Τα γεγονότα το πρωί του Σαββάτου


Η Μαρία, με την βοήθεια των γυναικών που έκλαιγαν, συνέρχεται λίγο και κλαίει πια χωρίς άλλη δύναμη παρά αυτήν να χύνει δάκρυα. Η Μάρθα Της προσφέρει λίγο κρασί, η Μαρία του Αλφαίου, γονατιστή μπροστά Της, Της προσφέρει ένα φλιτζάνι με ζεστό γάλα, λέγοντας: « Εγώ το άρμεξα από την μικρή κατσίκα της Ραχήλ» (Η Ραχήλ πρέπει να είναι η κόρη των ανθρώπων που ζουν σ’ αυτό το σπίτι). Η Μαρία δεν θέλει τίποτα. Κλαίει. Μόνον κλαίει. Και ρωτάει και ακούει τις υποσχέσεις των μαθητών ότι θα αναζητήσουν  τη λόγχη και τα ενδύματα του Ιησού.

Η συννυφάδα Της, Της λέει: «Γονατιστή θα ψάξω για κάθε τι που ανήκει στον Ιησού για χάρη Σου...» κι η Μαρία του Αλφαίου κλαίει. (Ο Αλφαίος ήταν αδελφός του Ιωσήφ, του άνδρα της Μαρίας).
«Όμως κοίτα, εδώ είναι το ποτήρι και το ψωμί που έκοψε ο Ιησούς και το χρησιμοποίησε για την Ευχαριστία. Μήπως υπάρχει πιο άγιο αναμνηστικό; Βλέπεις; Ο Ιωάννης τα έφερε για Σένα σήμερα το πρωί, …ο καημένος ο Ιωάννης, βρίσκεται εκεί πέρα και κλαίει και φοβάται...»
«Φοβάται; Γιατί; Τι φοβάται; Έλα εδώ Ιωάννη», του λέει η Μαρία και ο Ιωάννης βγαίνει από τη σκιά, διότι στο δωμάτιο υπάρχει μόνον μια μικρή λάμπα πάνω στο τραπέζι και γονατίζει στα πόδια της Μαρίας, που τον χαϊδεύει και τον ρωτάει: «Γιατί φοβάσαι;»
Και ο Ιωάννης ενώ φιλάει το χέρι Της, κλαίγοντας, απαντάει: «Επειδή Εσύ δεν είσαι καλά. Έχεις πυρετό και είσαι ανήσυχη... Και αν συνεχίσεις έτσι, θα πεθάνεις και Εσύ...»
«Ω! Μακάρι να ήταν αλήθεια!»
«Όχι! Μητέρα! Μαμά! Ω! Είναι πιο όμορφο να Σε αποκαλώ Μαμά. Όπως φωνάζω και τη μητέρα μου! Επίτρεψέ μου να σε φωνάζω έτσι... Πρέπει να ζήσεις. Να Τον καλωσορίσεις, όταν θα επιστρέψει... Δεν λέω “για την αγάπη μας”. Εμάς μας αξίζει κάθε είδους επίπληξη εξ αιτίας της συμπεριφοράς μας.  Όμως για την αγάπη Σου. Ω! Τι συνάντηση θα ήταν αυτή;»  
«Ω!... Δεν πίστευα πως θα Μου στερούσαν τα ρούχα Του... δεν ξέρω τις συνήθειες του κόσμου και την σκληρότητα του... νόμιζα πως ήξερα...» (και δάκρυα ξανακυλούν στα χλωμά μάγουλά Της).

 Η Σουζάννα τη ρωτάει: «Τι λες Εσύ; Πώς θα είναι ο Ιησούς όταν αναστηθεί; Και πώς θα αναστηθεί;»
Και η Μαρία ζαλισμένη και φλεγόμενη σ’ αυτή την ώρα του λυτρωτικού μαρτυρίου, απαντάει: «Δεν ξέρω... Δεν ξέρω τίποτα περισσότερο... Εκτός ότι είναι νεκρός!» Ξεσπάει σε κλάματα και φιλάει το λευκό ύφασμα που είχε ο Ιησούς γύρω από τη μέση Του και το σφίγγει στη καρδιά Της, και το νανουρίζει σαν να ήταν μωρό...
Και αγγίζει τα καρφιά, τα αγκάθια, τον σπόγγο, και φωνάζει: «Αυτά είναι τα πράγματα που Σου έδωσε η Πατρίδα Σου! Σιδερένια καρφιά, ξύδι, πληγές. Και προσβολές, προσβολές, προσβολές! Και μέσα σε τόσους άνδρες του Ισραήλ, ένας βρέθηκε από την Κυρήνεια (Λιβύη) για να μεταφέρει τον σταυρό για Σένα. Αυτός ο άνδρας για Μένα είναι ιερός, σαν ένας σύζυγος. Και αν γνώριζα και άλλον έναν που βοήθησε τον Γιο Μου, θα του φιλούσα τα πόδια. Λοιπόν κανείς δεν Τον ευσπλαχνίστηκε; Πηγαίνετε έξω! Φύγετε! Πληγώνομαι ακόμα και που σας βλέπω! Βγείτε έξω!»
Είναι τρομακτική στο ξέσπασμά Της. Όπως στέκεται ακίνητη, φαίνεται ακόμα πιο ψηλή με τα αγέρωχα μάτια Της, τα χέρια της ανοιχτά να δείχνουν την πόρτα. Διατάζει σαν βασίλισσα στον θρόνο Της. Όλοι φεύγουν για να μην φέρουν αντιρρήσεις και Την ταράζουν περισσότερο και κάθονται έξω από την κλειστή πόρτα, ακούγοντας τα βογγητά Της και όποιο άλλο θόρυβο κάνει.  

(Μ. Βαλτόρτα) Τώρα ακούω μόνο το κλάμα Της, ατέλειωτο, απαρηγόρητο. Ψιθυρίζει, όμως τόσο σιγά που αυτοί που βρίσκονται έξω δεν μπορούν να ακούσουν τίποτα: «Πατέρα, Πατέρα, συγνώμη! Γίνομαι υπερήφανη και κακιά. Όμως Εσύ βλέπεις: Είναι αλήθεια αυτό που λέω. Υπήρξαν πλήθη γύρω Του σ’ αυτή την γιορτή. Όλη η Παλαιστίνη βρίσκεται μέσα στα τα άγια τείχη... Άγια; Όχι. Δεν είναι πλέον άγια... Θα παρέμεναν άγια αν Αυτός είχε πεθάνει μέσα σ’ αυτά. Όμως η Ιερουσαλήμ Τον απέρριψε σαν έναν αηδιαστικό εμετό.  
Έτσι μόνο το Έγκλημα είναι μέσα στην Ιερουσαλήμ... Λοιπόν... από τόσο κόσμο που Τον ακολουθούσε δεν βρέθηκαν λίγοι άνθρωποι να συγκεντρωθούν για να μπορέσουν να επιβληθούν, δεν εννοώ να Τον σώσουν, διότι έπρεπε να πεθάνει για να σώσει, αλλά να πεθάνει χωρίς όλο αυτό το μαρτύριο. Αυτοί παρέμειναν αφανείς, είτε το έβαλαν στα πόδια... η καρδιά Μου επαναστατεί με όλη αυτή τη δειλία. Εγώ είμαι Μητέρα. Γι’ αυτό συγχώρεσε το αμάρτημά Μου του υπερήφανου μίσους…» και κλαίει.
Έξω οι άλλοι κάθονται στα καρφιά για διαφορετικούς λόγους.

Ο οικοδεσπότης, που βγήκε έξω, και έκανε μια βόλτα από περιέργεια, επιστρέφει και φέρνει τρομακτικά νέα. Λέει ότι πολλοί πέθαναν από τον σεισμό, πολλοί είχαν τραυματιστεί σε καυγάδες μεταξύ τους, μεταξύ αυτών που ακολουθούν τον Ναζωραίο και των Ιουδαίων, πολλοί έχουν συλληφθεί και θα υπάρξουν και άλλες εκτελέσεις, εξ αιτίας της ανταρσίας που απειλεί την Ρώμη, ότι ο Πιλάτος έδωσε εντολή να συλληφθούν όλοι που ακολουθούν τον Ναζωραίο και οι αρχηγοί των Σανχεντρίν που βρίσκονται στην πόλη έφυγαν γρήγορα από τη Παλαιστίνη, ότι η Ιωάννα πεθαίνει στο παλάτι της, ότι ο Μαναήν συνελήφθη από τον Ηρώδη, τον οποίο προσέβαλε παρουσία της Αυλής ως συνένοχο Θεοκτονίας. Εν συντομία, ένα σωρό καταστροφές…

Οι γυναίκες θρηνούν από φόβο για τα παιδιά τους και τους άνδρες τους. Η Σουζάννα σκέπτεται τον άνδρα της, που είναι γνωστός υποστηρικτής του Ιησού του Γαλιλαίου. Η Μαρία του Ζεβεδαίου σκέπτεται τον άνδρα της, που φιλοξενείται σε ένα σπίτι, και τον γιο της Ιάκωβο, για τον οποίο εδώ και μια ημέρα δεν έχει νέα του. Και η Μάρθα λέει με λυγμούς: «Ίσως να πήγαν στη Βηθανία! Ποιος δεν ήξερε ότι ο Λάζαρος αγαπούσε τον Διδάσκαλο;»
«Μα αυτόν τον προστατεύει η Ρώμη», απαντάει η Μαρία Σαλώμη.
«Ω! τον προστατεύει! Αν σκεφτείς, πόσο μας μισούν οι ηγέτες του Ισραήλ, ποιός ξέρει τι κατηγορίες θα πουν στον Πιλάτο εναντίον του… Ω! Θεέ Μου!»  
«Εγώ δεν φοβάμαι τη Ρώμη. Αυτή είναι δίκαιη και ειρηνική στις προβλέψεις της», λέει η Μαρία η Μαγδαληνή.
«Η Μαρία έχει δίκιο», λέει ο Ιωάννης. «Ο Λογγίνος μου είπε: “Ελπίζω να σας αφήσουν. Όμως, αν δεν το κάνουν, έλα, είτε στείλε κάποιον στο Πραιτόριο. Ο Πιλάτος είναι καλός με αυτούς που ακολουθούν τον Ναζωραίο. Ήταν καλός και σ’ Αυτόν. Θα σε υπερασπιστεί”».
«Όμως αν οι Ιουδαίοι πουν ότι είμαστε βέβηλοι, θα έχουν το δικαίωμα να μας συλλάβουν. Ω! Οι γιοι μου! Εγώ έχω τέσσερις. Πού να βρίσκονται άραγε ο Σίμων και ο Ιωσήφ; Ήταν στον Γολγοθά και αργότερα κατέβηκαν. Ω! Σίγουρα θα τους έχουν σκοτώσει μέχρι τώρα. Άκουσες ότι η Ιωάννα πεθαίνει; Βέβαια, διότι θα είχε τραυματιστεί. Και προτού να την σκοτώσει ο όχλος, αυτοί θα πρέπει να την υπερασπίστηκαν και να σκοτώθηκαν!... και ο Ιούδας και ο Ιάκωβος; Ο μικρός μου ο Ιούδας! Η αγάπη μου! Και ο Ιάκωβος, καλός σαν κορίτσι! Ω! Δεν έχω πια παιδιά! Είμαι σαν τη μητέρα των Μακκαβαίων!»

 
Περνάει λίγη ώρα έτσι… Κάπου κάπου, κάποια σηκώνεται, ανοίγει αργά την πόρτα, ρίχνει ματιές και την κλείνει ξανά. «Τι κάνει η Μαρία;» ρωτούν οι άλλες. Και αυτή που έχει κοιτάξει, απαντάει: «Βρίσκεται συνεχώς γονατιστή. Προσεύχεται, είτε φαίνεται σαν να μιλάει σε κάποιον».

Ακούω το θρήνο της Ευλογημένης Παρθένου (λέει η Μαρία Βαλτόρτα):
«Ιησού! Ιησού! Ιησού! Πού είσαι; Με ακούς ακόμα; Μπορείς να ακούσεις τη φτωχή Σου Μητέρα που φωνάζει αυτή τη στιγμή το άγιο και ευλογημένο Όνομα Σου; Το Άγιο και Ευλογημένο όνομά Σου που υπήρξε η αγάπη Μου, η αγάπη των χειλιών Μου, που είχε γεύση από μέλι όταν έφερα το Όνομά Σου στα χείλη Μου που τώρα, αντιθέτως, όταν το αναφέρουν, είναι σαν να πίνω την πίκρα που έμεινε στα χείλη Σου, την πίκρα του φρικτού μείγματος.
Η καρδιά Μου έχει γίνει κομμάτια με το Όνομά Σου, που έπρεπε να το κρατώ μέσα Μου για τόσες ώρες και που η φωνή Του μεγάλωνε όλο και πιο πολύ όσο η θλίψη Σου αυξανόταν, μέχρι που την συνέτριψε, σαν να την ποδοπάτησε το πόδι ενός γίγαντα.
Ω! Η θλίψη Μου είναι ένας γίγας, και Με συνθλίβει, Με θρυμματίζει και δεν υπάρχει τίποτα που να την ανακουφίσει. Σε ποιόν να αναφέρω το Όνομά Σου; Τίποτε δεν απαντάει στην κραυγή Μου. Ακόμα και αν φώναζα τόσο δυνατά,  ώστε να έσπαζε η πόρτα που κλείνει τον τάφο Σου, Εσύ δεν θα Με άκουγες διότι είσαι νεκρός. Δεν μπορείς πια να ακούσεις τη Μητέρα Σου. Πόσες φορές Σε φώναξα αυτά τα τριάντα-τέσσερα χρόνια! Από τότε που έμαθα ότι επρόκειτο να είμαι η Μητέρα, και ότι τον μικρό Μου θα Τον ονόμαζαν ''Ιησού''!
Όταν ήσουν μωράκι, Σε νανούριζα, λέγοντας: “Ιησού! Ιησού!” Ποια μελωδία είναι πιο
όμορφη και πιο άγια παρά αυτό το Όνομα που κάνει τους αγγέλους να χαμογελούν στον
Ουρανό; Για Μένα ήταν πιο όμορφο και από τραγούδι, πιο γλυκό από τη νύχτα των 
αγγέλων, κι’ από την Γέννησή Σου. Και τώρα που Σου μιλάω, Εσύ είσαι νεκρός και δεν μπορείς να Με ακούσεις, και δεν Μου απαντάς, σαν να μην υπήρξες ποτέ… Εγώ βλέπω την Κόλαση, όλη την Κόλαση. Τρομερό! Τρομερό! Τρομερό!...

Πόσο θα διαρκέσει αυτή η Κόλαση για την Μητέρα Σου; Εσύ είπες: “Μέσα σε τρεις μέρες θα ξαναχτίσω τον Ναό”. Αυτά τα λόγια τα επαναλαμβάνω στον Εαυτό Μου, για να μην πεθάνω, για να είμαι έτοιμη να Σε υποδεχτώ όταν θα επιστρέψεις και να συνεχίσω να Σε υπηρετώ…  Όμως πώς θα μπορέσω να αντιμετωπίσω τις τρεις μέρες γνωρίζοντας πως είσαι νεκρός; Εσύ, η Ζωή Μου, για τρεις μέρες νεκρός; Πώς γίνεται, Εσύ που γνωρίζεις τα πάντα διότι είσαι η άπειρη Σοφία, δεν γνωρίζεις το μαρτύριο της Μητέρας Σου; Μπορείς να το φανταστείς, αν θυμηθείς την ημέρα που Σε έχασα στην Ιερουσαλήμ και Με είδες να στριμώχνομαι μέσα στο πλήθος που ήταν γύρω Σου, αναζητώντας σαν ένας ναυαγός που έφτανε στην ακτή, αφού πάλεψε τόσο πολύ με τα κύματα και τον θάνατο, με την όψη μιας γυναίκας που βγαίνει εξαντλημένη από ένα μαρτύριο, σχεδόν πεθαμένη, γερασμένη, αποκαρδιωμένη; Και τότε νόμιζα ότι απλά χάθηκες. Μπορούσα να ξεγελάσω τον Εαυτό Μου πως ήταν μόνον αυτό. Όμως, όχι σήμερα. Όχι, σήμερα. Ξέρω ότι είσαι νεκρός. Δεν υπάρχουν αυταπάτες. Σε είδα να δολοφονείσαι. Και μάλιστα αν ο πόνος θα Με έκανε να χάσω την μνήμη Μου, εδώ είναι το Αίμα Σου πάνω στη μαντίλα Μου και Μου λέει: «Είναι νεκρός! Δεν έχει αίμα πλέον! Αυτές είναι οι τελευταίες σταγόνες που βγήκαν από την Καρδιά Του. Από την Καρδιά του Παιδιού Μου! Από τον Γιο Μου! Από τον Ιησού Μου! Ω! Θεέ! Ελεήμονα Θεέ, Μην Με αφήσεις να θυμάμαι πώς διαμέλισαν την καρδιά Του!...

Ιησού! Δεν μπορώ να μείνω εδώ, μόνη, ενώ Εσύ είσαι εκεί, ολομόναχος. Εγώ, που ποτέ δεν αγάπησα τις οδούς του κόσμου και του πλήθους, και το ξέρεις, μετά που έφυγες από την Ναζαρέτ, Σε ακολουθούσα όλο και πιο τακτικά, για να μην ζω μακριά Σου. Δεν μπορούσα να ζήσω μακριά από Σένα. Και τώρα είμαι εδώ ολομόναχη. Και Εσύ είσαι εκεί, ολομόναχος! Γιατί δεν Με άφησαν στον τάφο Σου; Θα καθόμουν δίπλα στο δροσερό κρεβάτι Σου, κρατώντας το ένα Σου χέρι μέσα στα Δικά Μου, για να αισθάνεσαι ότι ήμουν δίπλα Σου... Όχι, για να αισθάνομαι Εγώ ότι Εσύ ήσουν κοντά Μου. Εσύ δεν αισθάνεσαι τίποτε άλλο, είσαι νεκρός!
Πόσα βράδια δεν πέρασα τις νύχτες Μου δίπλα στην κούνια Σου, προσευχόμενη, με αγάπη, με χαρά. Μαζί Σου! Θέλεις να Σου πω πώς κοιμόσουν, με τα χεράκια Σου κλειστά σαν δύο μπουμπουκάκια κοντά στο άγιο μικρό πρόσωπό Σου; Θέλεις να Σου πω, πώς χαμογελούσες στον ύπνο Σου και έκανες κινήσεις θηλασμού, ενώ κοιμόσουν; Θέλεις να Σου πω, πώς ξυπνούσες και άνοιγες τα μάτια Σου και γελούσες όταν Με έβλεπες σκυμμένη πάνω από το πρόσωπο Σου, και σήκωνες τα χεράκια Σου με χαρά, ανυπομονώντας να Σε πάρω αγκαλιά, και πως, με μια γλυκιά φωνή σαν κελάηδημα πουλιού, διεκδικούσες την τροφή Σου;  

Δεν μπορούσες να είσαι μακριά από την Μαμά Σου. Και τώρα είσαι Μόνος!
Συγχώρεσέ Με Γιε Μου που Σε άφησα μόνο, που δεν αντιστάθηκα για πρώτη φορά στην ζωή Μου και που δεν επέμεινα να μείνω εκεί. Εκεί ήταν η θέση Μου. Θα αισθανόμουν λιγότερο μόνη, αν παρέμενα στο νεκρικό κρεβάτι Σου, να τακτοποιώ τα ρούχα Σου, όπως άλλοτε, και να τα αλλάζω... Ο γιος είναι πάντα το μωρό για τη μητέρα του, ακόμα και αν είναι αυτός που Τον κατέβασαν από τον σταυρό γεμάτο πληγές.
 
Πόσες πληγές! Πόση θλίψη! Ω! Ιησού Μου! Ιησού Μου, τόσο πληγωμένε! Τόσο πληγωμένε! Κύριε, όχι! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Έχω τρελαθεί! Ο Ιησούς νεκρός; Ονειρεύομαι. Ο Ιησούς δεν πεθαίνει! Ναι, ίσως να υποφέρει. Αλλά δεν πεθαίνει. Αυτός είναι η Ζωή! Αυτός είναι ο Γιος του Θεού. Είναι ο Θεός. Ο Θεός δεν πεθαίνει.
Μήπως πεθαίνει; Τότε γιατί ονομάστηκε Ιησούς; Τι σημαίνει “Ιησούς”; Σημαίνει… “Σωτήρας”! Είναι νεκρός! Είναι νεκρός επειδή είναι ο Σωτήρας! Έπρεπε να τους σώσει όλους και να χάσει τον Εαυτό Του… δεν ονειρεύομαι. Όχι. Δεν είμαι τρελή. Όχι. Μακάρι να ήμουν! Θα υπέφερα λιγότερο! Αυτός είναι νεκρός. Να το Αίμα Του. Να το στεφάνι Του. Εδώ είναι τα καρφιά. Τον τρύπησαν με αυτά! Άνθρωποι, κοιτάξτε με τί τρύπησαν τον Θεό, τον Γιο Μου! Και Εγώ πρέπει να σας συγχωρήσω. Και πρέπει να σας αγαπώ. Διότι Αυτός σας έχει συγχωρήσει. Διότι Αυτός Μου είπε να σας αγαπώ. Αυτός Με έκανε Μητέρα σας, Μητέρα των φονιάδων του Παιδιού Μου! Ένα από τα τελευταία Του λόγια, ενώ αγωνιούσε ετοιμοθάνατος... “Μητέρα, να ο γιος Σου... οι γιοι Σου!” Ακόμα και αν δεν ήμουν Αυτή που υπακούει, θα υπάκουα σήμερα, διότι ήταν η εντολή ενός ετοιμοθάνατου.

Ορίστε, ορίστε Ιησού. Εγώ τους συγχωρώ και τους αγαπώ. Α! όχι η καρδιά Μου γίνεται
κομμάτια με αυτή την συγνώμη και αυτή την αγάπη! Ακούς, Γιε, Εγώ τους συγχωρώ και τους αγαπώ και προσεύχομαι γι’ αυτούς. Ναι, προσεύχομαι γι’ αυτούς… Κλείνω τα μάτια μου για να μην βλέπω αυτά τα αντικείμενα του Μαρτυρίου Σου, για να μπορέσω να τους συγχωρήσω, να τους αγαπήσω και να προσεύχομαι γι’ αυτούς. Κάθε καρφί είναι για να σταυρώνω το θέλημά Μου που δεν συγχωρεί, που δεν αγαπά, που δεν προσεύχεται για τους δημίους Σου.

Ο γέρων Συμεών το είπε όταν ήσουν βρέφος: “Ένα σπαθί θα διαπεράσει την καρδιά Σου”.  Ένα σπαθί; Πολλά σπαθιά! Πόσες πληγές Σου έκαναν Γιε; Πόσες φορές γόγγυσες; Πόσους σπασμούς υπέστης; Πόσες σταγόνες αίμα έχυσες; Λοιπόν το κάθε ένα από αυτά είναι και ένα σπαθί μέσα Μου. Εγώ είμαι ένα πλήθος σπαθιών. Δεν υπάρχει ούτε ένα κομματάκι δέρματος επάνω Σου, που να μην έχει πληγή. Σε Μένα δεν υπάρχει δέρμα που να μην έχει τρυπηθεί. Διαπερνούν τη σάρκα Μου και μπαίνουν στην καρδιά Μου.

Ω! Θεέ! Θεέ! Πόσες πληγές έχει ο Γιος Σου, ο Γιος Μου! Πώς μπόρεσα να δω όλα αυτά και να μην πεθάνω, ενώ άλλοτε σχεδόν πάντοτε λιποθυμούσα κάθε φορά που χτυπούσε όταν ήταν παιδί;
Και τώρα; Και τώρα; Τώρα έχεις τα χέρια Σου, τα πόδια Σου, τα πλευρά, τώρα η σάρκα Σου είναι κομμάτια, το πρόσωπο Σου είναι πρησμένο, αυτό το πρόσωπο που δεν τολμούσα να το αγγίξω ελαφρά με ένα φιλί, και το μέτωπο Σου και το πίσω μέρος του λαιμού Σου είναι τραυματισμένα. Και κανείς δεν Σου έδωσε ένα φάρμακο ούτε παρηγοριά.

 Κοίταξε την καρδιά Μου, Θεέ, που Με χτύπησες στο Παιδί Μου! Κοίταξέ την! Δεν είναι
γεμάτη πληγές όπως το Σώμα Του Γιου Σου και η Δική Μου; Οι ραβδισμοί έπεσαν πάνω Μου σαν χαλαζόπετρες, όσο Εκείνον Τον μαστίγωναν. Πόσο μεγάλη είναι η απόσταση για την αγάπη; Εγώ υπέφερα το μαρτύριο του Γιου Μου! Μακάρι να το υπέμενα μόνον Εγώ και να πήγαινα μόνον Εγώ στον τάφο! Κοίταξέ Mε, Θεέ! Μήπως δεν αιμορραγεί η καρδιά Μου;
Να το αγκάθινο στεφάνι, το αισθάνομαι. Είναι ένα στεφάνι που σφίγγει και τρυπάει. Και οι τρύπες από τα καρφιά. Τρία στιλέτα μέσα στη καρδιά Μου. Ω! Αυτοί οι ραβδισμοί! Αυτοί οι ραβδισμοί! Πώς δεν κατέρρευσε ο Ουρανός εξ αιτίας αυτών των ανίερων μαστιγώσεων πάνω στη σάρκα του Θεού; Και δεν μπορούσα να φωνάξω! Δεν μπορούσα να αρπάξω το όπλο των φονιάδων και να το μεταχειριστώ για να προστατέψω το Παιδί Μου, που ήδη πέθαινε. Αλλά έπρεπε να ακούω, και να ακούω... και να μην κάνω τίποτα!

Ένα χτύπημα στο καρφί, και το καρφί περνάει την ζωντανή σάρκα. Άλλο ένα χτύπημα και εισχωρεί βαθύτερα. Άλλο ένα, άλλο ένα, και σπάνε κόκαλα και νεύρα, η σάρκα του παιδιού Μου ξεσχίζεται όπως και η καρδιά της Μητέρας Του! Και όταν Σε ύψωσαν στον Σταυρό Σου; Πόσο θα πρέπει να υπέφερες, Άγιε Γιε! Ακόμα βλέπω τα χέρια Σου ξεσχισμένα από το τράνταγμα. Το ίδιο είναι και η καρδιά Μου.
Εγώ είμαι μελανιασμένη, μαστιγωμένη, τρυπημένη,  χτυπημένη σαν και Σένα. Εγώ δεν ήμουν μαζί Σου στον Σταυρό, όμως κοίταξε τη Μητέρα Σου. Μήπως διαφέρει από Σένα;
Όχι, δεν υπάρχει διαφορά στο μαρτύριο. Αντιθέτως, το Δικό Σου τελείωσε. Το Δικό Μου
συνεχίζεται. Εσύ δεν ακούς πλέον τις ψεύτικες κατηγορίες. Εγώ τις ακούω. Εσύ δεν αισθάνεσαι πλέον τον πόνο από τα καρφιά και τα αγκάθια, και δεν αισθάνεσαι τη δίψα και τον πυρετό. Εγώ έχω πολλά σημάδια φωτιάς και είμαι σαν αυτόν που πεθαίνει από δίψα και παραληρεί από τον πυρετό.
 

Αν Μου επέτρεπαν να Σου έδινα έστω και μια σταγόνα νερό! Τα δάκρυα Μου… αν η
σκληρότητα των ανθρώπων αρνιόταν στον Δημιουργό το νερό που Αυτός δημιούργησε.
Εγώ Σου είχα δώσει τόσο γάλα, επειδή ήμασταν φτωχοί, Γιε Μου, και με την φυγή μας στην Αίγυπτο τα χάσαμε όλα και έπρεπε να έχουμε ένα καινούργιο σπίτι, έπιπλα, ρούχα, και δεν ξέραμε πόσο θα διαρκέσει η εξορία, ούτε τί θα βρίσκαμε όταν θα επιστρέφαμε στη χώρα μας. Εγώ Σε θήλαζα περισσότερο απ’ ό,τι συνηθίζεται για να μην αισθανθείς την έλλειψη τροφής. Μέχρι που πήραμε τη μικρή κατσίκα, ήμουν Εγώ η μικρή κατσίκα Σου, παιδί της Μητέρας Σου.
Αν μπορούσα να ανέβω κοντά Σου και να βάλω το σώμα Μου μεταξύ εσένα και του Σταυρού για να σε προφυλάξω να μην τρίβεσαι πάνω στο ξύλο με τους σπασμούς της αγωνίας! Ακόμα ακούω το κεφάλι Σου να χτυπάει πάνω στο ξύλο με τους τελευταίους σπασμούς. Και αυτός ο ήχος, αυτός ο ήχος Με τρελαίνει. Είναι το δικό Μου κεφάλι... σαν ένα σφυρί.

Έλα πίσω, έλα πίσω, αγαπημένε Μου, άγιε Γιε Μου! Δείξε Μου το πρόσωπό Σου για άλλη μια φορά. Φώναξέ Με ξανά. Δεν μπορώ να σκέπτομαι πως δεν έχεις φωνή, ούτε μάτια, ότι είσαι ένα παγερό άψυχο σώμα. Ω! Πατέρα, βοήθησέ Με! Ο Ιησούς δεν Με ακούει! Μήπως δεν τελείωσε το Πάθος Του; Μήπως δεν ολοκληρώθηκε; Μήπως δεν είναι αρκετά αυτά τα καρφιά, αυτά τα αγκάθια, αυτό το αίμα, αυτά τα δάκρυά Μου; Χρειάζονται και άλλα για να θεραπεύσει τον άνθρωπο;

Πατέρα αναφέρομαι στα αντικείμενα της θλίψης Του και στα δάκρυά Μου. Όμως αυτά έχουν ελάχιστη σημασία. Αυτό που Τον έκανε να πεθάνει με μια υπεράνθρωπη αγωνία, ήταν η δική Σου εγκατάλειψη. Δεν Σε ακούω πλέον. Πού είσαι Άγιε Πατέρα; Εγώ ήμουν η “Κεχαριτωμένη”. Ο άγγελος είπε: “Χαίρε Μαρία Κεχαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί Σου και είσαι ευλογημένη μεταξύ όλων των γυναικών”. Όχι. Δεν είναι αλήθεια! Δεν είναι αλήθεια! Εγώ είμαι σαν μια γυναίκα καταραμένη από Σένα για το αμάρτημά Της. Εσύ δεν είσαι πλέον μαζί Μου. Η Χάρις αποσύρθηκε σαν να είμαι μια δεύτερη Εύα, αμαρτωλή.
Όμως, Εγώ ήμουν πάντα πιστή σε Σένα. Πού Σε απογοήτευσα; Εσύ έκανες σε Μένα αυτό
που πίστευες σωστό, και Εγώ πάντα Σου έλεγα: ‘’Ναι, Πατέρα, είμαι έτοιμη’’. Μήπως λένε ψέματα οι άγγελοι; Και η Άννα που Με διαβεβαίωσε ότι θα Μου έδινες τον άγγελό Σου την ώρα των θλίψεων; Είμαι μόνη. Δεν έχω πλέον τη χάρη στα μάτια Σου. Δεν έχω Εσένα, τη Χάρη, μέσα Μου. Δεν έχω πλέον έναν άγγελο. Λοιπόν, μήπως λένε ψέματα οι άγιοι; Σε τί Σε δυσαρέστησα, αν δεν λένε ψέματα και Μου άξιζε αυτή η ώρα;
Και ο Ιησούς; Ποιο λάθος έκανε το αγνό Σου και ταπεινό Σου Αρνίο; Σε τι Σε προσβάλαμε για να μας αξίζει το απερίγραπτο μαρτύριο της εγκατάλειψής Σου, εκτός από το μαρτύριο που μας έδωσαν οι άνθρωποι; Αυτός, πάνω απ’ όλα είναι ο Γιος Σου, και Σε καλούσε με αυτή τη φωνή που έκανε τη Γη να ριγεί και να ταράζεται από λυγμούς ελέους! Πώς μπόρεσες να Τον αφήσεις μόνο σε ένα τέτοιο μαρτύριο;

Καημένη Καρδιά του Ιησού που Σε αγάπησε τόσο πολύ! Πού είναι το σημάδι της πληγής της καρδιάς Του; Εδώ είναι. Κοίταξε Πατέρα αυτό το σημάδι. Εδώ είναι το σημάδι πάνω στο χέρι Μου που μπήκε μέσα στη σχισμή της λόγχης. Εδώ… Εδώ... Αυτό δεν σβήνει ούτε με δάκρυα ούτε με φιλιά της Μητέρας Του, που τα μάτια Της έχουν στερέψει από το κλάμα και τα χείλη Της έχουν λιώσει από τα πολλά φιλιά. Αυτό το σημάδι φωνάζει και κατηγορεί. Αυτό το σημάδι Σού φωνάζει από τη Γη περισσότερο και από το Αίμα του Άβελ. Και Εσύ που καταράστηκες τον Κάιν και τον εκδικήθηκες, δεν επενέβης εκ μέρους του Άβελ, που ήδη αιμορραγεί από τους Κάιν Του, και Εσύ επέτρεψες αυτή την τελευταία προσβολή. Τη συντριβή της καρδιάς Του με τη Δική Σου εγκατάλειψη, και επέτρεψες σε έναν άνδρα να Τον γδύσει για να τον δω και να λυπηθώ πάρα πολύ. Όσο για Μένα, δεν πειράζει. Είναι γι’ Αυτόν, γι’ Αυτόν που Σε ρωτώ και Σου ζητώ μιαν απάντηση. Εσύ δεν θα έπρεπε να το έχεις κάνει...

Ω! Συγχώρεσέ Με! Συγχώρεσέ Με, Άγιε Πατέρα! Συγχώρεσε μια Μητέρα που πενθεί το παιδί Της... Αυτός είναι νεκρός! Ο Γιος Μου είναι νεκρός! Νεκρός με την καρδιά Του ξεσχισμένη! Ω! Πατέρα! Πατέρα, έλεος! Εγώ Σε αγαπώ! Εμείς Σε αγαπήσαμε και Εσύ μας αγάπησες τόσο πολύ! Πώς επέτρεψες να ξεσχίσουν την καρδιά του Γιου Μας; Ω! Πατέρα! Πατέρα δείξε έλεος σε μια φτωχή γυναίκα! Εγώ παραληρώ, Πατέρα! Εγώ, η δούλη Σου, η μηδαμινότητά Σου, που τολμάει να Σε προσβάλει! Δείξε έλεος! Εσύ υπήρξες καλός. Υπήρξες καλός! Η πληγή, η μόνη πληγή που δεν Τον πόνεσε, είναι αυτή εδώ. Η εγκατάλειψή Σου συνέβαλε να πεθάνει πριν από τη δύση και να αποφύγει άλλα μαρτύρια.

Εσύ υπήρξες καλός. Εσύ τα κάνεις όλα για ένα καλό σκοπό. Εμείς όμως τα πλάσματα δεν καταλαβαίνουμε. Εσύ υπήρξες καλός! Ω ψυχή Μου, επανέλαβε αυτή τη λέξη για να βγάλεις το αγκάθι του πόνου Σου από τον πόνο Σου. Ο Θεός είναι καλός και πάντοτε Σε αγαπούσε, ψυχή Μου. Από την κούνια Σου μέχρι τώρα, πάντοτε Σε αγαπούσε. Σου  έδωσε όλη τη χαρά των καιρών. Όλη. Σου έδωσε τον Εαυτό Του. Υπήρξε καλός. Καλός. Καλός. Σε ευχαριστώ Κύριε. Ας είσαι ευλογημένος στην απέραντη καλοσύνη Σου!
Σε ευχαριστώ. Ιησού, λέω και σε Σένα “Σε ευχαριστώ” . Αυτό το τραύμα τουλάχιστον δεν το αισθάνθηκες. Μόνον Εγώ το αισθάνθηκα στην καρδιά Μου όταν είδα τη δική Σου καρδιά ανοιχτή. Τώρα η λόγχη Σου βρίσκεται μέσα στη δική Μου και ανασκαλεύει και βασανίζει. Όμως, καλύτερα έτσι! Εσύ δεν την αισθάνεσαι. Όμως, έλεος, Ιησού! Ένα σημείο, δικό Σου! Ένα χάδι, ένας λόγος για τη φτωχή Μητέρα Σου, που η καρδιά Της έχει γίνει κομμάτια! Ένα σημείο, ένα σημείο, Ιησού, αν θες να Με βρεις στην ζωή όταν θα επιστρέψεις.

Ένας δυνατός χτύπος στην πόρτα κάνει όλους να αναρωτιούνται. Η Μαρία η Μαγδαληνή πηγαίνει με σταθερά βήματα στην πόρτα και ρωτάει: «Ποιος είναι;»
Η φωνή μιας γυναίκας απαντάει: «Εγώ, η Βερονίκη. Έχω κάτι να δώσω στη Μητέρα. Ανοίξτε γρήγορα! Οι φρουροί κάνουν βόλτες».
Ο Ιωάννης ανοίγει την πόρτα. Έρχεται μέσα η Νίκη με έναν υπηρέτη και έναν μελαψό άνδρα που τους συνοδεύει. Κλειδώνουν πάλι την πόρτα.
«Έχω κάτι...» λέει η Βερονίκη κλαίγοντας και μη μπορώντας να μιλήσει...
«Τι; Τι;» Όλοι είναι γύρω της, γεμάτοι περιέργεια.
«Πάνω στον Γολγοθά είδα τον Σωτήρα σε αυτή την κατάσταση... είχα ετοιμάσει ένα κάλυμμα για τη μέση για να μην φορέσει εκείνα τα κουρέλια των εκτελεστών. Όμως ήταν τόσο ιδρωμένος και με αίματα στα μάτια Του, που σκέφτηκα ότι θα καλύτερα να το δώσω σ’ Αυτόν να σκουπιστεί. Αυτός το έκανε... και μου έδωσε πίσω το ύφασμα. Δεν το μεταχειρίστηκα ξανά... Ήθελα να το φυλάξω σαν κάτι ιερό με τον ιδρώτα και το Αίμα Του. Και όταν είδαμε τη σκληρότητα των Ιουδαίων, εγώ μαζί με την Πλωτίνα και τις άλλες κυρίες της Ρώμης, τη Λυδία και τη Βαλέρια, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε από φόβο μην μας πάρουν το λινό ύφασμα.
Οι Ρωμαίες είναι γενναίες γυναίκες. Έβαλαν τον υπηρέτη και εμένα στη μέση και μας προστάτεψαν. Στο σπίτι έκλαψα πολλές ώρες. Μετά ήρθε ο σεισμός και λιποθύμησα... Όταν συνήλθα θέλησα να φιλήσω αυτό το λινό ύφασμα και είδα... Ω!... Το πρόσωπο του Σωτήρα πάνω σ’ αυτό!»
«Για να δούμε! Για να δούμε!»
«Όχι, πρώτα η Μητέρα. Είναι το σωστό».
«Αυτή είναι τόσο εξαντλημένη! Δεν θα μπορέσει να το αντέξει».
«Ω! Μην το λες αυτό! Αντίθετα θα Την παρηγορήσει. Πες Της το!»

Ο Ιωάννης χτυπάει ελαφρά την πόρτα.
«Ποιος είναι;»
«Είμαι εγώ, Μητέρα. Η Βερονίκη είναι εδώ. Ήρθε κατά την διάρκεια της νύχτας… σου έφερε ένα ενθύμιο... ένα δώρο... ελπίζει να Σου δώσει παρηγοριά με αυτό!»
«Ω! Μόνο ένα δώρο μπορεί να Με παρηγορήσει! Το χαμόγελο του προσώπου Του…»
«Μητέρα!» Ο Ιωάννης Την αγκαλιάζει διότι παρά λίγο να πέσει και λέει: «Αυτό είναι. Το χαμόγελο του προσώπου Του τυπωμένο πάνω σ’ ένα λινό ύφασμα με το οποίο η Βερονίκη Τον σκούπισε στον Γολγοθά».
«Ω! Πατέρα! Ύψιστε Θεέ! Άγιε Γιε! Αιώνια Αγάπη! Ας είστε ευλογημένοι! Το  σημείο, το σημείο που Σας ζήτησα. Ας περάσει!»

Η Μαρία κάθεται διότι δεν αντέχει πλέον να στέκεται όρθια, και ενώ ο Ιωάννης γνέφει στις γυναίκες που μιλούν ψιθυριστά έξω από το δωμάτιο να αφήσουν τη Βερονίκη να περάσει, Αυτή συνέρχεται. Η Βερονίκη έρχεται μέσα και γονατίζει στα πόδια Της, με τον υπηρέτη δίπλα της. Ο Ιωάννης στέκεται δίπλα στη Μαρία με το χέρι του γύρω από τους ώμους Της, σαν να θέλει να Την στηρίξει. Η Βερονίκη δεν βγάζει λέξη, αλλά ανοίγει το κουτί, βγάζει το λινό ύφασμα και το ξεδιπλώνει. Και το πρόσωπο του Ιησού, το ζωντανό Πρόσωπο του Ιησού, το θλιμμένο, κοιτάζει τη Μητέρα Του και Της χαμογελάει. Η Μαρία αφήνει μια κραυγή θλιμμένης αγάπης και ανοίγει τα χέρια Της. Οι γυναίκες που είναι συγκεντρωμένες όλες κοντά στην πόρτα έχουν την ίδια αντίδραση. Και Την μιμούνται και γονατίζουν μπροστά από το πρόσωπο του Σωτήρα. Η Βερονίκη δεν βρίσκει λόγια. Δίνει το λινό ύφασμα στα μητρικά χέρια και σκύβει για να φιλήσει την άκρη του. Κατόπιν βγαίνει έξω με την πλάτη, χωρίς να περιμένει τη Μαρία να βγει από την έκστασή Της.

Το Ιερό Μανδήλιο

Φεύγει… δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνουν παρά να κλείσουν την πόρτα, όπως ήταν προηγουμένως. Η Μαρία είναι ξανά μόνη με την εικόνα του Γιου Της.

Περνάει ακόμα λίγη ώρα έτσι. Κατόπιν η Μάρθα λέει: «Τι να κάνουμε με τα αρώματα; Αύριο είναι Σάββατο...»
«Και δεν θα μπορέσουμε να πάρουμε τίποτα», λέει η Σαλώμη.
«Και πρέπει να το κάνουμε... αρκετά κιλά αλόης και μύρου. Πρέπει να τα ετοιμάσουμε όλα μέχρι τα ξημερώματα της πρώτης μέρας μετά το Σάββατο», παρατηρεί η Μαρία του Αλφαίου.
«Και τι θα κάνουμε με τους φρουρούς; Τι θα κάνουμε;» ρωτάει η Σουζάννα.
«Θα μιλήσουμε στον Ιωσήφ, αν δεν μας αφήσουν να περάσουμε μέσα», απαντάει η Μάρθα.
«Εμείς δεν θα μπορέσουμε να κυλήσουμε την πέτρα, μόνες μας».
Η Μαγδαληνή απαντάει: «Ω! Νομίζεις ότι οι πέντε μας δεν θα τα καταφέρουμε; Είμαστε όλες δυνατές και η αγάπη θα κάνει τα υπόλοιπα».
«Άλλωστε, θα έρθω και εγώ μαζί σας», λέει ο Ιωάννης.
«Και βέβαια όχι εσύ. Δεν αντέχω να χάσω και σένα γιε», λέει η μητέρα του.


«Μην ανησυχείς. Θα είμαστε αρκετές».
«Όμως εν τω μεταξύ… Ποιος θα μας δώσει τα αρωματικά;»
«Στο αρχοντικό υπάρχουν πολλά μικρά βάζα με αρώματα και μερικά  μοσχοβολούν. Θα πάω να τα πάρω», και η Μαρία η Μαγδαληνή σηκώνεται από το κάθισμα και φοράει την κάπα της. Η Μάρθα φωνάζει: «Να μην πας».
«Θα πάω».
«Είσαι τρελή, θα σε πιάσουν!»
«Η αδελφή σου έχει δίκιο. Μην πας!»
«Ω! Τι άχρηστα θηλυκά είστε! Έχετε ήδη χρησιμοποιήσει όλο το απόθεμα του θάρρους σας; Όμως εγώ, όσο περισσότερο το χρησιμοποιώ, τόσο περισσότερο θάρρος παίρνω».
«Θα πάω μαζί της. Είμαι άνδρας».
«Και εγώ είμαι η μητέρα σου και σου το απαγορεύω».
«Ηρέμησε Μαρία Σαλώμη, και εσύ Ιωάννη. Θα πάω μόνη μου. Δεν φοβάμαι. Ξέρω πως είναι να κυκλοφορείς τα βράδια μόνη σου. Το έκανα χιλιάδες φορές για αμαρτωλούς σκοπούς… και θα φοβηθώ τώρα που πηγαίνω να υπηρετήσω τον Γιο του Θεού;»

«Όμως σήμερα η πόλη είναι ανάστατη, κι αν σε βρουν οι στρατιώτες;»
«Θα πω: “Είμαι η κόρη του Θεόφιλου της Συρίας, ενός πιστού υπηρέτη του Καίσαρα”, και θα με αφήσουν να φύγω. Άλλωστε... Ένας άνδρας μπροστά σε μια ωραία γυναίκα είναι λιγότερο επικίνδυνος και από ένα στάχυ. Ξέρω πολλά, ντροπή μου...»
«Μα πού θα βρεις τα αρώματα, αφού για χρόνια δεν κατοικούμε εκεί;»
«Έτσι νομίζεις; Ω! Μάρθα! Δεν θυμάσαι ότι ο Ισραήλ σε εξανάγκασε να φύγεις, επειδή ήταν ένα από τα μέρη συναντήσεων με τους εραστές μου; Εκεί είχα όλα τα πράγματα που μου χρησίμευαν για να με αγαπούν περισσότερο. Όταν σώθηκα από τον Σωτήρα μου, σε ένα μέρος που το ξέρω μόνον εγώ, σφράγισα τους αλάβαστρους και τα αρώματα που μεταχειριζόμουν μόνον για τα όργια. Και ορκίστηκα ότι μόνο τα δάκρυα μετανοίας και λατρείας προς τον Ύψιστο Ιησού θα είναι τα αρωματικά υγρά και το θυμίαμα της μετανοίας της Μαρίας. Και ότι θα μεταχειριζόμουν εκείνα τα αντικείμενα της θρησκείας των αισθήσεων και της σάρκας μόνον για να τα καθαγιάσω επάνω Του και να Τον αλείψω. Τώρα ήρθε η ώρα. Πηγαίνω. Μείνετε εδώ. Και να έχετε ηρεμία. Άγγελος Κυρίου θα έρθει μαζί μου και δεν θα με βρει κανένα κακό. Αντίο. Θα σας φέρω νέα. Και μην Της πείτε τίποτα, θα αυξήσετε τις ανησυχίες Της», και η Μαρία η Μαγδαληνή βγαίνει έξω με αυτοπεποίθηση και εξουσία.

«Μητέρα, ας είναι αυτό ένα μάθημα για σένα και ίσως να σε διδάξει: να μην αφήνεις τον κόσμο να λέει για τον γιο σου ότι είναι δειλός. Αύριο, όχι, σήμερα, διότι τώρα είναι ήδη η δεύτερη βάρδια, θα βγω για να αναζητήσω τους  συντρόφους μου, όπως Αυτή θέλει».
«Είναι Σάββατο, δεν μπορείς», φέρνει αντίρρηση η Σαλώμη για να τον καθυστερήσει.
«Το Σάββατο πέθανε. Και εγώ λέω όπως ο Ιωσήφ, άρχισε η νέα εποχή. Άλλοι νόμοι, άλλες θυσίες και τελετές».
Η Μαρία Σαλώμη σκύβει το κεφάλι της πάνω στα γόνατα της και κλαίει χωρίς να διαμαρτύρεται πλέον.
«Ω! Μακάρι να είχαμε νέα από τον Λάζαρο, λέει η Μαρία του Κλωπά με έναν
αναστεναγμό.
 
Περνάει κάμποση ώρα με κλάματα και αναμονή. Κατόπιν η Μαρία η Μαγδαληνή επιστρέφει νικηφόρος, φορτωμένη με ένα σωρό μικρά βάζα και μπουκαλάκια.
«Βλέπετε, τίποτα δεν έπαθα. Εδώ είναι τα αρώματα όλων των ειδών, και νάρδος και λιβάνι και μοσχολίβανο. Δεν είχα μύρο ούτε αλόη. Δεν ήθελα τα πικρά, τώρα τα πίνω όλα. Όμως ενώ θα περιμένουμε ας ανακατέψουμε αυτά εδώ, και αύριο θα πάρουμε μύρο και αλόη».
«Μήπως σε είδε κανείς;»
«Κανείς. Ούτε νυχτερίδα δεν πετάει».
«Και οι στρατιώτες;»
«Οι στρατιώτες; Θα πρέπει να ροχαλίζουν στα αχυρένια στρώματα τους».
«Τι γίνεται με τις φασαρίες, τις συλλήψεις...»
«Τίποτα δεν συμβαίνει, η Ιωάννα έχει κατάθλιψη. Αυτή και η Ελίζα αρρώστησαν με τον Γολγοθά. Ελάτε. Σηκωθείτε. Ας πάρουμε το ασβεστοκονίαμα και δουλειά. Το κλάμα δεν βοηθάει. Ή τουλάχιστον κλαίτε αλλά και να εργάζεστε. Το βάλσαμο θα είναι ποτισμένο και με δάκρυα. Και Αυτός θα τα νοιώσει επάνω Του. Θα νοιώσει την αγάπη μας», και δαγκώνει τα χείλη της για να μην κλάψει και για να δώσει κουράγιο στις άλλες, που είναι πολύ λυπημένες.
Εργάζονται με πολλή θέληση.

Η Μαρία ακούει τα χτυπήματα και φωνάζει τον Ιωάννη.
«Μητέρα, τι συμβαίνει;»
«Αυτά τα χτυπήματα...»
«Κοπανούν τα αρώματα...»
 
Α! Όμως, συγχώρεσέ Με. Ας μην κάνουν αυτόν τον θόρυβο, μοιάζει με τα σφυριά…»
Βασικά, τα μπρούτζινα γουδοχέρια έτσι όπως χτυπούν πάνω στο μάρμαρο με το
ασβεστοκονίαμα, κάνουν τον ίδιο θόρυβο με τα σφυριά.
Ο Ιωάννης το λέει στις γυναίκες, που βγαίνουν έξω στην αυλή για να μην ακούγονται πολύ. Ο Ιωάννης επιστρέφει στην Μητέρα.
«Πώς τα πήραν τα αρώματα;»
«Η Μαρία του Λάζαρου πήγε στο σπίτι της και στης Ιωάννας. Θα φέρουν και άλλα».
«Κοίταξέ Τον, Ιωάννη, τόσο όμορφος και τόσο λυπημένος!» Η Μαρία είναι απορροφημένη με την εικόνα, με τα χέρια της ενωμένα μπροστά στο ύφασμα, το οποίο έχει απλώσει πάνω σε ένα ράφι.

«Όμορφος, ναι, Μητέρα. Και Σου χαμογελάει. Μην κλαις άλλο, ήδη πέρασαν κάποιες ώρες. Έχουμε λιγότερες ώρες μέχρι την επιστροφή Του», και εν τω μεταξύ ο Ιωάννης κλαίει.
Η Μαρία χαϊδεύει το μάγουλο του κοιτάζοντας την εικόνα του Γιου Της.
Ο Ιωάννης βγαίνει έξω τυφλός από τα δάκρυα. Και η Μαγδαληνή που επέστρεψε για να πάρει κάποιους αμφορείς, είναι στην ίδια κατάσταση.
Όμως λέει στον απόστολο: «Δεν πρέπει να τις αφήσουμε να δουν ότι κλαίμε. Διότι, διαφορετικά, οι γυναίκες εκεί πέρα δεν θα μπορέσουν να κάνουν πια τίποτα. Και πρέπει να...»

«Και εμείς πρέπει να πιστεύουμε...» καταλήγει ο Ιωάννης.
«Ναι. Πρέπει να πιστέψουμε. Αν δεν μπορεί να πιστέψει κάποιος, θα ήταν απελπιστικό. Εγώ πιστεύω. Εσύ;»
«Και εγώ…»
«Το λες άσχημα. Δεν πιστεύεις αρκετά ακόμα. Αν αγαπούσες με όλο το είναι σου, δεν θα ήταν δυνατόν για σένα να μην πιστεύεις. Η αγάπη είναι φως και φωνή. Και ενάντια στο σκοτάδι της άρνησης και στη σιωπή του θανάτου λέει: Εγώ πιστεύω». Η Μαγδαληνή είναι φανταστική, τόσο μεγάλη και επιβλητική, με εξουσία στην εξομολόγηση της πίστης της! Η καρδιά της πρέπει να είναι κομμάτια. Και τα μάτια της που λάμπουν με δάκρυα το μαρτυρούν. Όμως το πνεύμα της είναι ανίκητο. Ο Ιωάννης την κοιτάζει γεμάτος θαυμασμό και ψιθυρίζει: «Εσύ είσαι δυνατή!»
«Πάντοτε ήμουν, τόσο πολύ που τολμούσα να αψηφώ τον κόσμο. Και τότε ήμουν χωρίς Θεό. Τώρα που Τον έχω, αισθάνομαι ότι ξέρω πώς να αψηφώ και την Κόλαση. Εσύ, που είσαι καλός, θα έπρεπε να είσαι πιο δυνατός από μένα. Διότι η αμαρτία εξασθενεί, το ξέρεις; Περισσότερο και από την αρρώστια. Όμως εσύ είσαι αγνός... Γι’ αυτό σε αγάπησε τόσο πολύ...»
«Και σένα σε αγαπούσε».
«Και εγώ δεν ήμουν αγνή. Όμως ήμουν η κατάκτησή Του και...»

Ένας δυνατός χτύπος στην πόρτα ακούγεται.

«Ίσως να είναι η Βαλέρια. Άνοιξε την πόρτα».
Ο Ιωάννης το κάνει χωρίς φόβο, επηρεασμένος από την ηρεμία της Μαρίας.
Βασικά είναι η Βαλέρια με τους σκλάβους της, που μεταφέρουν το φορητό σκεπαστό κάθισμα από το οποίο βγαίνει έξω. Προχωράει και προφέρει τον λατινικό χαιρετισμό “Salve”.
«Ειρήνη μαζί σου, αδελφή. Πέρασε μέσα», λέει ο Ιωάννης.
«Μπορώ να προσφέρω στη Μητέρα φόρο τιμής από την Πλωτίνα; Και η Κλαυδία προσέφερε. Όμως αν δεν την πληγώνει, να με δει». Ο Ιωάννης πηγαίνει στη Μαρία.
«Ποιος χτυπάει; Πέτρο; Ιούδα; Ιωσήφ;»
«Όχι, είναι η Βαλέρια. Έφερε μερικά ακριβά αρώματα. Θα ήθελε να Σου τα προφέρει, αν αυτό δεν Σε πονάει».
«Πρέπει να ξεπεράσω τον πόνο. Αυτός κάλεσε τα παιδιά του Ισραήλ και τους ειδωλολάτρες στη βασιλεία Του. Τους κάλεσε όλους. Τώρα, είναι νεκρός, όμως είμαι Εγώ εδώ γι’ Αυτόν. Και δέχομαι τους πάντες. Ας περάσει».
Η Βαλέρια έρχεται μέσα. Έχει βγάλει τη σκούρα κάπα της, έχει μια ολόλευκη εσάρπα. Σκύβει στο έδαφος. Χαιρετάει και μιλάει: «Κυρία, εσύ ξέρεις ποιες είμαστε. Οι πρώτες γυναίκες που λυτρωθήκαμε από τον ειδωλολατρικό σκοταδισμό. Ήμασταν βρωμιά και σκοτάδι. Ο Γιος Σου μας έδωσε φτερά και φως. Τώρα Αυτός κοιμάται με ειρήνη. Εμείς ξέρουμε τα έθιμά σας και θέλουμε οι αλοιφές της Ρώμης να απλωθούν πάνω στον Θριαμβευτή».
«Ας σας ευλογεί ο Θεός, κόρες του Κυρίου Μου. Και, συγχωρέστε Με αν δεν μπορώ να πω περισσότερα».
«Μην κάνεις καμία προσπάθεια, Κυρία. Η Ρώμη είναι δυνατή. Όμως και αυτή
καταλαβαίνει τον πόνο και την αγάπη. Καταλαβαίνει Εσένα, θλιμμένη Μητέρα. Αντίο».
«Ειρήνη μαζί σου, Βαλέρια! Τις ευλογίες Μου στην Πλωτίνα, σε όλες σας...»   

Η Βαλέρια αποσύρεται και αφήνει τα λιβάνια και τα αρώματα.
«Βλέπεις, Μητέρα; Όλος ο κόσμος δίνει προσφορές στον Βασιλιά τ’ Ουρανού και της Γης».
«Ναι», λέει η Μαρία. «Όλος ο κόσμος. Και η Μητέρα Του θα πρέπει να μπορεί να Του δίνει μόνο δάκρυα».
Ένας κόκορας ακούγεται χαρούμενα κάπου εκεί κοντά. Ο Ιωάννης γουρλώνει τα μάτια του.
«Τι συμβαίνει, Ιωάννη;» ρωτάει η Ευλογημένη Παρθένος.
«Σκεπτόμουν τον Σίμωνα Πέτρο».
«Μα, αυτός δεν ήταν μαζί σου;» ρωτάει η Μαγδαληνή που επέστρεψε στο δωμάτιο.
«Ναι, στο σπίτι του Άννα. Τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να έρθω εδώ. Και δεν τον είδα από τότε».
«Σύντομα ξημερώνει».
«Ναι, άνοιξε τα παράθυρα».
Ανοίγουν τα παντζούρια και τα πρόσωπά τους φαίνονται ακόμα πιο χλωμά, στο 
πρασινωπό φως της αυγής. Το ξημέρωμα του Σαββάτου αναγγέλλει περισσότερα γεγονότα.

Ξημερώνει με δυσκολία παρόλο που δεν υπάρχουν σύννεφα στον ουρανό. Όλα τα αστέρια έχουν χάσει τη λάμψη τους και ο ήλιος, όταν εμφανίζεται είναι χλωμός, όπως ήταν και το φεγγάρι τούτη τη νύχτα. Θαμπός...  

Μόλις αντιλαμβάνεται ο Ιωάννης ότι οι Πύλες πόλης άνοιξαν, βγαίνει έξω χωρίς να δίνει προσοχή στις παρακλήσεις της μητέρας του. Οι γυναίκες κλειδώνονται μέσα στο σπίτι ακόμα πιο φοβισμένες, τώρα που έφυγε ο Απόστολος.
Η Μαρία, που βρίσκεται ακόμα στο δωμάτιό Της. Οι γυναίκες πηγαίνουν απ’ εδώ και απ’ εκεί. Την πλησιάζουν, Τη χαϊδεύουν Την εκλιπαρούν να πιει κάτι, και κάθε φορά, όπως έρχονται, έρχεται και ένα κύμα από ένα βαρύ όμορφο άρωμα.
Και κάθε φορά η Μαρία ριγεί. Και τίποτε άλλο. Δεν μιλάει. Δεν κάνει καμία κίνηση. Τίποτε. Είναι εξαντλημένη. Περιμένει. Είναι σε αναμονή. Περιμένει.

Ακούγεται ένας χτύπος στη πόρτα.. Οι γυναίκες τρέχουν για να ανοίξουν. Η Μαρία ανακάθεται στο κάθισμά Της χωρίς να σηκωθεί και κοιτάζει τη μισάνοιχτη πόρτα. Η Μαγδαληνή έρχεται μέσα: «Ήρθε ο Μαναήν. Θα ήθελε να είναι χρήσιμος με κάθε τρόπο».
«Ο Μαναήν, ας περάσει. Πάντοτε ήταν καλός. Αλλά δεν νομίζω πως ήταν αυτός που...»
«Ποιον νόμιζες Μητέρα!...»
«Αργότερα... αργότερα… Ας περάσει».

Ο Μαναήν έρχεται μέσα. Δεν έχει το ύφος του νικητή όπως συνηθίζει. Φοράει μια κοινή χλαμύδα σε καφέ χρώμα που είναι σχεδόν μαύρο και έναν μανδύα παρόμοιο. Δεν έχει κοσμήματα ούτε σπαθί. Γονατίζει για να χαιρετίσει πρώτα με τα χέρια του σταυρωτά πάνω στο στήθος του, και μετά γονατίζει σαν να βρίσκεται μπροστά σε έναν βωμό.
«Σήκω επάνω. Και συγχώρεσέ Με αν δεν ανταποκρίνομαι στην υπόκλισή σου. Δεν μπορώ...»
«Εσύ δεν πρέπει. Εγώ δεν θα το επέτρεπα ποτέ αυτό. Εσύ ξέρεις ποιος είμαι. Λοιπόν, Σε παρακαλώ να με θεωρείς υπηρέτη Σου. Χρειάζεσαι τίποτα; Βλέπω ότι δεν υπάρχει άνδρας εδώ. Άκουσα από τον Νικόδημο ότι όλοι έφυγαν. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, είναι αλήθεια. Όμως τουλάχιστον να Του δίναμε παρηγοριά με την παρουσία μας. Εγώ Τον χαιρέτισα στο Σίξτος. Και μετά, δεν μπόρεσα πλέον, διότι... Αλλά δεν έχει αξία να τα αναφέρω. Και αυτό το ήθελε ο Σατανάς. Τώρα είμαι ελεύθερος και ήρθα να προσφέρω τον εαυτό μου στην υπηρεσία Σου. Δώσε μου τις εντολές Σου, Γυναίκα».

«Θα ήθελα να ξέρω και να μάθουμε για τον Λάζαρο. Οι αδελφές του ανησυχούν, όπως και η συννυφάδα Μου και η άλλη Μαρία. Θα θέλαμε να ξέρουμε αν ο Λάζαρος, ο Ιάκωβος, ο Ιούδας και ο άλλος Ιάκωβος είναι καλά».
«Ο Ιούδας; Ο Ισκαριώτης! Αυτός Τον πρόδωσε!»
«Ο Ιούδας, ο γιος του αδελφού του ανδρός Μου».
«Α! Θα πάω να μάθω», και σηκώνεται. Όμως όπως το κάνει, κάνει και μια κίνηση πόνου.
«Είσαι πληγωμένος;»
«Χμ! Ναι. Τίποτα το σοβαρό. Το ένα μου χέρι με πονάει».
«Μήπως εξ αιτίας μας; Γι’ αυτό δεν ήρθες εδώ πάνω;»
«Ναι. Γι’ αυτό. Όχι η πληγή. Τα απομεινάρια του Φαρισαϊσμού, του Εβραϊσμού, του Σατανισμού που ήταν μέσα μου, διότι η θρησκεία του Ισραήλ έχει γίνει Σατανισμός και όλα βγήκαν με αυτό το αίμα. Είμαι σαν βρέφος, που μετά την αποκοπή του ομφάλιου λώρου, δεν έχω πλέον επαφή με το αίμα της μητέρας μου. Μέχρι τώρα δεν ήμουν τελείως σχηματισμένος. Τώρα ολοκληρώθηκα και έρχομαι, γεννήθηκα στο Φως. Γεννήθηκα χτες. Μητέρα μου είναι ο Ιησούς ο Ναζωραίος που με γέννησε όταν άφησε την τελευταία Του κραυγή. Το ξέρω. Διότι έτρεξα στο σπίτι του Νικόδημου χτες βράδυ. Ήθελα μόνο να Τον δω. Δεν ξέρω το πρόσωπο Του σαν Σωτήρας!»
«Σε κοιτάζει, Μαναήν. Γύρισε πίσω το κεφάλι».
Ο άνδρας που είχε έρθει μέσα με το κεφάλι πολύ σκυφτό και κατόπιν είχε μάτια μόνο για την Μαρία, γυρίζει σχεδόν τρομαγμένος και βλέπει το ιερό Μαντήλι. Πέφτει στο πάτωμα, σε λατρεία... και κλαίει. Κατόπιν σηκώνεται. Υποκλίνεται στη Μαρία και λέει: «Φεύγω».
«Όμως είναι Σάββατο. Το ξέρεις. Αυτοί ήδη μας κατηγορούν πως παραβιάζουμε τον Νόμο με δική Του υποκίνηση».  
«Και αυτοί κάνουν το ίδιο, διότι παραβιάζουν τον Νόμο της Αγάπης. Τον πρώτο και μεγαλύτερο. Αυτός το είπε. Ας σε παρηγορεί Θεός», και βγαίνει έξω.

Οι ώρες περνούν. Η Μαρία σηκώνεται και ακουμπώντας στα έπιπλα για να στηρίζεται, πηγαίνει στην πόρτα. Προσπαθεί να διασχίσει τον μακρύ διάδρομο, όμως όταν δεν βρίσκει που να στηριχτεί, παραπατάει σαν να είναι άρρωστη. Η Μάρθα που Την είδε από την αυλή, τρέχει κοντά Της: «Πού θέλεις να πας;»
«Εκεί πέρα. Μου το υποσχέθηκε».
«Περίμενε μέχρι να έρθει ο Ιωάννης».
«Αρκετά περίμενα. Βλέπεις ότι είμαι ήρεμη». Η Σουζάννα όπως και όλες οι γυναίκες έχουν συγκεντρωθεί εκεί. Η πόρτα του δωματίου του Μυστικού Δείπνου ανοίγει. Η Μαρία, υποβασταζόμενη από την Μάρθα και την Μαρία του Αλφαίου, μπαίνει μέσα στο δωμάτιο. Όλα είναι ακόμα, όπως ήταν στο τέλος του Δείπνου. Όλα τα γεγονότα και οι οδηγίες που έδωσε ο Ιησούς απέτρεψαν το συγύρισμα. Τα καθίσματα είναι στις θέσεις τους.

Και η Μαρία, που δεν ήταν στο δωμάτιο του Μυστικού Δείπνου, πηγαίνει απ’ ευθείας στη θέση Που καθόταν ο Ιησούς Της. Φαίνεται σαν να καθοδηγείται από ένα χέρι. Και μοιάζει σαν να υπνοβατεί, τόσο σφιγμένη είναι στην προσπάθειά Της να περπατήσει. Προχωράει. Βαδίζει γύρω από την πολυθρόνα. Στριμώχνεται μεταξύ της πολυθρόνας και του τραπεζιού... περιμένει όρθια για λίγο και μετά πέφτει πάνω στο τραπέζι και ξεσπάει σε κλάματα. Κατόπιν ηρεμεί. Γονατίζει και προσεύχεται με το κεφάλι Της πάνω στην άκρη του τραπεζιού. Χαϊδεύει το τραπεζομάντιλο, το κάθισμα, τα πιατικά, την άκρη του μεγάλου δίσκου πάνω στον οποίο ήταν το αρνί, το μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποιήθηκε για να το κόψουν, τον αμφορέα που υπήρχε μπροστά απ’ αυτήν τη θέση. Δεν ξέρει ότι αυτά που αγγίζει τα άγγιξε πριν και ο Ισκαριώτης. Κατόπιν μένει ακίνητη με το κεφάλι Της πάνω στα χέρια Της που έχει σταυρώσει πάνω στο τραπέζι.
Όλες οι γυναίκες σιωπούν με εξαίρεση τη συννυφάδα Της που λέει: «Έλα Μαρία. Εμείς φοβόμαστε τους Ιουδαίους. Θα ήθελες να έρθουν εδώ;»
«Όχι. Αυτός είναι άγιος τόπος. Θα ήθελα και ένα ντουλάπι με κλειδαριά, για να κλείσω όλους τους θησαυρούς Μου, εκεί μέσα».
«Θα ζητήσω να Σου φέρουν ένα από το αρχοντικό μας, αύριο. Είναι το πιο όμορφο του σπιτιού. Είναι βαρύ και ασφαλές. Σου το δίνω με χαρά», υπόσχεται η Μαγδαληνή.
Βγαίνουν από το δωμάτιο. Η Μαρία είναι εξαντλημένη.  
Ακούγεται άλλος ένας χτύπος στην πόρτα. Με την κουρασμένη Της φωνή, η Μαρία λέει: «Αν είναι οι μαθητές και ιδιαίτερα ο Σίμων Πέτρος και ο Ιούδας, ας έρθουν αμέσως σε Μένα».
Όμως είναι ο Ισαάκ, ο βοσκός κλαίγοντας. Μιλάει μόνον όταν τελειώνει το κλάμα του. «Δεν θέλαμε να φύγουμε. Όμως ο Ιωνάθαν μας παρακαλούσε. Οι Ιουδαίοι απειλούσαν τις γυναίκες και αργότερα δεν μπορούσαμε πλέον να έρθουμε. Ήταν παντού».  
«Οι γιοι μου;»
«Ο Λάζαρος;»
«Ο Ιάκωβος;»
«Όλοι είναι εκεί. Τα κτήματα του Λάζαρου με την αυγή ήταν γεμάτα από κόσμο που περιπλανιόταν και έκλαιγε. Οι άχρηστοι φίλοι Του και οι μαθητές Του. Εγώ  πήγα στον Λάζαρο και νόμιζα πως ήμουν ο πρώτος, όμως οι καημένοι οι γιοι σου ήταν εκεί, γυναίκα, και οι δικοί σου, μαζί με τον Ανδρέα, τον Βαρθολομαίο, τον Ματθαίο. Ο Σίμωνας ο Ζηλωτής τους έπεισε να πάνε εκεί. Και ο Μαξιμίνος που είχε βγει έξω όταν χάραζε, και βρήκε τους περισσότερους. Και ο Λάζαρος τους βοήθησε όλους. Και τώρα αυτό κάνει. Λέει ότι ήταν εντολή του Διδασκάλου να το κάνει αυτό. Και ο Ζηλωτής το επιβεβαιώνει».

«Όμως ο Σίμων και ο Ιωσήφ, οι άλλοι δύο γιοι μου, που βρίσκονται;»
«Δεν ξέρω γυναίκα. Είμαστε μαζί μέχρι τον σεισμό. Μετά δεν ξέρω τίποτα. Μέσα στο σκοτάδι, τις αστραπές και τους νεκρούς που αναστήθηκαν και το έδαφος που τρανταζόταν και τον δυνατό άνεμο, έχασα το κεφάλι μου. Και… και είδα τα άγια των Αγίων! Ναι. Διότι το παραπέτασμα του Ναού σχίστηκε από την κορυφή μέχρι κάτω, σαν να το έσκισε η δύναμη ενός γίγαντα. Αν με έβλεπαν εκεί, θα με λιθοβολούσαν. Όμως κανείς δεν μπορούσε να με δει. Δεν συνάντησα παρά φαντάσματα νεκρών και φαντάσματα ζωντανών. Διότι μοιάζαμε με  φαντάσματα στο φως των αστραπών, στο δυνατό φως της φωτιάς, και με τον τρόμο στα πρόσωπα μας…»
«Ω! Ο Σίμων μου! Ω! Ο Ιωσήφ μου!»
«Και ο Σίμων Πέτρος; Και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης; Και ο Θωμάς και ο Φίλιππος;»
«Δεν ξέρω, Μητέρα... ο Λάζαρος με έστειλε να Σε δω, διότι του είπαν ότι… σας έχουν σκοτώσει όλους».
«Λοιπόν πήγαινε αμέσως να τον ενημερώσεις. Εγώ έχω ήδη στείλει τον Μαναήν.
Όμως καλύτερα να πας και εσύ και να του μιλήσεις... να του πεις ότι μόνον Αυτός
σκοτώθηκε. Και Εγώ μαζί Του. Και αν δεις κάποιον από τους άλλους μαθητές, οδήγησε τον εκεί μαζί σου. Όμως Εγώ θέλω τον Ισκαριώτη και τον Σίμωνα Πέτρο, εδώ», λέει η Μαρία.
«Μητέρα… συγχώρεσέ μας αν δεν κάναμε περισσότερα».
«Συγχωρώ τα πάντα… Πήγαινε».

Ο Ισαάκ βγαίνει. Και η Μάρθα, η Μαρία, η Σαλώμη και η Μαρία του Αλφαίου τον κατακλύζουν με προσευχές, παραγγελίες και εντολές. Η Σουζάννα κλαίει σιωπηλά, διότι κανείς δεν μιλάει σ’ αυτήν για τον άνδρα της. Και αυτό θυμίζει στη Σαλώμη τον δικό της άνδρα. Και κλαίει και αυτή.

Υπάρχει πάλι σιωπή μέχρι που ακούγεται άλλος ένας χτύπος στη πόρτα.
Επειδή στη πόλη έχει ησυχία, οι γυναίκες δεν είναι τρομαγμένες. Όμως όταν από τη μισάνοιχτη πόρτα βλέπουν το ξυρισμένο κεφάλι του Λογγίνου, κρύβονται σαν να είδαν έναν νεκρό μέσα στο σάβανο ή τον ίδιο τον δαίμονα. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είναι ο πρώτος που φεύγει τρέχοντας.
Η Μαγδαληνή που ήταν με την Μαρία, έρχεται γρήγορα.
Ο Λογγίνος με ένα χαμόγελο αμηχανίας, έχει μπει μέσα και έχει κλείσει τη βαριά
πόρτα ο ίδιος. Δεν φοράει τη στολή του, αλλά μια κοντή γκρίζα χλαμύδα κάτω από τον μανδύα του που είναι και αυτός σκούρος.
Η Μαρία η Μαγδαληνή τον κοιτάζει και αυτός την κοιτάζει. Και όπως είναι
ακουμπισμένος στην πόρτα, ρωτάει:
«Μπορώ να περάσω χωρίς να μολύνω κανέναν και χωρίς να τρομάξω κανέναν; Είδα αυτό το πρωί, τα ξημερώματα, τον Ιωσήφ, και αυτός μου ανέφερε την επιθυμία της Μητέρας. Ζητώ συγνώμη που δεν το σκέφτηκα ο ίδιος. Ορίστε η λόγχη. Την είχα κρατήσει σαν ενθύμιο ενός... Αγίου των Αγίων! Πραγματικά έτσι είναι! Όμως σωστό είναι να την έχει η Μητέρα... όσο για τα ενδύματα... είναι πιο δύσκολο. Μην Της το πείτε, όμως ίσως να έχουν ήδη πωληθεί για λίγα νομίσματα, είναι δικαίωμα των στρατιωτών. Αλλά θα προσπαθήσω να τα βρω».
«Έλα. Είναι μέσα η Μητέρα».
«Μα, εγώ είμαι ειδωλολάτρης!»
«Δεν πειράζει. Εγώ θα πάω να Της μιλήσω, αν το θέλεις».
«Ω! Όχι, δεν νομίζω ότι είμαι άξιος γι’ αυτό».
Η Μαρία η Μαγδαληνή πηγαίνει στη Θεοτόκο. «Μητέρα, ο Λογγίνος είναι έξω. Σου προσφέρει τη λόγχη».
«Ας περάσει».
Ο ιδιοκτήτης που έχει επιστρέψει και βρίσκεται στην είσοδο μουρμουρίζει: «Μα αυτός είναι ειδωλολάτρης».

Ο Άγιος Λογγίνος

«Εγώ είμαι η Μητέρα όλων. Όπως και Αυτός είναι ο Σωτήρας όλων».
Ο Λογγίνος περνάει στο δωμάτιο  και χαιρετάει με τον Ρωμαϊκό τρόπο με το χέρι
του ψηλά (αφού έβγαλε τον μανδύα του) και μετά Την χαιρετάει λέγοντας: Χαίρε Κυρία. Ένας Ρωμαίος Σε χαιρετάει: τη Μητέρα της Ανθρωπότητας. Την αληθινή Μητέρα. Εγώ θα προτιμούσα να μην βρισκόμουν εκεί στον… στην... σ’ αυτή την υπόθεση. Όμως ήταν εντολή. Αλλά, αν μπορώ να βοηθήσω σε κάποια επιθυμία Σου, εγώ συγχωρώ το πεπρωμένο που με επέλεξε γι’ αυτό το τρομερό έργο. Να, εδώ», και Της δίνει τη λόγχη τυλιγμένη σε ένα κόκκινο ύφασμα. Μόνο την ατσάλινη λόγχη, όχι το κοντάρι. 


Η Ιερή Λόγχη 
 
Η Μαρία την παίρνει και γίνεται ακόμα πιο χλωμή. Τα χείλη της χάνονται από την ωχρότητα. Η λόγχη φαίνεται σαν να άνοιξε τις φλέβες Της. Και τα χείλη Της τρέμουν καθώς λέει: «Ας σε οδηγήσει κοντά Του. Εξ αιτίας της καλοσύνης σου».
«Αυτός ήταν ο μόνος Δίκαιος που συνάντησα σε όλη την αυτοκρατορία της Ρώμης. Λυπάμαι. Εγώ Τον γνώρισα μόνον από τα λόγια των συντρόφων μου. Τώρα… είναι πολύ αργά!»
«Όχι, γιε. Αυτός τελείωσε με τον Ευαγγελισμό. Όμως αυτό το Ευαγγέλιο παραμένει στην Εκκλησία του».
«Πού είναι η Εκκλησία Του;» ο Λογγίνος είναι κάπως ειρωνικός.
«Είναι εδώ. Σήμερα, χτυπημένη και διαλυμένη. Όμως αύριο θα συγκεντρωθούν σαν το δένδρο που συνέρχεται από μια καταιγίδα. Ακόμα και να μην υπήρχε κανείς, Εγώ είμαι εδώ. Και το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού και δικού Μου, είναι όλο γραμμένο στην καρδιά Μου. Αρκεί να κοιτάξω μέσα στην καρδιά Μου για να μπορέσω να το επαναλάβω».
«Θα ξαναέρθω. Μια θρησκεία που έχει για Αρχηγό της ένα ήρωα, δεν γίνεται παρά να είναι θεία. Χαίρε Κυρία!» και ο Λογγίνος φεύγει.
Η Μαρία φιλάει τη λόγχη που υπάρχει λίγο αίμα του Γιου Της… Και δεν θέλει να το πάρει αυτό το Αίμα, αλλά το αφήνει λέγοντας: «Ρουμπίνι του Θεού πάνω στη σκληρή λόγχη».

Η μέρα περνάει έτσι. Με νηνεμίες και καταιγίδες.
Ο Ιωάννης επιστρέφει το μεσημέρι. «Μητέρα, δεν βρήκα κανέναν, εκτός… από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη».


«Που είναι;»
«Ω! Μητέρα! Πόσο τρομακτικό! Κρέμεται από μια ελιά, πρησμένος και μαύρος σαν να είναι νεκρός εδώ και εβδομάδες. Σε αποσύνθεση, τρομακτικό… Πάνω απ’ αυτόν, όρνια, κοράκια, δεν ξέρω τι, σκούζουν και τσακώνονται φρικτά... Ο καυγάς τους με έφερε εκεί. Πήγαινα για το Όρος των Ελαιών και σε κείνο τον λόφο είδα μαύρα άσχημα πουλιά να κάνουν κύκλους. Πήγα. Γιατί; Δεν ξέρω. Και είδα. Τρομακτικό!»
«Τρομακτικό! Έχεις δίκιο. Όμως πάνω από την καλοσύνη υπάρχει η Δικαιοσύνη. Βασικά η καλοσύνη απουσιάζει, τώρα… Όμως ο Πέτρος! Όμως ο Πέτρος! Ιωάννη έχω τη λόγχη. Όμως τα ρούχα... ο Λογγίνος δεν τα ανέφερε».
«Μητέρα, θέλω να πάω στη Γεθσημανή. Δεν φορούσε τον μανδύα Του όταν Τον έπιασαν. Ίσως να είναι ακόμα εκεί. Κατόπιν θα πάω στη Βηθανία».
«Πήγαινε, πήγαινε για τον μανδύα. Οι άλλοι είναι με τον Λάζαρο. Γι’ αυτό μην πας στον Λάζαρο. Δεν χρειάζεται. Πήγαινε και έλα πίσω, εδώ».
Ο Ιωάννης φεύγει τρέχοντας χωρίς να πιει κάτι για να δροσιστεί. Και η Μαρία δεν έχει πιει τίποτα. Οι γυναίκες όρθιες έφαγαν λίγες ελιές με ψωμί, ενώ εργάζονται συνεχώς με τις αλοιφές.

Κατόπιν έρχεται η Ιωάννα του Χούζα με τον Ιωνάθαν. Το πρόσωπό της έχει παραμορφωθεί από τα δάκρυα. Και μόλις βλέπει τη Μαρία, λέει: «Αυτός με έσωσε! Αυτός έσωσε εμένα, και τώρα είναι νεκρός. Τώρα εύχομαι να μην είχα σωθεί ποτέ!»
Είναι η Μητέρα των θλίψεων που πρέπει να παρηγορήσει αυτό το θεραπευμένο παιδί, που όμως έχει μείνει αθεράπευτα ευαίσθητη. Και Αυτή την παρηγορεί και τη δυναμώνει, λέγοντας: «Δεν θα Τον είχες γνωρίσει αν δεν Τον είχες αγαπήσει, και τώρα δεν θα ήσουν άξια να τον υπηρετήσεις. Πόσα πράγματα πρέπει να γίνουν στο μέλλον! Και θα πρέπει εμείς να τα κάνουμε, διότι το βλέπεις και εσύ. Εμείς μείναμε και οι άνδρες έφυγαν τρέχοντας. Ο αληθινός δότης της ζωής είναι πάντοτε η γυναίκα. Στο Καλό, στο Κακό. Εμείς θα αναγεννήσουμε τη νέα Πίστη. Είμαστε γεμάτες από αυτήν, όπως μας δόθηκε από τον Νυμφίο Θεό. Και θα την γεννήσουμε για τη Γη, για το καλό του κόσμου. Κοίταξε πόσο όμορφος είναι! Πώς χαμογελάει και εκλιπαρεί γι’ αυτό το άγιο έργο μας! Ιωάννα, σε αγαπώ, το ξέρεις. Μην κλαις πλέον».
«Μα Αυτός είναι νεκρός! Ναι, εκεί μοιάζει σαν να ζει. Αλλά δεν ζει πλέον. Τι είναι ο κόσμος χωρίς Αυτόν!»
«Θα επιστρέψει. Πήγαινε. Να προσεύχεσαι. Να περιμένεις. Όσο πιο δυνατή πίστη, τόσο συντομότερα θα αναστηθεί. Αυτή η πίστη είναι η δύναμή Μου... Και μόνον ο Θεός, ο Σατανάς και εγώ γνωρίζουμε πόσες επιθέσεις έχουν γίνει πάνω σ’ αυτήν την πίστη Μου για την Ανάστασή Του».

Η Ιωάννα φεύγει αδύνατη και σκυφτή, σαν ένα κρίνο που έχει ποτιστεί με πολύ νερό.  Και η Μαρία ξαναπέφτει στο μαρτύριό Της. «Πρέπει να τους δυναμώσω όλους. Όλους! Και ποιος δίνει δύναμη σε Μένα;» και η Μαρία κλαίει και χαϊδεύει το Πρόσωπο της εικόνας, διότι κάθεται τώρα κοντά στο μπαούλο στο οποίο βρίσκεται το Άγιο Μανδήλιο. 
Νικόδημος και Ιωσήφ

Έρχονται ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και ο Νικόδημος και απαλλάσσουν τις γυναίκες από το κόπο να φροντίσουν για την αγορά μύρου και αλόης, διότι έχουν φέρει μαζί τους κάποιες τσάντες. Όμως η αντοχή τους καταρρέει μπροστά στο Πρόσωπο που είναι αποτυπωμένο πάνω στο λινό ύφασμα και στο ρημαγμένο πρόσωπο της Μητέρας. Κάθονται σε μια γωνιά, αφού την χαιρέτησαν και παραμένουν σιωπηλοί. Αμίλητοι, μελαγχολικοί… Σε λίγο φεύγουν.

Η Μαρία δεν έχει άλλες δυνάμεις για να μιλήσει. Όμως όσο περισσότερο νυχτώνει, που γίνεται μάλλον γρήγορα από κάποια μαύρα σύννεφα, τόσο περισσότερο βασανίζεται. Οι σκιές της νύχτας είναι και γι’ Αυτήν όπως και για όλους που υποφέρουν, μια πηγή για βαθύτερο πόνο.
Και οι άλλες γυναίκες στενοχωριούνται περισσότερο. Ιδιαίτερα η Σαλώμη, η Μαρία του Αλφαίου και η Σουζάννα. Όμως τελικά βρίσκουν κάποια παρηγοριά όταν ο Ζεβεδαίος, ο άνδρας της Σουζάννας, ο Σίμων και ο Ιωσήφ του Αλφαίου έρχονται όλοι μαζί. Οι δυο πρώτοι παραμένουν στην είσοδο, εξηγούν πώς τους βρήκε ο Ιωάννης, ενώ πήγαινε στο προάστιο της Οφήλ. Και τους άλλους δύο τους βρήκε ο Ισαάκ ενώ γύριζαν στους δρόμους από περιφερειακούς οδούς, αναποφάσιστοι αν θα έπρεπε να επιστρέψουν στην πόλη, είτε να πάνε στους αδελφούς τους που υποτίθεται ότι θα ήταν στη Βηθανία.

Ο Σίμων ρωτάει: «Πού είναι η Μαρία; Θέλω να Την δω», και ακολουθώντας τη
μητέρα του έρχεται μέσα και φιλάει τη θλιμμένη θεία του.
«Είσαι μόνος, γιατί δεν είναι μαζί σου και ο Ιωσήφ; Γιατί χωρίσατε; Έχετε ακόμα
διαφορές μεταξύ σας; Δεν πρέπει. Βλέπεις; Βλέπεις η αιτία της διαφωνίας είναι νεκρή!» και του δείχνει το Πρόσωπο πάνω στην μαντίλα της Βερονίκης.
Ο Σίμων το κοιτάζει και κλαίει, λέγοντας: «Ποτέ δεν χωρίσαμε ξανά. Και δεν θα το ξανακάνουμε. Ναι, η αιτία της διαφωνίας μας είναι νεκρή. Όμως όχι όπως το νομίζεις Εσύ. Είναι νεκρή επειδή ο Ιωσήφ τώρα κατάλαβε… Ο Ιωσήφ βρίσκεται έξω. Εκεί... και δεν τολμάει να έρθει μέσα...»
«Ω! Όχι. Εγώ ποτέ δεν τρομάζω κανέναν. Εγώ είμαι μόνον το έλεος. Εγώ θα
συγχωρούσα ακόμα και τον Προδότη. Όμως δεν είναι δυνατόν πλέον. Αυτοκτόνησε» και σηκώνεται. Βαδίζει σκυφτή και φωνάζει: «Ιωσήφ! Ιωσήφ!»
Όμως ο Ιωσήφ κλαίει γοερά και δεν απαντάει.
Τότε πηγαίνει στην πόρτα, και ακουμπισμένη στο κεφαλόσκαλο, σηκώνει το άλλο Της χέρι και το ακουμπάει πάνω στο κεφάλι του μεγαλύτερου, του πιο επίμονου από τους ανιψιούς Της. Το χαϊδεύει και του λέει: «Ας γείρω πάνω σ’ έναν Ιωσήφ! Όλα ήταν ειρηνικά και ήρεμα όσο είχα αυτό το όνομα σαν βασιλιά στο σπίτι Μου. Μετά πέθανε ο άγιος σύζυγός Μου και όλη η ανθρώπινη αφθονία για τη φτωχή Μαρία, πέθανε και αυτή. Η υπερβατική αφθονία του Θεού Μου και Υιού Μου, παρέμεινε… Τώρα είμαι έρημη, ταλαιπωρημένη, όμως αν μπορώ να πέσω στην αγκαλιά ενός Ιωσήφ που αγαπώ, και εσύ ξέρεις πόσο σε αγαπώ, θα είμαι λιγότερο έρημη. Σαν να έχω γυρίσει πίσω τον χρόνο. Και να μπορώ να λέω: ‘’Ο Ιησούς λείπει. Όμως δεν είναι νεκρός. Είναι στην Κανά, στην Ναΐν, εργάζεται, όμως σύντομα θα επιστρέψει’’. Έλα Ιωσήφ, πάμε μαζί εκεί που σε περιμένει να σου χαμογελάσει. Άφησε το χαμόγελό Του σε μας για να μας πει ότι δεν μας κρατάει κακία».

Ο Ιωσήφ περνάει μέσα. Η Μαρία τον κρατάει από το χέρι, και μόλις Την βλέπει να κάθεται, γονατίζει μπροστά Της με το κεφάλι του πάνω στην αγκαλιά της και κλαίγοντας Της λέει: «Συγχώρεσέ με! Συγχώρεσέ με!»
«Όχι σε Μένα, σ’ Αυτόν πρέπει να το ζητήσεις».
«Αυτός δεν μπορεί να με συγχωρήσει. Στον Γολγοθά προσπάθησα να Του τραβήξω την προσοχή. Τους κοιτούσε όλους, όμως όχι εμένα... έχει δίκιο... εγώ Τον γνώρισα και Τον αγάπησα ως Διδάσκαλο, πολύ αργά. Τώρα όλα τελείωσαν».
«Τώρα αρχίζουν. Εσύ θα πας στη Ναζαρέτ και θα πεις: “Πιστεύω”. Η πίστη σου θα έχει απέραντη δύναμη. Εσύ θα Τον αγαπάς με την τελειότητα των μελλοντικών αποστόλων, που θα έχουν το προνόμιο να αγαπούν τον Ιησού που θα Τον γνωρίσουν μόνον στο πνεύμα. Θα το κάνεις αυτό;»
«Ναι! Θα το κάνω! Για να επανορθώσω! Όμως θα ήθελα να ακούσω και μια λέξη απ’ Αυτόν. Δεν θα Τον ακούσω ξανά...»
«Την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί και θα μιλήσει σ’ αυτούς που αγαπάει. Όλος ο κόσμος περιμένει την φωνή Του».
«Είσαι ευλογημένη αφού μπορείς και πιστεύεις…»
«Ιωσήφ! Ιωσήφ! Ο άνδρας Μου ήταν θείος σου. Και αυτός πίστεψε κάτι που ήταν πολύ πιο δύσκολο να πιστέψεις, παρά αυτό. Αυτός πίστεψε ότι η φτωχή Μαρία της Ναζαρέτ ήταν η Νύμφη και Μητέρα του Θεού. Πώς μπορείς εσύ, ο ανιψιός αυτού του δίκαιου άνδρα, που πήρες το όνομά του, να μην πιστεύεις ότι ένας Θεός μπορεί να πει στον θάνατο: “Αρκετά” και στη Ζωή: “Έλα ξανά;”»
«Δεν μου αξίζει αυτή η πίστη διότι υπήρξα κακός. Ήμουν άδικος μαζί Του. Όμως Εσύ… Εσύ είσαι η Μητέρα. Ευλόγησέ με. Συγχώρεσέ με… Δώσε μου ειρήνη...»
«Ναι, ειρήνη, συγνώμη. Ω! Θεέ! Κάποτε είπα: “Πόσο δύσκολο είναι να είσαι ‘’Ο Σωτήρας”. Τώρα λέω, “Πόσο δύσκολο είναι να είσαι η Μητέρα του Σωτήρα!” Ελέησέ μας, Θεέ Μου! Έλεος! Πήγαινε Ιωσήφ. Η μητέρα σου υπέφερε τόσο πολύ αυτές τις ώρες. Παρηγόρησέ την. Εγώ θα μείνω εδώ. Με αυτά που έχω από το Παιδί Μου και τα μοναχικά Μου δάκρυα μπορεί να σου εξασφαλίσουν Πίστη. Αντίο, αγαπημένε ανιψιέ Μου. Να πεις σε όλους ότι θέλω σιωπή για να σκεφτώ, για να προσευχηθώ, είμαι... μια φτωχή γυναίκα που κρέμεται από μια κλωστή πάνω από την άβυσσο... Την κλωστή της Πίστης Μου… και την έλλειψη της δικής σου πίστης, διότι κανείς δεν είναι ικανός να πιστέψει ολοκληρωτικά και άγια, η έλλειψη της πίστης σου χτυπάει συνεχώς την κλωστή Μου... και εσύ δεν ξέρεις πόση εξάντληση Μου προκαλείς. Δεν ξέρεις ότι βοηθάς τον Σατανά να Με βασανίζει. Πήγαινε».

Και η Μαρία παραμένει μόνη. Γονατίζει μπροστά το Άγιο μαντήλι. Φιλάει το μέτωπο, τα μάτια, τα χείλη του Γιου Της και λέει: «Λοιπόν! Λοιπόν! Για να έχω δύναμη πρέπει να πιστεύω. Πρέπει να πιστεύω. Εκ μέρους όλων».
Η νύχτα πέφτει, δεν υπάρχουν άστρα, μια πνιγηρή νύχτα. Η Μαρία παραμένει στην σκιά της θλίψης.

ΠΗΓΗ: Τα κεφ. 612, 614 του βιβλίου της Μ. Βαλτόρτα "The Gospel as revealed to me"

ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;