H φρικτή Μαστίγωση


Η Μαστίγωση του Ιησού όπως την περιγράφει η οσία Άννα Καταρίνα Έμμερικ, μοναχή και οραματίστρια που έζησε μεταξύ 1774-1824.

Ο πιο αδύναμος και αναποφάσιστος από όλους τους δικαστές, ο Πιλάτος, είχε επαναλάβει πολλές φορές τα ποταπά λόγια: «Δεν βρίσκω έγκλημα σε Αυτόν: θα Τον τιμωρήσω, λοιπόν, και θα Τον αφήσω να φύγει», στα οποία οι Εβραίοι συνέχιζαν να λένε: «Σταύρωσέ Τον! Σταύρωσέ Τον!», αλλά αυτός αποφάσισε να εμμείνει στην απόφασή του και να μην καταδικάσει τον Ιησού σε θάνατο, και διέταξε να Τον μαστιγώσουν σύμφωνα με τον τρόπο των Ρωμαίων. Οι φρουροί λοιπόν διατάχθηκαν να Τον οδηγήσουν μέσα από το εξαγριωμένο πλήθος στο φόρουμ, κάτι που έκαναν με τη μέγιστη βαρβαρότητα, ενώ συγχρόνως Τον κακοποιούσαν χτυπώντας Τον με τα ραβδιά τους. Η πέτρινη κολώνα όπου μαστίγωναν τους εγκληματίες βρισκόταν στα βόρεια του παλατιού του Πιλάτου, κοντά στο φρουραρχείο. Σύντομα έφτασαν οι δήμιοι, κουβαλώντας μαστίγια, ράβδους και σχοινιά τα οποία πέταξαν στη βάση της. Ήταν έξι στον αριθμό, μαυριδεροί, μελαψοί άνδρες, κάπως κοντύτεροι από τον Ιησού. Το στήθος τους ήταν καλυμμένο με ένα κομμάτι δέρμα ή με κάποια βρώμικα πράγματα. Η μέση τους ήταν ζωσμένη με φαρδιά ζώνη και τα τριχωτά, νευρώδη μπράτσα τους γυμνά. Ήταν κακοποιοί από τα σύνορα της Αιγύπτου, που είχαν καταδικαστεί για τα εγκλήματά τους σε σκληρή εργασία, και απασχολούνταν κυρίως στην κατασκευή αρδευτικών καναλιών και στην ανέγερση δημόσιων κτιρίων, οι πιο εγκληματίες που επιλέχθηκαν ως δήμιοι στο Πραιτώριο.

Αυτοί οι σκληροί άνδρες είχαν πολλές φορές μαστιγώσει μέχρι θανάτου φτωχούς εγκληματίες σε αυτόν τον πυλώνα. Έμοιαζαν με άγρια θηρία ή δαίμονες και έδειχναν μισομεθυσμένοι. Χτύπησαν τον Ιησού με τις γροθιές τους και τον έσερναν από τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένος, αν και τους ακολούθησε χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση, και, τελικά, τον έσπρωξαν με βία χτυπώντας Τον βάρβαρα στην κολώνα. Αυτή η κολώνα, τοποθετημένη στο κέντρο της αυλής, στεκόταν μόνη της και δεν χρησίμευε για τη στήριξη κανενός τμήματος του κτιρίου. Δεν ήταν πολύ ψηλή, γιατί ένας ψηλός άντρας μπορούσε να αγγίξει την κορυφή της απλώνοντας το χέρι του. Στην κορυφή υπήρχε ένα μεγάλο σιδερένιο δαχτυλίδι, και δύο δαχτυλίδια και γάντζοι λίγο πιο κάτω. Είναι εντελώς αδύνατο να περιγράψει κανείς τη σκληρότητα που έδειξαν αυτοί οι τραμπούλοι προς τον Ιησού: έσκισαν τον λευκό μανδύα του τρελού με τον οποίο Τον είχαν ντύσει, για να Τον χλευάσουν, στην αυλή του Ηρώδη, και παραλίγο να Τον ρίξουν ξανά σμε το πρόσωπο στο έδαφος.

Ο Ιησούς έτρεμε και ανατρίχιαζε καθώς στεκόταν μπροστά στην κολώνα και έκανε προσπάθεια να βγάλει τα ρούχα Του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά τα χέρια Του ήταν ματωμένα και πρησμένα. Όταν οι βάναυσοι δήμιοί Του Τον χτυπούσαν και τον κακοποιούσαν προσευχήθηκε γι’ αυτούς. Μετά, έβαλε τα χέρια του γύρω από την κολώνα, και οι τοξότες τα στερέωσαν στο σιδερένιο δακτύλιο που ήταν στην κορυφή της κολώνας και τα έσυραν σε τέτοιο ύψος που τα πόδια Του, που ήταν σφιχτά δεμένα στη βάση της κολόνας, μόλις και μετά βίας άγγιζαν το έδαφος.

Έτσι, με τα άγια χέρια Του βίαια τεντωμένα, χωρίς ίχνος ενδυμασίας, σε μια κολώνα που χρησιμοποιούνταν για την τιμωρία των μεγαλύτερων εγκληματιών στάθηκε ο Ιησούς. Τότε, δύο εξαγριωμένοι δήμιοι που διψούσαν για αίμα, άρχισαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο να μαστιγώνουν το ιερό σώμα Του από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Τα μαστίγια που χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά μου φαινόταν ότι ήταν κατασκευασμένα από ένα είδος εύκαμπτου λευκού ξύλου, αλλά ίσως να αποτελούνταν από λωρίδες δέρματος.


Ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού, συστρεφόταν σα σκουλήκι κάτω από τα χτυπήματα των βαρβάρων. Το ήπιο αλλά βαθύ βογγητό Του ακουγόταν από μακριά. Αντηχούσε στον αέρα, δημιουργώντας ένα είδος συγκινητικής συνοδείας στο σφύριγμα των οργάνων του βασανισμού. Αυτοί οι στεναγμοί έμοιαζαν μάλλον με συγκινητική κραυγή προσευχής και ικεσίας, παρά με στεναγμούς αγωνίας. Οι κραυγές των Φαρισαίων και του λαού σχημάτιζε ένα άλλο είδος συνοδείας, που ως εκκωφαντική καταιγίδα έπνιγε τις ιερές και πένθιμες κραυγές και στη θέση τους ακούγονταν οι λέξεις: «Σκότωσέ Τον!», «Σταύρωσέ Τον!»

Ο Πιλάτος συνέχισε να συνομιλεί με τον κόσμο, και όταν ζήτησε να γίνει σιωπή για να μπορέσει να μιλήσει, αναγκάστηκε να διακηρύξει τις επιθυμίες του στη θορυβώδη συνέλευση με τον ήχο της σάλπιγγας. Εκείνες τις στιγμές μπορούσε να ακούσει κανείς το θόρυβο των μαστιγίων, τα βογγητά του Ιησού, τις κατάρες των στρατιωτών και τα βελάσματα των αμνών του Πάσχα που έπλεναν στην Προβατική δεξαμενή, σε μικρή απόσταση από το φόρουμ. Υπήρχε κάτι το παράξενα συγκινητικό στα θρηνώδη βελάσματα αυτών των αμνών: αυτά μόνο βρέθηκαν να ενώσουν τους θρήνους τους με τα βασανισμένα βογγητά του Κυρίου μας.

Ο εβραϊκός όχλος ήταν συγκεντρωμένος σε κάποια απόσταση από το στύλο στον οποίο γινόταν η τρομερή τιμωρία, και Ρωμαίοι στρατιώτες βρίσκονταν τριγύρω, σε διάφορα μέρη. Πολλά άτομα περπατούσαν πέρα ​​δώθε, άλλα σιωπηλά, άλλα μιλούσαν για τον Ιησού με τους πιο προσβλητικούς δυνατόν όρους, και λίγα  έδειχναν συγκινημένα, και νομίζω ότι είδα ακτίνες φωτός να βγαίνουν από τον Ιησού και να εισέρχονται στις καρδιές των τελευταίων. Είδα ομάδες διαβόητων, τολμηρών νεαρών ανδρών, που ως επί το πλείστον απασχολούνταν κοντά στο φυλάκιο ετοιμάζοντας νέα μαστίγια, ενώ άλλοι πήγαιναν να αναζητήσουν κλαδιά με αγκάθια. Αρκετοί από τους υπηρέτες των Αρχιερέων ανέβηκαν στο σημείο που γινόταν η μαστίγωση και έδωσαν χρήματα στους θηριώδεις δήμιους, καθώς και μια μεγάλη κανάτα γεμάτη με ένα έντονα κόκκινο υγρό, που τους μεθούσε και δεκαπλασίαζε τη σκληρότητά τους προς το αθώο θύμα. Οι δύο τραμπούκοι συνέχισαν να χτυπούν τον Ιησού με αδιάκοπη βία για ένα τέταρτο της ώρας και στη συνέχεια τους διαδέχθηκαν δύο άλλοι. Το σώμα του Ιησού ήταν καλυμμένο εξ ολοκλήρου με μαύρα, μπλε και κόκκινα σημάδια. Το αίμα έτρεχε στο έδαφος, κι όμως οι εξαγριωμένες κραυγές που ακούγονταν από τους συγκεντρωμένους Εβραίους έδειχναν ότι η σκληρότητά τους κάθε άλλο παρά είχε κορεστεί.

Η προηγούμενη νύχτα ήταν εξαιρετικά κρύα και το πρωινό σκοτεινό και συννεφιασμένο. Είχε πέσει ελαφρύ χαλάζι, που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση σε όλους, αλλά γύρω στις δώδεκα η μέρα έγινε πιο φωτεινή και ο ήλιος έλαμπε.     

Οι δυο νέοι δήμιοι άρχισαν να μαστιγώνουν τον Ιησού με μεγαλύτερη μανία. Χρησιμοποίησε ο καθένας τώρα διαφορετικό είδος ράβδου, ένα αγκαθωτό ραβδί καλυμμένο με κόμπους και σκλήθρες. Τα χτυπήματα από αυτά τα ραβδιά έσκισαν τη σάρκα Του. Το αίμα Του πετάχτηκε και λέρωσε τα μπράτσα τους, και Εκείνος βόγγηξε, προσευχήθηκε και τρεμούλιασε. Τη στιγμή εκείνη κάποιοι άγνωστοι καβαλάρηδες πάνω σε καμήλες πέρασαν από το φόρουμ. Σταμάτησαν για μια στιγμή να δουν και κυριεύτηκαν από οίκτο και φρίκη στη σκηνή που είχαν μπροστά τους, για την οποία κάποιοι από τους περαστικούς εξήγησαν την αιτία. Μερικοί από αυτούς τους ταξιδιώτες είχαν βαφτιστεί από τον Ιωάννη, και άλλοι είχαν ακούσει το κήρυγμα του Ιησού στο όρος. 

Δύο νέοι δήμιοι πήραν τώρα τις θέσεις των τελευταίων αναφερθέντων, που άρχισαν ξανά να μαστιγώνουν. Τα μαστίγια αυτή τη φορά αποτελούνταν από μικρές αλυσίδες ή ιμάντες καλυμμένους με σιδερένια άγκιστρα, που εισχωρούσαν μέχρι το κόκαλο και έσκιζαν μεγάλα κομμάτια σάρκας σε κάθε χτύπημα. Ποια λόγια, αλίμονο, θα μπορούσαν να περιγράψουν αυτή την τρομερή - αυτή τη συγκλονιστική σκηνή!

Ωστόσο, η σκληρότητα των βαρβάρων δεν είχε ακόμη χορτάσει. Έλυσαν τον Ιησού και τον έδεσαν πάλι αυτή τη φορά με την πλάτη γυρισμένη προς την κολώνα. Καθώς δεν μπορούσε τελείως να στηριχθεί σε όρθια θέση, πέρασαν κορδόνια γύρω από τη μέση Του, κάτω από τα χέρια και πάνω από τα γόνατά Του, και αφού έδεσαν σφιχτά τα χέρια Του στους δακτυλίους που ήταν τοποθετημένοι στο πάνω μέρος της κολώνας, ξανάρχισαν να Τον μαστιγώνουν με ακόμη μεγαλύτερη μανία από πριν. Ένας από αυτούς τον χτυπούσε συνεχώς στο πρόσωπο με μια νέα ράβδο. Το σώμα του Ιησού ήταν τελείως κομματιασμένο - δεν ήταν παρά μια πληγή. Κοίταξε τους βασανιστές Του με τα μάτια Του γεμάτα αίμα, σαν να ζητούσε έλεος, αλλά η βαρβαρότητά τους φαινόταν να αυξάνεται, και τα βογγητά Του κάθε στιγμή γίνονταν πιο αδύναμα.

Η φρικτή μαστίγωση συνεχίστηκε χωρίς διάλειμμα για τρία τέταρτα της ώρας, όταν ένας άγνωστος ταπεινής γενιάς, συγγενής με τον Κτησιφώντα, τον τυφλό που είχε γιατρέψει ο Ιησούς, όρμησε από μέσα από το πλήθος και πλησίασε την κολώνα με ένα μαχαίρι σε σχήμα γιαταγάνι στο χέρι του. «Σταματήστε!» φώναξε αγανακτισμένα· «Σταματήστε! Μη μαστιγώνετε αυτόν τον αθώο μέχρι θανάτου!» Οι μεθυσμένοι τραμπούκοι, αιφνιδιασμένοι, σταμάτησαν απότομα, ενώ εκείνος έκοψε γρήγορα τα κορδόνια που έδεναν τον Ιησού στην κολώνα και χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Ο Ιησούς έπεσε σχεδόν αναίσθητος στο έδαφος, που ήταν λουσμένο με το αίμα Του. Οι δήμιοι Τον άφησαν εκεί και ξαναβρέθηκαν με τους σκληρούς συντρόφους τους, που διασκέδαζαν στο φρουραρχείο με το ποτό, πλέκοντας το ακάνθινο στεφάνι.

Ο Ιησούς έμεινε για λίγη ώρα στο έδαφος, στα πόδια της κολώνας, λουσμένος στο αίμα Του, ενώ δύο τρεις τολμηρές κοπέλες ανέβηκαν στο φόρουμ για να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους κοιτάζοντάς Τον. Έριξαν μια ματιά και γύριζαν με αηδία, αλλά εκείνη τη στιγμή ο πόνος από τις πληγές του Ιησού ήταν τόσο έντονος που σήκωσε το κεφάλι Του που αιμορραγούσε και τις κοίταξε. Αυτές έφυγαν γρήγορα και οι στρατιώτες και οι φρουροί γέλασαν και τις κορόϊδεψαν.

Κατά τη διάρκεια της μαστίγωσης είδα πολλές φορές να Τον πλησιάζουν άγγελοι κλαίοντες. Άκουσα επίσης τις προσευχές που απηύθυνε συνεχώς στον Πατέρα Του για τη συγχώρεση των αμαρτιών μας - προσευχές που δεν σταμάτησαν ποτέ καθ' όλη τη διάρκεια της επιβολής αυτής της σκληρής τιμωρίας. Ενώ ήταν ξαπλωμένος, λουσμένος στο αίμα Του, είδα έναν άγγελο να Του παρουσιάζει ένα βάζο που περιείχε ένα λαμπερό ποτό που φάνηκε να Τον αναζωογονεί σε κάποιο βαθμό. Οι τοξότες επέστρεψαν σύντομα και αφού Του έδωσαν μερικά χτυπήματα με τα ραβδιά τους, Του ζήτησαν να σηκωθεί και να τους ακολουθήσει. Σηκώθηκε με τη μεγαλύτερη δυσκολία, καθώς τα τρεμάμενα μέλη Του μετά βίας μπορούσαν να υποστηρίξουν το βάρος του σώματός Του. Δεν του έδωσαν αρκετό χρόνο να φορέσει τα ρούχα Του, αλλά Του πέταξαν το ρούχο που φορούσε πάνω από την εσωτερική χλαμύδα στους γυμνούς ώμους Του και Τον οδήγησαν από την κολώνα στο φρουραρχείο, όπου σκούπισε το αίμα που έτρεχε στο πρόσωπό Του με μια γωνία του ενδύματός Του. Όταν πέρασε μπροστά από τα παγκάκια στα οποία κάθονταν οι Αρχιερείς, φώναξαν: «Να Τον σκοτώσεις! Σταύρωσέ Τον! Σταύρωσέ Τον!» και έστρεψαν τα βλέμματά τους περιφρονητικά. Οι δήμιοι Τον οδήγησαν στο εσωτερικό του φρουραρχείου, το οποίο ήταν γεμάτο με σκλάβους, τοξότες, τραμπούκους και άλλα κατακάθια του λαού, αλλά δεν υπήρχαν στρατιώτες.

Ο μεγάλος ενθουσιασμός του λαού ανησύχησε τόσο πολύ τον Πιλάτο, που έστειλε στο φρούριο της Αντωνίας και ζήτησε ενίσχυση από Ρωμαίους στρατιώτες. Στη συνέχεια τοποθέτησε τους καλά πειθαρχημένους στρατιώτες γύρω από το φρουραρχείο. Τους επιτράπηκε να μιλάνε και να χλευάζουν τον Ιησού με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά τους απαγορεύτηκε να εγκαταλείψουν τις τάξεις τους. Αυτοί οι στρατιώτες, για τον εκφοβισμό του όχλου, ήταν περίπου χίλιοι.

Η Μαρία κατά την Μαστίγωση του Ιησού

Είδα την Παναγία να βρίσκεται σε συνεχή έκσταση κατά τη διάρκεια της μαστίγωσης του Υιού της. Είδε και υπέφερε με ανέκφραστη αγάπη και θλίψη όλα τα μαρτύριά Του. Βογγούσε αδύναμα και τα μάτια της ήταν κόκκινα από το κλάμα. Ένα μεγάλο πέπλο σκέπαζε το πρόσωπό της και στηριζόταν στη Μαρία του Κλωπά. Το φόρεμα της Μαρίας ήταν μπλε, μακρύ, και εν μέρει καλυμμένο από ένα μανδύα από λευκό μαλλί, και το πέπλο της ήταν μάλλον κίτρινο προς το λευκό. Η Μαγδαληνή ήταν εντελώς μέσα στη θλίψη με τα κυματιστά μαλλιά της κάτω από το πέπλο της.

Όταν ο Ιησούς έπεσε κάτω, στα πόδια του πέτρινου στύλου, μετά το μαστίγωμα, είδα την Κλαυδία Πρόκουλα, τη σύζυγο του Πιλάτου, να στέλνει μερικά μεγάλα κομμάτια λινού στη Μητέρα του Θεού. Δεν ξέρω αν πίστευε ότι ο Ιησούς θα απελευθερωνόταν και ότι η Μητέρα Του θα χρειαζόταν τότε λινό για να καλύψει τις πληγές του ή αν αυτό το συμπονετικό δώρο της ήταν για τη χρήση που θα ακολουθούσε. Στο τέλος της μαστίγωσης, η Μαρία ήρθε στον εαυτό της για λίγο, και είδε τον Υιό Της καταξεσχισμένο και τσακισμένο, να οδηγείται από τους τοξότες. Μπόρεσε και σκούπισε τα μάτια Του, που ήταν γεμάτα αίμα ώστε να δει στη μητέρα Του, και απλώνοντας τα χέρια Της προς το μέρος Του, συνέχισε να κοιτάζει τα ματωμένα ίχνη των βημάτων Του. Αμέσως μετά είδα τη Μαρία και τη Μαγδαληνή να πλησιάζουν το στύλο όπου είχε μαστιγωθεί ο Ιησούς. Ο όχλος βρισκόταν σε απόσταση, και ήταν εν μέρει κρυμμένες από τις άλλες άγιες γυναίκες και από μερικά καλόκαρδα άτομα που είχαν ενωθεί μαζί τους. Γονάτισαν στο έδαφος κοντά στην κολόνα και σκούπισαν το ιερό αίμα με τα λινά που είχε στείλει η Κλαούντια Πρόκουλα. Ο Ιωάννης δεν ήταν εκείνη την ώρα με τις άγιες γυναίκες, που ήταν περίπου είκοσι στον αριθμό. Οι γιοι του Συμεών και του Ωβήδ, και η Βερόνικα, καθώς και οι δύο ανιψιοί του Ιωσήφ από την Αριμαθαία — ο Αράμ και ο Θέμνης — ήταν στο Ναό και φαινόταν να είναι κυριευμένοι από θλίψη. Δεν ήταν πάνω από εννέα το πρωί, όταν τελείωσε η μαστίγωση.

ΠΗΓΗ: "The Passion of the Christ: The Dolorous Passion of our Lord Jesus Christ" by Anne Catherine Emmerich
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;