Μάθημα Γάμου (Σε μια πεθερά δυσαρεστημένη από τη νύφη της).

Λίγα λόγια για τη Μαρία Βαλτόρτα.

Στις αρχές του 1943, η Ιταλίδα Μαρία Βαλτόρτα, που ήταν άρρωστη για εννέα χρόνια (ήταν παράλυτη από τη μέση και κάτω), προσκλήθηκε από τον πατέρα Migliorini, τον πνευματικό της ιερέα και εξομολογητή, να γράψει τα απομνημονεύματα της ζωής της. Μετά από έναν δισταγμό, συμφώνησε. Καθισμένη στο κρεβάτι και με το σημειωματάριο στα γόνατά της γέμισε 761 σελίδες σε λιγότερο από δύο μήνες, επιδεικνύοντας ένα αξιοσημείωτο λογοτεχνικό ταλέντο και ανοίγοντας την ψυχή της με μια απροκάλυπτη αυτοπεποίθηση.

Ήταν μετά την παράδοση των επτά χειρόγραφων τετραδίων στον εξομολογητή της, όταν μια φωνή ήδη γνώριμη στο πνεύμα της, άρχισε να της υπαγορεύει μια σελίδα θεϊκής σοφίας, που ήταν το σημάδι απρόσμενης καμπής. Ήταν 23 Απριλίου 1943, Μεγάλη Παρασκευή. Η Μαρία έστειλε και κάλεσε τον πατέρα Migliorini, ο οποίος ήρθε αμέσως κοντά της και την καθησύχασε για την υπερφυσική προέλευση της «υπαγόρευσης», ξεκινώντας έτσι, με αυτή την έγκριση, μια εκπληκτική δραστηριότητα ως μυστικιστική συγγραφέας.  Έγραφε κάθε μέρα για χρόνια, μέχρι που γέμισε 122 τετράδια, τα οποία προστέθηκαν στα 7 της Αυτοβιογραφίας της. Το πιο μεγάλο σε μέγεθος έργο της είναι «Το Ευαγγέλιο όπως μου αποκαλύφθηκε» και αυτός που έκανε την υπαγόρευση ήταν ο Ίδιος ο Ιησούς, ο οποίος της έδειχνε σε οράματα τη ζωή Του, των 3 χρόνων της δημόσιας διακονίας Του. Από αυτή την αποκάλυψη μαθαίνουμε γεγονότα που άλλοτε περιγράφονται και άλλοτε όχι, στα 4 Ευαγγέλια. Ο Ιησούς θέλησε με τον τρόπο αυτό να μας φέρει πιο κοντά Του, να τον γνωρίσουμε καλύτερα, κάνοντάς μας να Τον αγαπήσουμε περισσότερο. 

Λέει η Μαρία Βαλτόρτα: 

Τα δασώδη και εύφορα βουνά όπου βρίσκεται η Giscala προσφέρουν ανακούφιση με το πράσινο, τα αεράκια, τα νερά και τους ορίζοντες που είναι πάντα ποικίλοι και όμορφοι ανάλογα με το αν ο δρόμος στρίβει σε αυτό ή εκείνο το σημείο. Στα βόρεια υπάρχουν διαδοχικά δασώδεις κορυφές με τα πιο ποικίλα πράσινα, θα έλεγα μια ανάβαση της γης προς το γαλάζιο στερέωμα στο οποίο φαίνεται να προσφέρει, σε ευγνωμοσύνη προς τα νερά και τις ακτίνες που της δίνει, όλες τις φυτικές ομορφιές της… Και μετά, στα νότια, το Θαβώρ με τη χαρακτηριστική του κορυφή και τον μικρό Ερμώνα, καταπράσινο, να ακολουθεί την πεδιάδα Εσδραελόν, της οποίας την έκταση μπορεί να μαντέψει κανείς από τον απέραντο ορίζοντα που δεν διακόπτεται από υψώματα βουνών, και ακόμη πιο κάτω, τα ψηλά βουνά της Σαμάρειας, που εκτείνονται πέρα από τα μάτια του ανθρώπου ως την Ιουδαία. Το μόνο που δεν φαίνεται είναι η δυτική πλευρά, όπου πρέπει να υπάρχει το όρος Κάρμηλος (Καρμέλ) και η πεδιάδα που πηγαίνει προς την Πτολεμαΐδα...   

Κάνω μια προσπάθεια να δώσω το τοπογραφικό όραμα, γιατί νομίζω ότι αυτό δεν το έχω δώσει ποτέ από τα βουνά που βρίσκεται η Giscala, μια από τις πιο όμορφες όψεις της Παλαιστίνης…

Ο Ιησούς προχωρά ακολουθώντας το δρόμο ανάμεσα στα βουνά, άλλοτε μόνος του, άλλοτε ενωμένος με αυτόν ή τον άλλον μεταξύ των αποστόλων Του. Τώρα σταματάει να χαϊδέψει τα παιδιά ενός βοσκού που παίζουν κοντά στο κοπάδι και δέχεται το γάλα που ο βοσκός, που τον έχει αναγνωρίσει ως Ραβίνο, του τον περιέγραψαν άλλοι που τον είδαν, θέλει να Του προσφέρει: «για σένα και για τους δικούς σου».

Κάποια άλλη φορά ακούει μια ηλικιωμένη γυναίκα που, χωρίς να ξέρει ποιος είναι, του λέει για τα οικογενειακά της δεινά και για μια νύφη της που είναι δύστροπη και χωρίς κανένα σεβασμό. Ενώ λυπάται την ηλικιωμένη, ο Ιησούς την προτρέπει να κάνει υπομονή, να πείσει για την καλοσύνη με την καλοσύνη της:
«Πρέπει να είσαι μητέρα ακόμα κι αν δεν είναι κόρη σου. Να είσαι ειλικρινής: αν αντί για νύφη ήταν κόρη σου, θα σου φαίνονταν τόσο σοβαρά τα ελαττώματα της;»

Η ηλικιωμένη σκέφτεται… και μετά ομολογεί: «Όχι… Αλλά η κόρη είναι πάντα κόρη…».

«Και αν μια από τις κόρες σου, σου έλεγε ότι στο σπίτι του γαμπρού η μητέρα του την κακομεταχειρίζεται, τι θα έλεγες;».

«Ότι είναι κακό. Γιατί πρέπει να της διδάξει τα έθιμα του σπιτιού - κάθε σπίτι έχει τα δικά του - με ευγένεια, ειδικά αν η νύφη είναι νέα. Θα έλεγα ότι πρέπει να της θυμίζει τότε που ήταν νιόπαντρη και πόσο χαιρόταν από την αγάπη της πεθεράς της, αν ήταν αρκετά ευγενική να τη βρει καλή και πόσο υπέφερε αν είχε κακή πεθερά. Ω! Θα υπερασπιζόμουνα την κόρη μου!»

«Πόσων χρονών είναι η νύφη σου;

«Δεκαοχτώ, Ραβί. Είναι παντρεμένη με τον Ιακώβ τρία χρόνια».

«Πολύ νέα. Είναι πιστή στον άντρα της;»

«Α! Ναι. Πάντα στο σπίτι και όλο αγάπη γι' αυτόν και το μικρό Λεβί και τη μικρή, τη νεογέννητη Άννα, σαν εμένα. Γεννήθηκε το Πάσχα... Είναι τόσο όμορφη!...».

«Ποιος ήθελε να την λένε Άννα;»

«Η Μαρία, ε! Λεβί ήταν το όνομα του πεθερού της και ο Ιακώβ το έδωσε στον πρωτότοκο, και η Μαρία, όταν απέκτησε το κοριτσάκι, είπε: «Αυτό θα πάρει το όνομα της μητέρας σου».

«Και δεν νομίζεις ότι αυτό είναι αγάπη και σεβασμός;»

Η γιαγιά σκέφτεται... Ο Ιησούς συνεχίζει: «Είναι τίμια, είναι όλο στο σπίτι, είναι μια στοργική σύζυγος και μητέρα, είναι πρόθυμη να σου δώσει χαρά... Θα μπορούσε να είχε δώσει στην κόρη της το όνομα της μητέρας της, έβαλε το δικό σου... τιμά το σπίτι σου με τη συμπεριφορά της...»

«Ω! αυτό ναι! Δεν είναι σαν εκείνη την άθλια Ιεζάβελ».

«Λοιπόν; Γιατί κάνεις παράπονα γι’ αυτήν; Δεν νομίζεις ότι έχεις δύο μέτρα με το να κρίνεις τη νύφη διαφορετικά από το πώς θα έκρινες μια κόρη;...»

«Είναι αυτό… είναι αυτό… μου πήρε την αγάπη του γιου μου. Πριν ήταν τα πάντα για μένα, τώρα την αγαπάει περισσότερο από μένα…». Ο αιώνια αληθινός λόγος για τις προκαταλήψεις των πεθερών ξεχειλίζει τελικά από την καρδιά της γιαγιάς μαζί με τα δάκρυα από τα μάτια της.

«Επιτρέπει ο γιος σου να σου λείπει κάτι; Σε έχει παραμελήσει από τότε που είναι παντρεμένος;…»

«Όχι. Δεν μπορώ να πω. Αλλά εν ολίγοις, τώρα ανήκει στη γυναίκα του...» και τα δάκρυά της γκρινιάζουν πιο δυνατά.

Ο Ιησούς έχει ένα ήρεμο χαμόγελο οίκτου για τη ζηλιάρα γριά. Όμως, γλυκός όπως πάντα, δεν μαλώνει. Λυπάται τα βάσανα της μητέρας και προσπαθεί να τη γιατρέψει. Ακουμπάει το χέρι του στον ώμο της ηλικιωμένης γυναίκας σαν να την καθοδηγεί γιατί τα δάκρυά της την τυφλώνουν, ίσως για να την κάνει να νιώσει τόση αγάπη από Αυτόν με την επαφή Του που παρηγορεί και γιατρεύει, και της λέει:

«Μάνα, και δεν είναι καλό που είναι έτσι; Ο άντρας σου το έκανε μαζί σου, και η μητέρα του δεν τον έχασε, όπως λες και νομίζεις, αλλά τον είχε λιγότερο δικό της, επειδή ο άντρας σου μοιράστηκε την αγάπη του ανάμεσα στη μητέρα του και σε σένα. Και ο πατέρας του άντρα σου, με τη σειρά του, είχε παραιτηθεί εντελώς από τη μητέρα του για να αγαπήσει τη μητέρα των παιδιών του. Και ούτω καθεξής από γενιά σε γενιά, πηγαίνοντας πίσω στους αιώνες μέχρι την Εύα, την πρώτη μητέρα που είδε τα παιδιά της να μοιράζονται την αγάπη που είχαν για τους γονείς τους, με τις γυναίκες τους. Δεν λέει όμως η Γένεση: «Ιδού επιτέλους οστό από τα οστά μου και σάρκα από τη σάρκα μου... Ο άντρας θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του γι' αυτήν και θα ενωθεί με τη γυναίκα του και οι δύο θα είναι μία σάρκα;» Θα πεις: «Ήταν λόγια ανδρός (του Αδάμ)». Ναι. Αλλά από ποιον άντρα;  Ήταν σε κατάσταση αθωότητας και Χάρης. Σκεφτόταν λοιπόν χωρίς σκιές τη Σοφία που τον είχε δημιουργήσει και γνώριζε τις αλήθειες Της. Με χάρη και αθωότητα κατείχε και τα άλλα χαρίσματα του Θεού στο έπακρο. Με τις αισθήσεις υποταγμένες στη λογική, είχε ένα μυαλό άθικτο από τους ατμούς της λαγνείας. Γιατί η γνώση, ανάλογη της κατάστασής του, μιλούσε λόγια σοφίας.

Έτσι ήταν προφήτης. Γιατί ξέρεις ότι ένας προφήτης μιλάει εν ονόματι κάποιου άλλου. Και δεδομένου ότι ο προφήτης μιλάει πάντα για πράγματα που σχετίζονται με το πνεύμα και το μέλλον, ακόμη και αν φαινομενικά σχετίζονται με τον παρόντα χρόνο και τη σάρκα – γιατί στις αμαρτίες της σάρκας και στις πράξεις του παρόντος χρόνου βρίσκονται οι σπόροι των μελλοντικών τιμωριών, με άλλα λόγια οι πράξεις του μέλλοντος έχουν τη ρίζα τους σε ένα αρχαίο γεγονός. Για παράδειγμα, ο ερχομός του Σωτήρα έχει τη ρίζα του στην ενοχή του Αδάμ και οι τιμωρίες του Ισραήλ, που είχαν προβλεφθεί από τους προφήτες, προήλθαν από τη συμπεριφορά του Ισραήλ — έτσι αυτός που κινεί τα χείλη τους για να μιλήσουν για πράγματα του πνεύματος μπορεί να είναι μόνο το αιώνιο Πνεύμα, που βλέπει τα πάντα σε ένα αιώνιο παρόν. Και το αιώνιο Πνεύμα μιλάει σε αγίους, γιατί δεν μπορεί να κατοικεί στους αμαρτωλούς. Ο Αδάμ ήταν άγιος, δηλαδή η δικαιοσύνη ήταν πλήρης μέσα του και η παρουσία όλων των αρετών ήταν μέσα του, επειδή ο Θεός είχε εμποτίσει το πλάσμα Του με την πληρότητα των χαρισμάτων Του.

Τώρα, για να φτάσει ο άνθρωπος στη δικαιοσύνη και στην κατοχή αρετών, πρέπει να εργαστεί σκληρά, γιατί οι δυνάμεις του κακού βρίσκονται μέσα του. Αλλά στον Αδάμ δεν βρίσκονταν εκείνες οι εστίες, αντίθετα ήταν η Χάρη που τον έκανε ελαφρώς κατώτερο από τον Θεό Δημιουργό του. Γι' αυτό τα χείλη του έλεγαν λόγια Χάρης. Ο λόγος της αλήθειας είναι λοιπόν ο εξής: «Ο άνδρας θα αφήσει τον πατέρα και τη μητέρα του για τη γυναίκα του και θα ενωθεί μαζί της και θα είναι μια σάρκα». Αυτό είναι τόσο απόλυτο και αληθινό, ώστε ο Ευλογημένος, για να παρηγορήσει τις μητέρες και τους πατέρες, έβαλε την τέταρτη εντολή στον Νόμο Του: «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Προσταγή που δεν τελειώνει με το γάμο του άντρα, αλλά διαρκεί και πέρα από το γάμο. Πριν, ενστικτωδώς, οι καλοί τιμούσαν τους γονείς τους ακόμα και αφού τους είχαν αφήσει για να κάνουν νέα οικογένεια. Από τον Μωυσή και μετά είναι υποχρέωση του Νόμου. Και αυτό για να απαλύνουν τους πόνους των γονιών, που πάρα πολλές φορές ξεχάστηκαν από τα παιδιά τους, μετά τον γάμο τους. Όμως ο Νόμος δεν έχει ακυρώσει το προφητικό ρητό του Αδάμ: «Ο άντρας θα αφήνει πατέρα και μητέρα για τη γυναίκα του». Ήταν σωστά λόγια και ζουν ακόμα. Καθρέφτιζαν τη σκέψη του Θεού. Και η σκέψη του Θεού είναι αμετάβλητη γιατί είναι τέλεια.

Εσύ, μάνα, πρέπει λοιπόν να δεχτείς χωρίς εγωισμό την αγάπη του γιου σου για τη γυναίκα του. Και θα είσαι άγια. Άλλωστε, κάθε θυσία έχει μια ανταμοιβή στη Γη. Δεν είναι γλυκό να φιλάς τα εγγόνια σου, τα παιδιά του γιου σου; Και ο βραδινός αλλά και ο τελευταίος σου ύπνος δεν θα είναι ήρεμος με τη λεπτή αγάπη μιας κόρης κοντά σου, που θα πάρει τη θέση εκείνων που δεν έχεις πια στο σπίτι;…»

«Πώς ξέρεις ότι οι κόρες μου, όλες μεγαλύτερες από τον γιο, είναι παντρεμένες και μακριά;... Είσαι κι εσύ προφήτης; Ραβίνος είσαι. Οι φιόγκοι των ρούχων σου το λένε και, ακόμα κι αν δεν τους είχες, το λέει ο λόγος σου. Γιατί μιλάς σαν μεγάλος γιατρός. Είσαι ίσως φίλος του Γαμαλιήλ;  Ήταν εδώ μόλις προχθές. Τώρα, δεν ξέρω... Και πολλοί ραβίνοι ήταν μαζί του, και πολλοί από τους αγαπημένους του μαθητές. Αλλά εσύ μάλλον έφτασες αργά».

«Γνωρίζω τον Γαμαλιήλ. Αλλά δεν πάω σε αυτόν. Δεν θα μπω καν στη Giscala…»

«Ποιος είσαι; Σίγουρα ένας ραβίνος. Και μιλάς καλύτερα ακόμα και από τον Γαμαλιήλ...»

«Τότε κάνε όπως σου λέω. Και η ειρήνη θα είναι μέσα σου. Αντίο μάνα. Εγώ συνεχίζω το δρόμο Μου. Εσύ μπες στην πόλη».

«Ναι... η Μάνα!... Οι άλλοι ραβίνοι δεν είναι τόσο ταπεινοί με μια φτωχή γυναίκα... Σίγουρα αυτή που σε γέννησε είναι πιο αγία από την Ιουδήθ, αν σου έδωσε αυτή τη γλυκιά καρδιά για κάθε πλάσμα».

«Αληθινά είναι Αγία».

«Πες μου το όνομά της».

«Μαρία».

«Και το δικό σου;»

«Ιησούς».

«Ιησούς!…». Η ηλικιωμένη γυναίκα μένει άναυδη από την έκπληξη. Η είδηση την παραλύει και μένει ακίνητη εκεί που την άκουσε.

«Αντίο, γυναίκα. Η ειρήνη μαζί σου» και ο Ιησούς φεύγει γρήγορα, σχεδόν τρέχοντας, προτού συνέλθει από τις σκέψεις γι’ Αυτόν. Και οι απόστολοι τον ακολουθούν με τον ίδιο ρυθμό, που κάνει τα ρούχα τους να φτερουγίζουν, ενώ τους καταδιώκουν οι κραυγές της γυναίκας που παρακαλεί: «Σταματήσετε! Ραβίνε Ιησού! Σταμάτα! Θέλω να σου πω κάτι…».

Επιβραδύνουν όταν πια τα πυκνά δασώδη βουνά τους έχουν κρύψει ξανά, και δεν φαίνεται ο δρόμος που οδηγεί στη Giscala και που ξεκινά από αυτό το μονοπάτι για τα ζώα.

«Τι καλά που μίλησες στη γυναίκα», λέει ο Βαρθολομαίος.

«Μάθημα από διδάσκαλο! Άσχημο που ήταν μόνη…» παρατηρεί ο Ιάκωβος του Αλφαίου.

«Θέλω να θυμάμαι αυτά τα λόγια...» αναφωνεί ο Πέτρος.

«Η γυναίκα κατάλαβε, ή περίπου, μετά που είπες το όνομά σου... τώρα θα πάει να πει για σένα στην πόλη...» λέει ο Θωμάς.

«Αρκεί να μην πειράξει τις σφήκες και μας τις πετάξει!» μουρμουρίζει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.

«Ω, είμαστε μακριά τώρα!… Και μέσα σε αυτά τα δάση δεν θα μείνουν ίχνη και δεν θα έχουμε καμία αναστάτωση», λέει αισιόδοξα ο Ανδρέας.

«Ακόμα κι αν είχαμε!... Είναι η ειρήνη που ξαναέχτισα σε μια οικογένεια», απαντά ο Ιησούς σε όλους.

«Μα πώς γίνεται! Όλες οι πεθερές ίδιες!» λέει ο Πέτρος.

«Όχι. Γνωρίσαμε και μερικές καλές. Θυμάσαι την πεθερά της Ιερούσας στη Δοκό; Και την πεθερά της Δορκάδας στην Καισάρεια του Φιλίππου;»

«Ναι, Ιάκωβε... Υπάρχουν και μερικές καλές...», συμφωνεί ο Πέτρος. (Αλλά σίγουρα πιστεύει ότι η δική του είναι ένα βάσανο).

«Θα σταματήσουμε και θα φάμε. Μετά θα ξεκουραστούμε για να φτάσουμε στο χωριό της κοιλάδας για τη νύχτα», διατάζει ο Ιησούς.

Και σταματούν σε μια μικρή πράσινη κοιλάδα, που μοιάζει με το εσωτερικό ενός μεγάλου σμαραγδένιου κοχυλιού, σκαλισμένη στο βουνό και ανοιχτή για να υποδέχεται τους προσκυνητές στην ησυχία της. Το φως είναι απαλό, παρά την ώρα, εξαιτίας των δέντρων που, ψηλά και δυνατά σχηματίζουν θόλο και το θρόισμα τους ακούγεται πάνω από το λιβάδι. Η θερμοκρασία είναι ήπια λόγω της αύρας που κυλάει από πάνω από τα βουνά. Μια μικρή πηγή βγάζει μια ασημένια κλωστή νερού ανάμεσα από δύο σκοτεινούς ογκόλιθους και σιγοτραγουδάει καθώς χάνεται στο πυκνό γρασίδι, ένα μικροσκοπικό κρεβάτι που έχει σκαφτεί στο φάρδος μιας παλάμης, καλυμμένο ολόκληρο από τα τρυφερά κοτσανάκια που ταλαντεύονται από το αεράκι στις όχθες του και μετά κατεβαίνει, σχηματίζοντας ένα καταρράκτη παιδικής κούκλας, καθώς αναπηδά συγκρατημένα. Ο ορίζοντας ανάμεσα από τους δύο δυνατούς κορμούς, δείχνει να ατμοποιείται στο βάθος, προς τα βουνά του Λιβάνου, κάτι το υπέροχο…

ΠΗΓΗ: Ο Τόμος Ζ΄ κεφ. 470 "Το Ευαγγέλιο όπως μου αποκαλύφθηκε".

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;