Ο μαρτυρικός θάνατος του Αγ. Στεφάνου

Ο Στέφανος έζησε την ίδια εποχή με τον Ιησού και στην αρχή ήταν μαθητής του φημισμένου ραββίνου του Ισραήλ, Γαμαλιήλ. Όταν γνώρισε τον Ιησού και την διδασκαλία Του, εγκατέλειψε τον ραββίνο και ακολούθησε τον Ιησού. Μετά τον σταυρικό θάνατο του Ιησού, οι Απόστολοι διάλεξαν 7 άνδρες ως διακόνους για τις ανάγκες της νεοϊδρυθείσας Εκκλησίας Του και ο Στέφανος ήταν ένας εξ αυτών.

Μερικοί Ιουδαίοι από τη συναγωγή όμως, που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη σοφία με την οποία μιλούσε, ξεσήκωσαν το λαό, τον συνέλαβαν και τον έσυραν στο συνέδριο Σανχεντρίν το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο με αιτιολογία ότι βλασφημούσε εναντίον του Αγίου Ναού και εναντίον του Νόμου.  

Η αίθουσα των Σανχεντρίν* είναι η ίδια όπως ήταν την Πέμπτη και την Παρασκευή, κατά τις δίκες του Ιησού. Ο Αρχιερέας και οι άλλοι κάθονται στις θέσεις τους. Στο κέντρο, μπροστά στον Αρχιερέα, στην θέση που καταδικαζόταν ο Ιησούς, τώρα είναι ο Στέφανος.

Πρέπει να έχει μιλήσει ήδη και να έχει ομολογήσει την πίστη του και να έκανε μαρτυρία για την αληθινή Φύση του Ιησού και την Εκκλησία Του, διότι οι ταραχές και η οργή είναι
στο ζενίθ και μοιάζουν με την μοιραία νύχτα της προδοσίας και Θεοκτονίας. Χτυπήματα, κατάρες, φοβεροί όρκοι εκτοξεύονται κατά του διακόνου Στεφάνου, που από τα χτυπήματα παραπατάει και τρεκλίζει ενώ αυτοί βάναυσα τον τραβούν από δω κι από κει.

Όμως αυτός είναι ψύχραιμος, είναι ήρεμος, αξιοπρεπής και μάλιστα δεν είναι μόνον ήρεμος και επιβλητικός, αλλά ευδαίμων και σχεδόν σε έκσταση. Παρ’ όλα τα φτυσίματα που κυλούν πάνω στο πρόσωπο του και το αίμα που τρέχει από την μύτη του που την χτύπησαν με βιαιότητα, κάποια στιγμή σηκώνει το εκστατικό του πρόσωπο και τα φωτεινά χαμογελαστά του μάτια για να δει κάποιο όραμα που μόνο αυτός βλέπει. Ανοίγει τα χέρια του σε σχήμα σταυρού, τα σηκώνει σαν να θέλει να αγκαλιάσει αυτό που βλέπει, κατόπιν γονατίζει και αναφωνεί: «Ναι, βλέπω τους Ουρανούς ορθάνοιχτους και τον Υιό του Ανθρώπου, τον Ιησού, τον Χριστό και Θεό, που εσείς σκοτώσατε, να στέκεται στα δεξιά του Θεού». Τότε ο όχλος χάνει και την ελάχιστη ανθρωπιά του, την αυτοσυγκράτησή του και, σαν αγέλη λύκων, τσακαλιών, άγριων θηρίων, όλοι ρίχνονται πάνω στον διάκονο, τον δαγκώνουν, τον ποδοπατούν, τον σφίγγουν, τον σηκώνουν ξανά πιάνοντας τον από τα μαλλιά, τον σέρνουν, τον αφήνουν να πέσει ξανά, ενώ η βία εναντιώνεται στην βία, διότι στην συμπλοκή, αυτοί που προσπαθούν να σύρουν τον μάρτυρα έξω, εναντιώνονται με αυτούς που τον σέρνουν προς άλλη κατεύθυνση για να τον χτυπήσουν και να τον ποδοπατήσουν.

Μεταξύ των εξαγριωμένων είναι και ένας νέος κοντός, άσχημος άνδρας, ονομαζόμενος Σαούλ (ο μετέπειτα Απ. Παύλος). Η αγριότητα του προσώπου του είναι απερίγραπτη.

Σε μια γωνία της αίθουσας βρίσκεται και ο Γαμαλιήλ. Αυτός ποτέ δεν συμμετείχε σε ξυλοδαρμούς, ούτε μίλησε με τον Στέφανο. Η αντίθεση του γι’ αυτή την άδικη, άγρια κατάσταση φαίνεται στο πρόσωπο του. Σε μια άλλη γωνιά της αίθουσας είναι ο Νικόδημος**, που έχει αηδιάσει και αυτός και δεν συμμετέχει στην δίκη. Όμως ξαφνικά, και όταν βλέπει ότι για τρίτη φορά σηκώνουν τον Στέφανο από τα μαλλιά, ο Γαμαλιήλ τυλίγεται στον πολύ αέρινο μανδύα του και πηγαίνει προς την έξοδο από την αντίθετη πλευρά εκείνων που σύρουν τον διάκονο. Η πράξη του δεν περνάει απαρατήρητη από τον Σαούλ που φωνάζει: «Ραββίνε, φεύγεις;»

Ο Γαμαλιήλ δεν απαντάει.

Ο Σαούλ νομίζει ότι ο Γαμαλιήλ δεν κατάλαβε την ερώτηση που του έκανε και επαναλαμβάνει εντονότερα: «Ραββίνε Γαμαλιήλ, μήπως αποφεύγεις αυτή τη δίκη;»

Ο Γαμαλιήλ γυρίζει με μιας και, ενώ φαινόταν οργισμένος, όπως έχει αηδιάσει, επιβλητικός, ψυχρός, απαντάει: «Ναι». Αλλά το «ναι» του αξίζει περισσότερο από πολλά λόγια.

Ο Σαύλος τα καταλαβαίνει όλα... ότι αυτό το «ναι» σημαίνει ότι εγκαταλείπει την εξαγριωμένη αγέλη, και τρέχει προς τον Γαμαλιήλ. Τον πλησιάζει, τον σταματάει, του λέει: «Δεν θα μου πεις, ραββίνε, ότι δεν συμφωνείς με την καταδίκη του;»

Ο Γαμαλιήλ δεν του απαντάει, ούτε τον κοιτάζει. Ο Σαούλ επιμένει: «Αυτός ο άνθρωπος είναι διπλά ένοχος, διότι αρνήθηκε τον Νόμο και ακολούθησε μια Σαμαρείτιδα που ήταν δαιμονισμένη από τον Εωσφόρο και το έκανε αυτό ενώ ήταν δικός σου μαθητής».

Ο Γαμαλιήλ συνεχίζει να κοιτάζει αλλού και να είναι σιωπηλός. Κατόπιν ο Σαούλ τον ρωτάει: «Μήπως είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς που ακολουθούν αυτόν τον φονιά τον ονομαζόμενο “Ιησού”;»

Τώρα ο Γαμαλιήλ μιλάει και λέει: «Δεν είμαι ακόμα. Όμως αν ήταν αυτό που είπε, και πραγματικά πολλά πράγματα αποδεικνύουν ότι ήταν, προσεύχομαι στον Θεό να γίνω και εγώ».

«Τρομερό!», φωνάζει ο Σαούλ.

«Τίποτε δεν είναι τρομερό. Κάθε άνθρωπος έχει λογική για να την μεταχειρίζεται και την ελευθερία για να την εφαρμόζει. Έτσι ας τα μεταχειρίζεται ο καθ’ ένας σύμφωνα με την ελευθερία που έδωσε ο Θεός σε κάθε άνθρωπο και το φω, που έβαλε στη καρδιά του καθ’ ενός. Ο δίκαιος αργά ή γρήγορα θα μεταχειριστεί τα δώρα του Θεού για καλούς σκοπούς και ο κακός για κακούς σκοπούς».
Και φεύγει κατευθυνόμενος προς την αυλή που βρίσκεται το Ταμείο του Ναού, και πηγαίνει και ακουμπάει πάνω στην ίδια κολώνα που είχε ακουμπήσει ο Ιησούς όταν μιλούσε για την φτωχή χήρα που έδωσε στο Ταμείο του Ναού όλα όσα είχε: δύο φαρδίνια.

Τα λείψανα του Αγ. Στεφάνου στη Σόφια Βουλγαρίας 
Δεν περίμενε για πολύ εκεί, όταν έρχεται ο Σαούλ και στέκεται μπροστά του. Η αντίθεση των δύο είναι πολύ μεγάλη. Ο Γαμαλιήλ είναι ψηλός, επιβλητικός, κομψός, μια δυνατή Σημιτική μορφή με μεγάλο μέτωπο, σκούρα μαλλιά, ευφυής με διαπεραστικά βαθιά μάτια κάτω από τα ολόισια φρύδια του στις δυο πλευρές της μύτης, η οποία είναι ίσια, μακριά και λεπτή και μου θυμίζει λίγο τη μύτη του Ιησού. Ακόμα και τα χαρακτηριστικά του, τα λεπτά χείλη του, μου θυμίζουν τα χείλη του Ιησού. Όμως τα γένια του Γαμαλιήλ και το μουστάκι, που άλλοτε ήταν σκούρα, τώρα είναι γκρίζα και πιο μακριά.

Αντίθετα ο Σαούλ είναι πιο κοντός, κοντόχοντρος θα έλεγα, σχεδόν ραχιτικός, τα πόδια του είναι κοντά και χονδρά, λίγο χωρίζουν στα γόνατα, τα οποία φαίνονται πολύ καθαρά διότι έχει βγάλει την κάπα του και φοράει μόνο μια κοντή γκρίζα χλαμύδα, τα χέρια του είναι κοντά και μελαψά σαν τα πόδια του, o λαιμός του είναι κοντός και χονδρός και στηρίζει ένα μεγάλο καστανό κεφάλι με κοντά ακατάστατα μαλλιά, μάλλον αυτιά που εξέχουν, κοντόχοντρη μύτη, χονδρά χείλη, με υψηλά και μεγάλα ζυγωματικά, εξογκωμένο μέτωπο, σκούρα μάλλον εξογκωμένα μάτια, χωρίς πραότητα ούτε ευγένεια, όμως πολύ έξυπνα κάτω από τα πολλά πλούσια, πολύ όμορφα ματόκλαδά του. Τα μάγουλα του καλύπτονται με πλούσια κοντή γενειάδα, ατίθαση όπως και τα μαλλιά του. Ίσως επειδή έχει κοντό λαιμό να φαίνεται ότι είναι κάπως καμπούρης είτε επειδή έχει πολύ στρογγυλούς ώμους.

Μένει σιωπηλός για λίγο κοιτάζοντας επίμονα τον Γαμαλιήλ. Κατόπιν του λέει κάτι σιγανά.

Ο Γαμαλιήλ του απαντάει με δυνατή φωνή: «Εγώ δεν εγκρίνω την βία για οποιονδήποτε λόγο. Ποτέ δεν θα εγκρίνω κάποια ενέργεια που να έχει βία. Το είπα και στους Σανχεντρίν, δημόσια, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι συνελήφθησαν για δεύτερη φορά και τους έφεραν μπροστά τους για να τους δικάσουν. Εγώ είπα το ίδιο πράγμα: ‘Αν είναι έργο και σχέδιο του ανθρώπου θα χαθεί από μόνο του, αν έρχεται από τον Θεό, δεν μπορεί να ηττηθεί από τους ανθρώπους, αντιθέτως αυτοί μπορεί να χτυπηθούν από τον Θεό’. Αυτό να το έχεις στον νου σου».

«Μήπως είσαι ο προστάτης αυτών των βλάσφημων που ακολούθησαν τον Ναζωραίο, εσύ, ο μεγαλύτερος ραββίνος του Ισραήλ;»

«Εγώ διαφυλάττω το δίκαιο. Και η δικαιοσύνη μάς διδάσκει να έχομε σύνεση και δικαιοσύνη όταν κρίνομε. Εγώ σου επαναλαμβάνω: αν αυτό έρχεται από τον Θεό, θα έχει διάρκεια, αν όχι, θα πέσει από μόνο του. Όμως εγώ δεν θέλω να λερώσω τα χέρια μου με αίμα που δεν ξέρω αν του αξίζει ο θάνατος».

«Έτσι μιλάς εσύ, ένας Φαρισαίος και διδάκτωρ; Δεν φοβάσαι τον Ύψιστο;»

«Περισσότερο από σένα. Όμως σκέπτομαι. Και θυμάμαι... όταν εσύ ήσουν ακόμα μικρό παιδί, προτού να γνωρίσεις τον Νόμο κι εγώ δίδασκα ήδη στον Ναό με τους πιο σοφούς ραββίνους των ημερών μου... και μαζί με άλλους σοφούς, αλλά όχι δίκαιους. Μέσα σ’ αυτά τα τείχη η σοφία μάς δίδαξε ένα μάθημα που μας έκανε να το σκεπτόμαστε το υπόλοιπο της ζωής μας. Τα μάτια του πιο σοφού και δίκαιου άνδρα της εποχής μας έκλεισαν με την σκέψη εκείνης της ώρας, και ο νους του με την μελέτη εκείνης της αλήθειας που άκουσε από τα χείλη ενός παιδιού που αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους, ιδιαίτερα στους δίκαιους. Τα μάτια μου συνέχισαν να παρατηρούν και ο νους μου να σκέπτεται συνδυάζοντας τα γεγονότα με τις καταστάσεις... Εγώ είχα το προνόμιο να ακούσω τον Ύψιστο να μιλάει μέσα από τα χείλη ενός παιδιού, που αργότερα ήταν ένας δίκαιος άνδρας με σοφία, δύναμη, αγιότητα και που Τον καταδίκασαν ακριβώς γι’ αυτά τα χαρίσματά Του. 

Τα λόγια Του εκείνης της εποχής επιβεβαιώθηκαν αργότερα με τα γεγονότα που συνέβησαν μετά από πολλά χρόνια... από τότε που τα ανέφερε ο Δανιήλ... Εγώ, ο άμοιρος, δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα! Διότι περίμενα το τελευταίο μεγάλο σημείο για να πιστέψω, για να καταλάβω! Καημένε λαέ του Ισραήλ που δεν κατάλαβες τότε και δεν καταλαβαίνεις ούτε και τώρα! Η προφητεία του Δανιήλ και αυτές των άλλων προφητών και του Λόγου του Θεού συνεχίζονται και θα εκπληρωθούν για τον Ισραήλ που έχει πείσμα, είναι τυφλός και κουφός και άδικος, διότι συνεχίζει να καταδικάζει τον Μεσσία και τους δούλους Του!»

 
«Κατάρα! Είσαι βλάσφημος! Δεν θα υπάρξει σωτηρία για τους ανθρώπους του Θεού, αν οι ραββίνοι του Θεού βλασφημούν και αρνούνται τον Γιαχβέ, τον αληθινό Θεό, όταν εξυμνούν και πιστεύουν σε έναν ψεύτικο Μεσσία!»

«Εγώ δεν βλασφημώ, όμως όλοι αυτοί, ναι, που απέρριψαν τον Ναζωραίο και συνεχίζουν να Τον απορρίπτουν, ειρωνευόμενοι τους δικούς Του. Εσύ, ναι, εσύ είσαι βλάσφημος, διότι Τον μισείς... και Αυτόν και αυτούς που Τον ακολουθούν. Όμως είχες δίκιο όταν είπες πως δεν υπάρχει πλέον σωτηρία για τον Ισραήλ. Όχι επειδή κάποιοι Ισραηλίτες έγιναν ποίμνιό Του, αλλά επειδή ο Ισραήλ Τον χτύπησε μέχρι θανάτου».

«Με γεμίζεις οργή! Εσύ προδίδεις τον Νόμο, τον Ναό!»

«Τότε κατήγγειλέ με στους Σανχεντρίν, για να έχω την ίδια τύχη με αυτόν που πρόκειται να λιθοβολήσουν. Θα είναι η αρχή και η ευτυχής κατάληξη της αποστολής σου. Και εγώ θα συγχωρηθώ με την θυσία μου, που δεν Τον αναγνώρισα και δεν αντιλήφθηκα τον Θεό που περνούσε σαν Σωτήρας και Διδάσκαλος ανάμεσά μας, στα παιδιά Του και στον λαό Του».

Ο Σαούλ κάνει μια άσχημη χειρονομία και φεύγει εξαγριωμένος προς το δικαστήριο των Σανχεντρίν που είναι απέναντι από την πόρτα, στην αίθουσα. Στο δικαστήριο που ο όχλος φωνάζει ακόμα εξοργισμένος κατά του Στεφάνου. Και σε αυτό το δικαστήριο ο Σαούλ είναι με τους βασανιστές που τον περίμεναν και μαζί με άλλους βγαίνει έξω από τον Ναό και μετά έξω από τα τείχη της πόλης. Οι βρισιές και οι κοροϊδίες συνεχίζονται προς τον Στέφανο όπως και τα χτυπήματα με ρόπαλα, που έχει ήδη αποκάμει και είναι πληγωμένος και προχωράει και παραπατάει προς τον τόπο της εκτέλεσης.
Έξω από τα τείχη εκτείνεται ένα ερημικό μέρος καλυμμένο με πέτρες, απόλυτη έρημος. Όταν φτάνουν εκεί οι εκτελεστές, σχηματίζουν έναν κύκλο αφήνοντας τον καταδικασμένο άνδρα στη μέση με τα σχισμένα ρούχα του και το σώμα του που αιμορραγεί σε πολλά σημεία, αποτέλεσμα των πληγών που ήδη του έκαναν. Αφήνουν τον Στέφανο με μια πολύ κοντή χλαμύδα. Όλοι βγάζουν τα μακριά τους ενδύματα και παραμένουν με τις χλαμύδες που είναι κοντές, όπως αυτή η παλιά του Σαούλ, στον οποίο εμπιστεύονται τα ρούχα τους, διότι δεν παίρνει μέρος στον λιθοβολισμό, είτε επειδή είναι ταραγμένος με τα λόγια του Γαμαλιήλ, είτε επειδή ξέρει ότι δεν είναι καλός στον λιθοβολισμό και δεν βρίσκει τον στόχο.

Μοναστήρι Αγ. Στεφάνου - Μετέωρα
Οι εκτελεστές σηκώνουν μερικές πέτρες και κάποιες αιχμηρές, οι οποίες υπάρχουν σε αφθονία και αρχίζουν να λιθοβολούν. Ο Στέφανος δέχεται τα πρώτα χτυπήματα όρθιος και με ένα χαμόγελο συγχώρησης πάνω στα πληγωμένα χείλη του που, ένα λεπτό πριν να αρχίσουν να τον λιθοβολούν, φωνάζει στον Σαούλ, όταν έπαιρνε τα ρούχα αυτών που θα τον λιθοβολούσαν: «Φίλε μου, θα σε περιμένω στον δρόμο του Χριστού». Στον οποίο απαντάει ο Σαούλ: «Γουρούνι! Δαιμονισμένε!», προσθέτοντας με τις προσβολές και μια δυνατή κλωτσιά στην κνήμη του διακόνου, που σχεδόν πέφτει από τα χτυπήματα και τον πόνο.

Μετά από μερικά χτυπήματα από πέτρες, που τον χτυπούν απ’ όλες τις πλευρές, ο Στέφανος πλέον γονατίζει και στηρίζεται με τα πληγωμένα του χέρια... και σίγουρα ενθυμούμενος ένα μακρινό γεγονός, ψιθυρίζει αγγίζοντας τον κρόταφο και το πληγωμένο του μέτωπο: «Όπως Αυτός μου προείπε! Το στεφάνι... τα ρουμπίνια... ω! Κύριέ μου, Διδάσκαλε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου!»

Άλλη μια ομοβροντία από χτυπήματα στο ήδη πληγωμένο κεφάλι τον κάνει να πέσει στο έδαφος, που ποτίζεται με το αίμα του. Ενώ αυτός κείτεται πάνω σε πέτρες πάντα υπό τον καταιγισμό των πετρών, και ενώ πεθαίνει, ψιθυρίζει: «Κύριε... Πατέρα... συγχώρεσέ τους, μην τους κρατάς κακία γι’ αυτό το αμάρτημα τους... δεν ξέρουν τι...» και ο θάνατος σταματάει την πρόταση στα χείλη του. Ένα τελευταίο χτύπημα και μαζεύεται και παραμένει έτσι. Νεκρός.

Οι εκτελεστές τον πλησιάζουν, του ρίχνουν άλλη μια ριπή από πέτρες και σχεδόν τον θάβουν κάτω απ’ αυτές. Κατόπιν φορούν τα ρούχα τους και φεύγουν προς τον Ναό, δηλητηριασμένοι με σατανικό ζήλο για να αναφέρουν όσα έκαναν. Ενώ μιλούν με τον Αρχιερέα και άλλους επιφανείς ανθρώπους, ο Σαούλ έρχεται και αναζητάει τον Γαμαλιήλ. Δεν τον βρίσκει αμέσως. Οργισμένος όπως είναι με μίσος κατά των Χριστιανών επιστρέφει στους ιερείς, τους μιλάει, τους πείθει να του δώσουν μια περγαμηνή με την σφραγίδα του Ναού, που του δίνει την εξουσία να καταδικάζει τους Χριστιανούς. Με το αίμα του Στέφανου πρέπει να εξαγριώθηκε σαν ταύρος που βλέπει κόκκινο, είτε σαν το κρασί που δίνεται γενναιόδωρα σ’ έναν αλκοολικό.

Ετοιμάζεται να βγει έξω από τον Ναό, όταν βλέπει τον Γαμαλιήλ στην Αυλή των Εθνικών. Πηγαίνει σ’ αυτόν. Ίσως να θέλει να λογομαχήσει, είτε ζητά μια επιβεβαίωση. Όμως ο Γαμαλιήλ διασχίζει την αίθουσα, πηγαίνει σε μιαν άλλη και κλείνει την πόρτα στο πρόσωπο του Σαούλ, που, όπως τον έχει προσβάλει και είναι εξοργισμένος, βγαίνει έξω από τον Ναό για να καταδικάσει τους Χριστιανούς.

*Το Ανώτατο δικαστήριο των Ιουδαίων.

**Φαρισαίος, μέλος του δικαστικού σώματος, κρυφός μαθητής του Ιησού.

Τις πληροφορίες που αφορούν στην ημέρα του θανάτου του Στεφάνου, τις παίρνουμε από το βιβλίο της Μαρίας Βαλτόρτα «Το Ευαγγέλιο όπως μου αποκαλύφθηκε».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;