O Ιωσήφ επιλέγεται ως σύζυγος της Παρθένου Μαρίας

 

Το 1944 η Μαρία Βαλτόρτα βλέπει σε όραμα -που της έδειξε ο Ιησούς- τη διαδικασία επιλογής του Ιωσήφ ως συζύγου της Μαρίας. 

«Βλέπω μια πλούσια αίθουσα με ωραίο πάτωμα, κουρτίνες, χαλιά και σκαλιστά έπιπλα. Θα πρέπει να είναι μέρος του Ναού του Σολομώντος: υπάρχουν ιερείς εκεί (ανάμεσά τους ο Ζαχαρίας) και πολλοί άνδρες κάθε ηλικίας από 20 μέχρι 50 ετών περίπου.

Μιλάνε αναμεταξύ τους χαμηλά αλλά ζωηρά. Τους βλέπω ανήσυχους για κάτι που δεν γνωρίζω. Όλοι φοράνε τα γιορτινά τους, ρούχα καινούργια είτε τουλάχιστον φρεσκοπλυμένα, προφανώς ντυμένοι για κάποια γιορτή. Πολλοί έχουν βγάλει το ύφασμα που τους κάλυπτε το κεφάλι, άλλοι το φορούν ακόμη, ιδιαίτερα οι πιο μεγάλοι. Βλέπω τα γυμνά κεφάλια των νεώτερων: μερικοί είναι σκούροι ξανθοί, άλλοι καστανοί σκούροι, κάποιοι έχουν πολύ μαύρα μαλλιά και μόνον ένας κόκκινα. Τα μαλλιά τους είναι γενικά κοντά, υπάρχουν όμως και λίγοι που τα έχουν μέχρι τους ώμους. Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους διότι παρατηρούν ο ένας τον άλλον με περιέργεια. Αλλά φαίνεται να έχουν κάτι κοινό διότι είναι φανερό ότι τους απασχολεί το ίδιο θέμα.

Σε μια γωνιά βλέπω τον Ιωσήφ. Μιλάει με έναν καλοστεκούμενο, σθεναρό, ηλικιωμένο άνδρα. Ο Ιωσήφ θα είναι περίπου 30 ετών. Είναι όμορφος άνδρας με μαλλιά κοντά και πολύ σγουρά, σκούρα καστανά όπως τα γένια του και το μουστάκι του, που σκεπάζουν ένα καλοσχηματισμένο σαγόνι και ανεβαίνουν μέχρι τα ροδινο-μελάχροινα μάγουλά του σε αντίθεση προς το πράσινο της ελιάς των περισσοτέρων σκουροκάστανων ανθρώπων. Τα μάτια του είναι σκούρα με βλέμμα βαθύ, πολύ σοβαρό και θα έλεγα κάπως θλιμμένο. Αλλά όταν γελάει - όπως τώρα - γίνεται χαρούμενο και νεανικό. Φοράει ρούχα χρώματος ανοιχτού καφέ, πολύ απλά αλλά πολύ καλοβαλμένα.

Μια ομάδα από νέους Λευίτες μπαίνει στην αίθουσα οι οποίοι παίρνουν θέσεις μεταξύ της πόρτας και ενός στενόμακρου τραπεζιού που βρίσκεται κοντά στον τοίχο που είναι και η πόρτα, η οποία έμεινε διάπλατα ανοικτή. Μόνο μια κουρτίνα γύρω στα είκοσι εκατοστά από το έδαφος καλύπτει το κενό της.

Η περιέργεια αυξάνει. Και μεγαλώνει ακόμη περισσότερο όταν ένα χέρι τραβάει την κουρτίνα για να περάσει ένας Λευίτης που κρατάει στα χέρια του μια αγκαλιά από ξερά κλαδιά πάνω στα οποία είναι τοποθετημένο με προσοχή ένα ανθισμένο κλαδάκι: τα λουλουδάκια του μοιάζουν με έναν αφρό από λευκά πέταλα με πολύ ελαφρά ροζ απόχρωση που απλώνεται από το κέντρο προς την άκρη των πετάλων. Ο Λευίτης αφήνει το μάτσο των κλαδιών πάνω στο τραπέζι με πολλή προσοχή για να μην κάνει ζημιά στο θαύμα του ανθισμένου μικρού κλαδιού ανάμεσα στα τόσα ξερά.

Ψίθυροι απλώνονται στη αίθουσα. Οι λαιμοί τεντώνονται, τα βλέμματα γίνονται διεισδυτικά για να μπορέσουν να δουν καλύτερα. Ο Ζαχαρίας (πρόκειται για τον ιερέα Ζαχαρία, πατέρα του Ιωάννη του Βαπτιστή) που βρίσκεται με τους άλλους ιερείς κοντά στο τραπέζι, προσπαθεί να δει. Αλλά δεν βλέπει τίποτα.
Ο Ιωσήφ, στη γωνιά του, μόλις που ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο μάτσο με τα κλαδιά και όταν ο συνομιλητής του του λέει κάτι, κουνάει το κεφάλι του αρνητικά σαν να λέει: «Αδύνατον!» και χαμογελάει.

Μία σάλπιγγα ακούγεται από τη μεριά της κουρτίνας. Όλοι κάνουν ησυχία και στρέφονται προς την πόρτα, όπου τώρα φαίνονται όλα διότι η κουρτίνα έχει τραβηχτεί στην άκρη. Εισέρχεται ο Αρχιερέας και δίπλα του ακολουθούν οι ιερείς. Όλοι υποκλίνονται. Ο Ποντίφικας πλησιάζει το τραπέζι και όρθιος αρχίζει να μιλάει:

«Άνδρες της φυλής του Δαβίδ, που μαζευτήκατε εδώ από δική μου πρόσκληση, ακούστε. Ο Κύριος μίλησε, δόξα σε Αυτόν! Από την δόξα Του μια ακτίνα κατέβηκε και, όπως ο ήλιος την άνοιξη, έδωσε ζωή σε ένα ξερό κλαδί το οποίο άνθισε θαυματουργικά, ενώ κανένα άλλο κλαδί δεν είναι ανθισμένο σήμερα, τελευταία μέρα της γιορτής των Φώτων, όταν ακόμα δεν έχουν λιώσει τα χιόνια που έπεσαν στα βουνά της Ιουδαίας και αυτά είναι το μόνο λευκό που υπάρχει μεταξύ Σιών και Βηθανίας. 

Ο Θεός μίλησε και έγινε ο Ίδιος πατέρας και παιδαγωγός της Παρθένου από τη φυλή του Δαβίδ, που δεν έχει άλλο παιδαγωγό παρά μόνο τον Θεό. To νεαρό κορίτσι, η δόξα του Ναού και της καταγωγής της, αξιώθηκε να λάβει το λόγο του Θεού για να μάθει το όνομα του συζύγου που είναι αρεστός στον Αιώνιο. Θα πρέπει να είναι πολύ δίκαιος για να τον διαλέξει ο Κύριος ως προστάτη της αγαπημένης Του Παρθένου! Γι’ αυτό το λόγο, η λύπη μας που Την χάνουμε μαλακώνει και σταματά κάθε ανησυχία μας για το μέλλον Της ως συζύγου. Και εμπιστευόμαστε πλήρως τον άνδρα που διάλεξε ο Θεός, και ας είναι ευλογημένη η Παρθένος από τον Θεό και από εμάς όλους. Το όνομα του συζύγου είναι Ιωσήφ του Ιακώβ, από τη Βηθλεέμ και τη φυλή του Δαβίδ, ξυλουργός στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Ιωσήφ, πλησίασε. Σε διατάζει ο Αρχιερέας».

Ακούγεται μεγάλος ψίθυρος. Κεφάλια γυρίζουν εδώ και 'κει, μάτια και χέρια δείχνουν, εκφράσεις απογοήτευσης αλλά και ανακούφισης στα πρόσωπα. Κάποιος, μεταξύ των πιο μεγάλων, πρέπει να χάρηκε που δεν ήταν το τυχερό του.

Ο Ιωσήφ, κατακόκκινος και προβληματισμένος ανοίγει το βήμα του. Τώρα βρίσκεται κοντά στο τραπέζι, μπροστά από τον Ποντίφικα, τον οποίο χαιρετά με υπόκλιση.
«Ελάτε όλοι και δείτε το όνομα που είναι χαραγμένο στο κλαδί. Ας πάρει ο καθένας το κλαδί του για να είναι σίγουρος ότι δεν υπάρχει απάτη».
Οι άνδρες υπακούουν. Κοιτάζουν το κλαδάκι που κρατάει προσεκτικά ο Αρχιερέας και παίρνει ο καθένας το δικό του: μερικοί το σπάνε, άλλοι το κρατούν. Όλοι κοιτούν τον Ιωσήφ. Μερικοί κοιτούν και είναι σιωπηλοί, άλλοι κοιτούν και τον συγχαίρουν. Ο ηλικιωμένος άνδρας με τον οποίο μιλούσε ο Ιωσήφ προηγουμένως, του λέει: «Δεν σου τόλεγα, Ιωσήφ; Αυτός που αισθάνεται λιγότερο σίγουρος είναι αυτός που τελικά κερδίζει το παιχνίδι!» 
Όλοι τώρα έχουν περάσει από τον Ποντίφικα και έχουν πάρει το κλαδί τους.

Ο Αρχιερέας δίνει στον Ιωσήφ το ανθισμένο κλαδί του και ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο του, του λέει: «Δεν είναι πλούσια, και το ξέρεις, η γυναίκα που σου δίνει ο Κύριος, όμως έχει όλες τις αρετές. Να προσπαθείς κάθε μέρα να είσαι αντάξιός Της. Δεν υπάρχει λουλούδι στον Ισραήλ πιο όμορφο και αγνό από Αυτήν. Βγείτε τώρα όλοι έξω. Εσύ Ιωσήφ, μείνε. Και συ Ζαχαρία, ως συγγενής Της, φέρε μέσα τη νύφη».

Όλοι βγαίνουν έξω εκτός από τον Αρχιερέα και τον Ιωσήφ. Η κουρτίνα κλείνει καλύπτοντας το άνοιγμα της πόρτας. Ο Ιωσήφ στέκεται ταπεινά κοντά στον επιβλητικό Ιερέα. Υπάρχει σιωπή· μετά ο Ιερέας λέει στον Ιωσήφ: « Η Μαρία θέλει να σε πληροφορήσει για έναν όρκο που έχει κάνει. Βοήθησέ Την που ντρέπεται. Να είσαι καλός με τη γυναίκα που είναι τόσο καλή».
«Θα θέσω την ανδρική μου δύναμη στην υπηρεσία Της και καμία θυσία γι’ Αυτήν δεν θα μου είναι βάρος. Να είστε σίγουρος».

Η Μαρία εισέρχεται με τον Ζαχαρία και την Άννα του Φανουήλ.
«Έλα Μαρία», λέει ο Ποντίφικας. «Εδώ είναι ο άνδρας που ο Θεός προόρισε για Σένα. Είναι ο Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ.  Έτσι θα γυρίσεις πίσω στην πόλη Σου. Εγώ σας αφήνω τώρα. Είθε ο Θεός να σας ευλογεί. Είθε ο Κύριος να σας προστατεύει και να σας ευλογεί, είθε να σας δείξει το πρόσωπό Του και να έχει πάντα έλεος για σας. Είθε να έχει το πρόσωπό Του στραμμένο πάνω σας και να σας δίνει την ειρήνη».

Ο Ζαχαρίας βγαίνει συνοδεύοντας τον Ποντίφικα. Η Άννα συγχαίρει τον μνηστήρα και βγαίνει κι αυτή έξω.
Οι δυο αρραβωνιασμένοι είναι τώρα ο ένας απέναντι στον άλλο. Η Μαρία κατακόκκινη στέκεται με το κεφάλι σκυμμένο. Ο Ιωσήφ, ντροπαλός κι αυτός, την παρατηρεί ψάχνοντας να βρει να πει τα πρώτα λόγια. Προφανώς τα βρήκε γιατί το πρόσωπό του φωτίζεται με ένα χαμόγελο. Λέει: «Σε καλωσορίζω Μαρία. Σε έχω δει όταν ήσουν μωρό, μόλις ολίγων ημερών...  Ήμουν φίλος του πατέρα Σου και έχω έναν ανιψιό, το γιο του αδελφού μου του Αλφαίου, που ήταν σπουδαίος φίλος της μητέρας Σου. Ήταν ο μικρός της φίλος διότι τώρα είναι μόλις 18 ετών, και όταν εσύ δεν είχες ακόμη γεννηθεί, αυτός, μικρό παιδάκι, έδιωχνε τη θλίψη της μητέρα Σου, που τον αγαπούσε πολύ. Δεν μας γνωρίζεις γιατί ήρθες εδώ πολύ μικρή. Αλλά όλοι στη Ναζαρέτ Σε αγαπούν, και όλοι μιλούν για τη μικρή Μαρία του Ιωακείμ, της οποίας η γέννηση ήταν ένα θαύμα του Κυρίου, που έκανε να ανθίσει η στείρα...
Θυμάμαι τη βραδιά που γεννήθηκες... Όλοι τη θυμόμαστε από το θαύμα της δυνατής βροχής που έσωσε τους αγρούς και από τη βίαιη θύελλα κατά τη διάρκεια της οποίας οι κεραυνοί δεν έκαψαν ούτε ένα κοτσανάκι άγριας ερείκης και που σταμάτησε το άλλο πρωί με ένα ουράνιο τόξο διαστάσεων και ομορφιάς που δεν είχαμε ποτέ ξαναδεί.
Και τότε... ποιος δεν θυμάται τη χαρά του Ιωακείμ; Σε είχε αγκαλιά και σε έδειχνε στους γείτονες... Σε θεωρούσε ένα λουλούδι που ήρθε από τον ουρανό, Σε θαύμαζε και ήθελε όλοι να Σε θαυμάζουν. Ήταν ένας ευτυχισμένος γερο-πατέρας που πέθανε μιλώντας για τη Μαρία του, τόσο όμορφη και καλή και που έλεγε λογάκια όλο χάρη και σοφία...! Είχε δίκιο που Σε θαύμαζε και έλεγε ότι δεν υπάρχει άλλη πιο όμορφη από Σένα! Και η μητέρα Σου; Γέμιζε με τα τραγούδια της τη γειτονιά που βρισκόταν το σπίτι Σου. Έμοιαζε με κορυδαλλό την άνοιξη όταν Σε κυοφορούσε, και μετά, όταν Σε θήλαζε.

Έτος του Αγ. Ιωσήφ 8 Δεκ. 2020 - 8 Δεκ. 2021

Εγώ έφτιαξα την κούνια Σου, μια μικρή κούνια με σκαλιστά τριαντάφυλλα τριγύρω, διότι έτσι ήθελε η μητέρα Σου. Ίσως να βρίσκεται ακόμα στο σπίτι... τώρα κλειστό. Είμαι μεγάλος Μαρία. Όταν γεννήθηκες έκανα ήδη τις πρώτες μου δουλειές.  Ήδη εργαζόμουν... Ποιος να μου τόλεγε τότε ότι θα Σε έπαιρνα για σύζυγο! Ίσως να πέθαιναν πιο χαρούμενοι οι γονείς Σου, διότι ήμασταν φίλοι. Εγώ έθαψα τον πατέρα Σου, πένθησα τον θάνατό του με ειλικρινή καρδιά, γιατί για μένα ήταν καλός δάσκαλος».

Η Μαρία σηκώνει πολύ αργά το πρόσωπο, παίρνοντας κουράγιο από τον τρόπο που Της μιλάει ο Ιωσήφ, και όταν αναφέρει την κούνια χαμογελά ελαφρά, και όταν ο Ιωσήφ μιλάει για τον πατέρα Της, του τείνει το χέρι Της και του λέει: «Ευχαριστώ, Ιωσήφ». Ένα «ευχαριστώ» δειλό και συνάμα ευγενικό.

Ο Ιωσήφ κρατάει μέσα στα κοντά και δυνατά χέρια του ξυλουργού το κρινένιο χεράκι και το χαϊδεύει με στοργή που εμπνέει όλο και πιο πολύ ηρεμία. Ίσως να περιμένει περισσότερα λόγια. Αλλά η Μαρία είναι και πάλι σιωπηλή. Τότε κι αυτός συνεχίζει: «Όπως ξέρεις το σπίτι είναι ακόμα άθικτο, με εξαίρεση ένα μέρος του που κατεδαφίστηκε με εντολή του συμβουλίου, για να μετατρέψουν σε οδό το μονοπάτι, για τις νηοπομπές των Ρωμαίων. Αλλά τα καλλιεργημένα χωράφια, αυτά που σου απέμειναν  - γιατί ξέρεις... η αρρώστια του πατέρα Σου έκανε να πωληθούν πολλά από τα περουσιακά Σου στοιχεία - είναι μάλλον εγκαταλελειμμένα.
Για περισσότερο από τρία χρόνια τα δένδρα δεν έχουν κλαδευτεί και η γη είναι ακαλλιέργητη και σκληρή. Αλλά τα δένδρα που έβλεπες όταν ήσουν ακόμα μικρό κορίτσι είναι πάντα εκεί, και αν μου το επιτρέψεις, θα τα φροντίσω αμέσως».

«Ευχαριστώ Ιωσήφ. Αλλά, εσύ έχεις τη δουλειά σου...»
«Θα δουλεύω στο περιβόλι σου τις πρωινές και τις βραδυνές ώρες. Τώρα το φως, όσο περνάνε οι μέρες όλο και μεγαλώνει. Την άνοιξη θέλω να είναι όλα έτοιμα για να χαρείς. Κοίτα, αυτό είναι ένα κλαδί από την αμυγδαλιά μπροστά από το σπίτι. Ήθελα να το κόψω - ο φράχτης είναι τόσο κατεστραμμένος, ώστε μπορεί να μπει όποιος θέλει μέσα - αλλά τώρα θα τον φτιάξω ξανά γερό και δυνατό.  Ήθελα να το κόψω, διότι σκεπτόμουν ότι αν ήμουν εγώ ο εκλεκτός - που δεν το περίμενα γιατί είμαι αφιερωμένος Ναζηραίος (Εβραίος που έχει δώσει ειδικό όρκο εγκράτειας) και κάνω υπακοή διότι πρόκειται για εντολή Ιερέα και δεν ήθελα να παντρευτώ - σκεπτόμουν, έλεγα, πως το να κρατήσεις ένα κλαδί ανθισμένο από τον κήπο Σου θα Σε έκανε να χαρείς. Να, πάρτο, Μαρία. Με αυτό Σου προσφέρω την καρδιά μου, που σαν αυτό μέχρι τώρα έχει ανθίσει μόνο για τον Κύριο, και τώρα ανθίζει για Σένα, μνηστή μου».

Η Μαρία παίρνει το κλαδάκι. Είναι συγκινημένη και κοιτάζει τον Ιωσήφ με πρόσωπο κάθε φορά και με περισσότερη εμπιστοσύνη και λάμψη. Νιώθει σιγουριά μαζί του. Όταν είπε «Είμαι αφιερωμένος Ναζηραίος», το πρόσωπό Της φωτίστηκε και πήρε θάρρος να πει: «Κι Εγώ επίσης, ανήκω ολότελα στον Κύριο, Ιωσήφ. Δεν ξέρω αν σου το είπε ο Αρχιερέας...»
«Μου είπε μόνον ότι είσαι καλή και αγνή, και ότι θέλεις να με πληροφορήσεις για έναν όρκο Σου, και να είμαι καλός μαζί Σου. Μίλησε, Μαρία. Ο Ιωσήφ Σου θέλει να Σε κάνει ευτυχισμένη σε όλες Σου τις επιθυμίες. Δεν Σε αγαπώ με τη σάρκα. Σε αγαπώ με την ψυχή μου, άγιο κορίτσι που μου χορηγεί ο Θεός! Πρέπει να βλέπεις σε μένα έναν πατέρα και έναν αδελφό, μαζί με ένα σύζυγο. Άνοιξε την καρδιά Σου σε μένα όπως σε έναν πατέρα και να αφεθείς σε μένα όπως σε έναν αδελφό...»

«Εγώ από την παιδική μου ηλικία αφιερώθηκα στον Κύριο. Ξέρω ότι αυτό δεν γίνεται στον Ισραήλ. Αλλά άκουσα μια φωνή μέσα Μου που ζητούσε την παρθενία Μου, σαν θυσία αγάπης για τον ερχομό του Μεσσία. Ο Ισραήλ Τον περιμένει τόσο καιρό τώρα! Δεν είναι υπερβολικό να απαρνηθώ γι’ αυτό τη χαρά της μητρότητας!»

Ο Ιωσήφ Την κοιτάζει σταθερά σαν να θέλει να διαβάσει την καρδιά Της, και μετά παίρνει τα λεπτά χεράκια που κρατούν ακόμα το ανθισμένο κλαδάκι, και λέει: «Θα συμμετέχω κι εγώ στη θυσία Σου και θα αγαπάμε τόσο πολύ τον Αιώνιο με την αγνότητά μας που θα μας στείλει γρηγορότερα τον Σωτήρα στη Γη, και θα μας επιτρέψει να δούμε το Φως Του να λάμπει στον κόσμο. Έλα, Μαρία. Ας πάμε μπροστά στον Οίκο Του και ας ορκιστούμε ότι θα αγαπάμε ο ένας τον άλλον όπως οι άγγελοι μεταξύ τους. Μετά θα πάω στη Ναζαρέτ να τα ετοιμάσω όλα για Σένα στο σπίτι Σου, αν θέλεις να μείνουμε εκεί, ή κάπου αλλού, αν το επιθυμείς».

«Στο σπίτι Μου... υπήρχε μια σπηλιά στο βάθος... υπάρχει ακόμα;»
«Υπάρχει, αλλά δεν είναι πλέον δική Σου... Αλλά θα χτίσω μια άλλη για Σένα, που θα βρίσκεις δροσιά και ησυχία τις ζεστές ώρες της ημέρας. Θα την κάνω όσο γίνεται να μοιάζει με την παλιά. Και... πες μου ποιος θέλεις να είναι μαζί Σου;»

«Κανένας. Δεν φοβάμαι. Η μητέρα του Αλφαίου, που ερχόταν πάντοτε να Με δει, θα Μου κρατάει λίγο συντροφιά τη μέρα. Το βράδυ προτιμώ να μένω μόνη. Κανένα κακό δεν πρόκειται να Με βρει».

«Ωραία, τώρα θα είμαι κι εγώ. Πότε να έρθω να Σε πάρω;»
«Όποτε θέλεις, Ιωσήφ».
«Τότε, λοιπόν, θα έρθω μόλις ετοιμαστεί το σπίτι. Δεν θα αγγίξω τίποτα. Θέλω να το βρεις όπως το άφησε η μητέρα Σου. Αλλά θέλω ακόμα να είναι φωτεινό και καθαρό για να Σε υποδεχτεί χωρίς θλίψη. Έλα, Μαρία. Ας πάμε να πούμε στον Ύψιστο ότι Τον ευλογούμε».

Δεν βλέπω τίποτε άλλο. Αλλά νιώθω στην καρδιά Μου το συναίσθημα της ασφάλειας που βιώνει η Μαρία.

ΠΗΓΗ: Το βιβλίο της Μ. Βαλτόρτα "The Gospel as revealed to me"

ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;