλα κυρτωμένα σα νύχια, με τους αγκώνες του κολλημένους στα πλευρά του έτοιμος να επιτεθεί στον Ιησού, που δεν δείχνει το παραμικρό σημάδι φόβου και κινείται για να ανοίξει την πόρτα στρέφοντας την πλάτη του στον άλλο, που θα μπορούσε να Του επιτεθεί πιάνοντάς Τον από το λαιμό. Αλλά δεν το κάνει και ο Ιησούς ανοίγει την πόρτα και κοιτάζει να δει αν ο Ιωάννης έχει φύγει πραγματικά.   

Ο διάδρομος είναι άδειος και σχεδόν σκοτεινός, καθώς ο Ιωάννης, βγαίνοντας, έκλεισε την πόρτα που οδηγεί στον κήπο της κουζίνας. Ο Ιησούς τότε κλειδώνει την πόρτα και ακουμπάει πάνω της, περιμένοντας, χωρίς ίχνος χειρονομίας ή λέξης, να υποχωρήσει η οργή. Δεν είμαι αρμόδια, αλλά δεν νομίζω ότι κάνω λάθος, αν πω ότι ο ίδιος ο Σατανάς μίλησε μέσα από τα χείλη του Ιούδα και ότι αυτή είναι μια στιγμή προφανούς κατοχής από τον Σατανά, του διεστραμμένου αποστόλου, ο οποίος βρίσκεται ήδη στο κατώφλι του Εγκλήματος και καταδικάζεται με τη θέλησή του.

Ο τρόπος που σταμάτησε ο χείμαρρος των λέξεων αφήνοντας τον απόστολο άναυδο, μου θύμισε άλλες περιπτώσεις δαιμονικής κατοχής που έχω δει στα τρία χρόνια της δημόσιας ζωής του Ιησού.
Ο Ιησούς, ακουμπισμένος στην πόρτα, ολόλευκος πάνω στο σκούρο ξύλο, δεν κάνει την παραμικρή χειρονομία. Μόνο τα φλογερά Του μάτια κοιτάζουν τον απόστολο, και εκφράζουν μεγάλη θλίψη. Αν μπορούσε κανείς να πει ότι τα μάτια προσεύχονται, θα έλεγα ότι τα μάτια του Ιησού προσεύχονται, ενώ κοιτάζει τον άθλιο. Γιατί από αυτά τα μάτια που είναι τόσο θλιμμένα δεν πηγάζει μόνο η εξουσία, αλλά και η ζέση της προσευχής.

Μετά, ενώ ο Ιούδας έχει φτάσει σχεδόν στο τέλος των λόγων του, ο Ιησούς ανοίγει τα χέρια Του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κρατούσε πιεσμένα πάνω στο σώμα Του, αλλά δεν τα ανοίγει για να αγγίξει τον Ιούδα ή να κάνει οποιαδήποτε χειρονομία προς αυτόν ή να τα σηκώσει προς τον ουρανό. Τα ανοίγει οριζόντια παίρνοντας τη στάση του Εσταυρωμένου, εκεί, πάνω στο σκούρο ξύλο της πόρτας και στον κοκκινωπό τοίχο. Ήταν τότε που βγήκαν αργά τα τελευταία λόγια από τα χείλη του Ιούδα, ο οποίος πρόφερε εκείνο το «Ααα!» που διέκοψε την ομιλία του. Ο Ιησούς παραμένει ακίνητος, με τα χέρια απλωμένα, με τα μάτια Του πάντα καρφωμένα στον απόστολο, με βλέμμα λύπης και προσευχής. Και ο Ιούδας, σαν να βγαίνει από παραλήρημα, τρίβει με το χέρι του το μέτωπό του και το ιδρωμένο του πρόσωπο... σκέφτεται, θυμάται, και καθώς θυμάται τα πάντα, σωριάζεται στο πάτωμα, κλαίοντας ή όχι, δεν ξέρω. Σίγουρα πέφτει στο πάτωμα σαν να τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του.

Ο Ιησούς χαμηλώνει τα μάτια και τα χέρια Του και με χαμηλή αλλά καθαρή φωνή λέει: «Λοιπόν; Σε μισώ; Θα μπορούσα να σε χτυπήσω με το πόδι Μου, θα μπορούσα να σε πατήσω αποκαλώντας σε 'σκουλήκι', θα μπορούσα να σε καταραστώ έτσι όπως σε απελευθέρωνα από τη δύναμη που σε κάνει να παραληρείς. Πίστεψες ότι η ανημπόρια Μου να σε καταραστώ ήταν αδυναμία... Ω! δεν είναι αδυναμία! Είναι επειδή είμαι ο Σωτήρας. Και ο Σωτήρας δεν μπορεί να καταραστεί. Μπορεί να σώζει. Θέλει να σώζει... Είπες: 'Είμαι η δύναμη. Η δύναμη που σε μισεί και θα σε νικήσει'. Είμαι επίσης η Δύναμη, όχι... είμαι η μόνη Δύναμη. Αλλά η δύναμή Μου δεν είναι το μίσος. Είναι η αγάπη. Και η αγάπη δεν μισεί και δεν καταριέται, ποτέ. Η Δύναμη θα μπορούσε επίσης να κερδίζει μεμονωμένες μάχες, όπως αυτή ανάμεσα σε σένα και σε Μένα, ανάμεσα στο Σατανά που είναι μέσα σου και σε Μένα, και να απομακρύνει τον κύριό σου από σένα, για τα καλά, όπως έκανα τώρα μεταμορφώνοντας τον Εαυτό μου στο σημείο που σώζει, το Ταυ (Τ) που ο Εωσφόρος αποστρέφεται. Θα μπορούσε να κερδίζει αυτές τις μεμονωμένες μάχες όπως θα κερδίσει την επερχόμενη εναντίον του δύσπιστου δολοφονικού Ισραήλ, εναντίον του κόσμου και εναντίον του Σατανά, νικημένων από τη Λύτρωση.

Θα μπορούσε επίσης να κερδίζει αυτές τις μεμονωμένες μάχες όπως θα κερδίσει την τελευταία, μακρινή για όσους μετρούν με αιώνες, κοντινή γι’ αυτούς που μετρούν το χρόνο με το μέτρο της αιωνιότητας. Αλλά τι όφελος θα είχε να παραβιάσω τους τέλειους κανόνες του Πατέρα Μου; Θα ήταν αυτό δικαιοσύνη; Θα είχε καμία αξία; Όχι. Δεν θα ήταν ούτε δικαιοσύνη ούτε αξία. Δεν θα ήταν δικαιοσύνη όσον αφορά τους ένοχους, στους οποίους δεν έχει στερηθεί η ελευθερία να είναι έτσι, και οι οποίοι την τελευταία μέρα θα μπορούσαν να Μου ζητήσουν το λόγο για την καταδίκη τους και να με επιπλήξουν για τη μεροληψία Μου μόνο προς εσένα. Δέκα χιλιάδες, εκατό χιλιάδες άνθρωποι, εβδομήντα φορές δέκα χιλιάδες και εκατό χιλιάδες άνθρωποι θα διαπράξουν τις ίδιες αμαρτίες με τις δικές σου και θα γίνουν δαίμονες με δική τους θέληση, και θα είναι εκείνοι που θα έχουν προσβάλει το Θεό, οι βασανιστές των πατέρων και των μητέρων τους, δολοφόνοι, κλέφτες, ψεύτες, μοιχοί, άσεμνοι και ιερόσυλοι άνθρωποι και στο τέλος Θεοκτόνοι, σκοτώνοντας τον Χριστό σωματικά σε μια κοντινή μέρα, σκοτώνοντάς Τον πνευματικά σε επόμενες εποχές. Και ο καθένας από αυτούς θα μπορούσε να Μου πει, όταν θα έρθω να χωρίσω τους αμνούς από τους τράγους, να ευλογήσω τους πρώτους και να καταραστώ, τότε ναι, να καταραστώ τους δεύτερους, να τους καταραστώ γιατί δεν θα υπάρξει άλλη λύτρωση μετά, παρά δόξα ή καταδίκη, να τους καταραστώ για άλλη μια φορά αφού θα τους έχω καταραστεί προσωπικά στο θάνατό τους πρώτα, κατά την ατομική τους κρίση. Γιατί ο άνθρωπος, και το ξέρεις αυτό γιατί Με έχεις ακούσει να το λέω εκατό φορές, χιλιάδες φορές, ότι ο άνθρωπος μπορεί να σώσει τον εαυτό του όσο είναι ζωντανός, μέχρι την τελευταία του πνοή.

Μια στιγμή, ένα χιλιοστό του λεπτού αρκεί για να πει μια ψυχή τα πάντα στον Θεό, να ζητήσει συγχώρεση και να πάρει άφεση...
Κάθε μια από αυτές, έλεγα, κάθε μια από αυτές τις καταραμένες ψυχές θα μπορούσε να Μου πει: 'Γιατί δεν μας έδεσες με το Καλό, όπως έκανες με τον Ιούδα;'. Και θα είχαν δίκιο. Γιατί κάθε άνθρωπος γεννιέται με τα ίδια φυσικά και υπερφυσικά πράγματα: ένα σώμα, μια ψυχή. Και ενώ το σώμα, που δημιουργείται από τους ανθρώπους, μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο εύρωστο και υγιές κατά τη γέννηση, η ψυχή, δημιουργημένη από τον Θεό, είναι ίδια για όλους, προικισμένη από τον Θεό με τις ίδιες ιδιότητες και χαρίσματα. Μεταξύ της ψυχής του Ιωάννη, εννοώ του Βαπτιστή, και της δικής σου, δεν υπήρχε διαφορά, όταν εγχύθηκαν στα σώματά σας. Κι όμως σου λέω ότι, ακόμη κι αν η Χάρη δεν τον είχε προαγιάσει, ώστε ο Κήρυκας του Χριστού να είναι χωρίς λεκέ, όπως θα έπρεπε να είναι όλοι όσοι Με αναγγέλλουν, τουλάχιστον όσον αφορά τις καθημερινές αμαρτίες, η ψυχή του θα ήταν, θα είχε γίνει αρκετά διαφορετική από τη δική σου. Όχι, η δική σου θα είχε γίνει αρκετά διαφορετική από τη δική του.

Επειδή εκείνος θα είχε διαφυλάξει την ψυχή του στη φρεσκάδα της αθωότητας, όχι… θα τη στόλιζε όλο και περισσότερο με δικαιοσύνη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, ο Οποίος σας εύχεται να είστε δίκαιοι, αυξάνοντας τα δωρεάν χαρίσματα που σας δίνει με όλο και μεγαλύτερη ηρωική τελειότητα . Εσύ αντίθετα... εσύ έχεις καταστρέψει και διαλύσει την ψυχή σου και τα δώρα που της έδωσε ο Θεός. Τι έχεις κάνει με την ελεύθερη βούλησή σου; Τι με τη διάνοιά σου; Έχεις κρατήσει για το πνεύμα σου την ελευθερία που του ανήκει; Έχεις χρησιμοποιήσει τη νοημοσύνη του μυαλού σου έξυπνα; Όχι, δεν έχεις. Εσύ που δεν θέλεις να Με υπακούς, δεν λέω Εμένα-Άνθρωπο, αλλά ούτε καν Εμένα-Θεό, υπακούς τον Σατανά. Έχεις χρησιμοποιήσει τη νοημοσύνη του μυαλού σου και την ελευθερία του πνεύματός σου για να κατανοήσεις το Σκοτάδι. Οικειοθελώς. Το Καλό και το Κακό τέθηκαν μπροστά σου. Διάλεξες το Κακό. Όχι, μόνο το Καλό τέθηκε μπροστά σου: Εγώ. Ο αιώνιος Δημιουργός σου, Που ακολούθησε την εξέλιξη της ψυχής σου, Που ήταν γνώστης μιας τέτοιας εξέλιξης γιατί η Αιώνια Σκέψη έχει επίγνωση όλων όσων συμβαίνουν από τότε που άρχισε να υπάρχει ο Χρόνος, και τοποθέτησε το Καλό μπροστά σου, μόνο το Καλό, γιατί γνωρίζει ότι είσαι πιο αδύναμος από ένα φύκι που φυτρώνει σε μια τάφρο.

Μου φώναξες ότι σε μισώ. Τώρα, καθώς Είμαι Ένα με τον Πατέρα και με την Αγάπη, Ένας εδώ όπως Ένας στον Ουρανό – γιατί αν υπάρχουν δύο Φύσεις μέσα Μου, και ο Χριστός, λόγω της ανθρώπινης φύσης Του και μέχρι τότε που η νίκη θα Τον ελευθερώσει από τους ανθρώπινους περιορισμούς, βρίσκεται εδώ στην Εφραΐμ και δεν μπορεί να είναι αλλού την ίδια στιγμή, ως Θεός, ο Λόγος του Θεού, Είμαι στον Ουρανό όπως και στη Γη καθώς η Θεότητά Μου είναι πανταχού παρούσα και παντοδύναμη – τώρα, καθώς είμαι Ένα με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, η κατηγορία που έκανες εναντίον Μου, την έκανες ενάντια στον Θεό τον Ένα και Τριαδικό.

Εναντίον εκείνου του Θεού Πατέρα που σε δημιούργησε από αγάπη, εναντίον εκείνου του Θεού Υιού που ενσαρκώθηκε για να σε σώσει από αγάπη, εναντίον εκείνου του Θεού Πνεύματος που σου έχει μιλήσει τόσες φορές για να ενσταλάξει καλές ευχές μέσα σου, από αγάπη. Εναντίον εκείνου του Θεού του Ενός και Τριαδικού που σε αγάπησε τόσο πολύ, που σε έφερε στο δρόμο Μου, κάνοντάς σε τυφλό προς τον κόσμο για να σου δώσει χρόνο να Με δεις, κουφό προς τον κόσμο, για να μπορέσεις να Με ακούσεις. Κι εσύ!... Κι εσύ!... Αφού είδες και Με άκουσες, αφού ήρθες ελεύθερα στο Καλό, συνειδητοποιώντας με τη διάνοιά σου ότι αυτός ήταν ο μόνος δρόμος της αληθινής δόξας, απέρριψες το Καλό και έδωσες ελεύθερα τον εαυτό σου στο Κακό. Αλλά αν με την ελεύθερη βούλησή σου το θέλησες αυτό, αν απορρίπτεις με όλο και περισσότερη αγένεια το χέρι Μου που σου προσφέρθηκε για να σε τραβήξει από τη δίνη, αν απομακρύνεσαι όλο και πιο μακριά από το λιμάνι για να βουτήξεις στη μαινόμενη θάλασσα των παθών, του Κακού, μπορείς να πεις σ’ Εμένα, σ’ Εκείνον από τον Οποίο έρχομαι, σ’ Εκείνον που Με έκανε Άνθρωπο για να προσπαθήσω να σε σώσω, μπορείς να πεις ότι σε μισήσαμε;

Με επιτίμησες ότι θέλω το κακό σου... Και ένα άρρωστο παιδί κατηγορεί το γιατρό και τη μητέρα του για τα πικρά φάρμακα που το βάζουν να πίνει και για όσα θέλει να έχει και του αρνούνται για το καλό του. Σε έκανε ο Σατανάς τόσο τυφλό και τρελό που δεν καταλαβαίνεις την αληθινή φύση των μέτρων που πήρα για λογαριασμό σου, και που αποκαλείς κακία και θέλεις να καταστρέψεις αυτό που είναι πρόνοια θεραπείας του Κυρίου σου, του Σωτήρα σου, του Φίλου σου να αποκαταστήσει την υγεία σου; Σε κράτησα κοντά Μου... σου πήρα τα χρήματα από τα χέρια. Σε εμπόδισα να αγγίζεις το καταραμένο μέταλλο που σε τρελαίνει... Αλλά δεν ξέρεις, δεν νιώθεις ότι είναι σαν ένα από εκείνα τα μαγικά φίλτρα που προκαλούν μιαν άσβεστη δίψα, και παράγουν στο αίμα μιαν άγρια ​​ζέστη, μια μανία που οδηγεί κάποιον στο θάνατο; Μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις σου. Αναρωτιέσαι: 'Γιατί, λοιπόν, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα μου επέτρεψες να είμαι διαχειριστής των χρημάτων;' Γιατί; Γιατί αν σε είχα εμποδίσει να αγγίζεις τα χρήματα νωρίτερα, θα είχες πουλήσει τον εαυτό σου και θα είχες κλέψει νωρίτερα. Πούλησες τον εαυτό σου ακριβώς γιατί δεν μπορούσες να κλέψεις παρά λίγα... Αλλά έπρεπε να προσπαθήσω να αποφύγω αυτή την κατάσταση χωρίς να ασκήσω βία στην ελευθερία σου. Ο χρυσός είναι η καταστροφή σου. Εξαιτίας του χρυσού έγινες λάγνος και ύπουλος...»

«Να ΄μαστε πάλι! Πίστεψες τα λόγια του Σαμουήλ! Δεν είμαι».

Ο Ιησούς, του οποίου τα λόγια ήταν όλο ζωντάνια χωρίς ποτέ να είναι βίαια ή απειλητικά  τιμωρίας, ξαφνικά βγάζει μια κραυγή εξουσίας, θα έλεγα μια κραυγή θυμού. Ρίχνει ένα έξαλλο βλέμμα στον Ιούδα που έχει σηκώσει το πρόσωπό του για να πει αυτά τα λόγια και λέει επιβλητικά «Σώπασε!» με μια φωνή που ακούγεται σαν βρυχηθμός βροντής.

Ο Ιούδας πέφτει ξανά καθιστός στις φτέρνες του και δεν μιλά πια. Επικρατεί σιωπή και ο Ιησούς με ορατή προσπάθεια ανασυνθέτει την ανθρώπινη φύση Του με τέτοια ψυχραιμία και με τόσο ισχυρό αυτοέλεγχο που μαρτυρεί από μόνος του τη θεότητα που βρίσκεται μέσα Του. Συνεχίζει να μιλάει με τη συνήθη φωνή Του που είναι ζεστή και ευγενική ακόμα και όταν είναι αυστηρή, πειστική, κατακτητική... Μόνο οι δαίμονες μπορούν να αντισταθούν σε αυτή τη φωνή: «Δεν χρειάζομαι πληροφορίες από τον Σαμουήλ ή κανέναν άλλον για να ξέρω τι κάνεις. Αλλά εσύ, άθλιε! Δεν ξέρεις μπροστά σε ποιον είσαι; Είναι αλήθεια! Λες ότι δεν καταλαβαίνεις πια τις παραβολές Μου. Δεν καταλαβαίνεις πια τα λόγια Μου. Φτωχέ άθλιε! Δεν καταλαβαίνεις ούτε τον εαυτό σου πια. Δεν καταλαβαίνεις ούτε το καλό και το κακό πια. Ο Σατανάς, στον οποίο έχεις δώσει τον εαυτό σου με πολλούς τρόπους, ο Σατανάς τον οποίο ακολουθείς σε όλους τους πειρασμούς που σου παρουσιάζει, σ’ έχει κάνει ηλίθιο. Κι όμως κάποτε με κατάλαβες. Πίστεψες ότι Είμαι Αυτός που Είμαι! Και εξακολουθείς να το θυμάσαι καθαρά. Και γίνεται να πιστεύεις ότι ο Υιός του Θεού, ότι ο Θεός χρειάζεται τα λόγια ενός ανθρώπου για να γνωρίσει τη σκέψη και τις πράξεις ενός άλλου ανθρώπου; Δεν είσαι ακόμη διεστραμμένος σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην πιστεύεις ότι είμαι ο Θεός, και εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο λάθος σου.

Η απόδειξη ότι πιστεύεις πως Είμαι αυτός που Είμαι, είναι ότι φοβάσαι την οργή Μου. Συνειδητοποιείς ότι δεν παλεύεις ενάντια σ' έναν άνθρωπο, αλλά ενάντια στον ίδιο τον Θεό, και τρέμεις. Τρέμεις, Κάιν, γιατί δεν μπορείς παρά να βλέπεις και να σκέφτεσαι τον Θεό ως Εκδικητή του εαυτού Του και των αθώων. Φοβάσαι ότι μπορεί να συμβεί και σε σένα αυτό που συνέβη στον Κορέ, τον Δαθάν και τον Αβιράμ* και τους ακολούθους τους. Κι όμως, παρόλο που ξέρεις Ποιος Είμαι, παλεύεις εναντίον Μου. Θα έπρεπε να σου πω: «Καταραμένε!». Αλλά δεν θα ήμουν πια ο Σωτήρας... Θα ήθελες να σε απορρίψω. Λες πως κάνεις τα πάντα για να το πετύχεις. Αυτός ο λόγος δεν δικαιολογεί τις πράξεις σου. Επειδή δεν είναι απαραίτητο να διαπράξεις αμαρτία για να φύγεις από Μένα. Σου λέω ότι μπορείς να το κάνεις. Σου το λέω ήδη από τη Νομπ, όταν γύρισες πίσω ξανά κοντά Μου, ένα καθαρό πρωινό, βρόμικος από ψέματα και πόθους σαν να είχες βγει από την κόλαση για να πέσεις στη λάσπη ενός χοιροστάσιου ή στo στρώμα άσεμνων πιθήκων, κι Εγώ έπρεπε να παλέψω με τον εαυτό Μου για να μη σε απωθήσω με την άκρη από το σανδάλι Μου, όπως ένα κουρέλι που χτυπιέται από τον άνεμο και να ελέγξω τη ναυτία που αναστάτωνε όχι μόνο το πνεύμα Μου αλλά και τα σπλάχνα Μου. Πάντα στο ’λεγα. Ακόμα και πριν σε δεχτώ. Ακόμα και πριν έρθω εδώ. Μετά, έκανα αυτή την ομιλία ειδικά για σένα, μόνο για σένα. Αλλά επιθυμούσες πάντα να μείνεις. Για τη δική σου καταστροφή. Εσύ, η μεγαλύτερη θλίψη Μου! Αλλά εσύ, ω αιρετικέ, ιδρυτή μιας μεγάλης οικογένειας που θα έρθει μετά από σένα, νομίζεις και λες ότι Είμαι υπεράνω λύπης. Όχι. Είμαι μόνο υπεράνω αμαρτίας. Είμαι μόνο υπεράνω άγνοιας. Υπεράνω της πρώτης, επειδή είμαι ο Θεός.

Υπεράνω της τελευταίας, επειδή δεν μπορεί να υπάρχει άγνοια στην ψυχή που είναι άθικτη από το Προπατορικό Αμάρτημα. Αλλά σου μιλάω ως Άνθρωπος, ως ο Άνθρωπος, ως ο Αδάμ ο Λυτρωτής που ήρθε για να επανορθώσει την αμαρτία του Αδάμ του αμαρτωλού, και να δείξει πώς θα ήταν ο άνθρωπος αν είχε παραμείνει όπως είχε δημιουργηθεί: αθώος. Μεταξύ των χαρισμάτων που έδωσε ο Θεός σ’ εκείνον τον Αδάμ, δεν ήταν άραγε και μια ευφυΐα χωρίς κανένα ελάττωμα και επίσης μια πολύ σπουδαία γνώση, καθώς η ένωση με τον Θεό είχε ενσταλάξει το φως του Παντοδύναμου Πατέρα στον ευλογημένο Του γιο; Εγώ, ο νέος Αδάμ, Είμαι υπεράνω αμαρτίας μέσω της ίδιας της θέλησής Μου... μια μέρα, πριν πολύ καιρό, είχες εκπλαγεί που Με άγγιξε ο πειρασμός και με ρώτησες αν είχα ποτέ υποκύψει στον πειρασμό. Θυμάσαι; Και σου απάντησα... Ναι, όπως μπορούσα να σου απαντήσω... Γιατί από τότε ήσουν τόσο... αποδυναμωμένος άνθρωπος που ήταν άχρηστο να ανοίξω κάτω από τα μάτια σου τα πιο πολύτιμα μαργαριτάρια των αρετών του Χριστού. Δεν θα καταλάβαινες την αξία τους και... θα τις είχες μπερδέψει με... πέτρες, καθώς ήταν τόσο εξαιρετικού μεγέθους. 

Επίσης, στην έρημο σου απάντησα επαναλαμβάνοντας τις λέξεις, το νόημα των λέξεων που σου είχα πει εκείνο το βράδυ καθώς πηγαίναμε προς τη Γεθσημανή. Αν ο Ιωάννης ή και ο Σίμων ο Ζηλωτής μου είχαν κάνει αυτή την ερώτηση θα απαντούσα με διαφορετικό τρόπο, γιατί ο Ιωάννης είναι αγνός και δεν θα ρωτούσε με την κακία με την οποία ρώτησες εσύ, καθώς ήσουν γεμάτος κακία... και επειδή ο Σίμων είναι γηραιότερος και σοφός, και παρόλο που δεν είναι σ’ αυτόν άγνωστη η ζωή, όπως στον Ιωάννη, έχει φτάσει σε εκείνη τη σοφία που μπορεί να συλλογιστεί κάθε επεισόδιο χωρίς να αναστατώνεται το εγώ του. Αλλά δεν Με ρώτησαν αν είχα υποκύψει στους πειρασμούς, στον πιο συνηθισμένο πειρασμό, σ’ εκείνον τον πειρασμό. Γιατί στην άψογη αγνότητα του πρώτου δεν υπάρχουν μνήμες λαγνείας, και στο στοχαστικό μυαλό του δεύτερου υπάρχει τόσο πολύ φως που βλέπει την αγνότητα να λάμπει μέσα Μου. Ρώτησες... και σου απάντησα. Όπως μπορούσα. Με αυτή τη σύνεση που δεν πρέπει ποτέ να διαχωρίζεται από την ειλικρίνεια, όντας και οι δύο άγιες στα μάτια του Θεού. Αυτή τη σύνεση που μοιάζει με το τριπλό πέπλο (το καταπέτασμα του Ναού του Σολομώντα), που διαχωρίζει το Άγιο (τμήμα του Ναού) από το λαό, για να κρύψει το μυστικό του Βασιλιά (Θεού)*. Αυτή τη σύνεση που προσαρμόζει τις λέξεις στο άτομο που τις ακούει, στη διανοητική του δύναμη κατανόησης, στην πνευματική του καθαρότητα και στη δικαιοσύνη του. Επειδή ορισμένες αλήθειες που λέγονται σε διεφθαρμένους ανθρώπους γίνονται γι' αυτούς αντικείμενο γέλιου, όχι σεβασμού... Δεν ξέρω αν θυμάσαι όλα αυτά τα λόγια. Εγώ τα θυμάμαι και τα επαναλαμβάνω εδώ, ακριβώς τώρα που είμαστε και οι δύο στο χείλος της Αβύσσου. Επειδή...

Αλλά δεν είναι ανάγκη να το πω αυτό. Είπα στην έρημο, σε απάντηση της ερώτησης την οποία δεν ικανοποίησε η πρώτη Μου εξήγηση: 'Ο Δάσκαλος δεν ένιωσε ποτέ ότι ήταν ανώτερος από τον άνθρωπο για να είναι ο ‘Μεσσίας’, αντιθέτως γνωρίζοντας ότι ήταν ο Άνθρωπος, ήθελε να είναι τέτοιος σε όλα εκτός από την αμαρτία. Για να γίνετε δάσκαλοι είναι απαραίτητο να έχετε υπάρξει μαθητές. Γνώριζα τα πάντα ως Θεός. Η θεϊκή Μου νοημοσύνη μπορούσε να Με κάνει να καταλάβω επίσης τους αγώνες του ανθρώπου μέσω της πνευματικής δύναμης και διανοητικά. Αλλά μια μέρα κάποιος φτωχός φίλος Μου θα μπορούσε να πει: ‘Δεν ξέρεις τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και να έχεις αισθήσεις και πάθη’. Θα ήταν μια δίκαιη μομφή. Ήρθα εδώ για να ετοιμαστώ όχι μόνο για την αποστολή Μου, αλλά και για τον πειρασμό. Ένα σατανικό πειρασμό. Γιατί ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να έχει εξουσία πάνω Μου.

Ο Σατανάς ήρθε όταν η μοναχική Μου ένωση με τον Θεό έπαψε, (μετά τις 40 μέρες στην έρημο) και κατάλαβα ότι ήμουν ο Άνθρωπος με πραγματική σάρκα, υποκείμενος στις αδυναμίες της σάρκας: πείνα, κούραση, δίψα, κρύο. Ένιωσα το σώμα με τις ανάγκες του, το ηθικό με τα πάθη του. Και αν με τη θέλησή Μου υπέταξα τα κακά πάθη εν τη γεννήσει τους, επέτρεψα στα άγια να μεγαλώσουν'. Τα θυμάσαι εκείνα τα λόγια; Και είπα επίσης, την πρώτη φορά, σε σένα, σε σένα μόνο: 'Η ζωή είναι ιερό δώρο και πρέπει να την αγαπάς ιερά. Η ζωή είναι ένα μέσο που εξυπηρετεί ένα σκοπό, την αιωνιότητα'. Είπα: 'Ας δώσουμε λοιπόν στη ζωή ό,τι χρειάζεται για να διαρκέσει και να υπηρετήσει το πνεύμα στην κατάκτησή του: εγκράτεια της σάρκας στους πόθους της, εγκράτεια του νου στις επιθυμίες του, εγκράτεια της καρδιάς σε όλα τα πάθη που ανήκουν στην ανθρωπότητα, απέραντη θέρμη για τα Ουράνια πάθη, αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον μας, καλή θέληση να υπηρετούμε τον Θεό και τον πλησίον μας, υπακοή στη φωνή του Θεού, ηρωισμό στο καλό και την αρετή'.

Τότε, Μου είπες ότι μπορούσα να το κάνω αυτό επειδή ήμουν άγιος, αλλά εσύ δεν μπορούσες να το κάνεις επειδή ήσουν ένας νέος άντρας, γεμάτος ζωή. Λες και το να είσαι νέος και δυνατός ήταν μια καλή δικαιολογία για να είσαι διεφθαρμένος, και μόνον οι ηλικιωμένοι και οι άρρωστοι άντρες, όντας ανήμποροι λόγω της ηλικίας τους ή της αδυναμίας τους να κάνουν αυτό που σκεφτόσουν, καθώς φλέγεσαι από λαγνεία, είναι απαλλαγμένοι από τους αισθησιακούς πειρασμούς! Τότε, θα μπορούσα να σου είχα απαντήσει με πολλά επιχειρήματα. Αλλά δεν ήσουν ικανός να τα καταλάβεις.

Ούτε τώρα είσαι, αλλά τουλάχιστον τώρα δεν μπορείς να χαμογελάς με το δύσπιστο χαμόγελό σου, αν σου πω ότι ένας υγιής άντρας μπορεί να είναι αγνός, αν δεν αποδέχεται τα θέλγητρα του δαίμονα και των αισθήσεων, με τη θέλησή του. Η αγνότητα είναι πνευματική αγάπη, είναι μια παρόρμηση που επηρεάζει το σώμα και το διαπερνά ολόκληρο, εξυψώνοντάς το, ευωδιάζοντάς το και προστατεύοντάς το. Αυτός που είναι εμποτισμένος με αγνότητα δεν έχει χώρο για άλλα κακά ερεθίσματα. Η διαφθορά δεν τον επηρεάζει. Δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτήν. Και μετά! Η διαφθορά δεν μπαίνει σε κάποιον από έξω. Δεν είναι μια παρόρμηση που διεισδύει μέσα από τα έξω. Είναι εσωτερική παρόρμηση που από μέσα, από την καρδιά, από τις σκέψεις βγαίνει και διεισδύει και διαποτίζει το εξωτερικό: τη σάρκα.

Γι' αυτό είπα* ότι η διαφθορά πηγάζει από την καρδιά. Κάθε μοιχεία, κάθε λαγνεία, κάθε αισθησιακή αμαρτία δεν προέρχεται από έξω, αλλά από την έντονη δραστηριότητα του νου, που όντας διεφθαρμένος, ντύνει όλα όσα βλέπει με σαγηνευτική εμφάνιση. Όλοι οι άντρες έχουν μάτια και βλέπουν. Πώς γίνεται λοιπόν μια γυναίκα να αφήνει δέκα άντρες απαθείς, καθώς την κοιτάζουν σαν ένα πλάσμα όπως είναι και οι ίδιοι και να τη θεωρούν επίσης ένα όμορφο έργο της Δημιουργίας, χωρίς να νιώθουν άσεμνα ερεθίσματα και φαντάσματα να αναδύονται μέσα τους, και να αναστατώνει τον ενδέκατο άντρα και να τον οδηγεί σε επαίσχυντο αισθησιασμό; Επειδή η καρδιά και η σκέψη του ενδέκατου είναι διεφθαρμένες και εκεί όπου δέκα βλέπουν μιαν αδερφή, αυτός βλέπει ένα θηλυκό.

Αν και δεν το είπα αυτό σ’ εσένα τότε, σου ανέφερα ότι είχα έρθει μόνο για τους ανθρώπους, όχι για τους αγγέλους. Ήρθα για να επιστρέψω στους ανθρώπους τα βασιλικά δικαιώματα των παιδιών του Θεού διδάσκοντάς τους να ζουν ως θεοί. Ο Θεός είναι χωρίς λαγνεία, Ιούδα. Αλλά θέλω να δείξω σε όλους σας ότι και ο άνθρωπος μπορεί να είναι χωρίς λαγνεία. Ήθελα να σας δείξω ότι μπορεί κανείς να ζει όπως σας διδάσκω. Για να σας το δείξω έπρεπε να πάρω ένα αληθινό σώμα και έτσι να μπορέσω να υποφέρω τους πειρασμούς του ανθρώπου και να πω στον άνθρωπο, αφού τον διδάξω: 'Κάνε όπως κάνω Εγώ'. Και Με ρώτησες αν είχα αμαρτήσει όταν μπήκα σε πειρασμό. Θυμάσαι; Καθώς είδα ότι δεν μπορούσες να καταλάβεις ότι είχα μπει σε πειρασμό χωρίς να αμαρτήσω, επειδή νόμιζες ότι ο πειρασμός ήταν ανάρμοστος για το Λόγο και ότι ήταν αδύνατο για τον Άνθρωπο να μην αμαρτήσει, σου απάντησα ότι όλοι μπορούν να πειραστούν, αλλά είναι αμαρτωλοί μόνον εκείνοι που θέλουν να γίνουν αμαρτωλοί.

Μεγάλη ήταν η έκπληξή σου και γνωριζόμασταν μόνο λίγο καιρό. Η Παλαιστίνη είναι γεμάτη ραβίνους των οποίων οι ζωές είναι αντίθετες με τη διδασκαλία τους. Τώρα όμως ξέρεις ότι δεν αμάρτησα, ότι δεν αμαρτάνω. Γνωρίζεις ότι ακόμη και ο πιο άγριος πειρασμός που προκαλεί έναν υγιή αρρενωπό άνδρα, που ζει ανάμεσα στους ανθρώπους και στο Σατανά, δεν Με ενοχλεί σε βαθμό που να Με κάνει να διαπράξω αμαρτία. Αντίθετα, κάθε πειρασμός, αν και η επιθετικότητά του αυξάνεται όταν απορρίπτεται, επειδή ο δαίμονας τον κάνει αγριότερο για να Με νικήσει, είναι και μια μεγαλύτερη νίκη. Και όχι μόνον όσον αφορά τη λαγνεία, μια δίνη που περιστρεφόταν γύρω Μου χωρίς να κατορθώνει να ταράξει ή να γδάρει τη θέλησή Μου. Δεν υπάρχει αμαρτία όταν δεν υπάρχει συναίνεση στον πειρασμό, Ιούδα. Αντίθετα, υπάρχει αμαρτία, ακόμη και χωρίς να ολοκληρώσει κάποιος την πράξη, όταν αποδέχεται τον πειρασμό και τον συλλογίζεται. Μπορεί να είναι μια μικρή αμαρτία, αλλά προετοιμάζει το δρόμο για τη θανάσιμη μέσα του. Γιατί όταν κάποιος αποδέχεται τον πειρασμό και αφήνει τη σκέψη του να στριφογυρίζει πάνω του, ακολουθώντας με το νου του τις φάσεις της αμαρτίας, γίνεται πιο αδύναμος.

Ο Σατανάς το γνωρίζει καλά και γι' αυτό εκτοξεύει επανειλημμένα πυρακτωμένα βέλη ελπίζοντας πάντα ότι κάποιο από αυτά θα καταφέρει να διεισδύσει και να δουλέψει μέσα του... Μετά... θα είναι εύκολο να μετατρέψει το άτομο που μπαίνει στον πειρασμό σε αμαρτωλό. Δεν το κατάλαβες τότε. Δεν μπορούσες να καταλάβεις. Μπορείς τώρα. Τώρα αξίζει λιγότερο να καταλάβεις απ' ό,τι τότε, παρόλ’ αυτά επαναλαμβάνω εκείνα τα λόγια που είπα σ’ εσένα, για σένα, γιατί είναι μέσα σου, όχι μέσα Μου, που δεν καταλαγιάζει ο απωθημένος πειρασμός... Δεν υποχωρεί γιατί δεν τον απωθείς εντελώς. Δεν ολοκληρώνεις την πράξη, αλλά απασχολείς τη σκέψη σου με αυτή. Αυτό είναι που γίνεται σήμερα, και αύριο... Αύριο θα πέσεις σε πραγματικό αμάρτημα. Γι' αυτό λοιπόν σε δίδαξα να ζητάς τη βοήθεια του Πατέρα ενάντια στον πειρασμό, σε δίδαξα να ζητάς από τον Πατέρα να μη σε βάλει σε πειρασμό. Εγώ, ο Υιός του Θεού, Εγώ που είχα ήδη νικήσει το Σατανά, ζήτησα από τον Πατέρα βοήθεια, γιατί είμαι ταπεινός. Εσύ δεν το έκανες. Δεν ζήτησες σωτηρία και διαφύλαξη από το Θεό. Είσαι περήφανος. Γι' αυτό καταρρέεις... Τα θυμάσαι όλα αυτά;

Και μπορείς τώρα να καταλάβεις τι σημαίνει για Μένα, αληθινό Άνθρωπο με όλες τις αντιδράσεις του ανθρώπου, και αληθινό Θεό με όλες τις αντιδράσεις του Θεού, να σε βλέπω έτσι: λάγνο, ψεύτη, κλέφτη, προδότη, ανθρωποκτόνο; Συνειδητοποιείς τι άγχος Μου επιβάλλεις με το να ανέχομαι να είσαι κοντά Μου; Ξέρεις πόσο επίπονο είναι για Μένα να ελέγχω τον εαυτό Μου, όπως κάνω τώρα, για να εκπληρώσω την αποστολή Μου για σένα μέχρι το τέλος; Οποιοσδήποτε άλλος άντρας θα σε είχε πιάσει από το λαιμό, βλέποντάς σε να κλέβεις, να προσπαθείς να παραβιάσεις την κλειδαριά του κιβωτίου για να κλέψεις χρήματα και βλέποντας ότι είσαι προδότης και χειρότερος από προδότης... Μιλάω σε σένα, ακόμα με ευσπλαχνία. Κοίτα, δεν είναι ακόμα καλοκαίρι και το αεράκι του απογεύματος που μπαίνει από το παράθυρο είναι δροσερό, κι όμως ιδρώνω σαν να δούλευα πολύ σκληρά. Αλλά δεν καταλαβαίνεις πόσο πολύ Μου κοστίζεις; Ή τι άνθρωπος είσαι; Θέλεις να σε διώξω; Όχι, ποτέ. Όταν ένας άνθρωπος πνίγεται, αυτός που τον αφήνει να φύγει είναι δολοφόνος. Βρίσκεσαι ανάμεσα σε δύο δυνάμεις που σε τραβάνε, το Σατανά κι Εμένα. Αλλά αν σε αφήσω, θα έχεις αυτόν μόνο. Και πώς θα σωθείς; Κι όμως θα Με αφήσεις... Με έχεις ήδη αφήσει με το πνεύμα σου...

Λοιπόν, θα κρατήσω ακόμα τη χρυσαλλίδα του Ιούδα κοντά Μου. Το σώμα σου, το στερημένο από τη θέληση να Με αγαπήσεις, το σώμα σου που είναι αδρανές απέναντι στο Καλό. Θα το κρατήσω μέχρι να διεκδικήσεις κι εσύ αυτή τη μη-ύπαρξη, δηλαδή το θνητό σου υπόλειμμα, να το ενώσεις με το πνεύμα σου και να αμαρτήσεις με ολόκληρο τον εαυτό του Ιούδα!... Δεν θα Μου μιλήσεις; Δεν έχεις μια λέξη για το Δάσκαλό σου; Ούτε μια προσευχή; Δεν περιμένω να πεις: «Συγχώρεσέ με!». Σε έχω συγχωρήσει τόσες φορές μάταια. Ξέρω ότι αυτή η λέξη είναι απλός ήχος στα χείλη σου. Δεν είναι παρόρμηση του ταπεινωμένου πνεύματός σου. Θα ήθελα μια παρόρμηση της καρδιάς σου. Είσαι τόσο νεκρός που δεν έχεις άλλες επιθυμίες; Μίλα! Με φοβάσαι; Ω! αν Με φοβόσουν! Τουλάχιστον αυτό! Αλλά δεν Με φοβάσαι. Αν Με φοβόσουν, θα επαναλάμβανα τα λόγια που σου είπα εκείνη τη μακρινή μέρα, όταν μιλούσαμε για πειρασμούς και αμαρτίες. Σου  είπα τότε ότι και μετά το Έγκλημα των Εγκλημάτων, αν ο ένοχος ορμούσε στα πόδια του Θεού με αληθινή μετάνοια, και Τον παρακαλούσε με δάκρυα να τον συγχωρήσει, προσφέροντας τον εαυτό του με εμπιστοσύνη ως εξιλέωση, χωρίς να απελπίζεται, ο Θεός θα τον συγχωρούσε και μέσω της εξιλέωσης ο ένοχος ακόμα θα μπορούσε να σώσει την ψυχή του. Ιούδα! Αν δεν Με φοβάσαι, εξακολουθώ να σε αγαπώ. Δεν έχεις τίποτα να ρωτήσεις την άπειρη αγάπη Μου αυτή την ώρα;»

«Όχι. Ή, απλά ένα μόνο : να διατάξεις τον Ιωάννη να μη μιλήσει. Πώς περιμένεις να επανορθώσω, αν είμαι όνειδος ανάμεσά σας;». Το λέει αυτό με έπαρση.

Και ο Ιησούς του απαντά: «Και το λες έτσι; Ο Ιωάννης δεν θα μιλήσει. Αλλά τουλάχιστον εσύ, και στο ζητώ αυτό, πρέπει να συμπεριφέρεσαι με τέτοιο τρόπο ώστε να μην διαρρεύσει τίποτα για την απαίσια πράξη σου. Σήκωσε αυτά τα νομίσματα και βάλε τα ξανά στο σάκο της Ιωάννας... Θα προσπαθήσω να κλείσω το κιβώτιο... με το εργαλείο που χρησιμοποίησες για να το ανοίξεις...» Και ενώ ο Ιούδας σηκώνει με κακή διάθεση τα νομίσματα που είχαν κυλήσει παντού, ο Ιησούς ακουμπά στο ανοιχτό μπαούλο σαν κατάκοπος. Το φως έχει αρχίσει να ξεθωριάζει στο δωμάτιο, αλλά όχι τόσο ώστε να εμποδίζει κάποιον από να βλέπει τον Ιησού που κλαίει σιωπηλά, κοιτάζοντας τον απόστολό Του σκυφτό να μαζεύει τα διάσπαρτα νομίσματα.

Ο Ιούδας τελείωσε. Πάει προς το μπαούλο. Παίρνει το μεγάλο βαρύ σάκο της Ιωάννας, βάζει τα χρήματα μέσα και τον κλείνει μέσα λέγοντας: «Εδώ είναι!» και κάνει στην άκρη. Ο Ιησούς απλώνει το χέρι Του για να πάρει το χονδροειδές αντικλείδι που έφτιαξε ο Ιούδας και με τρεμάμενο χέρι κάνει το ελατήριο να δουλέψει κλειδώνοντας έτσι το κιβώτιο. Στη συνέχεια, ακουμπά τη λεπτή σιδερένια ράβδο στο γόνατό Του και τη λυγίζει σε σχήμα V, πιέζοντάς την τελείως κάτω από το πόδι Του, καθιστώντας την ακατάλληλη για χρήση. Μετά την κρύβει στο στήθος Του. Κάνοντας το αυτό, βλέπω κάποια δάκρυα που πέφτουν στο λινό χιτώνα Του.

Ο Ιούδας επιτέλους κάνει μια χειρονομία σα να συνέρχεται. Σκεπάζει το πρόσωπό του με τα χέρια του και ξεσπά σε κλάματα, λέγοντας: «Είμαι καταραμένος! Είμαι η καταισχύνη της Γης!»

«Είσαι ο αιώνιος άθλιος! Και να σκεφτείς ότι, αν ήθελες, θα μπορούσες να είσαι ακόμα ευτυχισμένος!»
«Ορκίσου μου! Ορκίσου ότι κανείς δεν θα το μάθει... και Σου ορκίζομαι ότι θα λυτρώσω τον εαυτό μου» φωνάζει δυνατά ο Ιούδας.
«Μην λες: ‘και θα λυτρώσω τον εαυτό μου’. Δεν μπορείς. Μόνον Εγώ μπορώ να σε λυτρώσω. Αυτός που μιλούσε μέσα από τα χείλη σου πριν από λίγο, μπορεί να νικηθεί μόνο από Εμένα. Πες Μου τα λόγια ταπεινότητας: «Κύριε, σώσε με!», και θα σε ελευθερώσω από τον κυβερνήτη σου. Δεν καταλαβαίνεις ότι περιμένω περισσότερο αυτά τα λόγια σου, από ένα φιλί της Μητέρας Μου;»
Ο Ιούδας κλαίει, αλλά δεν λέει τα λόγια.
«Φύγε. Φύγε από εδώ. Ανέβα στην ταράτσα. Πήγαινε όπου θέλεις, αλλά μην κάνεις καμιά θορυβώδη σκηνή. Φύγε. Φύγε. Κανείς δεν θα σε βρει έξω, γιατί θα παρακολουθώ. Όσο για το ταμείο, από αύριο θα κρατάς εσύ τα λεφτά. Όλα είναι άχρηστα πλέον».

Ο Ιούδας βγαίνει χωρίς να απαντήσει. Ο Ιησούς, ολομόναχος τώρα, πέφτει σε ένα κάθισμα κοντά στο τραπέζι και με το κεφάλι Του ακουμπισμένο στα χέρια Του σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι, κλαίει γοερά. Μετά από κάποια λεπτά ο Ιωάννης μπαίνει αθόρυβα και στέκεται για μια στιγμή στην πόρτα. Είναι τόσο άσπρος σαν θάνατος. Μετά τρέχει προς τον Ιησού και Τον αγκαλιάζει παρακαλώντας: «Μην κλαις, Δάσκαλε! Μην κλαις! Σ' αγαπώ και γι' αυτόν τον άθλιο...» Τον σηκώνει, Τον φιλάει, πίνει τα δάκρυα του Θεού του και κλαίει κι αυτός. Ο Ιησούς τον αγκαλιάζει και τα δύο ξανθά κεφάλια, κοντά το ένα στο άλλο, ανταλλάσσουν δάκρυα και φιλιά. Αλλά γρήγορα ο Ιησούς ελέγχει τον εαυτό Του και λέει: «Ιωάννη, για χάρη Μου ξέχασε ό,τι συνέβη. Το θέλω».

«Ναι, Κύριε μου. Θα προσπαθήσω να το κάνω. Αλλά μην υποφέρεις άλλο... Ω! Πόσο θλιβερό! Και με έκανε να αμαρτήσω, Κύριέ μου. Είπα ψέματα. Έπρεπε να πω ψέματα γιατί οι μαθήτριες επέστρεψαν. Όχι, οι συγγενείς της γυναίκας ήρθαν πρώτοι. Ήθελαν να Σε ευλογήσουν. Ένα αγοράκι γεννήθηκε χωρίς επιπλοκές. Είπα ότι είχες πάει πίσω στο βουνό... Μετά ήρθαν οι γυναίκες μαθήτριες και είπα πάλι ψέματα λέγοντας ότι ήσουν έξω και ότι μάλλον είχες πάει στο σπίτι όπου γεννήθηκε το μωρό... Δεν μπορούσα να βρω άλλη δικαιολογία. Ήμουν τόσο ταραγμένος! Η Μητέρα Σου είδε ότι είχα κλάψει και με ρώτησε: ‘Τι σου συμβαίνει, Ιωάννη;’. Ήταν ξαναμμένη... Φαινόταν να ξέρει. Είπα ψέματα για τρίτη φορά λέγοντας: ‘Είμαι συγκινημένος εξαιτίας αυτής της γυναίκας...’ Το να είσαι κοντά σε έναν αμαρτωλό μπορεί να σε οδηγήσει σε τόση ασχήμια! Στο ψέμα... Δώσε μου άφεση, Ιησού μου».
«Να έχεις ειρήνη. Ξέχνα τα πάντα σχετικά με αυτή την ώρα. Τίποτα. Δεν ήταν τίποτα... Ένα όνειρο...»
«Μα είναι η θλίψη Σου! Ω! πόσο αλλαγμένος είσαι, Δάσκαλε! Πες μου αυτό, μόνο αυτό: έχει τουλάχιστον μετανιώσει ο Ιούδας;»
«Και ποιος μπορεί να καταλάβει τον Ιούδα, γιε μου;»
«Κανένας από εμάς. Αλλά Εσύ μπορείς». Ο Ιησούς απαντά μόνο με καινούργια σιωπηλά δάκρυα που κυλούν στο κουρασμένο Του πρόσωπο.
«Ω! Δεν έχει μετανιώσει!...» Ο Ιωάννης είναι τρομοκρατημένος.
«Πού είναι τώρα; Τον έχεις δει;»
«Ναι. Κοίταζε από την ταράτσα. Κοίταζε να δει μήπως υπήρχε κανείς, και όταν με είδε ολομόναχο, καθισμένο κάτω από τη συκιά σε τρομερή αγωνία, κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια και βγήκε από τη μικρή πύλη του κήπου της κουζίνας. Τότε ήρθα μέσα...»

«Έκανες το σωστό. Ας τακτοποιήσουμε εδώ μέσα βάζοντας τις καρέκλες στη θέση τους και ας σηκώσουμε τον αμφορέα για να μην υπάρχουν ίχνη...»
«Διαπληκτίστηκε μαζί Σου;»
«Όχι Ιωάννη. Δεν το έκανε».
«Είσαι πολύ αναστατωμένος, Δάσκαλε, για να παραμείνεις εδώ. Η Μητέρα Σου θα καταλάβαινε... και θα πικραινόταν».
«Είναι αλήθεια. Ας πάμε έξω... Δώσε το κλειδί στο διπλανό μας γείτονα. Θα πάω μπροστά, στις όχθες του ρέματος, προς το βουνό...»

Ο Ιησούς βγαίνει και ο Ιωάννης μένει να τακτοποιήσει το χώρο. Μετά βγαίνει κι αυτός έξω. Δίνει το κλειδί σε μια γυναίκα που μένει σε ένα κοντινό σπίτι και τρέχει κρυμμένος ανάμεσα στους θάμνους της όχθης για να μη φαίνεται. Εκατό μέτρα περίπου από το σπίτι ο Ιησούς κάθεται σ’ ένα βράχο. Με το που ακούει τα βήματα του αποστόλου γυρίζει. Το πρόσωπό Του είναι χλωμό στο βραδινό φως. Ο Ιωάννης κάθεται στο έδαφος κοντά Του ακουμπώντας το κεφάλι του στα γόνατά Του, υψώνοντας το πρόσωπό του για να Τον κοιτάζει. Βλέπει ότι υπάρχουν ακόμα δάκρυα στα μάγουλα του Ιησού.
«Ω! μην υποφέρεις άλλο! Μην υποφέρεις άλλο, Δάσκαλε! Δεν αντέχω να Σε βλέπω να υποφέρεις!»
«Δεν θα υποφέρω γι' αυτό; Τη βαθύτερη θλίψη Μου! Να το θυμάσαι, Ιωάννη: αυτή θα είναι για πάντα η βαθύτερη θλίψη Μου! Δεν μπορείς να καταλάβεις τα πάντα ακόμα... Η βαθύτερη θλίψη Μου...» Ο Ιησούς είναι βαθύτατα θλιμμένος. Ο Ιωάννης Τον κρατάει κοντά του, με τα χέρια του γύρω από τη μέση Του, αγωνιώντας που δεν μπορεί να Τον παρηγορήσει. Ο Ιησούς σηκώνει το κεφάλι Του, ανοίγει τα μάτια Του που είχε κλείσει για να συγκρατήσει τα δάκρυά Του και λέει: «Θυμήσου ότι είμαστε τρεις μόνο που γνωρίζουμε: ο ένοχος, εσύ κι Εγώ. Και κανείς άλλος δεν πρέπει να μάθει».
«Κανείς δεν θα το μάθει από μένα. Αλλά πώς μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο; Να θέλει να πάρει τα λεφτά της κοινότητας... Μα αυτό!... Σκέφτηκα ότι μάλλον τρελάθηκα όταν είδα... Φρικτό!»
«Σου είπα να ξεχάσεις...»
«Προσπαθώ πολύ, Δάσκαλε. Αλλά είναι τόσο φρικτό...»
«Είναι φρικτό. Ναι, Ιωάννη, είναι! Ω, Ιωάννη!» Και ο Ιησούς, αγκαλιάζοντας τον Αγαπημένο Του, ακουμπάει το κεφάλι Του στον ώμο του και κλαίει απελπισμένα. Οι σκιές, που γρήγορα βαθαίνουν μέσα στις λόχμες, κρύβουν στο σκοτάδι τους τους δύο, που ο ένας αγκαλιάζει τον άλλο.

*Ο Κορές, ο Δαθάν και ο Αβιράμ επαναστάστησαν εναντίον του Μωυσή και αυτό είχε σοβαρότατες συνέπειες που θα τις βρει κανείς στην Π.Δ. Αριθμοί κεφ. 16

ΠΗΓΗ: Από το βιβλίο «The Gospel as revealed to me" (Το Ευαγγέλιο όπως μου αποκαλύφθηκε) της Μaria Valtorta, όπως της το έδειξε και υπαγόρευσε ο Ιησούς.
Το κεφ. 567

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;