Ένα ταξίδι ξεκινά, που θα καταλήξει στο Γολγοθά
(Το όραμα δόθηκε από τον Ιησού στη Μαρία Βαλτόρτα, κατά τη διάρκεια της Θείας Κοινωνίας, στις 9 Φεβρουαρίου 1944. Η Βαλτόρτα ήταν κατάκοιτη και ένας ιερέας τελούσε τη Λειτουργία στο σπίτι της).
Αφηγείται η Μαρία Βαλτόρτα:
Βλέπω το εσωτερικό του σπιτιού στην Ναζαρέτ: ένα δωμάτιο που μοιάζει με τραπεζαρία, όπου τα μέλη της οικογένειας γευματίζουν και ξεκουράζονται κατά την διάρκεια της ημέρας. Είναι ένα πολύ μικρό δωμάτιο, με ένα ορθογώνιο τραπέζι κοντά σε ένα μπαούλο, το οποίο βρίσκεται κοντά σε έναν τοίχο. Το μπαούλο χρησιμεύει και για κάθισμα. Κοντά στους άλλους τοίχους υπάρχει ένας αργαλειός, ένα σκαμνί και υπάρχουν ακόμα δύο σκαμνιά και ένα είδος βιβλιοθήκης, και πάνω σε αυτήν υπάρχουν λυχνάρια και άλλα αντικείμενα. Μια πόρτα είναι ανοικτή προς τον λαχανόκηπο. Πρέπει να είναι σχεδόν απόγευμα, διότι φαίνονται μόνο κάποιες ισχνές ακτίνες να περνούν μέσα από ένα ψηλό δένδρο που αρχίζει να βγάζει τα πρώτα του φύλλα.
Ο Ιησούς κάθεται στο τραπέζι. Τρώει, και η Μαρία Τον περιποιείται. Πηγαινοέρχεται από μια μικρή πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιο με την πυροστιά, η φωτιά φαίνεται από την μισάνοιχτη πόρτα. Δύο - τρεις φορές ο Ιησούς λέει στην Μαρία να καθίσει και να φάει μαζί Του. Αλλά Αυτή δεν το θέλει, κουνάει το κεφάλι Της και χαμογελάει θλιμμένα. Αφού Του σερβίρει μερικά βραστά λαχανικά σαν πρώτο πιάτο, φέρνει λίγο ψάρι ψητό και μετά λίγο μαλακό τυρί, φρέσκο τυρί, στρογγυλό σαν τις πέτρες που βλέπουμε στις όχθες των χειμάρρων και μερικές μαύρες ελιές. Μερικά στρογγυλά καρβελάκια ψωμί στο μέγεθος του πιάτου βρίσκονται ήδη στο τραπέζι. Το ψωμί είναι σκούρο, μάλλον δεν είναι αποφλοιωμένο. Μπροστά στον Ιησού είναι μια κανάτα με νερό και ένα κύπελλο. Αυτός τρώει σιωπηλά και κοιτάζει την Μητέρα Του λυπημένα, αλλά με αγάπη.
Είναι ολοφάνερο ότι η Μαρία είναι πολύ λυπημένη. Πηγαινοέρχεται για να ασχολείται με κάτι. Παρ’ όλο που το φως της μέρας υπάρχει ακόμα, Εκείνη ανάβει το λυχνάρι και το βάζει κοντά στον Ιησού, και την ώρα που τείνει το χέρι Της με την λάμπα, χαϊδεύει το κεφάλι του Υιού Της. Μετά, ανοίγει ένα καφέ σακίδιο, νομίζω είναι ολόμαλλο και αδιάβροχο, το ψαχουλεύει, βγαίνει έξω στον λαχανόκηπο, πηγαίνει μέχρι την άκρη όπου υπάρχει μία μικρή αποθηκούλα. Βγαίνει έξω με μερικά ώριμα μήλα τα οποία ήταν σίγουρα διατηρημένα από το καλοκαίρι που πέρασε και τα βάζει μέσα στο σακίδιο. Κατόπιν παίρνει ένα καρβέλι ψωμί και ένα κομμάτι τυρί και τα βάζει στο σακίδιο, παρ’ όλο που ο Ιησούς δεν τα θέλει, διότι υπάρχουν ήδη πολλά στον σάκο. Κατόπιν η Μαρία έρχεται για άλλη μια φορά κοντά στο τραπέζι, στην κοντινή πλευρά στα αριστερά του Ιησού, και Τον κοιτάζει που τρώει. Τον κοιτάζει με αγάπη και θαυμασμό. Το πρόσωπό Της είναι πιο χλωμό από συνήθως και δείχνει πιο μεγάλη από τον πόνο. Τα μάτια Της έχουν κύκλους, και έτσι φαίνονται μεγαλύτερα, μια ένδειξη ότι είναι βουρκωμένα. Φαίνονται επίσης και πιο λαμπερά, σα να πλύθηκαν από τα δάκρυα, που τώρα είναι έτοιμα πάλι να κυλήσουν στο πρόσωπό Της: δύο θλιμμένα κουρασμένα μάτια.
Ο Ιησούς, που τρώει αργά, προφανώς παρά την θέλησή Του μόνον για να ευχαριστήσει την Μητέρα Του και είναι πιο σκεπτικός από συνήθως, σηκώνει το κεφάλι Του και Την κοιτάζει. Τα μάτια Τους συναντιόνται, και Αυτός προσέχει ότι τα Δικά Της είναι όλο δάκρυα, και χαμηλώνει το κεφάλι Του για να Την αφήσει ελεύθερη να κλάψει. Μετά παίρνει το λεπτό Της χέρι που είναι στην άκρη του τραπεζιού. Το παίρνει με το αριστερό Του χέρι και το φέρνει στο μάγουλό Του, και το τρίβει επάνω στο πρόσωπό Του για να νοιώσει το χάδι αυτό το μικρό τρεμάμενο χέρι, που το φιλάει με τόση αγάπη και σεβασμό!
Βλέπω την Μαρία να βάζει
το ελεύθερο χέρι Της, το αριστερό, στο στόμα Της, για να κρύψει έναν λυγμό, και
κατόπιν σκουπίζει με τα δάχτυλά Της ένα μεγάλο δάκρυ που έπεσε από το μάτι Της
και κατρακυλάει στο πρόσωπό Της.
Η Μαρία κλαίει σκυμμένη πάνω από τον πάγκο. Μοιάζει με παιδί. Το κεφάλι Της ακουμπάει στο αριστερό διπλωμένο Της χέρι και κλαίει σιωπηλά, αλλά με πολύ πόνο. Ο Ιησούς έρχεται σιωπηλά και Την πλησιάζει τόσο αθόρυβα, που Αυτή καταλαβαίνει ότι είναι εκεί μόνον όταν βάζει το χέρι Του πάνω στο σκυμμένο κεφάλι Της και Την καλεί «Μητέρα!» Στη φωνή Του υπάρχει ο ήχος μιας ευγενικής όλο αγάπη επίπληξης.
Η Μαρία σηκώνει το κεφάλι
Της και κοιτάζει τον Ιησού μεσ’ στα δάκρυα και με τα δύο Της χέρια ακουμπάει
στο δεξί Του χέρι. Ο Ιησούς σκουπίζει το πρόσωπό Της με το φαρδύ μανίκι Του και
μετά Την αγκαλιάζει, Τη σφίγγει στην καρδιά Του και Της φιλάει το μέτωπο. Είναι
μεγαλοπρεπής, φαίνεται πιο άνδρας παρά ποτέ, ενώ η Μαρία μοιάζει περισσότερο με
μικρό κορίτσι, εκτός από το πονεμένο Της πρόσωπο.
«Έλα, Μητέρα» Της λέει ο
Ιησούς, και ενώ Την κρατάει κοντά Του με το δεξί Του χέρι, περπατάει προς τον
κήπο όπου κάθονται σε έναν πάγκο που βρίσκεται στο τοίχο του σπιτιού. Ο
λαχανόκηπος είναι τώρα ήσυχος και σκοτεινός, εκτός από το φεγγάρι και το φως
που έρχεται από το σπίτι. Η βραδιά είναι ήρεμη.
Ο Ιησούς μιλάει στην Μαρία. Στην αρχή δεν καταλαβαίνω τα λόγια που Της ψιθυρίζει, και η Μαρία κουνάει το κεφάλι Της καταφατικά. Κατόπιν ακούω: «…και πάρε τους συγγενείς Σου για να έρθουν. Μην μένεις Μόνη Σου εδώ. Θα Είμαι πιο ευχαριστημένος, Μητέρα, και Συ γνωρίζεις πόσο την χρειάζομαι την ειρήνη για να εκτελέσω την αποστολή Μου. Δεν θα Σου λείψει η αγάπη Μου. Θα έρχομαι αρκετά συχνά και θα σε ειδοποιώ σε περίπτωση που δεν θα μπορώ να το κάνω, όταν θα βρίσκομαι στην Γαλιλαία. Τότε θα έρχεσαι Εσύ σε Μένα, Μητέρα. Αυτή η ώρα επρόκειτο να έρθει. Άρχισε, όταν εμφανίστηκε σε Σένα ο Άγγελος, τώρα σήμανε η ώρα, και πρέπει να την βιώσουμε, Μητέρα, έτσι δεν είναι; Αφού ξεπεράσουμε την δοκιμασία, θα έχουμε ειρήνη και χαρά.
Πρώτα θα πρέπει να περάσουμε αυτήν την έρημο, όπως έκαναν και οι πρόγονοί μας, πριν φθάσουν στην Γη της Επαγγελίας. Αλλά ο Κύριος και Θεός Μας θα Μας βοηθήσει, όπως βοήθησε και αυτούς. Και θα Μας δώσει την βοήθειά Του σαν πνευματικό μάννα για να θρέψει τις ψυχές Μας τις δύσκολες ώρες της δοκιμασίας. Ας πούμε το Πάτερ ημών, μαζί...».
Ο Ιησούς και η Μαρία
σηκώνονται και κοιτούν προς τον Ουρανό: δύο ζωντανά θύματα Που λάμπουν στο
σκοτάδι.
Ο Ιησούς, αργά αλλά με καθαρή φωνή, λέει την προσευχή του Κυρίου, τονίζοντας τις λέξεις. Έδωσε έμφαση στα λόγια: « Ελθέτω η Βασιλεία Σου, γενηθήτω το Θέλημά Σου» και ξεχώρισε τις δυο προτάσεις από τις άλλες. Προσεύχεται με τα χέρια Του τεντωμένα ψηλά, όχι σταυρωτά, αλλά όπως κάνουν οι ιερείς όταν λέγουν: «Ο Κύριος μεθ’ υμών». Της Μαρίας τα χέρια ακολουθούν.
Κατόπιν επιστρέφουν στο σπίτι και ο Ιησούς, Τον οποίο δεν έχω δει ποτέ να πίνει κρασί, χύνει από μια κανάτα πάνω στην βιβλιοθήκη λίγο λευκό κρασί σε ένα κύπελλο και το βάζει στο τραπέζι. Κατόπιν παίρνει την Μαρία από το χέρι και τη φέρνει να καθίσει δίπλα Του και να πιει λίγο κρασί, στο οποίο έχει βουτήξει ένα κομμάτι ψωμί που Της δίνει να το φάει. Η επιμονή Του είναι τόση που η Μαρία υποχωρεί. Ο Ιησούς πίνει το υπόλοιπο κρασί. Κατόπιν σφίγγει την Μητέρα Του δίπλα Του, και Την κρατάει έτσι κοντά στην καρδιά Του. Κανείς από τους δύο δεν ήταν ξαπλωμένος, όπως συνήθιζαν στα πλούσια γεύματα εκείνο τον καιρό, αλλά κάθονταν στο τραπέζι όπως και εμείς. Είναι και οι δυο σιωπηλοί, περιμένουν. Η Μαρία χαϊδεύει το δεξί χέρι του Ιησού και τα γόνατά Του. Ο Ιησούς Την χαϊδεύει με ελαφρά χτυπηματάκια στο χέρι και στο κεφάλι Της.
Μετά ο Ιησούς σηκώνεται, όπως και η Μαρία. Αγκαλιάζουν και φιλούν ο ένας τον άλλον με πολλή αγάπη και πολλές φορές. Συνεχώς μοιάζει σαν να είναι το τελευταίο φιλί του αποχωρισμού, αλλά κάθε φορά η Μαρία αγκαλιάζει το Παιδί Της ξανά και ξανά. Είναι η Παναγία μας, αλλά είναι πάντοτε μια μάνα, μια μάνα που πρέπει να αποχωρισθεί το Γιο Της, και γνωρίζει πλήρως το τελικό αποτέλεσμα της αναχώρησής Του. Μην μου πείτε ότι η Μαρία δεν υπέφερε! Προηγουμένως είχα κάποιες ελάχιστες αμφιβολίες. Τώρα δεν τις πιστεύω καθόλου.
Ο Ιησούς παίρνει το μπλε σκούρο μανδύα Του, τον ρίχνει στους ώμους Του και βάζει την κουκούλα στο κεφάλι Του. Περνάει τον σάκο Του στην πλάτη Του για να έχει ελεύθερα τα χέρια Του για το περπάτημα. Η Μαρία Τον βοηθάει και αργεί ατελείωτα να Τον περιποιείται, να Του φτιάχνει την κουκούλα, μετά τον μανδύα και να Τον χαϊδεύει ενδιάμεσα. Ο Ιησούς πηγαίνει προς την πόρτα αφού έκανε το σημάδι της ευλογίας στο δωμάτιο. Η Μαρία Τον ακολουθεί και στην πόρτα δίνουν το τελευταίο φιλί.
Ο δρόμος είναι ήσυχος χωρίς ανθρώπους. Ο Ιησούς αρχίζει να απομακρύνεται. Δυο φορές γυρίζει για να δει τη Μητέρα Του, που είναι ακουμπισμένη στον τοίχο της πόρτας και είναι πιο χλωμή και από τις ακτίνες του φεγγαριού. Τα μάτια Της λαμποκοπούν από τα σιωπηλά δάκρυα. Ο Ιησούς απομακρύνεται όλο και περισσότερο κατά μήκος του μικρού αυτού δρόμου. Η Μαρία βρίσκεται ακόμη στην πόρτα, κλαμένη.
Μετά ο Ιησούς εξαφανίζεται
σε μια στροφή του δρόμου.
Αυτό το Ευαγγελικό ταξίδι
Του, το οποίο θα καταλήξει στον Γολγοθά, μόλις άρχισε. Η Μαρία μπαίνει μέσα στο
σπίτι όλο δάκρυα και κλείνει την πόρτα. Και Αυτή άρχισε το ταξίδι Της που θα
Την οδηγήσει στον Γολγοθά. Όσο για εμάς…
Ο Ιησούς λέει:
«Αυτή είναι η τέταρτη θλίψη για την Μαρία, την Μητέρα του Θεού. Η πρώτη ήταν η παρουσίαση στον Ναό. Η δεύτερη ήταν η φυγή στην Αίγυπτο. Η τρίτη ήταν ο θάνατος του Ιωσήφ. Η τέταρτη, ο αποχωρισμός Μου από Αυτήν.
Το μάθημα στο όραμα για τον αποχωρισμό Μου απευθύνεται ιδιαίτερα σε αυτούς τους γονείς και παιδιά, τους οποίους η θέληση του Θεού καλεί να εγκαταλείψουν ο ένας τον άλλον για το καλό μιας μεγαλύτερης αγάπης. Απευθύνεται επίσης και σε αυτούς που πρόκειται να αντιμετωπίσουν έναν οδυνηρό χωρισμό.
Πολλές τέτοιες οδυνηρές καταστάσεις αντιμετωπίζετε στην ζωή σας! Είναι αγκάθια πάνω στη γη και ξεσχίζουν την καρδιά σας, το ξέρω. Αλλά για αυτούς που τα δέχονται με υποταγή – προσέξτε, δεν μιλώ: «για αυτούς που τα επιθυμούν και τα δέχονται με χαρά», που είναι ήδη η τελειότητα. Μιλώ: για υποταγή, αυτοί γίνονται αιώνια τριαντάφυλλα. Αλλά πολλοί λίγοι υποτάσσονται και τα δέχονται. Εσείς, σαν ατίθασα μικρά γαϊδουράκια, γίνεστε δύστροποι κατά της θέλησης του Πατέρα, και αρνείστε και προσπαθείτε μερικές φορές ακόμη και να Τον κτυπήσετε τον Θεό, με πνευματικές κλωτσιές και δαγκωματιές, δηλαδή με εναντιώσεις και βλασφημίες.
Και μην πείτε: «Δεν είχα παρά μόνον αυτό και ο Θεός μου το πήρε. Δεν είχα παρά αυτή την αγάπη, και ο Θεός μου την πήρε!» Και η Μαρία επίσης, μια ευγενική γυναίκα με τέλεια αγάπη, (διότι στην Παρθένο την Κεχαριτωμένη ακόμα και η αφοσίωση και τα αισθήματα ήσαν τέλεια), επίσης και η Μαρία δεν είχε παρά ένα καλό πράγμα και μία αγάπη επί της γης: Τον Υιό Της. Το Μόνο που Της απέμεινε. Οι γονείς Της είχαν πεθάνει πριν πολλά χρόνια. Ο Ιωσήφ είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια. Μόνον Εγώ υπήρχα να Την αγαπώ και να Την κάνω να νοιώθει ότι δεν είναι Μόνη. Οι συγγενείς Της, εξ αιτίας Μου, διότι δεν γνώριζαν τη θεία καταγωγή Μου, ήσαν εχθρικοί μαζί Της διότι Τη θεωρούσαν ανίκανη σαν μητέρα να επιβληθεί στον Υιό Της, που δεν συμπεριφερόταν σύμφωνα με την καλή κοινή γνώμη και απέρριπτε προτάσεις γάμου που θα μπορούσαν να ανεβάσουν την οικογένεια, ακόμη και υλικά.
Οι συγγενείς μιλούσαν σύμφωνα με την κοινή γνώμη, την ανθρώπινη γνώμη – εσείς το ονομάζετε καλή γνώμη, αλλά είναι μόνον ανθρώπινη γνώμη, δηλαδή εγωισμός – και θα ήθελαν η ζωή Μου να συμμορφώνεται με τις δικές τους ανάγκες. Άλλωστε, πάντοτε φοβόντουσαν ότι κάποια μέρα θα είχαν προβλήματα από Εμένα, διότι είχα τολμήσει να εκφράσω κάποιες ιδέες τις οποίες θεωρούσαν πολύ ιδεαλιστικές, ακατόρθωτες και πίστευαν ότι ίσως να εξαγρίωναν τη Συναγωγή. Η Εβραϊκή ιστορία είναι όλο διδασκαλίες για τη μοίρα των Προφητών. Η αποστολή των Προφητών δεν ήταν κάτι εύκολο, και συχνά αντιμετώπιζε το θάνατο ο προφήτης και διωγμούς οι μαθητές του.
Και πάντοτε φοβόντουσαν ότι κάποτε θα πρέπει να φροντίσουν τη Μητέρα Μου. Ήταν
λοιπόν θυμωμένοι διότι η Μητέρα Μου δεν Μου έφερνε αντίρρηση σε τίποτα …όχι,
έδειχνε ότι είναι σε συνεχή λατρεία μπροστά στον Υιό Της.
Αυτή η σύγκρουση μεγάλωνε τα τρία χρόνια της δημόσιας ζωής Μου. Όταν ο λαός Με τιμούσε, αυτοί ερχόντουσαν μέσα στο πλήθος και Με κατηγορούσαν και ντρεπόντουσαν γι’ αυτό που θεωρούσαν μανία Μου, να εξοργίζω τις ισχυρές τάξεις. Και Με μάλωναν, μαζί και την καημένη τη Μητέρα Μου!
Η Μαρία γνώριζε τις διαθέσεις των συγγενών Της, και μπορούσε να προβλέπει την ψυχική τους διάθεση για το μέλλον – δεν ήσαν όλοι σαν τον Ιάκωβο, τον Ιούδα και τον Σίμωνα (τα ξαδέλφια του) ή σαν τη μητέρα τους, τη Μαρία του Κλωπά – αλλά παρ’ όλο που γνώριζε τι Την περίμενε αυτά τα τρία χρόνια της δημόσιας ζωής Μου, και γνώριζε και την μοίρα Μου και τη δική Της στο τέλος των τριών χρόνων, δεν δυσανασχετούσε, όπως εσείς.
Έκλαιγε. Και ποια μητέρα δεν θα έκλαιγε, αν είχε έναν γιο που την αγαπούσε όπως αγαπώ Εγώ την Μητέρα Μου και έπρεπε να χωρίσουν, ή αν επρόκειτο να μένει Μόνη στο σπίτι για πολύ καιρό στερημένη της παρουσίας Μου, ή διότι γνώριζε αυτή τη σκληρή πρόβλεψη ενός Γιου, καταδικασμένου να πολεμάει κατά της κακίας σκληρών ανθρώπων, που είναι ένοχοι, και παίρνουν εκδίκηση για την ενοχή τους και κατηγορούν Τον Αναμάρτητο σε σημείο να Τον δολοφονήσουν;
Έκλαψε διότι συνεργαζόταν με Τον Σωτήρα, και διότι ήταν η Μητέρα της ανθρωπότητας που γεννήθηκε ξανά από τον Θεό. Και Εκείνη έπρεπε να κλάψει για όλες τις μητέρες που δεν είναι ικανές να μετατρέψουν τις μητρικές θλίψεις σε στεφάνια αιώνιας δόξας. Πόσες μάνες δεν υπάρχουν στον κόσμο που από τα χέρια Τους ο θάνατος άρπαξε τα παιδιά τους! Πόσες μάνες δεν υπάρχουν, που οι γιοι τους φεύγουν από κοντά τους από υπερβατική θέληση (για να γίνουν ιερείς, μοναχοί). Σαν Μητέρα όλων των Χριστιανών, η Μαρία κλαίει για όλες τις κόρες Της, και στην θλίψη Της σαν Μητέρα χωρίς παιδί έκλαψε για όλες τις αδελφές Της. Και έκλαψε για όλους τους γιους Της, που ενώ γεννήθηκαν από γυναίκες, επρόκειτο να γίνουν απόστολοι του Θεού, ή μάρτυρες προς χάριν του Θεού λόγω της πίστης τους προς τον Θεό, ή της αγριότητας του ανθρώπου.
Το Αίμα Μου και τα δάκρυα της Μητέρας Μου είναι το μείγμα που δυναμώνει αυτούς που προορίζονται για μια ηρωική μοίρα, εξαφανίζει τις ατέλειές τους και τις αμαρτίες που έκαναν λόγω της αδυναμίας τους και μαζί με το μαρτύριο, με οποιοδήποτε τρόπο και αν υποφέρουν, τους δωρίζεται η ειρήνη του Θεού και κατόπιν η δόξα τ’ Ουρανού, εφ’ όσον υποφέρουν για τον Θεό. Οι αποστολικοί Πατέρες βρίσκουν ότι αυτό το μείγμα είναι η φλόγα που τους ζεσταίνει σε περιοχές που είναι καλυμμένες συνεχώς με χιόνι, και το βλέπουν σαν δροσοσταλίδα εκεί που ο ήλιος κατακαίει. Τα δάκρυα της Μαρίας προέρχονται από την φιλανθρωπία και ξεπηδούν από την καρδιά Της που είναι σαν κρίνος. Γι’ αυτό κατέχουν την φλόγα της παρθενικής Φιλανθρωπίας, της Νύμφης της Αγάπης και την ευωδιαστή φρεσκάδα της παρθενικής Αγνότητας, σαν τις σταγόνες του νερού που μαζεύονται στον κάλυκα ενός κρίνου μια υγρή νύχτα.
Το μείγμα το Δικό μας
βρίσκεται από αυτούς τους αφιερωμένους στην έρημο μιας καλώς νοουμένης
μοναστικής ζωής: είναι μια έρημος διότι ζει μόνο με επικοινωνία με τον Θεό, ενώ
όλα τα άλλα ερεθίσματα ατονούν και φέρουν μια αγνή ουράνια φιλανθρωπία: προς
τους συγγενείς, τους φίλους, τους ανώτερους και τους κατώτερους.
Η Μαρία προσεύχεται. Δεν έχει αντίρρηση να προσεύχεται επειδή ο Θεός Της έδωσε θλίψεις. Να το θυμάστε αυτό. Προσεύχεται μαζί με τον Ιησού. Προσεύχεται στον Πατέρα: Τον Δικό Μας και Τον δικό σας. Το πρώτο «Πάτερ ημών» ειπώθηκε στον λαχανόκηπο, στη Ναζαρέτ, για να παρηγορήσει τον πόνο της Μαρίας, για να προσφέρουμε την θέλησή «Μας» στον Αιώνιο Πατέρα, τότε που επρόκειτο να αρχίσει μια περίοδος από όλο και μεγαλύτερες θυσίες με αποκορύφωση τη θυσία της ζωής Μου, και την αποδοχή της Μητέρας Μου, του θανάτου του Υιού Της.
Και παρ’ όλο που δεν είχαμε τίποτε για να μας συγχωρήσει ο Πατέρας, μόνον από ταπείνωση, εμείς, οι Αναμάρτητοι, ζητούσαμε την συγνώμη του Πατέρα για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε επάξια στην αποστολή μας, αφού θα μας έχει συγχωρήσει και θα μας έχει δώσει άφεση ακόμα και για έναν αναστεναγμό. Διότι θέλαμε να σας διδάξουμε ότι όσο περισσότερο είστε στην χάρη του Θεού, τόσο περισσότερο η αποστολή σας είναι ευλογημένη και φέρνει καρπούς. Επίσης θέλουμε να σας διδάξουμε να σέβεστε τον Θεό και να είστε ταπεινοί. Μπροστά στον Θεό Πατέρα, ακόμα και εμείς, ένας τέλειος Άνδρας και μια τέλεια Γυναίκα, αισθανθήκαμε ότι δεν είμαστε τίποτα, και ζητούσαμε συγνώμη. Ακριβώς όπως ζητούσαμε και τον «άρτον ημών τον επιούσιον».
Ποιος ήταν ο άρτος μας; Ω! Όχι το ψωμί που έπλαθαν τα αγνά χέρια Της Μαρίας και το έψηναν στον μικρό μας φούρνο, τον οποίο πόσες φορές δεν είχα προετοιμάσει με προσάναμμα και ξύλα. Και αυτός ο άρτος είναι αναγκαίος για το διάστημα που ο άνθρωπος βρίσκεται στη γη. Αλλά τον άρτον “ημών” τον επιούσιον, ήταν για να εκπληρώνεται κάθε μέρα το μέρος της αποστολής μας: ικετεύαμε τον Θεό να μας τον παρέχει κάθε ημέρα, διότι το να εκπληρώνουμε την αποστολή που Μας δίνει ο Θεός είναι η χαρά της ημέρας «μας», δεν είναι έτσι, μικρέ Μου Ιωάννη; (Ο Ιησούς αποκαλούσε «μικρό Ιωάννη» τη Βαλτόρτα επειδή και εκείνη έδωσε στον κόσμο ένα αποκαλυπτικό Ευαγγέλιο με τη βοήθεια του Ιησού, όπως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης).
Κι εσύ λες ότι χάνεται μια μέρα, σαν να μην υπήρξε, αν η καλοσύνη του Θεού σου δώσει μια μέρα χωρίς την αποστολή της θλίψης σου.
Η Μαρία προσεύχεται μαζί με τον Ιησού. Είναι ο Ιησούς που σας δικαιώνει, παιδιά Μου. Είμαι Εγώ που κάνω τις προσευχές σας να καρποφορούν και να ευχαριστούν τον Πατέρα. Εγώ είπα: “ Οτιδήποτε ζητήσετε από τον Πατέρα, θα το δώσει στο όνομά Μου” και η Εκκλησία ενισχύει τις προσευχές της λέγοντας: “Δια της μεσιτείας του Ιησού Χριστού, Κύριε”. Όταν προσεύχεστε, να είστε πάντοτε ενωμένοι μαζί Μου. Θα προσεύχομαι για σας δυνατά, και θα παρασύρω την ανθρώπινη φωνή σας με την δική Μου, του Θεανθρώπου. Θα πάρω τις προσευχές σας στα διάτρητα χέρια Μου και θα τις ανυψώσω στον Πατέρα. Θα γίνουν έτσι θύματα μεγίστης αξίας. Η φωνή Μου δεμένη με την δική σας, θα ανέβει σαν το φιλί του Γιου προς τον Πατέρα και το κόκκινο από τις πληγές Μου θα δώσει αξία στις προσευχές σας. Να είστε μέσα Μου αν θέλετε να είναι ο Πατέρας μέσα σας, με εσάς, για εσάς.
Μαρία, τελείωσες την αφήγησή σου λέγοντας: «Όσο για εμάς...» και σκόπευες να πεις: «για εμάς που είμαστε αγνώμονες προς Αυτούς τους Δύο που ανέβηκαν τον Γολγοθά για εμάς». Είχες δίκιο να τα γράψεις αυτά τα λόγια. Να τα προσθέτεις κάθε φορά που θα σου δείχνω μια από τις θλίψεις Μας. Ας γίνουν σαν την καμπάνα της εκκλησίας που κτυπά και καλεί τους ανθρώπους να προσευχηθούν και να μετανοήσουν. Αρκετά για τώρα. Αναπαύσου. Η ειρήνη μαζί σου».
ΠΗΓΗ: Το κεφ. 44 του βιβλίου
«The Gospel as revealed to me».
Σχόλια