Η άφιξη στη Βηθλεέμ

 

Ας μπούμε κι εμείς σε Χριστουγεννιάτικη διάθεση διαβάζοντας από το βιβλίο "The Gospel as revealed to me".

Η Μαρία Βαλτόρτα αφηγείται, βλέποντας το όραμα:

Βλέπω έναν κεντρικό δρόμο με πολύ κόσμο. Μικρά γαϊδουράκια, φορτωμένα με αγαθά και έπιπλα ή με κόσμο, πηγαίνουν προς μία κατεύθυνση. Άλλα μικρά γαϊδουράκια πηγαίνουν από την αντίθετη κατεύθυνση. Οι άνθρωποι τσιγκλούν τα ζώα για να βιαστούν και αυτοί που περπατούν βιάζονται διότι κάνει κρύο. Ο αέρας είναι καθαρός βοριάς. Ο ουρανός είναι ήρεμος, αλλά παντού υπάρχει ο τσουχτερός καιρός του χειμώνα. Τα γυμνά λιβάδια φαίνονται απέραντα, το λίγο γρασίδι στα πεζούλια έχει ξεραθεί από τον χειμωνιάτικο αέρα, στα βοσκοτόπια τα πρόβατα ψάχνουν για λίγη τροφή και για λίγο ήλιο μιας και τώρα ο ήλιος ανατέλλει πολύ αργά. Στέκονται πολύ κοντά το ένα δίπλα στο άλλο, διότι κρυώνουν και αυτά, και βελάζουν όταν σηκώνουν τα κεφάλια τους, σαν να λένε : « Έλα γρήγορα γιατί κάνει κρύο». Το έδαφος έχει πολλούς μικρούς λόφους. Υπάρχουν κοιλάδες και πλαγιές σκεπασμένες με χορτάρι, και κοπριές.

Η Μαρία βρίσκεται πάνω σε ένα μικρό γκρίζο γαϊδουράκι. Είναι τυλιγμένη με ένα χονδρό μανδύα. Μπροστά από τη σέλλα είναι χώρος για το μπαουλάκι Της και τα βασικά Της πράγματα. Ο Ιωσήφ περπατάει στο πλάι και κρατάει τα ηνία.
«Κουράστηκες;» Την ρωτάει κάπου, κάπου.
Η Μαρία τον κοιτάζει χαμογελαστή και απαντάει: «Όχι, δεν κουράστηκα».
Την Τρίτη φορά προσθέτει: «Εσύ θα πρέπει να κουράστηκες που περπατάς…»
«Ω! Εγώ! Δεν είναι τίποτε για μένα. Σκεπτόμουν μόνον πως αν είχα βρει ένα άλλο γαϊδούρι θα καθόσουν πιο άνετα και θα κάναμε γρηγορότερα. Αλλά δεν μπόρεσα να βρω τίποτε άλλο. Όλοι χρειάζονται ένα ζώο αυτές τις μέρες. Αλλά κάνε κουράγιο. Σύντομα φθάνομε στην Βηθλεέμ. Η Εφρατά είναι πίσω από αυτό το βουνό».

Και οι δύο είναι σιωπηλοί. Η Παρθένος όταν δεν μιλάει φαίνεται πως προσεύχεται. Χαμογελάει ελαφρά σε μία από τις σκέψεις Της, και όταν κοιτάζει το πλήθος, δεν δείχνει να το βλέπει γι’ αυτό που είναι: ένας άνδρας, μία γυναίκα, ένας γέρος, ένας βοσκός, ένας φτωχός ή ένας πλούσιος, αλλά μόνον γι’ αυτό που Αυτή βλέπει.

«Κρυώνεις;» ρωτάει ο Ιωσήφ όταν άρχισε να φυσάει.
«Όχι, ευχαριστώ».
Αλλά ο Ιωσήφ, δεν είναι ευχαριστημένος. Αγγίζει τα πόδια Της, που φορούν σανδάλια και κρέμονται στην πλευρά του γαϊδάρου, και δύσκολα φαίνονται γιατί το φόρεμα είναι μακρύ. Πρέπει να είναι κρύα, διότι κουνάει το κεφάλι του, παίρνει μια κουβέρτα που έχει ρίξει στους ώμους του και σκεπάζει τα πόδια της Μαρίας και λίγο την κοιλιά Της, έτσι ώστε και τα χέρια Της να μένουν ζεστά τώρα που είναι καλυμμένα με τον χοντρό μανδύα και την κουβέρτα.

Συναντούν ένα βοσκό που διασχίζει το δρόμο με το κοπάδι του που κινείται από τη δεξιά πλευρά του δρόμου προς την αριστερή. Ο Ιωσήφ σκύβει για να πει κάτι στο βοσκό. Ο βοσκός γνέφει ότι συμφωνεί. Ο Ιωσήφ παίρνει το γαϊδούρι και το οδηγεί πίσω από το κοπάδι στο βοσκότοπο. Ο βοσκός βγάζει ένα δοχείο, αρμέγει μια μεγάλη προβατίνα και δίνει το δοχείο στον Ιωσήφ, που το προσφέρει στη Μαρία.

«Είθε ο Θεός να σας ευλογεί και τους δύο», λέει η Μαρία. «Εσένα για την αγάπη σου, και εσένα για την καλοσύνη σου. Θα προσεύχομαι για σένα».
«Έρχεστε από μακριά;»
«Από την Ναζαρέτ», απαντάει ο Ιωσήφ.
«Και που πηγαίνετε;»
«Στη Βηθλεέμ».
«Μακρύ ταξίδι για μια γυναίκα σε αυτή την κατάσταση. Είναι η γυναίκα σου;»
«Ναι, είναι».
«Έχετε κανένα μέρος να μείνετε;»
«Όχι, δεν έχομε».
«Αυτό είναι κακό! Η Βηθλεέμ έχει πολύ κόσμο που ήρθε από παντού για την απογραφή, ή πηγαίνουν κάπου αλλού να απογραφούν. Δεν ξέρω αν θα βρείτε τίποτα. Γνωρίζεις την περιοχή;»
«Όχι, πολύ».
«Λοιπόν... θα σου πω... γι’ Αυτήν.. (και δείχνει την Μαρία). Πήγαινε στο ξενοδοχείο, αλλά θα είναι γεμάτο. Στο λέω για να σε οδηγήσω, είναι στην πλατεία. Την πιο μεγάλη. Αυτός ο κεντρικός δρόμος θα σε οδηγήσει εκεί. Δεν το χάνεις. Υπάρχει μία πηγή μπροστά, είναι ένα μακρύ και χαμηλό κτήριο με μία πολύ μεγάλη πόρτα. Θα είναι γεμάτο. Αλλά αν δεν βρεις θέση στο ξενοδοχείο, ή σε κανένα από τα σπίτια, πήγαινε γύρω, από την πίσω πλευρά του ξενοδοχείου προς την ύπαιθρο. Υπάρχουν μερικοί σταύλοι στο βουνό, τους οποίους μεταχειρίζονται μερικές φορές κάτι έμποροι για να κρατούν τα ζώα τους εκεί, στο δρόμο για την Ιερουσαλήμ, όταν δεν βρίσκουν θέση στο ξενοδοχείο. Είναι σταύλοι… ξέρεις… το βουνό έχει υγρασία και κρύο και δεν έχουν πόρτες. Αλλά είναι πάντοτε ένα καταφύγιο, επειδή η γυναίκα σου... δεν μπορεί να μείνει στο δρόμο. Ίσως να βρεις κάτι εκεί... και λίγο άχυρο για να κοιμηθείς και για το γαϊδούρι. Και να σε βοηθήσει ο Θεός».

«Και σένα να σου δίνει χαρά ο Θεός», απαντάει η Μαρία.
Ο Ιωσήφ λέει: «Ειρήνη μαζί σου».

Βγαίνουν ξανά στον δρόμο. Μία φαρδύτερη κοιλάδα φαίνεται από ψηλά που ανεβαίνουν. Έχει πολλά σπίτια στις πλαγιές. Είναι η Βηθλεέμ. 

«Να, φθάσαμε στη χώρα του Δαβίδ, Μαρία. Τώρα θα μπορέσεις να ξεκουραστείς. Είσαι τόσο κουρασμένη...»
«Όχι. Σκεπτόμουν… σκέπτομαι…»
Η Μαρία κρατάει το χέρι του Ιωσήφ και του λέει με ένα μακάριο χαμόγελο: «Πιστεύω πραγματικά ότι ήρθε η ώρα».
«Ω! Κύριε φιλεύσπλαχνε τι θα κάνομε;»
«Μη φοβάσαι, Ιωσήφ. Ηρέμησε. Κοίτα πόσο ήρεμη είμαι εγώ…»
«Μα θα πρέπει να υποφέρεις πολύ».
«Ω! Όχι. Είμαι όλο χαρά. Τέτοια χαρά, τόσο μεγάλη, τόσο όμορφη, τόσο τεράστια, που η καρδιά Μου χτυπάει και χτυπάει και Μου ψιθυρίζει: ‘ Έρχεται! Έρχεται!’ Αυτό το λέει σε κάθε κτύπο. Είναι το Παιδί Μου Που κτυπάει στην καρδιά Μου και λέει: ‘Μητέρα, είμαι εδώ και έρχομαι να Σου δώσω το φιλί του Θεού’. Ω! Τι χαρά, καλέ Μου Ιωσήφ!»

Αλλά ο Ιωσήφ δεν χαίρεται, σκέπτεται την ανάγκη να βρει μια στέγη και επιταχύνει τα βήματά του. Πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα και ρωτάει για ένα δωμάτιο. Τίποτε. Είναι όλα πιασμένα. Φθάνουν στο ξενοδοχείο. Ακόμη και ο εσωτερικός κήπος έχει γεμίσει με σκηνές. Ο Ιωσήφ αφήνει τη Μαρία στο εσωτερικό του κήπου και βγαίνει έξω για να βρει κάποιο σπίτι. Γυρίζει πίσω αποκαρδιωμένος. Δεν βρήκε τίποτα. Το χειμωνιάτικο λυκόφως αρχίζει να απλώνει τις σκιές του. Ο Ιωσήφ ικετεύει τον ξενοδόχο. Ικετεύει επίσης και κάτι ταξιδιώτες. Επισημαίνει ότι είναι όλοι υγιείς, ότι υπάρχει μια γυναίκα έτοιμη να γεννήσει. Τους ικετεύει να έχουν έλεος. Τίποτε. Έρχεται ένας πλούσιος Φαρισαίος που τους κοιτάζει με υπεροψία και όταν η Μαρία τον πλησιάζει, αυτός πάει στην άκρη σαν να τον πλησίασε κάποιος λεπρός. Ο Ιωσήφ τον είδε και το πρόσωπό του άσπρισε από περιφρόνηση. Η Μαρία τον έπιασε από το χέρι για να τον ηρεμήσει και του λέει: «Μην επιμένεις, πάμε. Ο Θεός θα μας φροντίσει».

Η Βηθλεέμ σήμερα
Βγαίνουν έξω και ακολουθούν τον τοίχο του ξενοδοχείου. Στρίβουν σ’ ένα μικρό δρομάκι που βρίσκεται μεταξύ του ξενοδοχείου και από την άλλη πλευρά που υπάρχουν κάτι μικρά σπίτια. Μετά στρίβουν πίσω από το ξενοδοχείο. Ψάχνουν για τους σταύλους. Τελικά, βρίσκουν κάποιες σπηλιές, κάτι σαν υπόγεια θα έλεγα, παρά σαν σταύλοι, γιατί είναι τόσο χαμηλοί και υγροί. Τον καλύτερο τον έχουν πιάσει ήδη. Ο Ιωσήφ είναι αποκαρδιωμένος.

«Ε! Γαλιλαίε!», φωνάζει ένας ηλικιωμένος. «Εκεί κάτω, στο τέλος, κάτω από αυτά τα χαλάσματα υπάρχει μία σπηλιά. Ίσως να μην είναι κανείς ακόμη».
Πηγαίνουν γρήγορα στη σπηλιά. Είναι πράγματι μια σπηλιά. Ανάμεσα από τα χαλάσματα ενός παλιού κτηρίου υπάρχει μια τρύπα, πίσω από την τρύπα είναι η σπηλιά, μάλλον ένα υπόσκαφο στο βουνό παρά σπηλιά. Μοιάζει να είναι από τα θεμέλια του παλιού κτηρίου και η σκεπή έχει γίνει με μπάζα που την στηρίζουν ακατέργαστοι κορμοί δένδρων. Φως δεν έχει σχεδόν καθόλου. Για να βλέπει καλύτερα ο Ιωσήφ βάζει προσανάμματα και τσακμακόπετρες και ανάβει ένα μικρό λυχνάρι που βγάζει από το σάκο που κρατούσε στους ώμους του. Μπαίνει μέσα στη σπηλιά και τον χαιρετάει ένα βέλασμα.

«Πέρασε, Μαρία. Είναι άδειο. Υπάρχει μόνον μια αγελάδα». Ο Ιωσήφ χαμογελάει. «Καλύτερα από το τίποτα!...»

Η Μαρία κατεβαίνει από το ζώο και μπαίνει μέσα. Ο Ιωσήφ κρέμασε την μικρή λάμπα σε ένα καρφί από αυτά που κρατούν τους κορμούς. Κοιτούν τριγύρω… όλα μέσα στις αράχνες… το πάτωμα – ανώμαλο χώμα, με τρύπες, σκουπίδια και περιττώματα – το χώμα είναι σκεπασμένο με άχυρα. Κάπου, κάπου η αγελάδα γυρίζει το κεφάλι της και κοιτάζει με τα μεγάλα ήσυχα μάτια της… λίγο άχυρο κρέμεται από το στόμα της.
Υπάρχουν ακόμα ένα σκληρό κάθισμα και δύο μεγάλες πέτρες στη γωνία, κοντά σε μία τρύπα. Η κάπνα σε αυτή τη γωνία είναι σημάδι ότι εδώ ανάβουν τη φωτιά, συνήθως. Η Μαρία πλησιάζει την αγελάδα. Κρυώνει. Βάζει τα χέρια Της στο λαιμό της για να ζεσταθεί. Η αγελάδα μουγκρίζει αλλά δεν κουνιέται. Φαίνεται πως καταλαβαίνει. Ακόμη και όταν ο Ιωσήφ τη σπρώχνει για να πάρει μια αγκαλιά άχυρο από το παχνί για να κάνει ένα κρεβάτι για τη Μαρία, η αγελάδα παραμένει ήρεμη και ήσυχη. Το παχνί είναι διπλό: δηλαδή υπάρχει ένα από όπου τρώει η αγελάδα, και πάνω από αυτό είναι ένα είδος ράφι, με λίγο άχυρο ακόμη, το οποίο πήρε ο Ιωσήφ. Η αγελάδα παραμερίζει για να μπει το γαϊδουράκι που κουρασμένο και πεινασμένο, αρχίζει να τρώει αμέσως.

Ο Ιωσήφ ανακαλύπτει ένα στραπατσαρισμένο κουβά, αναποδογυρισμένο. Βγαίνει έξω, διότι είδε ένα ρυάκι έξω, και γυρίζει με λίγο νερό για το γαϊδουράκι. Μετά,  παίρνει ένα κλαδί και προσπαθεί να καθαρίσει το πάτωμα με αυτό. Στη συνέχεια απλώνει το άχυρο και κάνει ένα κρεβάτι κοντά στην αγελάδα, στην πλέον προστατευμένη και στεγνή γωνία. Αλλά καταλαβαίνει ότι το άχυρο είναι υγρό και αναστενάζει. Μετά ανάβει μία φωτιά και με την υπομονή του Ιώβ, στεγνώνει το άχυρο, μία χούφτα τη φορά, κρατώντας την κοντά στη φωτιά. Η Μαρία κάθεται στο σκαμνί, είναι κουρασμένη, παρακολουθεί και χαμογελάει. Το άχυρο είναι έτοιμο τώρα. Η Μαρία κάθεται τώρα πιο άνετα στο μαλακό άχυρο με την πλάτη Της να ακουμπάει σε έναν από τους κορμούς. Ο Ιωσήφ, τελειώνει... την επίπλωση και κρεμάει τον μανδύα του σαν κουρτίνα στην τρύπα που ας πούμε είναι η πόρτα. Είναι μια προσωρινή προστασία. Κατόπιν προσφέρει λίγο ψωμί και λίγο τυρί στην Παρθένο και Της δίνει και λίγο νερό από ένα φλασκί.

«Κοιμήσου τώρα», Της λέει. «Θα μείνω ξύπνιος να προσέχω να μην σβήσει η φωτιά. Ευτυχώς υπάρχουν λίγα ξύλα, ας ελπίσομε ότι θα κρατήσουν. Έτσι θα γλιτώσω το λάδι της λάμπας».

Η Μαρία ξαπλώνει με υπακοή. Ο Ιωσήφ Την σκεπάζει με τον μανδύα Της και με την κουβέρτα που είχε προηγουμένως στα πόδια Της.
«Μα εσύ... εσύ θα κρυώνεις», του λέει η Μαρία.
«Όχι Μαρία, θα είμαι κοντά στη φωτιά. Προσπάθησε να ξεκουραστείς τώρα. Αύριο όλα θα είναι καλύτερα».

Η Μαρία κλείνει τα μάτια Της χωρίς να επιμένει. Ο Ιωσήφ τρυπώνει στη γωνίτσα του, κάθεται στο σκαμνί με λίγα ξερά κλαδιά δίπλα του. Είναι πολύ λίγα. Δεν νομίζω ότι θα κρατήσουν για πολύ. Είναι τοποθετημένοι ως εξής: Η Μαρία βρίσκεται από την δεξιά πλευρά με την πλάτη Της στην πόρτα, μισοκρυμμένη από έναν κορμό και την αγελάδα που ξάπλωσε στην ακαταστασία. Ο Ιωσήφ βρίσκεται στην αριστερή πλευρά, προς την πόρτα, και εφόσον βλέπει τη φωτιά, η πλάτη του είναι γυρισμένη προς την Μαρία. Αλλά κάπου, κάπου γυρίζει πίσω για να Την βλέπει, και βλέπει ότι Αυτή είναι ήσυχα ξαπλωμένη σαν να κοιμάται. Σπάει μικρά ξυλαράκια με όσο λιγότερο θόρυβο γίνεται και τα ρίχνει λίγα λίγα στη φωτιά, τόσο για να μην σβήσει και να κρατήσουν και αυτά περισσότερο. Υπάρχει μόνον το αμυδρό φως της φωτιάς: για στιγμές λαμπρές και για στιγμές αδύνατες. Τη λάμπα βασικά την έσβησε και στο μισόφωτο φαίνεται μόνον το άσπρο χρώμα της αγελάδας και τα χέρια και το πρόσωπο του Ιωσήφ. Τα υπόλοιπα χάνονται στο αδύνατο φως.

Στη συνέχεια η Παναγία μιλάει στην Μαρία Βαλτόρτα λέγοντάς της:

«Δεν υπάρχει υπαγόρευση. Το όραμα μιλάει από μόνο του. Σε σας εναπόκειται να καταλάβετε το μάθημα της φιλευσπλαχνίας, της ταπείνωσης και της αγνότητας που προέρχεται από αυτό. Αναπαύσου. Αναπαύσου, ενώ θα παρακολουθείς, όπως συνήθιζα να παρακολουθώ Εγώ, περιμένοντας τον Ιησού. Αυτός θα έλθει να σου φέρει την ειρήνη Του».

ΠΗΓΗ: Το κεφ. 28 από το βιβλίο «The Gospel as revealed to me» της Μαρίας Βαλτόρτα.

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;