Η ένδοξη Ανάσταση του Ιησού
(Η Ανάσταση του Ιησού όπως την αφηγείται η οσία Άννα Καταλίνα Έμμερικ, γερμανίδα μοναχή και οραματίστρια που έζησε μεταξύ 1774-1824).
Eίδα τον τάφο του
Κυρίου μας. Όλα ήταν ήρεμα και σιωπηλά γύρω του. Υπήρχαν έξι στρατιώτες σε
φρουρά, που είτε κάθονταν είτε στέκονταν μπροστά στην πόρτα της εισόδου, και ο
Κάσσιος (φίλος του Πιλάτου) ήταν ανάμεσά τους. Η εμφάνισή του ήταν αυτή ενός
ατόμου βυθισμένου στις σκέψεις και στην προσδοκία κάποιου σπουδαίου γεγονότος.
Το ιερό σώμα του Ιησού ήταν περιτυλιγμένο με λινές λωρίδες που στερέωναν το
σάβανο που κάλυπτε το σώμα Του, περικυκλωμένο με φως, ενώ δύο άγγελοι κάθονταν
σε στάση λατρείας, ο ένας στο κεφάλι και ο άλλος στα πόδια Του. Τους είχα δει στην
ίδια στάση από τότε που τοποθετήθηκε το σώμα του Ιησού στον τάφο. Οι άγγελοι
ήταν ντυμένοι ως ιερείς. Η θέση τους και ο τρόπος με τον οποίο σταύρωναν τα
χέρια τους πάνω στο στήθος τους μου θύμισε τα χερουβείμ που περιέβαλλαν την
Κιβωτό της Διαθήκης, μόνο που ήταν χωρίς φτερά. Εγώ τουλάχιστον δεν είδα
κανένα. Ολόκληρος ο τάφος μου θύμισε την Κιβωτό της Διαθήκης σε διάφορες
περιόδους της ιστορίας της.
Είναι πιθανόν ο Κάσσιος να αντιλήφθηκε την παρουσία
των αγγέλων και το λαμπρό φως που γέμιζε τον τάφο, γιατί η στάση του ήταν σαν
τη στάση ενός ατόμου σε βαθιά ενατένιση.
Στη συνέχεια είδα
την ψυχή του Κυρίου μας συνοδευόμενη από τους Πατριάρχες που είχε ελευθερώσει από
τον Άδη, να μπαίνουν στον τάφο μέσα από το βράχο. Ο Ιησούς τους έδειξε τις
πληγές με τις οποίες ήταν καλυμμένο το σώμα Του που μου φάνηκε αρκετά διαφανές,
έτσι ώστε να φαίνεται όλο το βάθος των πληγών και αυτό το θέαμα γέμισε τις
ψυχές τους με θαυμασμό, αν και, βαθιά αισθήματα συμπόνιας έκαναν να ξεχυθούν
δάκρυα από τα μάτια τους.
Το επόμενο όραμά
μου ήταν τόσο μυστηριώδες που δεν μπορώ να το εξηγήσω ή να το αναφέρω με σαφή
τρόπο. Μου φάνηκε ότι η ψυχή του Ιησού βγήκε από τον τάφο. Νομίζω ότι είδα τους
δύο αγγέλους που ήταν γονατισμένοι και προσκυνούσαν στο κεφάλι και στα πόδια
του σώματος, να τη σηκώνουν και να τη μεταφέρουν. Είχε το σχήμα του σώματος του
Ιησού, όπως ήταν ακάλυπτο και παραμορφωμένο από τις πληγές. Τότε μου φάνηκε ότι
ο Ιησούς παρουσίασε το σημαδεμένο πνευματικό σώμα Του στον Επουράνιο Πατέρα Του,
ο οποίος, καθισμένος σε θρόνο, περιβαλλόταν από αναρίθμητες χορωδίες αγγέλων,
που μακάρια ασχολούνταν με ύμνους λατρείας και δόξας.
Τη στιγμή αυτή ο
βράχος του τάφου τραντάχτηκε τόσο βίαια από την κορυφή μέχρι τη βάση, που τρεις
από τους φρουρούς έπεσαν κάτω και έμειναν σχεδόν αναίσθητοι. Οι άλλοι έλειπαν
εκείνη τη στιγμή επειδή είχαν πάει στην πόλη για να φέρουν κάτι. Οι φρουροί που
ρίχτηκαν έτσι κατάχαμα απέδωσαν το ξαφνικό σοκ σε σεισμό, αλλά ο Κάσσιος, ο
οποίος, αν και ήταν αβέβαιος για το τι θα μπορούσαν να προμηνύουν όλα εκείνα,
ένιωθε ότι ήταν το προοίμιο κάποιου εκπληκτικού γεγονότος. Εν τω μεταξύ οι
στρατιώτες που είχαν πάει στην Ιερουσαλήμ επέστρεψαν σύντομα.
Και πάλι είδα τις
γυναίκες που είχαν συνοδέψει τον Ιησού από τη Γαλιλαία: είχαν τελειώσει την
προετοιμασία των αρωμάτων και ξεκουράζονταν. Ήθελαν να πάνε στον τάφο πριν το
ξημέρωμα, γιατί φοβούνταν μήπως συναντούσαν τους εχθρούς του Ιησού, αλλά η
Παναγία τις παρηγόρησε και συνέστησε να κοιμηθούν για λίγο ακόμα. Ήταν κοντά στις έντεκα το βράδυ όταν η
Υπεραγία Θεοτόκος, υποκινούμενη από ακατάσχετα αισθήματα αγάπης, τύλιξε ένα
γκρίζο μανδύα γύρω της και έφυγε από το σπίτι εντελώς μόνη. Όταν την είδα να το
κάνει αυτό, δεν μπορούσα να μην αισθάνομαι ανήσυχη και λέω στον εαυτό μου: «Πώς
είναι δυνατόν αυτή η αγία Μητέρα, που είναι τόσο εξαντλημένη από την αγωνία και
τον τρόμο, να τολμήσει να περπατήσει ολομόναχη στους δρόμους τέτοια ώρα;» Την
είδα να πηγαίνει πρώτα στο σπίτι του Καϊάφα και μετά στο παλάτι του Πιλάτου,
που ήταν σε μεγάλη απόσταση. Την παρακολούθησα καθ' όλη τη διάρκεια του μοναχικού
Της ταξιδιού στα μέρη που είχε πατήσει ο Γιος Της, φορτωμένος με τον βαρύ
Σταυρό Του. Σταμάτησε σε κάθε μέρος όπου ο Ιησούς είχε υποφέρει ιδιαίτερα και
είχε χύσει το αίμα Του. Η εμφάνισή Της καθώς περπατούσε αργά, ήταν αυτή ενός
ατόμου που αναζητούσε κάτι. Συχνά έσκυβε στο έδαφος, άγγιζε τις πέτρες με τα
χέρια Της και μετά τις πλημμύριζε με φιλιά, αν το πολύτιμο αίμα του αγαπημένου
Της Υιού ήταν πάνω τους. Ο Θεός Της χάρισε εκείνη τη στιγμή ιδιαίτερες χάρες,
και μπόρεσε χωρίς την παραμικρή δυσκολία να διακρίνει κάθε τόπο που αγιάστηκε
από τα βάσανά Του. Τη συνόδευα σε όλο το ευλαβικό Της προσκύνημα και προσπάθησα
να Τη μιμηθώ όσο καλύτερα μπορούσα, όσο μου επέτρεπε η αδυναμία μου.
Η Μαρία μετά πήγε
στο Γολγοθά. Ήταν τότε, νομίζω,
περασμένα μεσάνυχτα, γιατί το προσκύνημα της Μαρίας στην Οδό του Σταυρού είχε
διαρκέσει τουλάχιστον μια ώρα. Kαι μετά είδα αγγέλους που μάζεψαν όλα τα μικρότερα τεμάχια της ιερής σάρκας
του Ιησού που είχαν ξεριζωθεί από τα συχνά χτυπήματα που δεχόταν, καθώς και το
αίμα με το οποίο ήταν ραντισμένο το έδαφος στα σημεία εκείνα που είχε πέσει. Δεν
μπορώ να εξηγήσω πώς συνέβησαν όλα αυτά τα πράγματα, γιατί είναι πολύ πέρα από
την ανθρώπινη αντίληψή μας. Και ακόμα κι αν τα καταλαβαίνω τέλεια όταν τα βλέπω,
φαίνονται σκοτεινά και μυστήρια όταν προσπαθώ να τα εξηγήσω σε άλλους.
Μόλις έκανε την
εμφάνισή της η αχνή αυγή στα ανατολικά, είδα τη Μαγδαληνή, τη Μαρία, την κόρη
του Κλεώπα, την Ιωάννα του Χούζα και τη Σαλώμη, να φεύγουν από το σπίτι του
Μυστικού Δείπνου, τυλιγμένες με τους μανδύες τους. Κουβαλούσαν δέσμες με μυρωδικά
και έλαια. Μια από αυτές είχε ένα αναμμένο κερί στο χέρι της, το οποίο
προσπαθούσε να κρύψει κάτω από τον μανδύα της. Τους είδα να κατευθύνουν τα
τρεμάμενα βήματά τους προς τη μικρή πόρτα του σπιτιού του Νικόδημου.
Είδα την ψυχή του
Κυρίου μας ανάμεσα σε δύο αγγέλους, οι οποίοι ήταν με την ενδυμασία των
πολεμιστών: φωτεινή και λαμπερή σαν τον ήλιο το μεσημέρι. Η ψυχή εισχώρησε στον
βράχο, άγγιξε το ιερό σώμα, πέρασε μέσα του, και τα δύο ενώθηκαν ακαριαία, και
έγιναν ένα. Είδα τότε τα μέλη να κινούνται, και το σώμα του Ιησού να ενώνεται
ξανά με την ψυχή του και τη θεότητά του, να σηκώνεται και να αποτινάσσει τα
λινά υφάσματα που ήταν τυλιγμένος. Ολόκληρος ο τάφος ήταν φωτισμένος και
λαμπερός.
Την ίδια στιγμή
είδα ένα τρομακτικό τέρας να βγαίνει από τη γη κάτω από τον τάφο. Είχε την ουρά
φιδιού και σήκωσε περήφανα το κεφάλι του του δράκου, σαν να ήθελε να επιτεθεί
στον Ιησού. Αλλά ο Ιησούς κρατούσε στο χέρι του ένα λευκό ραβδί, στο οποίο ήταν
προσαρτημένο ένα μεγάλο πανό. Έβαλε το πόδι Του στο κεφάλι του δράκου και
χτύπησε την ουρά του τρεις φορές με το ραβδί Του, και μετά το τέρας
εξαφανίστηκε. Είχα δει αυτό το ίδιο όραμα πολλές φορές πριν από την Ανάσταση, και
είδα ακριβώς ένα τέτοιο τέρας, που φαινόταν να προσπαθεί να κρυφτεί, την ώρα
της σύλληψης του Κυρίου μας: έμοιαζε πολύ με το φίδι που έβαλε σε πειρασμό τους
προπάτορές μας στον Παράδεισο, μόνο που ήταν πιο φρικτό.
Είδα το δοξασμένο
σώμα του Κυρίου μας να σηκώνεται και πέρασε μέσα από τον σκληρό βράχο τόσο
εύκολα σαν ο τελευταίος να είχε σχηματιστεί από κάποια μαλακιά ουσία. Η γη
σείστηκε και ένας άγγελος με την ενδυμασία πολεμιστή κατέβηκε από τον ουρανό με
ταχύτητα αστραπής, μπήκε στον τάφο, σήκωσε την πέτρα, την τοποθέτησε στη δεξιά
πλευρά και κάθισε πάνω της. Σε αυτό το τρομερό θέαμα οι στρατιώτες έπεσαν στο
έδαφος και παρέμειναν εκεί σαν άψυχοι. Όταν ο Κάσσιος είδε το λαμπρό φως που
φώτιζε τον τάφο, πλησίασε, κοίταξε και άγγιξε τα λινά ρούχα με τα οποία ήταν
τυλιγμένο και έφυγε αμέσως, σκοπεύοντας να πάει να ενημερώσει τον Πιλάτο για
όλα. Ωστόσο, καθυστέρησε λίγο για να παρακολουθήσει την εξέλιξη των γεγονότων
γιατί, παρόλο που είχε νιώσει τον σεισμό και είδε τον άγγελο να κινεί την
πέτρα, ωστόσο δεν είχε δει τον Ιησού.
Τη στιγμή ακριβώς
που ο άγγελος μπήκε στον τάφο και η γη σείστηκε, είδα τον Ιησού να εμφανίζεται
στην αγία Μητέρα του στο Γολγοθά. Το σώμα του ήταν όμορφο και ανάλαφρο και η
ομορφιά του ήταν αυτή ενός ουράνιου όντος. Ήταν ντυμένος με έναν μεγάλο μανδύα
εκθαμβωτικά λευκό, που σειόταν πέρα δώθε με κάθε ανάσα του ανέμου και
αντανακλούσε χίλια λαμπρά χρώματα καθώς οι ηλιαχτίδες έπεφταν πάνω του. Οι
μεγάλες ανοιχτές πληγές Του έλαμπαν έντονα και φαίνονταν από μεγάλη απόσταση:
οι πληγές στα χέρια Του ήταν τόσο μεγάλες που μπορούσε να μπει ένα δάχτυλο μέσα
τους χωρίς δυσκολία, ενώ ακτίνες φωτός έβγαιναν από αυτές προς τα έξω. Η Μαρία
προσκύνησε για να φιλήσει τα ιερά Του πόδια, αλλά της έπιασε το χέρι, Τη σήκωσε,
και εξαφανίστηκε.
Οι γυναίκες στον τάφο
Οι γυναίκες ήταν
πολύ κοντά στην πόρτα του σπιτιού του Νικόδημου τη στιγμή της Ανάστασης του
Ιησού και δεν είδαν τίποτα από τα θαύματα που συνέβαιναν στον τάφο. Δεν γνώριζαν
ότι είχαν τοποθετηθεί φρουροί, γιατί δεν τον είχαν επισκεφτεί την προηγούμενη
μέρα, επειδή ήταν Σάββατο. Ρωτούσαν η μία την άλλη, ανήσυχες, σχετικά με το τι
θα έκαναν με τη μεγάλη πέτρα που έκλινε την είσοδο του μνήματος και ποιος θα
μπορούσε να την κυλίσει, γιατί είχαν τυλιχθεί τόσο πολύ από τη θλίψη που δεν το
είχαν σκεφτεί πιο πριν . Πρόθεσή τους ήταν να ρίξουν πολύτιμες αλοιφές πάνω στο
σώμα του Ιησού και στη συνέχεια να σκορπίσουν πάνω Του λουλούδια από τα πιο
σπάνια και αρωματικά είδη, αποδίδοντας έτσι όλη τη δυνατή τιμή στο Θείο Διδάσκαλό
τους. Αποφάσισαν τελικά να αφήσουν τα μυρωδικά μπροστά στην είσοδο του μνημείου
και να περιμένουν μέχρι να έρθει κάποιος να τους κυλίσει την πέτρα.
Οι φρουροί ήταν
ακόμα ξαπλωμένοι στο έδαφος και η τρεμούλα τους έδειχνε καθαρά πόσο μεγάλος
ήταν ο τρόμος τους, ενώ η μεγάλη πέτρα ήταν ριγμένη στη μια πλευρά της εισόδου
του τάφου έτσι ώστε η πρόσβαση να είναι ελεύθερη. Μπορούσα να δω τις λινές
λωρίδες, με τις οποίες ήταν περιτυλιγμένο το σώμα του Ιησού, σκορπισμένες στο
έδαφος και το μεγάλο σάβανο στο ίδιο σημείο διπλωμένο. Το λινό ύφασμα με το
οποίο η Μαρία είχε τυλίξει το ιερό κεφάλι του Γιου της ήταν εκεί διπλωμένο και
αυτό.
Είδα τις γυναίκες
να εισέρχονται στον κήπο, αλλά όταν αντιλήφθηκαν το φως από τις λάμπες των
φρουρών ανησύχησαν πολύ και υποχώρησαν προς το λόγο του Γολγοθά. Η Μαρία η
Μαγδαληνή ήταν ωστόσο πιο θαρραλέα και ακολουθούμενη από τη Σαλώμη, μπήκε στον
κήπο, ενώ οι άλλες γυναίκες έμειναν δειλά έξω. Η Μαγδαληνή πλησίασε το μνήμα
και για μια στιγμή τρόμαξε όταν πλησίασε τους φρουρούς. Υποχώρησε μερικά βήματα
και ξαναβρέθηκε κοντά στη Σαλώμη, αλλά και οι δύο συνήλθαν γρήγορα και
προχώρησαν μαζί μέσα από τους αναίσθητους φρουρούς και μπήκαν στο σπήλαιο που
περιείχε τον τάφο αντιλαμβανόμενες ότι η πέτρα που έφραζε την είσοδο είχε αφαιρεθεί.
Η Μαγδαληνή κοίταξε ανήσυχη τον τάφο και εξεπλάγη πολύ βλέποντας ότι τα
υφάσματα με τα οποία είχαν τυλίξει τον Ιησού βρίσκονταν στη μία πλευρά και ότι
το μέρος όπου είχαν εναποθέσει το σώμα του, ήταν άδειο. Ένα ουράνιο φως γέμισε
το μνήμα και ένας άγγελος καθόταν στη δεξιά πλευρά. Η Μαγδαληνή γέμισε από
απογοήτευση και ανησυχία. Έφυγε από τον κήπο και έτρεξε στην πόλη για να
ενημερώσει τους Αποστόλους που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί για το τι είχε συμβεί.
Είδα τη Σαλώμη να φεύγει από τον κήπο αμέσως μετά τη Μαγδαληνή, για να διηγηθεί
όλα όσα είχαν συμβεί στις υπόλοιπες γυναίκες, οι οποίες φοβήθηκαν και χάρηκαν
με τα νέα, αλλά δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν θα πάνε στον κήπο ή όχι.
Στο μεταξύ ο Κάσσιος
είχε μείνει κοντά στον τάφο με την ελπίδα να δει τον Ιησού, καθώς νόμιζε ότι θα
εμφανιζόταν σίγουρα στις γυναίκες, αλλά αφού δεν είδε τίποτα, κατεύθυνε τα
βήματά του προς το παλάτι του Πιλάτου για να του διηγηθεί όλα όσα είχαν συμβεί,
σταματώντας όμως πρώτα στο μέρος όπου είχαν συγκεντρωθεί οι υπόλοιπες γυναίκες,
για να τους πει αυτό που είχε δει και να τις παρακινήσει να πάνε αμέσως στον
κήπο. Αυτές ακολούθησαν τη συμβουλή του και πήγαν εκεί αμέσως. Μόλις έφτασαν
στην πόρτα του τάφου, είδαν δύο αγγέλους ντυμένους με ιερά άμφια από το πιο
εκθαμβωτικό λευκό. Οι γυναίκες φοβήθηκαν πολύ, κάλυψαν τα πρόσωπά τους με τα χέρια τους
και έπεσαν σχεδόν στο έδαφος, αλλά ένας από τους αγγέλους τους απευθύνθηκε,
τους είπε να μην φοβούνται και τους είπε ότι δεν πρέπει να αναζητήσουν το
σταυρωμένο Κύριό τους εκεί, γιατί ήταν ζωντανός, είχε αναστηθεί και δεν ήταν
πια κάτοικος του τάφου. Τους έδειξε τον άδειο τάφο και τις διέταξε να πάνε και
να πουν στους μαθητές όλα όσα είχαν δει και ακούσει. Τους είπε επίσης ότι ο
Ιησούς θα πήγαινε πριν από αυτούς στη Γαλιλαία και θύμησε στο μυαλό τους τα
λόγια που τους είχε απευθύνει ο Χριστός σε μια προηγούμενη περίσταση: «Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί στα χέρια
των αμαρτωλών, θα σταυρωθεί και την τρίτη μέρα θα αναστηθεί». Οι άγγελοι μετά
εξαφανίστηκαν και άφησαν τις γυναίκες γεμάτες χαρά, αν και φυσικά πολύ
ταραγμένες. Έκλαψαν, κοίταξαν τον άδειο τάφο και τα λινά ρούχα και επέστρεψαν
στην πόλη. Αλλά ήταν τόσο πολύ ταραγμένες από τα πολλά εκπληκτικά γεγονότα που
είχαν συμβεί, που περπατούσαν πολύ αργά, και σταματούσαν και κοίταζαν συχνά
πίσω, με την ελπίδα να δουν τον Ιησού, ή τουλάχιστον τη Μαγδαληνή.
Στο μεταξύ η
Μαγδαληνή έφτασε στο σπίτι που βρίσκονταν οι μαθητές. Ήταν πολύ αναστατωμένη και
χτύπησε βιαστικά την πόρτα. Μερικοί από τους μαθητές κοιμόντουσαν ακόμη και
εκείνοι που σηκώθηκαν συζητούσαν μεταξύ τους. Ο Πέτρος και ο Ιωάννης άνοιξαν
την πόρτα, αλλά εκείνη αναφώνησε μόνο, χωρίς να μπει στο σπίτι: «Πήραν το σώμα
του Κυρίου μου, και δεν ξέρω πού το έχουν βάλει», και αμέσως επέστρεψε στον
κήπο. Ο Πέτρος και ο Ιωάννης επέστρεψαν στο σπίτι και αφού είπαν λίγα λόγια
στους άλλους μαθητές την ακολούθησαν όσο πιο γρήγορα γινόταν, αλλά ο Ιωάννης
ξεπέρασε τρέχοντας τον Πέτρο. Είδα τη Μαγδαληνή να μπαίνει ξανά στον κήπο και
να κατευθύνει τα βήματά της προς τον τάφο. Φαινόταν πολύ ταραγμένη, εν μέρει
από θλίψη και εν μέρει επειδή περπατούσε τόσο γρήγορα. Τα ρούχα της ήταν υγρά
από την υγρασία και το πέπλο της κρεμόταν στη μια πλευρά, ενώ τα πλούσια μαλλιά
της έπεφταν σε ατημέλητες μάζες στους ώμους της, σχηματίζοντας ένα είδος
μανδύα. Όντας μόνη, φοβήθηκε να μπει στο σπήλαιο του τάφου, και σταμάτησε απ' έξω γονατίζοντας για να
κοιτάξει καλύτερα μέσα. Προσπαθούσε να σπρώξει προς τα πίσω τα μακριά μαλλιά
της, που έπεφταν στο πρόσωπό της και της έκοβαν την όραση, όταν αντιλήφθηκε
τους δύο αγγέλους που ήταν καθισμένοι στον τάφο, και άκουσα έναν από αυτούς να
την προσφωνεί έτσι: «Γυναίκα, γιατί κλαις;» Απάντησε με φωνή πνιγμένη από τα
δάκρυα (γιατί κυριεύτηκε από θλίψη όταν διαπίστωσε ότι το σώμα του Ιησού έλειπε),
«επειδή πήραν τον Κύριό μου, και δεν ξέρω πού τον έχουν βάλει». Δεν είπε άλλα,
αλλά ρίχνοντας μια ματιά στα λινά υφάσματα, βγήκε από τον τάφο και άρχισε να
κοιτάζει σε άλλα μέρη. Ένιωθε μια κρυφή προαίσθηση ότι όχι μόνο θα έβρισκε τον
Ιησού, αλλά ότι ήταν και κοντά της. Η παρουσία των αγγέλων δεν φαινόταν να την
ενοχλεί στο ελάχιστο. Δεν φαινόταν καν να γνωρίζει ότι ήταν άγγελοι, κάθε
ικανότητά της ήταν απορροφημένη με τη σκέψη: «Ο Ιησούς δεν είναι εκεί! Πού
είναι ο Ιησούς;» Την παρακολούθησα να περιφέρεται σαν τρελή, με τα μαλλιά της
να αιωρούνται στον άνεμο που φαινόταν να την ενοχλούν πολύ, γιατί πάλι
προσπάθησε να τα σπρώξει από το πρόσωπό της και αφού τα χώρισε σε δύο μέρη τα
έρριξε πίσω από τους ώμους της.
Έπειτα σήκωσε το
κεφάλι της, κοίταξε τριγύρω και αντιλήφθηκε μια ψηλή φιγούρα, ντυμένη στα
λευκά, που στεκόταν σε απόσταση δέκα περίπου βημάτων από τον τάφο, στην
ανατολική πλευρά του κήπου, όπου υπήρχε μια μικρή ανηφόρα προς την κατεύθυνση
της πόλης. Η φιγούρα ήταν εν μέρει κρυμμένη από τα μάτια της από έναν φοίνικα,
αλλά τρόμαξε κάπως όταν της είπε αυτά τα λόγια: «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον
αναζητάς;» Νόμιζε ότι ήταν ο κηπουρός, και μάλιστα είχε ένα φτυάρι στο χέρι και
ένα μεγάλο καπέλο (προφανώς φτιαγμένο από φλοιό δέντρων) στο κεφάλι Του. Το
ένδυμά Του ήταν παρόμοιο με αυτό που φορούσε ο κηπουρός που περιγράφεται στην παραβολή
που ο Ιησούς είχε αφηγηθεί στις γυναίκες στη Βηθανία λίγο πριν από τα Πάθη Του.
Το σώμα Του δεν ήταν φωτεινό, ολόκληρη η εμφάνισή Του ήταν μάλλον ενός άντρα
ντυμένου στα λευκά, και τον έβλεπε στο λυκόφως. Στα λόγια, «ποιον αναζητάς;» Τον
κοίταξε και απάντησε γρήγορα: «Κύριε, αν Τον πήρες από δω, πες μου πού Τον
έβαλες... και θα Τον πάρω μακριά» και κοίταξε ανήσυχη τριγύρω. Ο Ιησούς της
είπε τότε: «Μαρία!». Εκείνη αναγνώρισε αμέσως την αγαπημένη Του φωνή, και
γυρίζοντας γρήγορα, απάντησε: «Rabboni (Δάσκαλε)!» και έπεσε στα γόνατα μπροστά
Του απλώνοντας τα χέρια της για να αγγίξει τα πόδια Του. Αλλά της έκανε νόημα
να μείνει ακίνητη και είπε: «Μη με αγγίζεις, γιατί δεν έχω ακόμη ανέβει στον
Πατέρα μου, αλλά πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους: Ανεβαίνω στον Πατέρα
μου και στον Πατέρα σας, στο Θεό μου και στο Θεό σας». Στη
συνέχεια
εξαφανίστηκε.
Τα λόγια του
Ιησού, «Μη με αγγίζεις», μου εξηγήθηκε αργότερα, αλλά έχω μια αδύναμη ανάμνηση
αυτής της εξήγησης. Νομίζω ότι έκανε χρήση αυτών των λέξεων λόγω της
ορμητικότητας των συναισθημάτων της Μαγδαληνής, που την έκανε να ξεχάσει σε
κάποιο βαθμό το εκπληκτικό μυστήριο που είχε μόλις ολοκληρωθεί και ένιωθε ότι
το σώμα που είδε ήταν ακόμα θνητό, αντί για ένα δοξασμένο σώμα. Και πως αν είχε
φιλήσει τα πόδια Του, δεν θα σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά το Θείο Διδάσκαλό της,
και θα είχε ξεχάσει τελείως τα υπέροχα γεγονότα που προκαλούσαν τέτοια
κατάπληξη και χαρά στον Παράδεισο. Όσο για τα λόγια του Ιησού, «Δεν ανέβηκα ακόμη
στον Πατέρα μου», μου εξηγήθηκε ότι επειδή δεν είχε παρουσιαστεί ακόμα στον
Πατέρα του από την Ανάστασή Του, για να Του αποδώσει ευχαριστίες για τη νίκη Του
επί του θανάτου και για το έργο της λύτρωσης που είχε επιτύχει και επειδή οι
πρώτοι καρποί της χαράς ανήκουν στον Θεό. Μετά, είδα τη Μαγδαληνή να σηκώνεται
γρήγορα, μόλις ο Ιησούς εξαφανίστηκε, και να τρέχει να κοιτάξει ξανά στον τάφο,
σαν να ήταν υπό την επίδραση ενός ονείρου. Είδε τους δύο αγγέλους να κάθονται
ακόμα εκεί, και της μίλησαν για την ανάσταση του Ιησού με τα ίδια λόγια που
μίλησαν και στις άλλες δύο γυναίκες. Είδε επίσης το τυλιγμένο σάβανο και μετά,
νιώθοντας σίγουρη ότι δεν βρισκόταν σε κατάσταση αυταπάτης, αλλά ότι η φανέρωση
του Κυρίου ήταν αληθινή, γύρισε γρήγορα προς το Γολγοθά για να αναζητήσει τις
συντρόφισσές της, που περιπλανώνταν εκεί, αναζητώντας με αγωνία την επιστροφή
της, και ελπίζοντας να ακούσουν κάτι για τον Ιησού.
Όλη αυτή η σκηνή
δεν κράτησε περισσότερο από δύο ή τρία λεπτά. Ήταν περίπου εννέα και μισή όταν
ο Ιησούς εμφανίστηκε στη Μαγδαληνή, και ο Ιωάννης και ο Πέτρος μπήκαν στον κήπο
τη στιγμή που εκείνη έβγαινε από αυτόν. Ο Ιωάννης, που βρισκόταν λίγο πιο
μπροστά από τον Πέτρο, σταμάτησε στην είσοδο του σπηλαίου και κοίταξε μέσα.
Είδε τα λινά ρούχα στη μια πλευρά, και περίμενε μέχρι να ανέβει και ο Πέτρος. Ο
Ιωάννης πίστεψε αμέσως στην Ανάσταση και κατανόησαν και οι δύο ξεκάθαρα τα
λόγια που τους απηύθυνε ο Ιησούς πριν από τα Πάθη του, καθώς και τα διάφορα
χωρία της Γραφής σχετικά με αυτό το γεγονός, που μέχρι τότε τους ήταν
ακατανόητα. Ο Πέτρος έβαλε τα λινά ρούχα κάτω από τον μανδύα του και επέστρεψαν
βιαστικά στην πόλη από τη μικρή είσοδο που ανήκε στον Νικόδημο.
Η εμφάνιση του
ιερού τάφου ήταν η ίδια όταν μπήκαν οι δύο απόστολοι, όπως όταν τον πρωτοείδε η
Μαγδαληνή. Οι δύο λατρευτικοί άγγελοι κάθονταν ο ένας στο κεφάλι και ο άλλος
στα πόδια του τάφου, με την ίδια ακριβώς στάση όπως όταν το αξιολάτρευτο σώμα Του
βρισκόταν εκεί. Δεν νομίζω ότι ο Πέτρος είχε συνείδηση της παρουσίας τους.
Μετά άκουσα τον Ιωάννη να λέει στους μαθητές του στους Εμμαούς ότι όταν κοίταξε
μέσα στον τάφο είδε έναν άγγελο. Ίσως τρόμαξε από αυτό το θέαμα, και γι' αυτό
αποσύρθηκε και άφησε τον Πέτρο να μπει πρώτος στον τάφο. Αλλά είναι επίσης πολύ
πιθανό ο λόγος που δεν το ανέφερε στο ευαγγέλιό του, να ήταν η ταπεινοφροσύνη του
που τον έκανε να κρύψει το γεγονός ότι είχε ευνοηθεί περισσότερο από τον Πέτρο.
Οι φρουροί εκείνη
τη στιγμή συνήλθαν και άρχισαν να σηκώνονται, έπειτα μάζεψαν τις λόγχες τους,
έσβησαν τις λάμπες τους και βγήκαν βιαστικά από τον κήπο με εμφανή φόβο και τρόμο,
προς την κατεύθυνση της πόλης.
Εν τω μεταξύ η
Μαγδαληνή είχε συναντηθεί με τις γυναίκες και τους αφηγήθηκε ότι είχε δει τον
Ιησού στον κήπο και τα λόγια των αγγέλων, οπότε της διηγήθηκαν αυτό που είχαν
δει και εκείνες. Η Μαγδαληνή τράβηξε το δρόμο της γρήγορα προς την Ιερουσαλήμ,
ενώ οι γυναίκες επέστρεψαν στον κήπο όπου περίμεναν να βρουν τους δύο
αποστόλους. Λίγο πριν φτάσουν εκεί, τους εμφανίστηκε ο Ιησούς. Ήταν ντυμένος με
μακρύ χιτώνα που έκρυβε ακόμα και τα χέρια του, και τους είπε: «Χαίρεσθε!». Με έκπληξη
ρίχτηκαν στα πόδια Του, τους είπε μερικές λέξεις, άπλωσε το χέρι Του σαν να
ήθελε να τους υποδείξει κάτι και εξαφανίστηκε. Οι γυναίκες πήγαν αμέσως στο
σπίτι και είπαν στους μαθητές που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί ότι είχαν δει τον
Κύριο. Οι μαθητές ήταν δύσπιστοι και δεν έδωσαν εμπιστοσύνη ούτε στη δική τους
αναφορά ούτε στης Μαγδαληνής. Τις αντιμετώπισαν ως αποτέλεσμα της
ενθουσιασμένης φαντασίας τους, αλλά όταν ο Πέτρος και ο Ιωάννης μπήκαν στο
δωμάτιο και διηγήθηκαν αυτά που είχαν δει και αυτοί, δεν ήξεραν τι να
απαντήσουν, και γέμισαν κατάπληξη.
Ο Κάσσιος είχε σπεύσει στο σπίτι του Πιλάτου περίπου μια ώρα μετά την Ανάσταση
για να του δώσει αναφορά για τα εκπληκτικά γεγονότα που είχαν συμβεί.
Περιέγραψε πώς είχε σκιστεί ο βράχος και πώς ένας άγγελος είχε κατέβει από τον
Παράδεισο και έσπρωξε στην άκρη την πέτρα. Μίλησε επίσης για τις πεταμένες στο
έδαφος λωρίδες που είχαν περιτυλίξει το σώμα του Ιησού και πρόσθεσε ότι σίγουρα
ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού, και ότι πραγματικά αναστήθηκε. Ο
Πιλάτος άκουσε την αφήγηση και άρχισε να τρέμει από το φόβο, αλλά έκρυψε την
ταραχή του στο μέγιστο των δυνατοτήτων του και απάντησε στον Κάσσιο με αυτά τα
λόγια: «Είσαι εξαιρετικά δεισιδαίμονας. Ήταν πολύ ανόητο να πας στον τάφο του
Γαλιλαίου. Οι θεοί Του εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία σου και εμφάνισαν όλα αυτά
τα γελοία οράματα για να σε ανησυχήσουν. Σου συνιστώ να σιωπήσεις και να μην
αφηγηθείς αυτές τις ανόητες ιστορίες στους ιερείς, γιατί θα λάβεις το χειρότερο
από αυτούς». Προσποιήθηκε πως πίστευε ότι το σώμα το είχαν πάρει οι μαθητές του
Ιησού και ότι οι φρουροί είχαν δωροδοκηθεί και είχαν αποκοιμηθεί ή ίσως
εξαπατηθεί από μαγεία, για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά τους.
Οι στρατιώτες που
φρουρούσαν τον τάφο έφτασαν λίγο αργότερα στο παλάτι του Πιλάτου και άρχισαν να
του λένε όλα όσα εκείνος είχε ήδη ακούσει από τον Κάσσιο, αλλά δεν άκουσε
τίποτα και τους έστειλε στον Καϊάφα. Πήγαν λοιπόν και συγκεντρώθηκαν σε μια
μεγάλη αυλή κοντά στο Ναό που ήταν γεμάτη από ηλικιωμένους Εβραίους, οι οποίοι,
μετά από κάποια διαβούλευση, πήραν τους στρατιώτες κατά μέρος και με δωροδοκίες
και απειλές προσπάθησαν να τους πείσουν να πουν ότι αποκοιμήθηκαν, και ότι ενώ
κοιμόντουσαν ήρθαν οι μαθητές και παρέλαβαν το σώμα του Διδάσκαλού τους.
ΠΗΓΗ: Το βιβλίο "The Passion of the Christ: The Dolorous Passion of our Lord Jesus Christ" by Anne Catherine Emmerich
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη
Σχόλια