ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ;
Ο Ιησούς εξηγεί "τι είναι η ψυχή" σε μια ομήγυρη την οποία αποτελούν φίλοι του Ζακχαίου - θυμάστε τον τελώνη Ζακχαίο που ανέβηκε σε ένα δέντρο για να μπορέσει να δει τον Ιησού όταν πλησίαζε στην πόλη του, την Ιεριχώ; Ο Ζακχαίος πίστεψε στον Ιησού, εγκατέλειψε το επάγγελμά του, πούλησε τα υπάρχοντά του, επέστρεψε όλα όσα είχε κλέψει ή καταχραστεί και άρχισε να μιλάει με πάθος για τον Ιησού στους συμπολίτες του που δεν ήταν μόνο Ιουδαίοι αλλά και Ρωμαίοι στρατιώτες.
Ο Ιησούς δείχνει όραμα στη Μαρία Βαλτόρτα (www.valtortamaria.com) σχετικά με τη συζήτηση που είχε στο σπίτι του Ζακχαίου, όταν πέρασε ξανά από την Ιεριχώ.
Το όραμα:
Είναι όλοι μαζεμένοι σε ένα μεγάλο και γυμνό δωμάτιο. Ήταν
σίγουρα όμορφο κάποτε. Τώρα δεν είναι άλλο από ένα απλά μεγάλο δωμάτιο. Έφεραν καθίσματα και ανάκλιντρα που πήραν από τις άλλες τραπεζαρίες ή υπνοδωμάτια και
κάθονται όλοι γύρω από το Δάσκαλο, τον οποίο έβαλαν να καθίσει σε ένα είδος
πολυθρόνας φτιαγμένης εξ ολοκλήρου από σκαλιστή ξυλεία, καλυμμένη με παχύ χαλί. Το πιο
πολυτελές έπιπλο του σπιτιού.
Ο Ζακχαίος μιλά για ένα αγρόκτημα που αγοράστηκε με τα χρήματα
που μαζεύτηκαν ανάμεσά τους: «Κάτι έπρεπε να κάνουμε! Η αδράνεια δεν είναι καλό
φάρμακο για να μην αμαρτάνεις. Δεν είναι ακόμα εύφορος ο αγρός γιατί ήταν
παραμελημένος, όπως εμείς, και όπως εμείς γεμάτος γαϊδουράγκαθα, πέτρες, ξερή
γη και βλαβερά αγριόχορτα. Η Nίκη (που είναι σε εμάς γνωστή με το όνομα Βερονίκη) μας δάνεισε τους χωρικούς υπηρέτες της για να
μας μάθουν πώς να ανοίγουμε τα εγκαταλειμμένα πηγάδια, να καθαρίζουμε τα χωράφια,
να κλαδεύουμε τα λίγα δέντρα που υπήρχαν εκεί και να φυτεύουμε νέα. Γνωρίζαμε
πολλά πράγματα... αλλά όχι τα ιερά έργα του ανθρώπου. Αλλά σε αυτό το έργο, το
τόσο νέο για εμάς, βρίσκουμε νέα ζωή. Τίποτα δεν μας θυμίζει το παρελθόν γύρω
μας. Μόνο η συνείδησή μας το θυμάται. Αλλά αυτό είναι καλό… Είμασταν αμαρτωλοί…
Θα έρθεις να το δεις;»
Ιησούς: «Θα φύγουμε από εδώ μαζί για να κατευθυνθούμε προς τον Ιορδάνη
και θα σταματήσω σε αυτό το μέρος. Μου λες ότι είναι ακριβώς στο δρόμο που πάει
στο ποτάμι…»
«Ναι, Δάσκαλε. Αλλά είναι άσχημο. Το σπίτι είναι ερειπωμένο. Και
άδειο από έπιπλα. Δεν είχαμε λεφτά για όλα… μετά που επανορθώσαμε - μακάρι να το έχουμε καταφέρει - τα
εγκλήματά μας εναντίον των γειτόνων μας. Αυτοί, εκτός από τον Demete, τον Valens και τον Levi, πολύ ηλικιωμένοι για
ορισμένες στερήσεις, έχουν προσαρμοστεί και κοιμούνται εδώ πάνω στο σανό,
Κύριε».
«Πολλές φορές Εγώ δεν έχω ούτε καν αυτό. Θα κοιμηθώ και στο σανό,
Ζακχαίε. Εκεί είδα τα πρώτα μου όνειρα και ήταν γλυκά γιατί τα πρόσεχε η αγάπη.
Μπορώ να κοιμηθώ πάνω του επίσης και δεν θα βασανιστώ, γιατί θα είμαι ανάμεσα σε
ανθρώπους στους οποίους βλάστησε ξανά η καλή θέληση».
Και κοιτάζει με βλέμμα που γι‘ αυτούς τους πρώτους καρπούς των λυτρωμένων κάθε χώρας, είναι σα χάδι.
Και αυτοί Τον κοιτάζουν… Δεν είναι άντρες που κλαίνε εύκολα.
Ποιος ξέρει, στ’ αλήθεια, πόσο κλάμα έχουν προκαλέσει. Τα πρόσωπά τους είναι σαν πολλά βιβλία στα οποία είναι γραμμένο το άθλιο παρελθόν τους, και, αν τώρα
η νέα ζωή κρύβει τη βαρβαρότητα αυτών των λέξεων, είναι ωστόσο αρκετά
αποκρυπτογραφήσιμα ώστε να μας επιτρέψουν να μαντέψουμε από ποιες αβύσσους
υψώνονται ξανά προς το Φως. Κι όμως το πρόσωπό τους καθαρίζει, φωτίζεται, το
βλέμμα τους γίνεται εγκάρδιο, ένα φως υπερφυσικής ελπίδας, ηθικής ικανοποίησης
λάμπει πάνω τους, νιώθοντας αυτό που ο Δάσκαλος λέει: ότι έχουν αναστηθεί στην καλή
θέληση.
Ο Ζακχαίος λέει: «Δηλαδή εγκρίνεις όλα όσα έκανα; Βλέπεις,
Δάσκαλε. Είπα εκείνη τη μέρα: «Θα σε ακολουθήσω» και ήθελα να σε ακολουθήσω
σωματικά. Αλλά εκείνο το βράδυ ο Δημάς ήρθε σε μένα για μια από αυτές… για μια
από αυτές τις διαβόητες αγορές του… και χρειαζόταν χρήματα. Ήρθε από την
Ιερουσαλήμ… γιατί λέγεται αγία, αλλά κάθε ντροπή βρίσκεται σ' αυτήν και οι
πρώτοι που επιθυμούν αυτές τις ντροπές είναι εκείνοι που στη συνέχεια μας
λιθοβολούν σαν να είμαστε λεπροί… Αλλά πρέπει να πω τις αμαρτίες μας, όχι τις δικές
τους. Δεν είχα άλλα χρήματα. Σου τα είχα δώσει. Όλα. Ακόμα και ό,τι ήταν ακόμα μέσα
στο σπίτι ήταν ήδη σαν να είχε δοθεί, γιατί το είχα ήδη ξεχωρίσει για να το
δώσω πίσω σε αυτούς από τους οποίους το έκλεψα με τοκογλυφία.
Του είπα, λοιπόν: «Δεν έχω λεφτά. Αλλά έχω περισσότερα από κάθε
θησαυρό». Και του είπα για τη μεταστροφή μου, τα λόγια Σου, τη γαλήνη που
υπήρχε μέσα μου… Μίλησα τόσο πολύ που το φως της νέας μέρας μπήκε μέσα
φωτίζοντας τα πρόσωπα και κάνοντας τις λάμπες άχρηστες όσο ακόμα μιλούσα. Δεν
ξέρω τι ακριβώς είπα. Ξέρω ότι χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι στο οποίο
καθόμασταν και αναφώνησε: «Ο Ερμής έχασε έναν οπαδό και οι σάτυροι ένα
σύντροφο. Πάρε κι αυτά τα νομίσματα, ανεπαρκή για το έγκλημα, αλλά αρκετά για
ένα καρβέλι ψωμί σε κάποιο ζητιάνο, και πάρε με μαζί σου. Θέλω να γνωρίσω ένα
άρωμα μετά από τόση δυσωδία». Και έμεινε. Πήγαμε μαζί στην Ιερουσαλήμ, εγώ για
να πουλήσω αντικείμενα, εκείνος για να ελευθερωθεί από όλες τις… δεσμεύσεις.
Και στο δρόμο της επιστροφής προσευχήθηκα στο Ναό μετά από
τόσο καιρό, με την αγνή και γαλήνια καρδιά ενός παιδιού — και είπα μέσα μου:
«Δεν είναι κι αυτό σαν να ακολουθώ το Δάσκαλο; Και ίσως καλύτερα έτσι, μένοντας
στην Ιεριχώ όπου οι δύσμοιροι φίλοι μου, τελώνες σαν εμένα, τζογαδόροι,
μαστροποί, τοκογλύφοι, αφού πρώτα υπήρξαν επιθεωρητές καταδίκων και καταδίκων,
δούλων, βασανιστές κάθε δυστυχίας, στρατιώτες χωρίς νόμο και οίκτο, γλεντζέδες
για να ξεχάσουν τις τύψεις τους με το
μεθύσι, που έρχονταν να με επισκεφτούν για να χρησιμοποιήσουν τα καταραμένα
τους χρήματα, ή να μου προτείνουν δουλειές ή να με προσκαλέσουν σε συμπόσια και
άλλες διαβόητες βρωμιές; Η πόλη με περιφρονεί. Οι Εβραίοι πάντα θα με θεωρούν
αμαρτωλό.
Όχι όμως αυτοί. Αυτοί είναι σαν εμένα. Είναι βρώμικοι αλλά ίσως να έχουν κάτι μέσα τους που τους ωθεί να κάνουν καλό και δεν βρίσκουν κανέναν να τους δώσει ένα χέρι, να τους βοηθήσει. Τους βοηθούσα στο κακό. Ίσως αμάρτησαν και λόγω των συμβουλών μου, εξαιτίας αυτού που μερικές φορές τους ζητούσα. Έχω το καθήκον να τους βοηθήσω να έρθουν στο καλό. Όπως έχω ξεπληρώσει αυτούς στους οποίους είχα κάνει κακό, όπως έχω επανορθώσει για τους συμπολίτες μου, έτσι πρέπει να προσπαθήσω να επανορθώσω και γι’ αυτούς. Και έμεινα εδώ. Τώρα ένας, τώρα άλλος, ήρθαν από αυτή την πόλη και από εκείνη, και μιλούσα, μιλούσα. Δεν ήταν όλοι σαν το Δημά. Κάποιοι τράπηκαν σε φυγή αφού πρώτα με περιγέλασαν. Άλλοι έδειξαν αναβλητικότητα, άλλοι σταμάτησαν κάμποσο χρόνο αλλά μετά από λίγο επέστρεψαν στην κόλασή τους. Αυτοί εδώ παρέμειναν. Και τώρα νιώθω ότι πρέπει να σε ακολουθήσω, ότι πρέπει να σε ακολουθήσουμε έτσι παλεύοντας με τον εαυτό μας, κουβαλώντας την περιφρόνηση του κόσμου που δεν μπορεί να μας συγχωρήσει. Δεν λείπουν τα δάκρυα στην καρδιά όταν βλέπουμε ότι ο κόσμος δεν συγχωρεί, όταν οι αναμνήσεις επιστρέφουν… και είναι πολλές και επώδυνες… Σε κάποιες είναι…»
«Η απαίσια Νέμεση που μας κατηγορεί για τα εγκλήματά μας και
που μας υπόσχεται εκδίκηση πέρα από τον τάφο», λέει ένας.
«Είναι οι θρήνοι εκείνων που, όντας εξουθενωμένοι, τους χτύπαγα
για να δουλέψουν».
«Είναι οι κατάρες εκείνων που υποδούλωσα αφού τους πήρα όλα τα υπάρχοντά
τους με τοκογλυφία».
«Είναι τα παρακάλια των χηρών και των ορφανών που δεν μπορούσαν
να πληρώσουν και των οποίων τα τελευταία υπάρχοντα κατάσχεσα στο όνομα του
νόμου».
«Είναι οι αγριότητες που διαπράττονται στις κατακτημένες χώρες πάνω
σε ανυπεράσπιστους τρομοκρατημένους ανθρώπους μετά την ήττα».
«Είναι τα δάκρυα της μητέρας μου, της γυναίκας μου, της κόρης
μου, που πέθαναν από την πείνα, ενώ εγώ σπαταλούσα τα πάντα σε γιορτές».
«Είναι… Ω! το δικό μου έγκλημα είναι χωρίς όνομα! Κύριε, δεν
έχω αίμα στα χέρια μου, δεν έχω κλέψει νομίσματα, δεν έχω επιβάλει υπέρογκους
φόρους, κανένα στραγγαλιστικό τόκο, δεν έχω χτυπήσει τους νικημένους, αλλά έχω
εκμεταλλευτεί όλες τις δυστυχίες και τα αθώα κορίτσια των νικημένων, τα ορφανά,
αυτά που πουλήθηκαν ως εμπόρευμα για ένα καρβέλι ψωμί, και έβγαλα λεφτά.
Ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο εκμεταλλευόμενος αυτές τις ευκαιρίες, πίσω από
στρατούς, όπου υπήρχε λιμός, όπου η υπερχείλιση ενός ποταμού είχε αφαιρέσει
κάθε τροφή, όπου μια πανούκλα είχε αφήσει τους νέους χωρίς προστασία και τους
μετέτρεψα σε εμπόρευμα, κακόφημο αλλά και αθώο εμπόρευμα. Κακόφημο για μένα που
έβγαλα χρήματα από αυτό, αθώο γιατί δεν ήξερα ακόμα τη φρίκη. Κύριε, στα χέρια
μου είναι οι παρθενίες των ατιμασμένων κοριτσιών και η τιμή των νεαρών νυφών
που τις έπαιρνα από τις κατακτημένες πόλεις. Τα εμπορικά μου καταστήματα… και
οι οίκοι ανοχής μου ήταν διάσημοι, Κύριε… Μη με καταραστείς τώρα που ξέρεις!…»
Οι απόστολοι ασυναίσθητα απομακρύνθηκαν από τον τελευταίο που μίλησε. Ο Ιησούς σηκώνεται και πηγαίνει κοντά του. Βάζει το χέρι του στον ώμο του και λέει: «Είναι αλήθεια! Το δικό σου είναι μεγάλο το έγκλημα. Έχεις πολλά να επανορθώσεις. Αλλά εγώ, το Έλεος, σου λέω ότι ακόμα κι αν ήσουν ο ίδιος ο διάβολος και είχες πάνω σου όλα τα εγκλήματα της Γης, αν θέλεις, μπορείς να επανορθώσεις για τα πάντα και να σε συγχωρέσει ο Θεός, ο αληθινός, μεγάλος, πατρικός Θεός. Αν θέλεις. Ένωσε τη θέλησή σου με τη δική Μου. Θέλω κι εσύ να συγχωρεθείς. Ενώσου μαζί Μου. Δώσε μου το φτωχό, κακόφημο, κατεστραμμένο πνεύμα σου που είναι γεμάτο ουλές και εξευτελισμό αφότου άφησες την αμαρτία. Θα το τοποθετήσω στην καρδιά μου, όπου τοποθετώ τους μεγαλύτερους αμαρτωλούς και θα το πάρω μαζί Μου στη λυτρωτική θυσία. Το πανάγιο Αίμα, αυτό της καρδιάς μου, το τελευταίο Αίμα από τα αναλωμένα για τους ανθρώπους, θα χυθεί πάνω στα μεγαλύτερα ερείπια και θα τα αναγεννήσει. Προς το παρόν να έχεις ελπίδα. Μια ελπίδα μεγαλύτερη από το τεράστιο έγκλημά σου μπροστά στο έλεος του Θεού, γιατί είναι απέραντο, ω άνθρωπε, για όσους ξέρουν να το εμπιστεύονται».
Ο άντρας θα ήθελε σχεδόν να πιάσει και να φιλήσει εκείνο το χέρι
που ήταν τοποθετημένο στον ώμο του, τόσο χλωμό και λεπτό πάνω στον καφέ μανδύα του
και στο στιβαρό ώμο του. Δεν τολμάει όμως. Ο Ιησούς καταλαβαίνει και του
προσφέρει το χέρι Του λέγοντας: "Φίλα την παλάμη, φίλε. Θα το ξαναβρώ αυτό
το φιλί για να γιατρέψω ένα μαρτύριο. Φιλημένο χέρι, πληγωμένο χέρι. Φιλημένο
από αγάπη. Πληγωμένο από αγάπη. Ω! αν όλοι ήξεραν πώς να φιλήσουν το μεγάλο
Θύμα, που πέθανε καλυμμένο από ένα μανδύα πληγών, γνωρίζοντας ότι σε καθεμία από
αυτές είναι τα φιλιά, η αγάπη όλων των λυτρωμένων!» και κρατά την παλάμη Του πιέζοντάς
τη πάνω στα ξυρισμένα χείλη του άντρα, που θα έλεγα ότι είναι Ρωμαίος. Το κρατά
εκεί μέχρις ότου ο άνθρωπος αποκολληθεί από αυτή σαν να έχει χορτάσει, αφού
έχει σβήσει το κάψιμο των τύψεων, ρουφώντας το έλεος του Κυρίου από το κοίλωμα
του θείου χεριού.
Ο Ιησούς επιστρέφει στη θέση του και περνώντας κοντά από έναν
πολύ νέο άνδρα, βάζει το χέρι Του στο σγουρό του κεφάλι. Θα έλεγα ότι είναι
μόλις είκοσι χρονών, αν είναι τόσο... Ένας, που δεν έχει μιλήσει μέχρι
τότε. Σίγουρα εβραϊκής φυλής. Ο Ιησούς τον ρωτά: «Κι εσύ, γιε μου, δεν λες
τίποτα στο Σωτήρα σου;»
Ο νεαρός σηκώνει το κεφάλι του και τον κοιτάζει... Ένας
ολόκληρος λόγος βρίσκεται σε αυτό το βλέμμα. Μια ιστορία πόνου, μίσους,
μετάνοιας, αγάπης.
Ο Ιησούς, ελαφρά σκυμμένος πάνω του, με τα μάτια του καρφωμένα
στα δικά του, διαβάζει μερικές σιωπηλές ιστορίες και μετά λέει: «Γι’ αυτό σε
αποκαλώ ‘γιο’. Δεν είσαι πια μόνος. Συγχώρεσε κάθε έναν από το αίμα σου αλλά και
από τους αγνώστους, όπως συγχωρεί και σένα ο Θεός. Και αγάπησε την Αγάπη που σε
έσωσε. Έλα μαζί Μου για ένα λεπτό, θέλω να σου μιλήσω παράμερα».
Ο νεαρός σηκώνεται και τον ακολουθεί. Όταν είναι μόνοι, ο Ιησούς
λέει: «Θέλω να σου πω αυτό, γιε μου. Ο Κύριος σε αγαπάει πολύ, αν και μπορεί να
μην φαίνεται έτσι με μια επιφανειακή ματιά. Η ζωή σε δοκίμασε πολύ. Οι άνθρωποι
σου έκαναν μεγάλο κακό. Και οι δύο θα μπορούσαν να σε είχαν καταστρέψει
ανεπανόρθωτα. Πίσω τους ήταν ο Σατανάς, που ζήλεψε την ψυχή σου.
Μα το μάτι του Θεού ήταν πάνω σου. Κι εκείνο το ευλογημένο μάτι σταμάτησε τους εχθρούς σου. Η αγάπη Του έστειλε το Ζακχαίο στο δρόμο σου. Και με το Ζακχαίο, Εμένα που σου μιλάω. Τώρα, Εγώ που σου μιλάω σου λέω ότι πρέπει να βρεις σε αυτή την αγάπη ό,τι δεν είχες, πρέπει να ξεχάσεις ό,τι σε πίκρανε, και να συγχωρήσεις, να συγχωρήσεις τη μητέρα σου, να συγχωρήσεις τον διαβόητο αφέντη σου, να συγχωρήσεις τον εαυτό σου. Μη μισείς τον εαυτό σου, γιε μου. Μίσησε το χρόνο της αμαρτίας σου, αλλά όχι το πνεύμα σου που μπόρεσε να αφήσει αυτή την αμαρτία. Είθε η σκέψη σου να είναι ένας καλός φίλος για το πνεύμα σου και μαζί να φτάσετε στην τελειότητα».
«Τέλειος, εγώ!;»
«Δεν άκουσες τι είπα σ’ εκείνον τον άνθρωπο; Κι όμως ήταν στον
πάτο της αβύσσου!… Και σ’ ευχαριστώ γιε μου!»
«Για ποιο λόγο, Κύριέ μου; Εγώ είμαι αυτός που πρέπει να σε
ευχαριστήσω...»
«Γιατί δεν θέλησες να πας σ’ εκείνους που εξαγοράζουν άντρες για
να με προδώσουν».
«Ω! Κύριε! Και θα μπορούσα να το κάνω; Αφού ήξερα ότι δεν
περιφρονείς ούτε εμάς τους κλέφτες; Ήμουν επίσης ανάμεσα σ’ εκείνους που σου
έφεραν το αρνί στο Carit. Και ένας από εμάς, που τώρα έχει συλληφθεί από τους
Ρωμαίους – έτσι τουλάχιστον λέγεται, σίγουρα, αφού έχουν να τον δουν στα
κρησφύγετα των κλεφτών πριν από τη γιορτή της Σκηνοπηγίας, μου ανέφερε τα λόγια
σου σε μια κοιλάδα κοντά στο Μοντίν... Γιατί τότε δεν ήμουν ακόμα με τους
κλέφτες. Πήγα εκεί στο τέλος του (μηνός) Adar και τους άφησα στην αρχή του Ethanim.
Αλλά δεν έκανα τίποτα που να αξίζει το ευχαριστώ σου. Ήσουν καλός. Εγώ ήθελα να
είμαι καλός... και για να προειδοποιήσω ένα φίλο δικό σας… μπορώ να σου πω αυτό
για το Ζακχαίο;»
«Ναι, μπορείς να το πεις. Όλοι όσοι με αγαπούν είναι φίλοι μου.
Κι εσύ επίσης».
«Ω!... Ήθελα να σε προειδοποιήσω για να είσαι προσεκτικός. Αλλά
μια προειδοποίηση δεν αξίζει ευχαριστώ...».
«Επαναλαμβάνω: είναι επειδή δεν πούλησες τον εαυτό σου εναντίον
Μου, που σε ευχαριστώ. Αυτό έχει αξία».
«Και η προειδοποίηση όχι;».
«Γιε μου, τίποτα δεν θα μπορέσει να εμποδίσει το Μίσος να μου
επιτεθεί. Έχεις δει ποτέ χείμαρρο που ξεχειλίζει από τις όχθες του;»
«Ναι. Ήμουν κοντά στην Ιαβές Γαλαάδ και είδα το ποτάμι που βγήκε
από την κοίτη του μπροστά στον Ιορδάνη».
«Και ήταν κάτι ικανό να σταματήσει τα νερά;».
«Όχι. Σκέπασαν και κατέστρεψαν τα πάντα. Παρασύρανε ακόμα και
μερικά σπίτια».
«Έτσι είναι το Μίσος. Αλλά δεν θα Με κυριεύσει. Θα βυθιστώ από
αυτό, αλλά δεν θα καταστραφώ. Και στην πιο πικρή ώρα η αγάπη αυτού που δεν
ήθελε να μισήσει τον Αθώο θα είναι η παρηγοριά μου, το φως μου μέσα το σκοτάδι
εκείνης της ώρας του Σκότους, η γλύκα μου στο ποτήρι του κρασιού με τη χολή και
το μύρο».
«Εσύ;… Μιλάς για τον Εαυτό σου σαν… Αυτό το κύπελλο είναι για τους κλέφτες, για εκείνους που πάνε να πεθάνουν στο σταυρό. Αλλά δεν είσαι κλέφτης! Δεν είσαι ένοχος! Είσαι…».
«Ο Λυτρωτής. Δώσε μου ένα φιλί, γιε μου».
Παίρνει το κεφάλι του στα χέρια Του και τον φιλά στο μέτωπο και μετά σκύβει για
να δεχτεί το φιλί του νεαρού. Ένα δειλό φιλί που μόλις και άγγιξε το λεπτό μάγουλό
Του… Και τότε, ο νεαρός πέφτει κλαίγοντας στο στήθος του Ιησού.
«Μην κλαις, γιε μου! Θυσιάζομαι από αγάπη. Και είναι πάντα μια
γλυκιά θυσία, ακόμα κι αν είναι μαρτυρική για την ανθρώπινη φύση».
Τον κρατά στην αγκαλιά του μέχρι να σταματήσει το κλάμα, και μετά επιστρέφει
πίσω, κρατώντας το χέρι του κοντά του, στο μέρος που στεκόταν πριν ο Πέτρος.
Συνεχίζει λέγοντας: «Ενώ τρώγαμε, ένας από εσάς, όχι από τον Ισραήλ, είπε ότι ήθελε να με ρωτήσει να του εξηγήσω κάτι. Κάντε το τώρα, γιατί
σύντομα θα πρέπει να επιστρέψουμε στον κόσμο και να σας αφήσουμε».
«Εγώ το είπα. Αλλά πολλοί θέλουν να μάθουν. Ο Ζακχαίος δεν
μπορεί να το εξηγήσει καλά, ούτε μπορούν άλλοι της θρησκείας Σου που είναι ανάμεσά
μας. Ρωτήσαμε τους μαθητές Σου όταν πέρασαν από εδώ. Αλλά δεν μας μίλησαν καθαρά».
«Τι θέλετε να μάθετε, λοιπόν;»
«Δεν ξέραμε καν ότι είχαμε ψυχή. Δηλαδή... τουλάχιστον θα έπρεπε να ξέραμε, γιατί οι πρόγονοί μας... Αλλά δεν διαβάζαμε τους προγόνους. Ήμασταν σαν τα θηρία... Και δεν ξέραμε πια τι είναι αυτή η ψυχή. Ακόμα και τώρα δεν ξέρουμε. Τι είναι η ψυχή; Η λογική μας, ίσως; Δεν το πιστεύουμε επειδή σε αυτή την περίπτωση θα ήμασταν χωρίς αυτήν και έχουμε ακούσει ότι χωρίς ψυχή δεν υπάρχει ζωή. Τι είναι η ψυχή που μας λένε ότι είναι ασώματη, που μας λένε ότι είναι αθάνατη, αν δεν είναι η λογική; Η σκέψη είναι ασώματη. Αλλά δεν είναι αθάνατη, επειδή τελειώνει με τη ζωή μας. Ακόμα και ο πιο σοφός άνθρωπος δεν σκέφτεται μετά το θάνατο».
Ιησούς: «Η ψυχή δεν είναι σκέψη, άνθρωπε. Η ψυχή είναι το πνεύμα, είναι
η άυλη αρχή της ζωής, η ανεπαίσθητη αλλά αληθινή αρχή που ζωντανεύει ολόκληρο
τον άνθρωπο και που διαρκεί μετά τον άνθρωπο. Γι' αυτό λέγεται αθάνατη. Είναι ένα
τόσο υπέροχο πράγμα που ακόμα και η πιο δυνατή σκέψη δεν είναι τίποτα σε
σύγκριση με αυτήν. Η σκέψη έχει τέλος. Αντίθετα η ψυχή έχει αρχή αλλά δεν έχει τέλος. Ευλογημένη ή καταδικασμένη, συνεχίζει να υπάρχει. Ευλογημένοι
εκείνοι που ξέρουν πώς να την κρατήσουν αγνή ή να την κάνουν ξανά αγνή αφού
πρώτα την έκαναν να χάσει την αγνότητά της, και να την δώσουν πίσω στο Δημιουργό
της όπως Αυτός την χάρισε στον άνθρωπο για να δώσει ζωή στην ανθρώπινη φύση του».
«Μα είναι μέσα μας ή από πάνω μας σαν το μάτι του Θεού;»
«Μέσα μας».
«Φυλακισμένη μέσα μας μέχρι την ώρα του θανάτου, λοιπόν; Σκλάβα;»
«Όχι. Βασίλισσα. Στην αιώνια σκέψη η ψυχή, το πνεύμα, είναι αυτό
που βασιλεύει στον άνθρωπο, στο δημιουργημένο ζώο που ονομάζεται άνθρωπος. Αυτή - προερχόμενη από τον Βασιλιά και Πατέρα όλων των βασιλιάδων και πατέρων, μέρος Του και εικόνα Του, το δώρο Του και το δικαίωμά Του, έχοντας ως αποστολή να
κάνει το πλάσμα που ονομάζεται άνθρωπος βασιλιά του μεγάλου αιώνιου βασιλείου,
να κάνει το πλάσμα που ονομάζεται άνθρωπος, θεό πέρα από τη ζωή, έναν «που
ζει» στην Κατοικία του υπέρτατου, μοναδικού Θεού, - είναι πλασμένη βασίλισσα,
και με την εξουσία και το πεπρωμένο μιας βασίλισσας. Στην υπηρεσία της είναι
όλες οι αρετές και οι ικανότητες του ανθρώπου, υπηρέτης της η καλή θέληση του
ανθρώπου, υπηρέτης της η σκέψη, υπηρέτης και μαθήτρια η σκέψη του ανθρώπου.
Είναι από το πνεύμα που η σκέψη αποκτά δύναμη και αλήθεια, αποκτά δικαιοσύνη
και σοφία και μπορεί να υψωθεί σε βασιλική τελειότητα.
Μια σκέψη στερημένη από το φως του πνεύματος θα είναι πάντα με
κενά και σκοτάδι, δεν μπορεί ποτέ να δώσει λογική σε αλήθειες που, για εκείνους
που είναι χωρισμένοι από το Θεό, έχοντας χάσει τα βασιλικά δικαιώματα της ψυχής
τους, είναι πιο ακατανόητες και από μυστήρια. Η σκέψη του ανθρώπου θα είναι τυφλή,
θα είναι ανόητη, αν της λείπει το βασικό στοιχείο, ο απαραίτητος μοχλός για να
καταλάβει, να υψωθεί, αφήνοντας τη γη και εκτοξευόμενη προς τα πάνω, προς τη Διάνοια,
προς τη Δύναμη, με μια λέξη προς τη Θεότητα. Σου μιλάω έτσι, Demete,
γιατί δεν έκανες πάντα τη δουλειά της ανταλλαγής νομισμάτων και μπορείς να
καταλάβεις και να εξηγήσεις στους άλλους».
«Είσαι αληθινά μάντης, Δάσκαλε. Όχι, δεν είχα πάντα
ανταλλακτήριο νομισμάτων... Πράγματι, αυτό ήταν το τελευταίο σκαλί της
κατηφόρας μου... Πες μου, Δάσκαλε. Αν η ψυχή είναι βασίλισσα, γιατί τότε δεν
βασιλεύει και δεν τιθασεύει την κακή σκέψη και την κακή σάρκα του ανθρώπου;».
«Η τιθάσευση δεν θα ήταν ούτε ελευθερία ούτε θα έφερνε κάποια αξία·
θα ήταν καταπίεση».
«Αλλά η σκέψη και η σάρκα κατακυριεύουν το ίδιο την ψυχή, μιλάω για μένα, για εμάς, και πολύ συχνά την υποδουλώνουν. Γι' αυτό είπα: αν ήταν
μέσα μας με τη μορφή σκλάβας. Πώς μπορεί ο Θεός να επιτρέπει κάτι τόσο υπέροχο
- την όρισες ως «μέρος του Θεού και της εικόνας Του» - να υποτιμηθεί από κάτι
που είναι κατώτερο;».
«Στη θεία Σκέψη δεν έπρεπε να γνωρίσει η ψυχή τη σκλαβιά. Ξεχνάς
όμως τον εχθρό του Θεού και του ανθρώπου; Τα πνεύματα του κάτω κόσμου είναι
γνωστά και σε σένα».
«Ναι, και όλα με απαίσιες επιθυμίες. Και μπορώ να πω ότι, καθώς θυμάμαι το παιδί που ήμουν, μόνο σε αυτά τα κολασμένα πνεύματα μπορώ να αποδώσω τον άντρα που έγινα, φθάνοντας μέχρι και το κατώφλι του γήρατος. Τώρα βρίσκω το χαμένο παιδί του τότε. Μπορώ όμως να γίνω ένα τέτοιο παιδί ώστε να επιστρέψω στην αγνότητα του τότε; Επιτρέπεται η επιστροφή πίσω στο χρόνο;»
«Δεν χρειάζεται να πας προς τα πίσω. Δεν θα μπορούσες να το
κάνεις. Ο χρόνος που πέρασε δεν επιστρέφει ποτέ, δεν γίνεται να επιστρέψει,
ούτε μπορεί κανείς να επιστρέψει σε αυτόν. Αλλά δεν είναι απαραίτητο.
Μερικοί από εσάς είστε από μέρη όπου είναι γνωστή η θεωρία της
Πυθαγόρειας σχολής (σημ.: της μετενσάρκωσης). Εσφαλμένη θεωρία. Οι ψυχές, μόλις
τελειώσει η παραμονή τους στη Γη, δεν επιστρέφουν ποτέ στη Γη σε κανένα σώμα. Ούτε
σε ζώου, αφού δεν ταιριάζει κάτι τόσο υπερφυσικό όπως αυτές να κατοικούν μέσα σε
κτήνη, ούτε σε ανθρώπου, γιατί πώς θα ήταν δυνατόν να δοθεί μια ανταμοιβή στο
σώμα που θα επανενωθεί με την ψυχή στην Έσχατη Κρίση, αν αυτή η ψυχή είχε πολλά
σώματα ως ενδυμασία; Λέγεται, από όσους πιστεύουν στην παραπάνω θεωρία, ότι
είναι το τελευταίο σώμα που απολαμβάνει, επειδή, μέσω διαδοχικών εξαγνισμών σε
διαδοχικές ζωές, η ψυχή μόνο στην τελευταία μετενσάρκωση φτάνει στην τελειότητα
που της αξίζει ανταμοιβή.
Σφάλμα και προσβολή! Σφάλμα και προσβολή προς το Θεό, με το να παραδέχεται κάποιος ότι ο Θεός δεν μπορεί να έχει δημιουργήσει περισσότερες από έναν
περιορισμένο αριθμό ψυχών. Σφάλμα και προσβολή προς τον άνθρωπο, κρίνοντάς τον
τόσο διεφθαρμένο που δύσκολα του αξίζει μια ανταμοιβή και ότι δεν θα ανταμειφθεί
αμέσως αλλά θα πρέπει να υποβληθεί σε εξαγνισμό μετά τη ζωή, 99 φορές στις 100.
Αλλά η κάθαρση είναι προετοιμασία για χαρά. Επομένως, αυτός που εξαγνίζει τον
εαυτό του είναι ήδη κάποιος που έχει σωθεί. Και εφόσον έχει σωθεί, θα απολαμβάνει,
μετά την Έσχατη Ημέρα, μαζί με το σώμα του. Δεν θα μπορεί να έχει τίποτε άλλο
παρά ένα σώμα για την ψυχή του, μια ζωή, εδώ, και με το σώμα που του έφτιαξαν οι γεννήτορές
του και με την ψυχή που δημιούργησε γι’ αυτόν ο Δημιουργός, για να δώσει ζωή στη
σάρκα του, θα απολαύσει την ανταμοιβή.
Η μετενσάρκωση δεν επιτρέπεται, όπως δεν επιτρέπεται να πάει
κανείς πίσω στο χρόνο. Αλλά το να αναδημιουργεί τον εαυτό του με μια κίνηση
ελεύθερης βούλησης, ναι, επιτρέπεται, και ο Θεός ευλογεί αυτή τη βούληση και τη βοηθά. Όλοι σας την έχετε.
Να εδώ, λοιπόν, ο αμαρτωλός, μοχθηρός, βρώμικος, παραβατικός,
κλέφτης, ο διαφθείρων και διεφθαρμένος, ο δολοφόνος, ιερόσυλος, μοιχός άνθρωπος,
κάτω από το λουτρό της μετάνοιας πνευματικά αναγεννημένος, καταστρέφει τον
διεφθαρμένο πολτό του παλαιού ανθρώπου, διαλύοντας τον εαυτό σχεδόν σαν η
θέληση για λύτρωση να είναι ένα οξύ που επιτίθεται και καταστρέφει το αρρωστημένο
περίβλημα όπου είναι κρυμμένος ο θησαυρός και, έχοντας αποκαλύψει το πνεύμα
του, το καθαρίζει, το θεραπεύει, το ντύνει με μια νέα σκέψη, με ένα νέο αγνό,
καλό, κοριτσίστικο ένδυμα.
Ω! Ένα ένδυμα που μπορεί να πλησιάσει το Θεό, που μπορεί να
καλύψει επάξια την αναδημιουργημένη ψυχή, και να τη φυλάξει και να τη βοηθήσει
μέχρι την υπερδημιουργία της που είναι η ολοκληρωμένη αγιότητα, που αύριο – ένα αύριο
ίσως μακρινό, αν το δει κανείς με το ανθρώπινο μυαλό και μέτρο χρόνου, αλλά πολύ
κοντινό, αν το συλλογιστεί με σκέψεις αιωνιότητας – θα είναι ένδοξο στη
Βασιλεία του Θεού. Και ο καθένας μπορεί, αν θέλει, να ξαναδημιουργήσει μέσα του
το αγνό παιδί της παιδικής ηλικίας, το στοργικό, ταπεινό, ειλικρινές, καλό
παιδί, που η μητέρα του κρατούσε στην αγκαλιά της, που ο πατέρας το κοίταζε και καυχιόταν,
που ο άγγελος του Θεού αγαπούσε και το οποίο ο Θεός φρόντιζε με αγάπη.
Οι μητέρες σας! Ίσως να ήταν γυναίκες με μεγάλη αρετή... Ο Θεός
δεν θα αφήσει την αρετή τους χωρίς ανταμοιβή. Φροντίστε λοιπόν να έχετε κάποιον ισότιμο, για να ενωθείτε
μαζί του όταν θα υπάρχει μόνο ένα πράγμα για όλους τους ενάρετους: η Βασιλεία
του Θεού για τους καλούς. Ίσως να μην ήταν καλές και να συνέβαλαν στην
καταστροφή σας. Αν όμως δεν σας αγάπησαν, αν δεν γνωρίζετε την αγάπη, αν αυτή η
έλλειψη σάς έχει κάνει κακούς, τώρα που μια θεϊκή Αγάπη σας έχει συγκεντρώσει,
να είστε άγιοι για να μπορείτε να απολαμβάνετε με ουράνια χαρά την Αγάπη που
ξεπερνά κάθε αγάπη. Έχετε κάτι άλλο να ρωτήσετε;»
«Όχι, Κύριε. Έχουμε να μάθουμε τα πάντα. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν
μπορούμε να βρούμε κάτι άλλο...»
«Θα αφήσω τον Ιωάννη και τον Ανδρέα μαζί σας για λίγες μέρες.
Μετά θα στείλω μερικούς καλούς και σοφούς μαθητές εδώ. Θέλω τα άγρια πουλάρια
να γνωρίσουν τους δρόμους του Κυρίου και τα βοσκοτόπια Του όπως επίσης και
εκείνα του Ισραήλ, γιατί έχω έρθει για όλους και τους αγαπώ όλους με τον ίδιο
τρόπο. Σηκωθείτε και ας πηγαίνουμε».
Και είναι ο πρώτος που βγαίνει στον αλλαγμένο κήπο,
ακολουθούμενος κατά πόδας από τους μαθητές του, που παραπονιούνται γλυκά:
«Δάσκαλε, σε αυτούς μίλησες έτσι όπως σπάνια μιλάς στους εκλεκτούς σου...»
«Και στεναχωριέστε; Δεν ξέρετε ότι αυτό γίνεται και στον κόσμο
όταν θέλεις να κατακτήσεις κάποιον που αγαπάς; Αλλά με αυτούς που ξέρουμε ότι
μας αγαπούν με όλο τους το είναι και είναι πλέον μέρος της οικογένειάς μας, δεν
χρειάζεται η τέχνη της κατάκτησης. Αρκεί να βλέπουμε ο ένας τον άλλον για να
είμαστε ο ένας μέσα στον άλλο με χαρά και ειρήνη», λέει ο Ιησούς με ένα θεϊκό
χαμόγελο.
Και οι απόστολοι δεν παραπονιούνται πλέον, αλλά τον κοιτούν
μακάρια, χάνοντας τον εαυτό τους στη χαρά να αγαπούν ο ένας τον άλλον.
ΠΗΓΗ: "The Poem of Man-God" που γράφτηκε όλο καθ' υπαγόρευση εκ μέρους του Ιησού στην Μαρία Βαλτόρτα. Το παραπάνω κείμενο δόθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1946.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη
Σχόλια