Ο δρόμος του Σταυρού, από το Πραιτόριο στον Γολγοθά



Περνάει λίγη ώρα, όχι περισσότερο από μισή ώρα, ίσως και λιγότερο, από την απόφαση του Πιλάτου. 
Κατόπιν ο Λογγίνος που είναι υπεύθυνος να προΐσταται στην εκτέλεση, δίνει τις εντολές του. Όμως, προτού οδηγήσουν τον Ιησού έξω στους δρόμους, για να σηκώσει τον σταυρό Του και να προχωρήσει, ο Λογγίνος Τον κοιτάζει δύο τρεις φορές με μια περιέργεια που γίνεται συμπάθεια και με το έμπειρο μάτι αυτού που έχει συνηθίσει παρόμοιες καταστάσεις, πλησιάζει τον Ιησού μαζί με έναν στρατιώτη και του προσφέρει ένα κύπελλο. Βασικά, χύνει ένα ελαφρώς ξανθό ροζ υγρό από ένα στρατιωτικό φλασκί στο κύπελλο.

«Θα Σου κάνει καλό. Θα πρέπει να διψάς, ο ήλιος είναι δυνατός έξω. Και ο δρόμος μακρύς».
Ο Ιησούς του απαντάει: «Ας σε ανταμείβει ο Θεός για την φιλευσπλαχνία σου, όμως μην το στερηθείς».
«Εγώ είμαι υγιής και δυνατός, Εσύ... δεν μου στερείς τίποτα... ακόμα και αν μου έλειπε, θα το έκανα για να Σε τονώσει. Μια γουλιά μόνο, για να μου δείξεις ότι δεν μισείς τους ειδωλολάτρες».
 
Ο Ιησούς δεν αρνείται πλέον και πίνει μια γουλιά από αυτό. Επειδή τα χέρια Του είναι ήδη λυμένα και δεν έχει πλέον το καλάμι ούτε την χλαμύδα και μπορεί να το κάνει Μόνος Του. Όμως αρνείται περισσότερο, παρ’ όλο που το καλό δροσερό ρόφημα θα ήταν μεγάλη βοήθεια για τον πυρετό Του, που ήδη φαίνεται από τα κόκκινα ίχνη που φλογίζουν τα ωχρά μάγουλά Του και τα στεγνά Του χείλη.
«Πάρε λίγο. Πάρε το όλο, είναι νερό με μέλι. Θα Σου δώσει δύναμη και θα κόψει την δίψα Σου. Λυπάμαι για Σένα, ναι... λυπάμαι… δεν Σε μισώ και θα προσπαθήσω να Σε κάνω να υποφέρεις λιγότερο».


Όμως ο Ιησούς δεν πίνει άλλο. Είναι πολύ διψασμένος. Η τρομερή δίψα ενός

που έχει χάσει πολύ αίμα και έχει πυρετό. Όμως δεν θέλει να υποφέρει λιγότερο. Αλλά αντιλαμβάνομαι, ότι η συμπόνια του Ρωμαίου είναι μεγαλύτερη παρηγοριά γι’ Αυτόν παρά το νερό με το μέλι.
«Ας σε ανταμείβει ο Θεός με τις ευλογίες Του για αυτή τη παρηγοριά» λέει και
χαμογελάει, ένα χαμόγελο που σπαράζει την καρδιά με τα πρησμένα και
πληγωμένα χείλη Του, που κινούνται με δυσκολία.
Οι δύο ληστές έρχονται, ο κάθε ένας είναι κυκλωμένος από δέκα στρατιώτες.
«Είναι ώρα να πηγαίνουμε», ο Λογγίνος δίνει τις τελευταίες εντολές.
Εκατό στρατιώτες τοποθετούνται εκατέρωθεν σε δύο σειρές σε απόσταση τριών μέτρων η μια από την άλλη, και με αυτό τον σχηματισμό κινούνται προς την πλατεία όπου άλλοι εκατό άνδρες οριοθετούν ένα τετράγωνο για να αποκρούσουν το πλήθος να εμποδίσει τη διαδικασία.
Στην μικρή πλατεία βρίσκονται ήδη λίγοι έφιπποι στρατιώτες: ένα ιππικό γύρω στους δέκα, με έναν νεαρό αξιωματικό να δίνει εντολές και να κρατάει το λάβαρο της Ρώμης. Ένας στρατιώτης κρατάει τα ηνία από το μαύρο άλογο του εκατόνταρχου. Ο Λογγίνος το ιππεύει και πηγαίνει στη θέση του, δύο μέτρα μπροστά από τους ένδεκα ιππείς.

Φέρνουν τους σταυρούς. Αυτοί των δύο ληστών είναι πιο χαμηλοί. Του Ιησού
είναι πολύ πιο ψηλός. Θα έλεγα ότι η κάθετη δοκός δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από τέσσερα μέτρα.

Ένας σταυρός γερός, πολύ καλοφτιαγμένος στην ένωση των δύο ξύλων και γερά ενισχυμένος με καρφιά και βίδες στις ενώσεις. Και βασικά αν σκεφτεί κανείς ότι προορίζεται για να αντέξει ένα αρκετά μεγάλο βάρος, όπως το σώμα ενός ενήλικα που θα πρέπει να το συγκρατεί ακόμα και στους τελευταίους σπασμούς, καταλαβαίνει κανείς ότι δεν θα μπορούσε να είναι πρόχειρος. Προτού δώσουν τον σταυρό στον Ιησού, Του έβαλαν μια ταμπέλα με την επιγραφή: “Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων” σε τρεις γλώσσες, γύρω από τον λαιμό. Και το σχοινί που την κρατάει μπλέκεται με το ακάνθινο στεφάνι το οποίο τρυπάει καινούργια σημεία, και προκαλεί καινούργιο πόνο και χύνεται καινούργιο αίμα.
Ο όχλος γελάει με σαδισμό, με βρισιές και με κατάρες.
Τώρα είναι έτοιμοι και ο Λογγίνος δίνει την εντολή να προχωρήσουν: «Πρώτα τον Ναζωραίο, πίσω Του οι δύο άλλοι, από μια δεκάδα στον καθ’ έναν, και ο στρατιώτης που θα επιτρέψει να τραυματιστούν οι κατάδικοι θανάσιμα, θα είναι υπεύθυνος».

 
Ο Ιησούς κατεβαίνει τα τρία σκαλοπάτια που οδηγούν στην πλατεία. Και είναι αμέσως ορατό ότι έχει πολύ μεγάλη αδυναμία. Παραπατάει ήδη όπως κατεβαίνει. Τον εμποδίζει ο σταυρός στους ώμους, που είναι γεμάτοι πληγές, η ταμπέλα της επιγραφής που ταλαντεύεται μπροστά Του και Τον κόβει στο λαιμό, οι ταλαντώσεις που δέχεται από το μακρύ κοντάρι του σταυρού, που αναπηδάει στα σκαλοπάτια και στο ανώμαλο έδαφος.
Οι Ιουδαίοι γελούν: «Σπρώξτε Τον, κάντε Τον να πέσει. Στο χώμα ο βλάσφημος!» όμως οι στρατιώτες κάνουν μόνον αυτό που πρέπει να κάνουν, δηλαδή, διατάζουν τον Κατάδικο να παραμένει στο κέντρο του δρόμου και να περπατάει.
Ο Λογγίνος σπιρουνίζει το άλογο και η πομπή αρχίζει να κινείται αργά. Θα ήθελε να βαδίζουν πιο γρήγορα και να πάρουν την πιο σύντομη διαδρομή για τον Γολγοθά, διότι φοβάται την αντοχή του Κατάδικου. Όμως ο αχαλίνωτος όχλος δεν το θέλει. «Ο Νόμος περιγράφει ότι οι κατάδικοι πρέπει να περνούν μέσα από την πόλη, απ’ όπου αμάρτησαν!» φωνάζουν έξαλλοι. Και αναγκαστικά παίρνουν τη διαδρομή που περνάει μέσα από την πόλη για λίγο.  


Ο Ιησούς προχωράει και αναπνέει βαριά. Κάθε τρύπα στο έδαφος είναι και μια παγίδα για τα πόδια Του που τρικλίζουν, ένα μαρτύριο για τους ώμους Του που είναι γεμάτοι πληγές, και για το κεφάλι Του που είναι στεφανωμένο με αγκάθια. Ακόμα και ο ήλιος, που κάνει τρομακτική ζέστη, παρ’ όλο που κάποτε κάποτε κρύβεται πίσω από σύννεφα, πέφτει κατακόρυφος από ψηλά.    
Οι Ιουδαίοι τώρα δεν μπορούν να Τον χτυπήσουν ευθέως. Οι στρατιώτες Τον υπερασπίζονται όπως μπορούν. Όμως Τον χτυπούν και αυτοί στην προσπάθεια να Τον προστατέψουν, διότι οι μακριές λόγχες όπως κινούνται στον στενό περιορισμένο χώρο, Τον σπρώχνουν και Τον κάνουν να παραπατάει.  

Ο Ιησούς αναπνέει όλο και πιο βαριά. Ο Ιδρώτας κυλάει από το πρόσωπό Του μαζί με το αίμα που στάζει από τις πληγές από το ακάνθινο στεφάνι με τα αγκάθια. Και η σκόνη κολλάει πάνω στο υγρό Του πρόσωπο αφήνοντας παράξενες κηλίδες πάνω Του.

Πολλοί άνθρωποι έχουν ήδη συγκεντρωθεί στην Δικαστική Πύλη, απ’ όπου θα περάσει η πομπή και διάλεξαν μια καλή θέση για να βλέπουν. Όμως λίγο προτού να φτάσουν εκεί, ο Ιησούς σχεδόν πέφτει. Μόνο με τη γρήγορη παρέμβαση ενός στρατιώτη, πάνω στον οποίο ακουμπά, δεν πέφτει στο έδαφος. Ο όχλος γελάει και φωνάζει: «Άφησέ Τον! Αυτός έλεγε σε όλους: “Σήκω.” Ας σηκωθεί Μόνος Του τώρα…»
Πίσω από την πύλη είναι ένα ποταμάκι και μια μικρή γέφυρα και καθώς η πομπή βαδίζει πάνω στις πέτρες, το μακρύ δοκάρι του σταυρού αναπηδάει σ’ αυτές ακόμα πιο απότομα. Και τώρα οι Ιουδαίοι πετούν πέτρες που παίρνουν από το ποταμάκι και χτυπούν τον μεγάλο Μάρτυρα.

Η ανάβαση προς τον Γολγοθά αρχίζει. Ένας γυμνός δρόμος χωρίς την ελάχιστη σκιά, στρωμένος με ανώμαλες πέτρες, που οδηγεί στον λόφο.

Ο Ιησούς υποφέρει τρομερά στην ανηφόρα, και εξ αιτίας του βάρους του
σταυρού. Χτυπάει σε μια πέτρα που προεξέχει, και επειδή είναι εξαντλημένος, παραπατάει και πέφτει πάνω στο δεξί Του γόνατο, όμως καταφέρνει να κρατηθεί με το δεξί Του χέρι. Ο όχλος ουρλιάζει από χαρά. Σηκώνεται πάλι. Προχωράει σκυμμένος με πιο βαριά αναπνοή με μεγάλη δυσκολία και με πυρετό. Το δοκάρι μπροστά Του Τον εμποδίζει στην όραση, η μακριά χλαμύδα Του που σέρνεται στο έδαφος, μπερδεύεται στα πόδια Του. Παραπατάει και πέφτει με τα δύο γόνατα, και χτυπάει πάνω στις πληγές της μαστίγωσης… ο σταυρός γλιστράει από τα χέρια Του και πέφτει στο έδαφος, αφού Τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη, και Τον αναγκάζει να σκύψει και να τον σηκώσει και να προσπαθήσει σκληρά να τον ξαναβάλει στον ώμο Του. Όση ώρα το κάνει αυτό, διακρίνεται στον δεξί Του ώμο η πληγή που δημιουργήθηκε από την τριβή του σταυρού και όλο το μέρος εκεί της χλαμύδας Του έχει αίματα. Ο όχλος επευφημεί και χαίρεται όταν Τον βλέπει να πέφτει τόσο άσχημα.
 
Ο Λογγίνος προσπαθεί να επιταχύνει. Ο Ιησούς όμως βαδίζει όλο και πιο αργά. Φαίνεται να έχει χάσει τις αισθήσεις Του όπως ταλαντεύεται σαν μεθυσμένος και χτυπάει συνεχώς από τη μια πλευρά και από την άλλη των στρατιωτών.. Και ο κόσμος το παρατηρεί και φωνάζει: «Η Διδασκαλία Του, πήγε στο κεφάλι Του. Κοιτάξτε, κοιτάξτε πώς παραπατάει!»  
Ο Λογγίνος Τον λυπάται και διατάζει μερικών λεπτών στάση. Και ο όχλος τον προσβάλει τόσο, που ο εκατόνταρχος δίνει εντολή στους στρατιώτες να του επιτεθούν. Και ο όχλος χαλαρώνει μπροστά στα ξίφη που γυαλίζουν και απειλούν και απομακρύνεται φωνάζοντας και κατηφορίζοντας από το βουνό.


Εδώ είναι που βλέπω μεταξύ των ολίγων που απέμειναν, μια μικρή ομάδα

βοσκών, πίσω από κάποια χαλάσματα. Όλοι είναι σε απόγνωση, ταραγμένοι, βρώμικοι, με κουρέλια, και με την δύναμη της ματιάς τους προσελκύουν τη προσοχή του Διδασκάλου τους. Αυτός στρέφει το κεφάλι Του, τους βλέπει. Τους κοιτάζει προσηλωμένος σαν να είναι πρόσωπα αγγέλων, φαίνεται να χορταίνει τη δίψα Του και να δυναμώνει με τα δάκρυα τους, και χαμογελάει.

Η εντολή να προχωρήσουν δίνεται, και ο Ιησούς περνάει ακριβώς από μπροστά τους και ακούει τους λυγμούς της αγωνίας τους. Γυρίζει με δυσκολία το κεφάλι κάτω από το δοκάρι του σταυρού και τους χαμογελάει ξανά, η παρηγοριά Του… Δέκα πρόσωπα... μια ανάπαυλα κάτω από τον καυτό ήλιο.

Και αμέσως μετά ο πόνος της τρίτης πτώσης, ένας ολοκληρωτικός πόνος. Και αυτή τη φορά δεν σκοντάφτει. Πέφτει από ξαφνική αδυναμία, μια λιποθυμία. Πέφτει με το κεφάλι και χτυπάει το πρόσωπό Του πάνω στις ανώμαλες πέτρες, και παραμένει στο χώμα κάτω από τον σταυρό που πέφτει πάνω Του. Οι στρατιώτες προσπαθούν να Τον σηκώσουν. Όμως επειδή φαίνεται σαν νεκρός, πηγαίνουν να πληροφορήσουν τον εκατόνταρχο. Όσην ώρα πηγαίνουν ο Ιησούς συνέρχεται, και αργά, με την βοήθεια δύο στρατιωτών, που ο ένας σηκώνει τον σταυρό και ο άλλος Τον βοηθάει να σηκωθεί, επανέρχεται πάλι στη θέση Του. Όμως είναι πολύ εξαντλημένος.
«Να προσέξεις να πεθάνει στον σταυρό!» φωνάζει ο όχλος.
«Αν πεθάνει πριν την ώρα Του θα δώσεις αναφορά στον Ανθύπατο, να το ξέρεις αυτό. Ο ένοχος πρέπει να φτάσει ζωντανός στον χώρο της εκτέλεσης», λέει ο αρμόδιος των γραμματέων στον στρατιώτη που του ρίχνει  κεραυνοβόλες ματιές, αλλά η πειθαρχία τον συγκρατεί να μη μιλήσει.

Όμως ο Λογγίνος έχει τον ίδιο φόβο με τους Ιουδαίους και φοβάται μην 
πεθάνει στον δρόμο, και δεν θέλει να έχει προβλήματα. Χωρίς να χρειάζεται να του το υπενθυμίσουν, ξέρει ποιο είναι το καθήκον του σαν αξιωματικός υπεύθυνος για τη εκτέλεση και αναλαμβάνει δράση.
Έτσι δίνει την εντολή να πάρουν την μακρύτερη διαδρομή, που ανηφορίζει με στροφές μέχρι την κορυφή αλλά δεν είναι τόσο απότομη.
Πολλοί άνθρωποι έχουν ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο επειδή είναι πιο ξεκούραστος, όμως δεν συμμετέχουν στην ντροπιαστική οχλοβοή των βασανιστών. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι γυναίκες, σκεπασμένες με μαντίλες και κλαίνε. Στρέφονται πίσω όταν ακούν τις φωνές και βλέπουν την πομπή να έρχεται προς αυτές. Είναι ακριβά ντυμένες και έχουν μαζί τους έναν γεροδεμένο άνδρα για να τις προστατεύει, όμως όπως είναι κουκουλωμένος με την κάπα του, δεν μπορώ να δω το πρόσωπό του καθαρά, δεν μπορώ να δω παρά τα μακριά του γένια, που τα περισσότερα είναι λευκά παρά μαύρα, και εξέχουν από την πολύ σκούρα κάπα του.


Όταν ο Ιησούς τις πλησιάζει, αυτές κλαίνε πιο δυνατά και Του υποκλίνονται.
Κατόπιν βαδίζουν μπροστά Του με αυτοπεποίθηση. Οι στρατιώτες θα ήθελαν να τις εμποδίσουν με τις λόγχες τους. Όμως μια από αυτές, που είναι καλυμμένη σαν Μουσουλμάνα, τραβάει τη μαντίλα της για λίγο μπροστά στον  σημαιοφόρο, που έφτασε με το άλογο για να δει την αιτία της καθυστέρησης, και διατάζει τους στρατιώτες να τις αφήσουν να περάσουν. Δεν μπορώ να δω το πρόσωπό της ούτε τα ρούχα της, διότι τράβηξε το βέλος της με ταχύτητα αστραπής, και το φόρεμά της κρύβεται κάτω από την κάπα της που φτάνει μέχρι το έδαφος, και είναι τελείως κουμπωμένη με πολλές αγκράφες. Το χέρι που φάνηκε για λίγο και τράβηξε την μαντίλα είναι λευκό και όμορφο. Και είναι προφανώς μια αρχόντισσα με επιρροή για να την υπακούει τόσο πρόθυμα ο υπασπιστής του Λογγίνου.

Οι γυναίκες πλησιάζουν τον Ιησού κλαίγοντας και γονατίζουν μπροστά στα πόδια Του, ενώ Αυτός σταματάει λαχανιασμένος... και όμως ακόμα ξέρει να χαμογελάει σ’ αυτές τις γυναίκες που συμπονούν και στον συνοδό τους, που αποκαλύπτεται να είναι ο Ιωνάθαν. Όμως οι φρουροί δεν του επιτρέπουν να περάσει. Μόνο στις γυναίκες.
Η μια από αυτές είναι η Ιωάννα του Χούζα. Και είναι πιο χλωμή και από τότε
που πέθαινε και την θεράπευσε ο Ιησούς. Στο χέρι της κρατάει έναν ασημένιο αμφορέα και τον προσφέρει στον Ιησού. Όμως Εκείνος τον αρνείται. Άλλωστε, Του έχει κοπεί τόσο η ανάσα, που δεν θα μπορούσε να πιει. Με το αριστερό Του χέρι σκουπίζει τον ιδρώτα και το αίμα που πέφτουν μέσα στα μάτια Του και που κυλούν κάτω στο κόκκινο πρόσωπό Του και στον λαιμό Του, οι φλέβες του οποίου είναι πρησμένες από τους κουρασμένους παλμούς της καρδιάς Του, βρέχοντας την χλαμύδα στο στήθος.

Μια άλλη γυναίκα που την συνοδεύει μια νεαρή υπηρέτρια, κρατώντας μια μικρή κασετίνα στα χέρια της, την ανοίγει και βγάζει ένα τετράγωνο πολύ φίνο λινό ύφασμα και το προσφέρει στον Σωτήρα. Αυτός το δέχεται. Και όπως δεν μπορεί να τα καταφέρει με το ένα χέρι, η φιλεύσπλαχνη γυναίκα Τον βοηθάει να το βάλει στο πρόσωπό Του, με προσοχή να μην ακουμπήσει πάνω στο ακάνθινο στεφάνι. Και ο Ιησούς πιέζει το δροσερό λινό ύφασμα στο ταλαιπωρημένο Του πρόσωπο και το κρατάει εκεί, σαν να αισθάνεται μεγάλη ανακούφιση. Και μετά επιστρέφει το λινό ύφασμα και λέει: « Σε ευχαριστώ, Ιωάννα, σε ευχαριστώ, Βερονίκη. Σάρα… Μαρκέλλα... Ελίζα... Λυδία... Άννα... Βαλέρια... Όμως μην κλαίτε για Μένα κόρες της Ιερουσαλήμ αλλά για τις αμαρτίες σας και γι' αυτούς της πόλης σας. Και σεις... μάνες... κλάψτε για τους γιους σας… διότι... αυτή η ώρα δεν θα περάσει… χωρίς τιμωρία. Και θα κλάψετε... επειδή μείνατε έγκυοι... θηλάσατε... και επειδή έχετε γιους... Οι μητέρες... εκείνων των ημερών… θα κλάψουν επειδή... ειλικρινά σας λέω... τυχερός θα είναι αυτός που θα πέσει πρώτος κάτω από τα χαλάσματα. Σας ευλογώ… Πηγαίνετε... σπίτι… προσευχηθείτε… για Μένα. Αντίο Ιωνάθαν… πάρε τις από εδώ...»
Και μέσα από τις φωνές και τα κλάματα των γυναικών και τις κατάρες των Ιουδαίων ο Ιησούς ξεκινάει ξανά.

Είναι πάλι κατα-ιδρωμένος. Επίσης και οι στρατιώτες και οι άλλοι δύο κατάδικοι είναι ιδρωμένοι, επειδή ο ήλιος αυτή την πολυτάραχη μέρα καίει σαν να έχει φλόγες. Μπορεί κανείς να φανταστεί πώς αισθάνεται ο Ιησούς με τον ήλιο πάνω στα μάλλινα ρούχα Του, που ακουμπούν πάνω στις πληγές από το φραγγέλωμα, όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε. Και παρ’ όλο που ο δρόμος δεν είναι απότομος, όπως ο προηγούμενος και δεν έχει πέτρες, που είναι τόσο επικίνδυνες για τα πόδια Του, ο Ιησούς παραπατάει όλο και πιο πολύ, και για άλλη μια φορά χτυπάει πρώτα στη μία σειρά των στρατιωτών και μετά στην άλλη, και είναι σκυμμένος περισσότερο από
πριν.
Αποφασίζουν να ξεπεράσουν τη δυσκολία περνώντας ένα σχοινί γύρω από
τη μέση Του και να κρατούν τα δύο άκρα σαν να είναι χαλινάρια. Βασικά, αυτό Τον
στηρίζει αλλά δεν κάνει πιο ελαφρύ το φορτίο Του. Αντιθέτως το σχοινί όταν χτυπάει στον σταυρό, τον μετατοπίζει συνεχώς πάνω στον ώμο Του και τον κάνει να χτυπάει το ακάνθινο στεφάνι. Πιο χαμηλά το σχοινί τρίβεται στην μέση Του, όπου και υπάρχουν πολλές πληγές που αιμορραγούν ξανά, και η λευκή χλαμύδα του έχει ποτίσει στη μέση Του. Έτσι, αντί να Τον βοηθούν, Τον κάνουν να υποφέρει περισσότερο.

Ο δρόμος συνεχίζεται. Σε κάποιο τμήμα του δρόμου βρίσκεται η Μαρία με τον Ιωάννη. Θα έλεγα ότι ο Ιωάννης Την οδήγησε στο πλάι αυτού του δρόμου που είναι σκιερό, για να Την ανακουφίσει. Η Μαρία ακουμπάει στην πλαγιά του λόφου, όρθια, όμως είναι εξαντλημένη, λαχανιασμένη, λευκή σαν νεκρή, με το σκούρο μπλε φόρεμα Της, που είναι σχεδόν μαύρο. Ο Ιωάννης Την κοιτάζει με πολλή πικρία. Και αυτός είναι πολύ χλωμός, με ορθάνοιχτα κουρασμένα μάτια, αχτένιστος με τα μάγουλα βαθουλωτά, σαν να υποφέρει από κάποια ασθένεια.
Οι άλλες γυναίκες – η Μαρία και η Μάρθα του Λάζαρου, η Μαρία του Αλφαίου
και η Μαρία του Ζεβεδαίου, η Σουζάννα της Κανά, και μερικές ακόμα που δεν τις γνωρίζω – βρίσκονται όλες στην μέση του δρόμου, προσπαθώντας να δουν αν έρχεται ο Σωτήρας. Και όταν βλέπουν τον Λογγίνο να προπορεύεται, τρέχουν προς τη Μαρία να την ειδοποιήσουν. Και η Μαρία στηριζόμενη από την Ιωάννα που Την κρατάει από τον αγκώνα, φεύγει από την πλευρά του λόφου, αξιοπρεπής με τον πόνο Της, και έρχεται αποφασιστική στο μέσον του δρόμου, πηγαίνοντας στην άκρη μόνον όταν έρχεται ο Λογγίνος, που από ψηλά, πάνω στο μαύρο του άλογο, κοιτάζει τη χλωμή γυναίκα και τον ξανθό χλωμό συνοδό Της, που τα ήρεμα μάτια του είναι γαλανά σαν και Αυτής. Και ο Λογγίνος κουνάει το κεφάλι του ενώ περνάει ακολουθούμενος από ένδεκα έφιππους.
Η Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσα από τους στρατιώτες που προσπαθούν να Την επαναφέρουν στη θέση Της με τις λόγχες τους, διότι όλο και περισσότερες πέτρες ρίχνονται από τον λιθόστρωτο δρόμο, σαν διαμαρτυρία για όλη αυτή την συμπόνια. Οι Ιουδαίοι που για άλλη μια φορά καταριόνται για τη στάση που έγινε εξ αιτίας των ευλαβών γυναικών, λένε: «Γρήγορα! Αύριο είναι Πάσχα. Όλα πρέπει να τελειώσουν απόψε! Εσείς που περιφρονείτε τους Νόμους μας είστε συνένοχοι! Καταπιεστές! Θάνατος στους κατακτητές και στον Χριστό τους! Αυτοί Τον αγαπούν! Κοιτάξτε πώς Τον αγαπούν! Ωραία, πάρτε Τον! Πηγαίνετέ Τον στην καταραμένη Αιώνια Πόλη σας! Εμείς σας Τον παραδώσαμε! Δεν Τον θέλουμε! Ας είναι το πτώμα με τα πτώματα! Και η λέπρα με τους λεπρούς!»

Ο Λογγίνος αγανακτισμένος και ακολουθούμενος από δέκα λογχοφόρους ιππείς,
κεντρίζει το άλογό του προς την αγέλη των σκύλων που βρίζουν, και αυτοί διαλύονται για δεύτερη φορά. Και σ’ αυτή την αναταραχή βλέπει ένα κάρο στην άκρη, που σίγουρα ήρθε από τους λαχανόκηπους και περιμένει να περάσει ο όχλος για να κατέβει προς την πόλη με τη χλωρή πραμάτεια του. Νομίζω ότι η περιέργεια έφερε τον άνθρωπο από την Κυρήνεια και τους δύο γιους του εδώ επάνω, διότι δεν χρειαζόταν να το κάνει. Οι δύο γιοι είναι ξαπλωμένοι στην κορυφή των λαχανικών, κοιτούν και γελούν με τους Ιουδαίους που σκορπίζονται. Όμως ο άνδρας, ένας πολύ δυνατός άνδρας, περίπου 45 ετών, όρθιος δίπλα στο μικρό γαϊδούρι που έχει τρομοκρατηθεί, κοιτάζει με προσοχή την πομπή. Ο Λογγίνος τον παρατηρεί από πάνω μέχρι κάτω. Πιστεύει ότι μπορεί να του φανεί χρήσιμος και του λέει σε τύπο διαταγής: «Άνδρα, έλα εδώ».

Ο άνδρας από την Κυρήνεια κάνει πως δεν ακούει. Όμως κανείς δεν τα βάζει με τον Λογγίνο. Αυτός επαναλαμβάνει την εντολή με τέτοιο τρόπο, που ο άνθρωπος πετάει τα ηνία σε έναν από τους γιους του και πλησιάζει τον εκατόνταρχο.
«Βλέπεις αυτόν τον άνδρα;» τον ρωτάει ο Λογγίνος. Και καθώς το λέει γυρίζει για να δείξει τον Ιησού, και βλέπει τη Μαρία, να παρακαλεί τους στρατιώτες να Την αφήσουν να περάσει. Την λυπάται και φωνάζει: «Αφήστε τη Γυναίκα να περάσει», και κατόπιν συνεχίζει τη συζήτηση με τον άνδρα από την Κυρήνεια: «Αυτός δεν μπορεί να προχωρήσει τόσο φορτωμένος που είναι. Εσύ είσαι δυνατός. Πάρε τον σταυρό Του και φέρε τον αντί γι' Αυτόν στην κορυφή».
«Δεν μπορώ… έχω το γαϊδούρι... είναι άγριο... τα παιδιά δεν μπορούν να το
κρατήσουν».
Όμως ο Λογγίνος λέει: «Πήγαινε αν δεν θέλεις να χάσεις το γαϊδούρι σου και να φας είκοσι ξυλιές με το μαστίγιο για τιμωρία».

Ο άνδρας από την Κυρήνεια δεν τολμάει πλέον να αντισταθεί. Φωνάζει στα
αγόρια: «Πηγαίνετε γρήγορα στο σπίτι. Και να πείτε ότι έρχομαι αμέσως», και
πηγαίνει προς τον Ιησού. Τον πλησιάζει τη στιγμή ακριβώς που ο Ιησούς στρέφεται προς την Μητέρα Του, που μόλις τώρα Την βλέπει να έρχεται προς Αυτόν, διότι βαδίζει τόσο σκυμμένη και με τα μάτια Της σχεδόν κλειστά, σαν να είναι τυφλή, και Της φωνάζει: «Μητέρα!»

Από την στιγμή που άρχισε το μαρτύριό Του, αυτή είναι η πρώτη λέξη που το
εκφράζει. Διότι σ’ αυτή την κραυγή υπάρχει η εξομολόγηση των πάντων και της τρομακτικής θλίψης του Πνεύματός Του, του ηθικού Του και της σάρκας Του. Είναι η σπαραξικάρδια φωνή ενός αγοριού που πεθαίνει ολομόναχο με βασανιστήρια, τα πιο σκληρά βασανιστήρια… και που φτάνει στο σημείο να φοβάται ακόμα και την αναπνοή του. Είναι ο θρήνος ενός αγοριού που βασανίζεται από εφιάλτες... και θέλει τη μανούλα του, την αγαπημένη του μανούλα, διότι μόνον τα δικά της φιλιά μπορούν να καλμάρουν τη φλόγα του πυρετού του. Η φωνή Της διώχνει φαντάσματα, η αγκαλιά Της κάνει τον θάνατο λιγότερο τρομακτικό.

Η Μαρία σφίγγει το χέρι Της πάνω στην καρδιά Της, σαν να είναι καρφωμένη,
και παραπατάει ελαφρά. Όμως συνέρχεται, επιταχύνει το βήμα Της, και ενώ βαδίζει προς τον βασανισμένο Γιο Της με ανοιχτά τα χέρια, φωνάζει: «Γιε Μου!» αλλά το λέει με τέτοιο τρόπο που όποιος δεν έχει καρδιά ύαινας, αισθάνεται ότι ξεσχίζεται από μεγάλο πόνο. Παρατηρώ σημάδια συμπόνιας ακόμα και μεταξύ των Ρωμαίων, παρόλο που είναι στρατιώτες, συνηθισμένοι να σκοτώνουν, γεμάτοι ουλές. Όμως οι λέξεις: «Μητέρα!» και «Γιε Μου!» είναι πάντα ίδιες για όλους αυτούς, που, επαναλαμβάνω, δεν είναι χειρότεροι από τις ύαινες και αυτές οι λέξεις σηκώνουν κύματα συμπόνιας σε όλους.

Ο άνδρας από την Κυρήνεια αισθάνεται τέτοια λύπη... και μάλιστα όταν βλέπει ότι η Μαρία δεν μπορεί να αγκαλιάσει τον Γιο Της εξ αιτίας του σταυρού, και ότι αφού σήκωσε τα χέρια Της, τα αφήνει να πέσουν, πεπεισμένη ότι δεν μπορεί να το κάνει – και μόνον Τον κοιτάζει προσπαθώντας να χαμογελάσει, το χαμόγελο του μάρτυρα για να Τον ενθαρρύνει, ενώ τα χείλη Της που τρέμουν πίνουν τα δάκρυα Της, και Αυτός, γυρίζοντας το κεφάλι Του κάτω από τον ζυγό του σταυρού, προσπαθεί με την σειρά Του να Της χαμογελάσει και να Της στείλει ένα φιλί με τα ταλαίπωρα χείλη Του, που είναι πληγωμένα, ξεσχισμένα και πρησμένα από τα χτυπήματα και από τον πυρετό.
Ο Κυρηναίος προσπαθεί να σηκώσει τον σταυρό, και το κάνει με τη λεπτότητα ενός πατέρα, για να μην σπρώξει το ακάνθινο στεφάνι ούτε και να πειράξει τις πληγές στο μέτωπό Του. Όμως η Μαρία δεν μπορεί να φιλήσει τον Γιο Της... Ακόμα και το πιο λεπτό άγγιγμα θα ήταν ένα μαρτύριο για τη σχισμένη σάρκα Του, και η Μαρία συγκρατείται. Μόνον οι δύο ψυχές Τους που αγωνιούν, φιλούν η μια την άλλη.

Και η πομπή ξεκινάει πάλι υπό την πίεση των οργισμένων ανθρώπων, που τους χωρίζει και σπρώχνει τη Μητέρα προς την πλαγιά. Τώρα πίσω από τον Ιησού έρχεται ο άνδρας από την Κυρήνεια με τον σταυρό. Και ο Ιησούς απελευθερωμένος από το φορτίο, βαδίζει πιο εύκολα. Ανασαίνει με δυσκολία, συχνά πιέζει με το χέρι Του την καρδιά Του σαν να πονάει πολύ, είτε να υπάρχει μια πληγή εκεί, στην περιοχή του στέρνου και της καρδιάς, και τώρα, εφόσον τα χέρια Του δεν είναι δεμένα πλέον, μπορεί να το κάνει, σπρώχνει τα μαλλιά Του που είχαν πέσει στο μέτωπό Του και κολλάνε από ιδρώτα και αίμα, πίσω από τ’ αυτιά Του, για να αισθανθεί λίγο αέρα το μελανό Του πρόσωπο, λύνει το κορδόνι γύρω από τον λαιμό Του, διότι Τον βασανίζει, όταν αναπνέει. Όμως βαδίζει καλύτερα.
Η Μαρία αποσύρθηκε και είναι με τις γυναίκες. Ακολουθεί την πομπή αψηφώντας τις προσβολές του κανίβαλου λαού. Τώρα που ο Ιησούς βαδίζει ελεύθερα, η τελευταία στροφή του δρόμου γύρω από το βουνό γίνεται γρήγορα, και ήδη βρίσκονται κοντά στην κορυφή που είναι γεμάτη κόσμο που ωρύεται.

Ο Λογγίνος σταματάει και διατάζει τους άνδρες να διώξουν αμείλικτα όλους προς τα κάτω, ώστε η κορυφή, ο τόπος θανάτωσης να είναι ελεύθερος. Και οι μισοί του εκατόνταρχου εκτελούν την διαταγή, πηγαίνουν στα σημεία και ανελέητα διώχνουν οποιονδήποτε βρίσκεται εκεί, χρησιμοποιώντας τις λόγχες τους και τα στιλέτα τους. Πολλά χτυπήματα με την άκρη των σπαθιών και τα ρόπαλα κάνουν τους Ιουδαίους να φεύγουν τρέχοντας από την κορυφή και θα ήθελαν να σταματήσουν στο ξέφωτο πιο κάτω. Όμως εκείνοι που βρίσκονται ήδη εκεί δεν συμφωνούν και οι άνθρωποι αρχίζουν να καυγαδίζουν άγρια. Όλοι φαίνονται σαν τρελοί.

Στην κορυφή υπάρχουν ήδη σκαμμένες τρεις τρύπες καλυμμένες με σχιστόλιθους. Κοντά τους υπάρχουν πέτρες και χώμα έτοιμα για να στηρίξουν τους σταυρούς. Ενώ άλλες τρύπες είναι γεμάτες πέτρες. Είναι φανερό ότι έχουν αδειάσει αυτές σύμφωνα με τον αριθμό που απαιτείται. 

Βλέπω τις Μαρίες, και λίγο πιο πίσω τους την Ιωάννα του Χούζα και δυο ακόμα. Οι άλλες γυναίκες έχουν αποσυρθεί. Και θα πρέπει να έφυγαν μόνες τους, διότι ο Ιωνάθαν βρίσκεται ακόμα εδώ, πίσω από την κυρά του. Η Βερονίκη δεν είναι πλέον εκεί και η υπηρέτρια της απουσιάζει. Όπως επίσης και αυτή που ήταν καλυμμένη ολωσδιόλου με μια μαντίλα και την υπάκουσαν οι στρατιώτες, δεν βρίσκεται πλέον εκεί.  
Πίσω από αυτές τις γυναίκες και τις Μαρίες, βλέπω τον Ιωσήφ και τον Σίμωνα
του Αλφαίου και τον Αλφαίο της Σάρας με μια ομάδα βοσκών.  

Ο εκατόνταρχος βαδίζει προς την κορυφή. Η Ιωάννα του Χούζα κινείται
μπροστά και τον σταματάει. Του δίνει έναν αμφορέα και ένα πουγκί. Κατόπιν
αποσύρεται κλαίγοντας, και πηγαίνει στην άκρη του λόφου μαζί με τις άλλες γυναίκες.
Όλα είναι έτοιμα στην κορυφή . Οδηγούν τους καταδικασμένους άνδρες επάνω. Και για άλλη μια φορά ο Ιησούς περνάει κοντά από την Μητέρα Του, που βγάζει έναν αναστεναγμό και προσπαθεί να τον πνίξει, πιέζοντας την κάπα Της πάνω στα χείλη Της.
Οι Ιουδαίοι το προσέχουν και γελούν ειρωνικά. Ο Ιωάννης, ο πράος Ιωάννης,
που έχει το ένα του χέρι γύρω από τους ώμους της Μαρίας για να Την στηρίζει, γυρίζει και τους αγριοκοιτάζει. Τα μάτια του αστράφτουν, αν δεν έπρεπε να προστατεύει τις γυναίκες, νομίζω ότι θα άρπαζε έναν απ’ αυτούς τους δειλούς από τον λαιμό…
Μόλις έρχονται οι καταδικασμένοι άνδρες στο μοιραίο κρηπίδωμα, οι στρατιώτες κυκλώνουν τον ανοιχτό χώρο από τις τρεις πλευρές. Μόνον η μια είναι άδεια, αυτή που είναι απότομη.
Ο εκατόνταρχος διατάζει τον άνδρα από την Κυρήνεια να φύγει. Και αυτός φεύγει, τώρα χωρίς τη θέλησή του, από αγάπη. Βασικά σταματάει κοντά στους Γαλιλαίους και μοιράζεται μαζί τους τις προσβολές που ο όχλος λέει ελεύθερα σ’ αυτούς τους τσακισμένους πιστούς του Χριστού.
Οι δύο ληστές πετούν τους σταυρούς τους στο έδαφος. Ο Ιησούς είναι σιωπηλός.
Και η οδός των θλίψεων τελειώνει εδώ.

ΠΗΓΗ: Το κεφ. 608 του βιβλίου της Μαρίας Βαλτόρτα "The Gospel as revealed to me"

ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;