Η Γέννηση του Ιησού
Βλέπω πάλι το εσωτερικό
της φτωχής πέτρινης σπηλιάς, εκεί που η Μαρία και ο Ιωσήφ βρήκαν καταφύγιο και
την μοιράστηκαν με λίγα ζώα. Η μικρή φωτιά αποκοιμήθηκε με τον φύλακά της. Η
Μαρία ανασηκώνει ελαφρά το κεφάλι Της και κοιτάζει τριγύρω. Βλέπει ότι το
κεφάλι του Ιωσήφ είναι σκυμμένο πάνω στο στήθος του, σαν να προσεύχεται, και
καταλαβαίνει ότι η καλή του πρόθεση να παραμείνει ξύπνιος παραδόθηκε στην
κούραση. Χαμογελάει με αγάπη και κάνοντας λιγότερο θόρυβο και από μια πεταλούδα
πάνω σε ένα λουλούδι, ανασηκώνεται και κάθεται στα γόνατα. Προσεύχεται με ένα
μακάριο χαμόγελο στο πρόσωπό Της. Προσεύχεται με τα χέρια Της ανοικτά, σχεδόν
στο σχήμα του σταυρού, με τις παλάμες Της να κοιτούν μπροστά και επάνω, και
φαίνεται να μην κουράζεται σε αυτή τη στάση.
Κατόπιν ξαπλώνει σε μετάνοια με το πρόσωπό
Της στο άχυρο για μια πιο έντονη προσευχή. Μία μακρά προσευχή.
Ο Ιωσήφ ξυπνάει.
Προσέχει ότι η φωτιά έχει σχεδόν σβήσει και ότι ο στάβλος είναι σχεδόν
σκοτεινός. Ρίχνει μια χούφτα πολύ λεπτά κλαράκια στη φωτιά και οι φλόγες
δυναμώνουν, μετά
ρίχνει μερικά πιο χονδρά, και ύστερα μεγάλα, γιατί το κρύο είναι δυνατό. Είναι
το κρύο μιας ήρεμης χειμερινής βραδιάς που μπαίνει μέσα από τα χαλάσματα, από παντού.
Ο καημένος ο Ιωσήφ θα πρέπει να κρυώνει όπως κάθεται έτσι κοντά στην πόρτα, αν
μπορούμε να πούμε πόρτα την τρύπα που ο Ιωσήφ έχει κρεμάσει την κάπα του.
Ζεσταίνει τα χέρια του κοντά στη φωτιά, μετά βγάζει τα σανδάλια του και
ζεσταίνει τα πόδια του. Όταν η φωτιά δυνάμωσε και το φως της έμεινε σταθερό,
γυρίζει πίσω. Αλλά δεν βλέπει τίποτε, ούτε και τη λευκή μαντήλα της Μαρίας που
σχημάτιζε μια ανοικτή γραμμή πάνω στο σκούρο άχυρο. Σηκώνεται και πηγαίνει αργά
κοντά Της.
«Δεν κοιμάσαι
Μαρία;» ρωτάει.
Την ρωτάει τρεις
φορές, μέχρι που Αυτή γυρίζει και του απαντάει: «Προσεύχομαι».
«Χρειάζεσαι
τίποτα;»
«Όχι, Ιωσήφ».
«Προσπάθησε να
κοιμηθείς λίγο. Τουλάχιστον προσπάθησε να ξεκουραστείς».
«Θα προσπαθήσω.
Αλλά δεν κουράζομαι όταν προσεύχομαι».
«Ο Θεός να είναι μαζί
Σου, Μαρία».
«Και μαζί σου,
Ιωσήφ».
Μια λεπτή ακτίνα από το σεληνόφως γλιστράει μέσα από μία ρωγμή στο υπόγειο και μοιάζει σαν ένα φύλλο λογχοειδές από εξωπραγματικό ασήμι που αναζητάει τη Μαρία. Μακραίνει σε μήκος όσο το φεγγάρι ανεβαίνει ψηλότερα στον ουρανό και τελικά Την πλησιάζει. Τώρα είναι στο κεφάλι Της, όπου σχηματίζει ένα στεφάνι από αγνό φως. Η Μαρία σηκώνει το κεφάλι Της, σαν να είχε ένα ουράνιο κάλεσμα και σηκώνεται και κάθεται στα γόνατα πάλι. Ω! Πόσο όμορφα είναι εδώ τώρα! Σηκώνει το κεφάλι Της και το πρόσωπό Της λάμπει στη λευκή αστροφεγγιά που μεταμορφώνεται με ένα υπερφυσικό χαμόγελο. Τι βλέπει; Τι ακούει; Τι αισθάνεται; Είναι η μόνη που μπορεί να πει τι είδε, τι άκουσε και αισθάνθηκε στη λαμπερή ώρα της Μητρότητάς Της. Το μόνο που βλέπω είναι ότι το φως γύρω Της αυξάνει. Μοιάζει να κατεβαίνει από τον Ουρανό, να Την σηκώνει από τα φτωχά πράγματα γύρω Της, και πιο πολύ φαίνεται σαν να παράγεται από Αυτήν.
Το σκούρο μπλε φόρεμά Της τώρα είναι θαλασσί και τα χέρια Της και το πρόσωπό Της έχουν μια μπλε απόχρωση σαν να ήταν κάτω από την ακτίνα ενός τεράστιου ζαφειριού. Αυτό το χρώμα απλώνεται όλο και περισσότερο στα πράγματα γύρω Της, τα σκεπάζει, τα εξαγνίζει και φωτίζει τα πάντα. Μου θυμίζει, παρ’ όλο που είναι πιο απαλό, το χρώμα που βλέπω στον άγιο Παράδεισο. Το φως αναδύεται όλο και πιο έντονα από το σώμα της Μαρίας, απορροφάει το φως του φεγγαριού. Μοιάζει να έλκει μέσα Της όλο το φως που κατεβαίνει από τον Ουρανό. Αυτή είναι τώρα το Δοχείο του Φωτός. Αυτή πρόκειται να δώσει Αυτό το Φως στον κόσμο. Και αυτό το λαμπερό, απύθμενο, αμέτρητο, αιώνιο, θείο Φως το οποίο πρόκειται να δοθεί, προαναγγέλλεται από ένα ξημέρωμα, ένα πρωινό αστέρι, έναν χορό από άτομα Φωτός που συνεχώς αυξάνονται σαν την παλίρροια, και ανεβαίνουν όλο και πιο πολύ σαν θυμίαμα, και κατεβαίνουν σαν μεγάλος χείμαρρος και απλώνονται όπως τα πέπλα…
Ο θόλος του υπογείου, γεμάτος ρωγμές, ιστούς από αράχνες, πέτρες σπασμένες που προεξέχουν, που στηρίζονται από ένα θαύμα της φύσης, σκοτεινός μέσα στην κάπνα, ένα αποκρουστικό ταβάνι, τώρα μοιάζει με οροφή ανακτόρου. Κάθε πέτρα είναι και ένα κομμάτι ασήμι, κάθε ρωγμή και ένα φως στο χρώμα της οπαλίνας, κάθε ιστός αράχνης είναι και ο πιο ακριβός θόλος κεντημένος με ασήμι και διαμάντια. Μια τεράστια πράσινη σαύρα σε χειμερία νάρκη, ανάμεσα σε δύο πέτρες, μοιάζει με ένα κόσμημα από σμαράγδι ξεχασμένο εκεί από την βασίλισσά του. Και μια παρέα από νυχτερίδες, και αυτές σε χειμερία νάρκη, μοιάζουν με ένα πολύτιμο πολύφωτο από όνυχα. Το άχυρο από το επάνω ράφι δεν είναι πλέον στάχυα, αλλά γιρλάντες από καθαρό ασήμι που τρεμοπαίζουν στον αέρα με τη χάρη που έχουν τα ελεύθερα μαλλιά. Το σκούρο ξύλο στο πιο χαμηλό παχνί είναι ένα κομμάτι από φλεγόμενο ασήμι. Οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με ένα πανάκριβο μεταξωτό ύφασμα με ανάγλυφα κεντήματα, και το χώμα… πως είναι τώρα το χώμα; Είναι ένα κρύσταλλο που φεγγοβολάει από ένα λευκό φως. Τα εξογκώματα τώρα μοιάζουν με τριαντάφυλλα που είναι πεσμένα στο χωμάτινο πάτωμα. Οι τρύπες είναι πανάκριβα δοχεία από όπου αρώματα και ωραίες μυρωδιές πρόκειται να αναδυθούν.
Και το φως αυξάνεται όλο και πιο πολύ. Τώρα είναι πολύ δυνατό για τα μάτια. Και η Παρθένος χάνεται σε τόσο πολύ φως, σαν να Την απορρόφησε μια πυρακτωμένη κουρτίνα... και η Μητέρα εμφανίζεται.Ναι, όταν το φως γίνεται πάλι ανεκτό στα μάτια μου, βλέπω την Μαρία με τον νεογέννητο Γιο στα χέρια Της. Ένα μικρό μωρό ροδαλό και παχουλό, να κάνει βιαστικές κινήσεις με τα χεράκια Του, που είναι σαν μπουμπουκάκια και κλωτσάει με τα ποδαράκια Του που μπορούν να χωρέσουν στο κοίλωμα της καρδιάς μιας τριανταφυλλιάς. Και κλαίει με τη φωνούλα του που τρέμει. Σα νεογέννητο αρνάκι ανοίγει το μικρό του στοματάκι που μοιάζει με άγρια φράουλα, και δείχνει μία λεπτή γλωσσούλα που τρέμει μέσα στο ροζ στοματάκι Του. Και κουνάει το κεφαλάκι Του που είναι τόσο ξανθό που τα μαλλάκια Του δύσκολα διακρίνονται, ένα μικρό στρογγυλό κεφαλάκι που η Μανούλα Του το κρατάει μέσα στην παλάμη Της, όσην ώρα κοιτάζει το μωρό Της, και κλαίει και γελάει συγχρόνως, και σκύβει για να Το φιλήσει, όχι στο κεφαλάκι Του αλλά στο κέντρο του στήθους Του, που εκεί από κάτω κρύβεται η μικρή Του καρδιά που χτυπάει για εμάς… εκεί που κάποτε θα υπάρχει η Πληγή. Και η Μητέρα Του φροντίζει αυτή την Πληγή εκ των προτέρων με τα αγνά φιλιά Της.
Η αγελάδα, που ξύπνησε από το υπερβολικό φως, σηκώνεται με πολύ θόρυβο και μουγκανητά, ενώ το γαϊδουράκι γυρίζει το κεφάλι του και γκαρίζει. Είναι το φως που τους ξύπνησε, αλλά εγώ θέλω να πιστεύω ότι ήθελαν να χαιρετίσουν τον Δημιουργό, από μέρους τους, και εκ μέρους όλων των ζώων. Ακόμα και ο Ιωσήφ, που ήταν σε έκσταση, προσευχόμενος τόσο φλογερά και είχε απομονωθεί από όλα όσα συνέβαιναν γύρω του, τώρα σηκώνεται και βλέπει ένα παράξενο φως να βγαίνει από τα δάχτυλα των χεριών του και να αποτυπώνεται στο πρόσωπό του. Κουνάει τα χέρια του, σηκώνει το κεφάλι του και στρέφεται πίσω. Εκεί που στέκεται η αγελάδα, κρύβοντας τη Μαρία. Αλλά Εκείνη τον φωνάζει: «Ιωσήφ, έλα».
Ο Ιωσήφ πηγαίνει και όταν βλέπει, σταματάει, έκθαμβος θέλει να προσκυνήσει και είναι
έτοιμος να γονατίσει εκεί που βρίσκεται. Αλλά η Μαρία επιμένει: «Έλα Ιωσήφ».
Και ξαπλώνει στο άχυρο με το αριστερό της χέρι και με το δεξί Της κρατάει το
βρέφος πάνω στην καρδιά Της, μετά ανασηκώνεται και πλησιάζει τον Ιωσήφ, που
περπατάει αναστατωμένος, διότι έχει την επιθυμία να πάει προς το Παιδί, αλλά
φοβάται μήπως και τους ενοχλεί. Πλησιάζει στην άκρη του αχυρένιου κρεβατιού και
κοιτούν ο ένας τον άλλον και κλαίνε από χαρά.
«Έλα, ας προσφέρομε τον Ιησού στον Πατέρα», λέει η Μαρία. Και ενώ ο Ιωσήφ γονατίζει,
Αυτή στέκεται ανάμεσα σε δύο κορμούς που στηρίζουν την οροφή, σηκώνει το Παιδί
Της στα χέρια Της και λέει: «Εδώ είμαι, εκ μέρους Του, Κύριε, Σου λέω αυτά τα
λόγια: Εδώ Είμαι για να κάνω το θέλημά Σου. Και Εγώ η Μαρία και ο μνηστήρας Μου
ο Ιωσήφ, μαζί Του. Εδώ είμαστε οι δούλοι Σου, Κύριε. Είθε να κάνομε πάντοτε το
άγιο θέλημά Σου, σε κάθε στιγμή, σε κάθε περίπτωση, για την δόξα Σου και την
αγάπη Σου».
Μετά η Μαρία σκύβει κάτω και λέει:
«Να Ιωσήφ, πάρε Τον», και του προσφέρει το Παιδί.
«Τι! Εγώ;... Εμένα;… Ω, όχι! Δεν το αξίζω!» Ο Ιωσήφ μένει εμβρόντητος με την
ιδέα και μόνον ότι θα αγγίξει το Παιδί.
Αλλά η Μαρία επιμένει χαμογελώντας: «Το αξίζεις. Δεν το αξίζει κανείς
περισσότερο από εσένα και για αυτό το λόγο σε διάλεξε ο Ύψιστος. Πιάσε Τον και
κράτησέ Τον μέχρι να βρω τα λινά ρουχαλάκια Του».
Ο Ιωσήφ, κατακόκκινος, σηκώνει τα χέρια του και παίρνει το Μωρό, που φωνάζει λόγω
του ψύχους και καθώς Τον έχει στα χέρια του, δεν έχει πλέον την πρόθεση να Τον κρατάει
σε απόσταση από σεβασμό, αλλά Τον ακουμπάει στην καρδιά του και ξεσπάει σε
δάκρυα και λέει: «Ω! Κύριε! Θεέ μου!»
Και σκύβει για να φιλήσει τα λεπτά Του ποδαράκια και τα βρίσκει παγωμένα. Κατόπιν κάθεται στο έδαφος και Τον κρατάει πάνω στο στήθος του, και με τον καφέ του μανδύα και με τα χέρια του προσπαθεί να Τον σκεπάσει και να Τον ζεστάνει, να Τον προστατέψει από τον σκληρό κρύο αέρα της νύχτας. Θα ήθελε να πλησιάσει τη φωτιά, αλλά υπάρχει ένα κρύο ρεύμα που έρχεται από την πόρτα. Είναι καλύτερα να μείνει εκεί που βρίσκεται τώρα. Όχι, είναι καλύτερα να πάει ανάμεσα από τα δύο ζώα που έτσι θα έχει προστασία από τον αέρα αλλά θα παίρνει και από τη ζέστη των ζώων. Πηγαίνει ανάμεσα στην αγελάδα και το γαϊδούρι με την πλάτη στην πόρτα και σκύβει πάνω από το νεογέννητο για να Το προστατεύει με το σώμα του.
Η Μαρία άνοιξε το μπαούλο και βγάζει τα λινά και τις φασκιές. Κάθεται κοντά στη φωτιά για να τα ζεστάνει. Τώρα προχωράει προς τον Ιωσήφ και σκεπάζει το μωρό με τα ζεστά ρούχα και μετά με το μαντήλι Της σκεπάζει το κεφαλάκι Του.«Πού θα Τον βάλουμε τώρα;» ρωτάει.
Ο Ιωσήφ κοιτάζει γύρω και σκέπτεται…
«Στάσου, ας σπρώξουμε τα ζώα με το άχυρό τους εκεί πέρα, μετά θα κατεβάσουμε αυτό το άχυρο από εδώ επάνω και θα το τακτοποιήσουμε εδώ μέσα. Τα ξύλα από το πλάι θα Τον προστατεύουν από τον αέρα, τα άχυρα θα είναι σαν μαξιλάρι και η αγελάδα θα Τον ζεσταίνει λίγο με την αναπνοή της. Η αγελάδα είναι καλύτερη από το γαϊδούρι. Έχει πιο πολλή υπομονή και είναι ήσυχη».
Και βιάζεται να τα βολέψει, ενώ η Μαρία νανουρίζει το μωρό, και Το κρατάει σφιχτά στην καρδιά Της, και ακουμπάει το μάγουλό Της πάνω στο κεφαλάκι Του για να Το ζεστάνει, ενώ ο Ιωσήφ φτιάχνει τη φωτιά, πλούσια τώρα, για να έχει ζέστη και για να ζεστάνει το άχυρο και όταν αυτό στεγνώνει το βάζει στο στήθος Του για να μην κρυώνει. Μετά, αφού μάζεψε αρκετό για να κάνει ένα στρωματάκι για το παιδί, πηγαίνει στο παχνί και το τακτοποιεί σαν να είναι κούνια.
«Είναι έτοιμα», λέει. «Τώρα θα χρειαστούμε μια κουβέρτα, γιατί το άχυρο μυρίζει, και επίσης για να Τον σκεπάσουμε».
«Πάρε την κάπα Μου», λέει η Μαρία.
«Θα κρυώνεις».
«Ω! Δεν πειράζει! Η κουβέρτα είναι άγρια. Η κάπα είναι πιο μαλακή και ζεστή. Δεν κρυώνω καθόλου. Ας μην υποφέρει άλλο!»Ο Ιωσήφ παίρνει τη φαρδιά κάπα από απαλό σκούρο μπλε μαλλί, τη διπλώνει και την απλώνει πάνω στο άχυρο και αφήνει μια λουρίδα να περισσεύει. Το πρώτο κρεβάτι για τον Σωτήρα είναι έτοιμο. Και η Μητέρα, με το γλυκό και λυγερό Της βάδισμα πλησιάζει το παχνί, Τον ακουμπάει και Τον σκεπάζει με την λουρίδα της κάπας Της. Τον φροντίζει ακόμη και στο γυμνό κεφαλάκι Του, Του βάζει τριγύρω άχυρα και Τον σκεπάζει με την μαντίλα Της. Μόνο το προσωπάκι Του, που έχει το μέγεθος ανδρικής γροθιάς είναι ακάλυπτο.
Η Μαρία και ο Ιωσήφ, σκυμμένοι πάνω από το παχνί, είναι πολύ ευχαριστημένοι που Τον βλέπουν να κοιμάται τον πρώτο Του ύπνο, διότι η ζεστασιά από το άχυρο και από τα ρούχα σταμάτησαν τις φωνές Του και Τον κοίμισαν.
*
Η Παναγία λέει στη Μαρία Βαλτόρτα:
«Σου υποσχέθηκα ότι θα έρθει να σου φέρει την ειρήνη Του. Θυμάσαι την ειρήνη που είχες τα Χριστούγεννα! Όταν Με είδες με το παιδί Μου; Τότε ήταν ο δικός σου καιρός ειρήνης. Τώρα είναι ο καιρός του πόνου σου. Αλλά τώρα ξέρεις. Είναι με τη βοήθεια του πόνου που κερδίζουμε την ειρήνη και κάθε χάρη για εμάς και για τον πλησίον μας.
Ο Ιησούς-Άνθρωπος έγινε πάλι Ιησούς-Θεός μετά από το τρομερό Πάθος Του. Έγινε Ειρήνη, για άλλη μια φορά. Ειρήνη από τον ουρανό, από εκεί που ήρθε, από εκεί που τώρα διαχέει την Ειρήνη Του σε αυτούς που Τον αγαπούν στον κόσμο. Αλλά τις ώρες του Πάθους Του, Αυτός, η Ειρήνη του κόσμου, είχε στερηθεί αυτή την ειρήνη. Δεν θα υπέφερε αν την είχε. Και Αυτός έπρεπε να υποφέρει: και να υποφέρει σταυρικά, μέχρι τέλους.
Εγώ, η Μαρία, λύτρωσα τη γυναίκα με τη βοήθεια της θεϊκής Μου μητρότητας. Αλλά αυτό ήταν μονάχα η αρχή της γυναικείας λύτρωσης. Αφού αρνήθηκα έναν ανθρώπινο γάμο σύμφωνα με τον όρκο Μου περί παρθενίας, απέρριψα όλες τις σαρκικές χαρές και άξιζα έτσι χάρη από τον Θεό. Αλλά δεν ήταν ακόμη αρκετό, διότι η αμαρτία της Εύας ήταν ένα δένδρο με τέσσερα κλαδιά: υπερηφάνεια, φιλαργυρία, λαιμαργία και σαρκικός πόθος. Και τα τέσσερα έπρεπε να κοπούν, πριν στειρωθούν οι ρίζες του δέντρου.
Αλλά, επειδή ταπείνωσα βαθειά τον Εαυτό Μου, νίκησα την υπερηφάνεια. Χαμήλωνα τον Εαυτό Μου στον καθέναν. Δεν αναφέρομαι στην ταπείνωσή Μου προς τον Θεό. Τέτοια ταπείνωση γίνεται προς τον Ύψιστο από κάθε πλάσμα Του. Ακόμη και ο Λόγος Του την είχε. Ήταν αναγκαίο για Μένα, μια γυναίκα, να την έχω. Αλλά, έχεις σκεφτεί ποτέ σου, τι ταπείνωση υπέμενα από τους ανθρώπους, χωρίς να υπερασπίζομαι τον Εαυτό Μου σε καμία περίπτωση; Ακόμα και ο Ιωσήφ, που ήταν δίκαιος, με κατηγόρησε στην καρδιά του. Οι άλλοι που δεν ήσαν δίκαιοι, έκαναν αμαρτία διασυρμού ως προς την κατάστασή Μου και οι ψίθυροι από τα λόγια τους έπεσαν με πίκρα επάνω Μου και πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξή Μου. Και αυτές ήσαν οι πρώτες από τις ατέλειωτες ταπεινώσεις που υπέμεινα στην ζωή Μου ως Μητέρα του Ιησού και της ανθρωπότητας. Ταπεινώσεις φτώχιας, προσφυγιάς, ταπεινώσεις από κατηγόριες συγγενών και φίλων, που δεν γνώριζαν την αλήθεια, και Με έκριναν ως αδύναμη γυναίκα για την συμπεριφορά Μου ως Μητέρα του Ιησού, όταν ήταν νέος άνδρας, ταπεινώσεις κατά τα τρία έτη της διδασκαλίας Του, σκληρές ταπεινώσεις τις στιγμές του Γολγοθά, ταπείνωση που έπρεπε να παραδεχτώ, καθώς δεν είχα την οικονομική άνεση να αγοράσω ένα τάφο και τα αρώματα για την ταφή του Υιού Μου.
Εγώ υπερνίκησα τη φιλαργυρία των Πρωτοπλάστων και απαρνήθηκα το παιδί Μου πριν έρθει η ώρα.Μία μητέρα ποτέ δεν απαρνιέται το παιδί της εκτός και αν είναι αναγκασμένη να το κάνει. Αν της ζητήσουν να απαρνηθεί το παιδί της, είτε από τη χώρα της είτε από αγάπη για τον σύζυγό της, είτε από τον Θεό τον Ίδιο, αυτή θα δυσανασχετήσει και θα παλέψει για το χωρισμό. Είναι φυσικό.
Ένα παιδί
μεγαλώνει στη μήτρα μας και τα δεσμά που το δένουν μαζί μας δεν μπορούν ποτέ να
σπάσουν τελείως. Ακόμη και όταν ο λώρος έχει κοπεί, υπάρχει ένα νεύρο που
πάντοτε παραμένει: ξεκινά από την καρδιά της μητέρας και γαντζώνεται στην
καρδιά του παιδιού της: είναι πνευματικό νεύρο, πιο ζωντανό και ευαίσθητο από
το φυσικό. Και η μητέρα αισθάνεται να τεντώνεται με εξαιρετικά δυνατά χτυπήματα,
αν η αγάπη του Θεού, ή κάποιου άλλου, ή η ανάγκη της χώρας της, παίρνουν το
παιδί της μακριά της. Και τσακίζεται και ξεσχίζεται η καρδιά της, αν της τον αρπάξει
ο θάνατος.
Και Εγώ απαρνήθηκα το Γιο Μου από την πρώτη στιγμή. Τον έδωσα στον Θεό. Τον έδωσα
σ’ εσάς. Στερήθηκα τον καρπό της κοιλίας Μου για να επανορθώσω για την κλεψιά
της Εύας του καρπού του Θεού.
Εγώ νίκησα τη λαιμαργία, τόσο της
γνώσης όσο και της απόλαυση, συμφωνώντας να γνωρίζω μόνον αυτά που ήθελε ο Θεός
να γνωρίζω, χωρίς
να αναρωτιέμαι ή να ρωτώ Αυτόν περισσότερα από εκείνα που είχε να πει. Πίστευα,
χωρίς ερωτήσεις. Ξεπέρασα την έμφυτη προσωπική απόλαυση της ηδονής διότι
αρνήθηκα στον Εαυτό Μου κάθε αισθησιακή χαρά. Περιόρισα τη σάρκα, το όργανο του
Σατανά, μαζί με τον Σατανά κάτω από την φτέρνα Μου, και έφτιαξα με αυτά ένα σκαλί
για να ανέβω στον Ουρανό. Ο Ουρανός! Ο στόχος Μου. Εκεί που ήταν ο Θεός. Η
μοναδική Μου πείνα. Μία πείνα που δεν είναι λαιμαργία, αλλά αναγκαιότητα
ευλογημένη από τον Θεό, που θέλει να Τον ποθούμε.
Εγώ άλλαξα τους όρους και αντί να κατεβαίνω πάντοτε ανέβαινα. Αντί να γίνομαι αιτία να κατεβαίνουν οι άνθρωποι, πάντοτε τους έλκυα προς τον Ουρανό: από τον τίμιο σύντροφό Μου έφτιαξα έναν άγγελο. Τώρα που κατείχα τον Θεό και τα ατελείωτα πλούτη Του με Αυτόν, βιάστηκα να τα στερηθώ λέγοντας: «Εδώ είμαι: Ας γίνει το θέλημά Σου για Αυτόν και από Αυτόν».
Είναι αγνός αυτός που κρατάει αγνή όχι μόνον τη σάρκα του αλλά και τα αισθήματά του και τις σκέψεις του. Εγώ έπρεπε να είμαι η Πάναγνη για να διορθώσω αυτήν που δεν υπήρξε αγνή στη σάρκα της, στην καρδιά της και στο νου της. Και ποτέ δεν εγκατέλειψα την επιφυλακτικότητά Μου, ούτε είπα για τον Γιο Μου: «Είναι Δικός Μου, Τον θέλω» εφόσον ήταν Δικός Μου στη γη, και του Θεού στον Ουρανό.
Και όμως όλα αυτά δεν ήσαν αρκετά για να κερδίσει μία γυναίκα την ειρήνη που έχασε η Εύα. Αυτήν την κέρδισα για εσάς, την ώρα της Σταύρωσης: όταν Τον έβλεπα να πεθαίνει, Αυτόν που είδες να γεννιέται. Όταν αισθάνθηκα τα σωθικά Μου να διαλύονται από την κραυγή του Πλάσματός Μου που πέθαινε, άδειασα τελείως, δεν ήμουν πλέον σάρκα, αλλά ένας άγγελος. Η Μαρία, η Παρθένος Μνηστή του Πνεύματος, πέθανε εκείνη τη στιγμή. Η Μητέρα της Χάριτος παρέμεινε, η οποία σας έδωσε τη Χάρη που αναγέννησε από τα μαρτύριά Της.
Η θηλυκή, η ξανά αφιερωμένη ‘γυναίκα’ από εμένα, το βράδυ των Χριστουγέννων, πέτυχε την ώρα της Σταύρωσης να γίνει ένα πλάσμα τ’ Ουρανού.
Αυτό το έκανα για εσάς, στερήθηκα όλες τις χαρές, ακόμη και τις άγιες. Και ενώ είχατε υποβιβάσει τους εαυτούς σας εξ αιτίας της Εύας σε θηλυκά όχι ανώτερα από τις συντρόφους ζώων, σας έκανα, μόνον αν το επιθυμείτε, αγίες του Θεού.
Ανέβηκα για εσάς. Όπως έκανα και για τον Ιωσήφ, σας ανύψωσα. Ο βράχος του Γολγοθά είναι το δικό μου Όρος των Ελαιών. Από εκεί έκανα το άλμα και μετέφερα στον Ουρανό την εκ νέου αγιασμένη γυναικεία ψυχή μαζί με την σάρκα Μου, δοξασμένη τώρα επειδή γέννησε τον Λόγο του Θεού και κατέστρεψε μέσα Μου και το ελάχιστο ίχνος της Εύας. Κατέστρεψε και την τελευταία ρίζα αυτού του δένδρου με τα τέσσερα δηλητηριώδη κλαδιά, μια ρίζα κολλημένη στον αισθησιασμό που είχε σύρει την ανθρωπότητα στην Πτώση και θα συνεχίζει να κατατρώγει τα σωθικά σας μέχρι τα τέλη των καιρών και μέχρι την τελευταία γυναίκα. Από εκεί, που τώρα λάμπω με την ακτίνα της Αγάπης, σας καλώ και σας δείχνω το Φάρμακο για να ελέγχετε τους εαυτούς σας: τη Χάρη του Κυρίου και το Αίμα του Γιου Μου.
Και συ, φωνή Μου, ανάπαυσε την ψυχή σου σε αυτή την αυγή του Ιησού, για να πάρεις δύναμη για τις μελλοντικές σταυρώσεις, που δεν θα αποφύγεις, διότι σε θέλουμε εδώ, κι εδώ έρχεται κάποιος μόνο μέσα από πόνο, σε θέλουμε εδώ και όσο υψηλότερα έρχεται κανείς τόσο περισσότερο έχει πονέσει για να αποκτήσει τη Χάρη για τον κόσμο. Πήγαινε με ειρήνη. Είμαι μαζί σου».
ΠΗΓΗ: το κεφ. 29 από
το βιβλίο «The Gospel as revealed to me»
της Μαρίας Βαλτόρτα.
Σημείωση: Η Μαρία Βαλτόρτα είχε προσφέρει τον
εαυτό της στο Θεό ως ψυχή-θύμα. Επί 28 χρόνια, από το 1934 μέχρι το τέλος της ζωής
της παρέμεινε κατάκοιτη στο κρεβάτι. Από τις 23 Απριλίου 1943 έως το 1951 παρήγαγε
πάνω από 15,000 χειρόγραφες σελίδες σε 122 τετράδια, περιγράφοντας εξαιρετικά
λεπτομερώς τη ζωή του Ιησού, μέσα από οράματα που ο Ιησούς της παρείχε, ως
επέκταση των Ευαγγελίων.
Σχόλια