Η θριαμβευτική είσοδος στην Ιερουσαλήμ


Ο Ιησούς βρίσκεται στο μέσον των δώδεκα αποστόλων. Και μιλάει: «Έστειλα μπροστά τις γυναίκες γιατί ήθελα να μιλήσω μόνον σε σας. Από τις πρώτες ημέρες που ήμουν μαζί σας, σας είπα: “Μην ταράζετε τη Μητέρα Μου και μην Της λέτε όσα κακά έργα κάνουν στον Γιο Της”. Εκείνα τα έργα τότε φαινόντουσαν άσχημα… Τώρα, εσείς οι τρεις, που ήσασταν μάρτυρες εκείνων των έργων - που ήταν η αρχή μιας αλυσίδας, από την οποία ο Γιος του ανθρώπου πρόκειται να οδηγηθεί στον θάνατο - εσύ, Ιωάννη, εσύ Σίμωνα, και εσύ Ιούδα Ισκαριώτη, μπορείτε καθαρά να δείτε ότι έμοιαζαν με ένα σπόρο πάνω στην άμμο που πέφτει από ψηλά, σε σύγκριση με τους ογκόλιθους που μοιάζουν τα σημερινά έργα. Μην αναφέρετε στη Μητέρα Μου αυτά που θα σας ανακοινώσω τώρα. Όπως εκείνος που πρόκειται να θανατωθεί, πίνει το σπλαχνικό ποτό που τον ζαλίζει κάπως, για να περιμένει την ώρα του μαρτυρίου χωρίς να τρέμει συνεχώς, έτσι να είναι η σιωπή σας γι’ Αυτήν, τη Μητέρα του Σωτήρα. 

Τώρα θέλω να σας εξηγήσω τη σημασία της προφητείας, (Χαίρε, πόλη της Σιών! Αλαλάξτε από χαρά, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ! Νάτος, ο βασιλιάς σας, έρχεται· είναι δίκαιος και σώζει. Είναι πράος και κάθεται πάνω σε γαϊδούρι, σ’ ένα πουλάρι, γέννημα υποζυγίου. Θα εξαφανίσει τ’ άρματα από τον Εφραΐμ και τ’ άλογα από την Ιερουσαλήμ. Θα συντρίψει τα τόξα τα πολεμικά και θα εγκαταστήσει την ειρήνη ανάμεσα στα έθνη. Η εξουσία του θ’ απλώνεται απ’ τη μια θάλασσα στην άλλη κι από τον ποταμό Ευφράτη ως τις άκρες της γης! Προφ. Ζαχαρ. 9:9-10) ώστε τίποτε σκοτεινό να μην υπάρχει. Και σας ζητώ να είστε πολύ κοντά Μου. Την ημέρα θα ανήκω σε όλους. Τη νύχτα σας παρακαλώ να είστε μαζί  Μου διότι θέλω να είμαι μαζί σας. Χρειάζομαι να νιώθω ότι δεν θα είμαι Μόνος».

Ο Ιησούς είναι πολύ θλιμμένος. Οι απόστολοι το προσέχουν, και είναι ανήσυχοι. Μαζεύονται γύρω Του. Ακόμα και ο Ιούδας ξέρει και πλησιάζει πολύ κοντά στον Διδάσκαλο, σαν να είναι ο πιο συγκινημένος από τους μαθητές. Ο Ιησούς τους χαϊδεύει και συνεχίζει: «Σ’ αυτή την ώρα που Μου μένει, θέλω να ολοκληρώσω τη γνώση για τον Χριστό μέσα σας. Στην αρχή, έκανα γνωστή την αλήθεια στον Ιωάννη, στον Σίμωνα και στον Ιούδα για τις προφητείες που σχετίζονται με την γέννησή Μου. Οι προφητείες με σκιαγράφησαν καλύτερα από τον καλύτερο ζωγράφο από την αυγή της ζωής Μου μέχρι το τέλος της. Τώρα, τον Χριστό θα Τον θανατώσουν. Θα τον συντρίψουν σαν τον κέδρο που τον χτυπάει κεραυνός. Γι’ αυτό, ας μιλήσουμε για τον θάνατό Του. Μην αναστενάζετε, μην κουνάτε τα κεφάλια σας. Μην παραπονιέστε μέσα στις καρδιές σας, μην καταριέστε τους ανθρώπους. Δεν βοηθάει πουθενά. 


Θα ανέβουμε στην Ιερουσαλήμ. Το Πάσχα είναι πολύ κοντά. Αυτός ο μήνας θα είναι για σας ο πρώτος μήνας του έτους. Αυτός ο μήνας θα είναι για τον κόσμο η αρχή μιας νέας εποχής. Δεν θα τελειώσει ποτέ. Εκείνοι που θα θελήσουν να εισαγάγουν μια νέα εποχή - που θα φέρει το όνομά τους το ειδωλολατρικό, θα χτυπηθούν από αστραπές. Υπάρχει μόνον ένας Θεός στους Ουρανούς και ένας Μεσσίας πάνω στην Γη: ο Γιος του Θεού, ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Και τώρα, Εγώ οδηγούμαι στον θάνατο. Τον θάνατο, καταλαβαίνετε; Τις πρώτες προφητείες που ήδη εκπληρώνονται σας τις λέω μαζί με τον προφήτη. Τις υπόλοιπες θα σας τις πω πριν μας χωρίσει ο Σατανάς. Τώρα πηγαίνετε να ειδοποιήσετε τη Μητέρα Μου ότι θα πάω να τη χαιρετήσω. Βρίσκεται εκεί πέρα μαζί με τις άλλες Μαρίες, Με περιμένει.

Και αναχωρεί για να πάει γρήγορα στη Μητέρα Του που βρίσκεται με τη Μάρθα, τη Μαρία τη Μαγδαληνή, τη Σουζάνα και τη Μαρία του Κλωπά.  

Φτάνοντας την αγκαλιάζει από τους ώμους, που έχει σηκωθεί και Τον περιμένει απ’ όταν ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος του Αλφαίου Της είπαν: «Έρχεται ο Γιος Σου», και μετά αυτοί επέστρεψαν για να είναι μαζί με τους συντρόφους τους, που προχωρούν αργά, συζητώντας, ενώ ο Θωμάς και ο Ανδρέας κατευθύνονται προς τη Βηθφαγή για να αναζητήσουν το θηλυκό γαϊδούρι με το μικρό του και να τα πάνε στον Ιησού. 

Εν τω μεταξύ ο Ιησούς μιλάει στις γυναίκες:
«Φτάσαμε στην πόλη, σας συμβουλεύω να προχωρήσετε. Συνεχίστε χωρίς να φοβάστε. Να πάτε μέσα στην πόλη πριν από Μένα. Όλοι οι βοσκοί και οι πιστοί μαθητές είναι στην Εν-Ρωγήλ. Έχουν την εντολή να σας συνοδεύσουν και να σας προστατέψουν».

«Βασικά... εμείς μιλήσαμε με τον Άσερ από την Ναζαρέτ και με τον Άβελ από την Βηθλεέμ. Έχουν έρθει μέχρι εδώ για να δουν την άφιξή Σου. Ο κόσμος ετοιμάζει μεγάλη υποδοχή. Και θα θέλαμε να την δούμε... Βλέπεις πως κουνιόνται οι κορυφές από τα δένδρα; δεν είναι από τον αέρα. Αλλά είναι ο κόσμος που κόβει κλαδιά για να τα κρατούν στο δρόμο να Σε προστατέψουν από τον ήλιο. Και εκεί πέρα;! Κοίταξε εκεί πέρα κόβουν τους φοίνικες. Άνδρες σκαρφάλωσαν στους κορμούς για να κόψουν πολλούς... και στις πλαγιές, βλέπεις τα παιδιά σκυμμένα που κόβουν λουλούδια; Και οι γυναίκες σίγουρα άδειασαν τους κήπους τους από τα λουλούδια και τα αρωματικά βότανα για να στρώσουν τον δρόμο Σου με άνθη. Θέλαμε να δούμε… και να κάνουμε και εμείς σαν την Μαρία του Λάζαρου, που μάζεψε όλα τα λουλούδια που πάτησαν τα πόδια Σου, όταν πήγες στον κήπο του Λάζαρου», λέει η Μαρία του Κλωπά εκ μέρους όλων των γυναικών.
Ο Ιησούς χαϊδεύει το μάγουλο της ηλικιωμένης συγγενούς Του, που μιλάει σαν κοριτσάκι που ανυπομονεί να δει την παράσταση και της λέει: «Δεν θα μπορέσετε να δείτε τίποτα μέσα στον κόσμο. Πηγαίνετε στο σπίτι του Λάζαρου, εκείνο που έχει για επιστάτη του τον Ματθία. Θα περάσω από εκεί και θα Με δείτε από ψηλά».
«Γιε Μου… θα πας ολομόναχος; Να μην είμαι κοντά Σου;» ρωτάει η Μαρία με πολύ θλιμμένο πρόσωπο και με τα γαλανά Της μάτια κοιτάζει τον γλυκό της Γιο.
«Θα ήθελα να μείνεις κρυμμένη σαν ένα περιστέρι στην εσοχή ενός βράχου. Περισσότερο από την παρουσία Σου, αγαπημένη Μου Μητέρα, χρειάζομαι τις προσευχές Σου!»
«Αν είναι έτσι θα προσευχηθούμε όλες για Σένα».
«Ναι, και αφού Τον δούμε θα έρθετε όλες στο παλάτι μου στην Σιών. Και θα στείλω υπηρέτες στον Ναό, με την εντολή να ακολουθούν τον Διδάσκαλο συνεχώς, για να μας φέρνουν τις οδηγίες Του και τα νέα Του», λέει η Μαρία του Λάζαρου αποφασιστικά, πάντα με γρήγορη αντίληψη για οτιδήποτε είναι καλύτερο να γίνει, και αυτό σύντομα.
«Έχεις δίκιο αδελφή
», της λέει η Μάρθα. «Αν και λυπάμαι που δεν θα Τον ακολουθήσω, αλλά καταλαβαίνω ότι είναι μια σωστή απόφαση. Άλλωστε ο Λάζαρος μάς είπε να μην φέρνουμε αντιρρήσεις στον Διδάσκαλο για τίποτα και να Τον υπακούμε ακόμα και στα ελάχιστα. Και εμείς αυτό θα κάνουμε».

«Λοιπόν, ας πηγαίνουμε. Βλέπετε; Οι δρόμοι γεμίζουν. Οι απόστολοι έρχονται. Ειρήνη μαζί σας. Θα σας πω να έρθετε όταν βρω την κατάλληλη στιγμή. Αντίο, Μητέρα. Ηρέμησε. Ο Θεός είναι μαζί μας». Την φιλάει και Την αποχαιρετάει. Και οι υπάκουες μαθήτριες αναχωρούν γρήγορα.

Οι δέκα απόστολοι πηγαίνουν με τον Ιησού.

«Τις έστειλες μπροστά;»
«Ναι θα δουν την είσοδό Μου από ένα σπίτι».
«Από πιο σπίτι;» ρωτάει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.
«Ε! Τα φιλικά σπίτια είναι πολλά τώρα!» λέει ο Φίλιππος.
Είναι κοντά στο χωριό Βηθφαγή, όταν οι δύο απόστολοι που τους έχει στείλει για να φέρουν τα γαϊδούρια, επιστρέφουν. Φωνάζουν: «Βρήκαμε αυτά που μας είπες και θέλαμε να τα φέρουμε, όμως ο ιδιοκτήτης ήθελε να τα φέρει ο ίδιος και να τα στολίσει με τα ωραιότερα στολίδια για να Σε τιμήσει
».  

«Καλά κάνατε. Εν τω μεταξύ ας προχωράμε».
«Είναι πολλοί οι μαθητές;» ρωτάει ο Βαρθολομαίος.
«Ω! Πάρα πολλοί. Στους δρόμους της Βηθφαγή υπάρχει το αδιαχώρητο».

«Πάμε μέχρι αυτό το ύψωμα του λόφου και να περιμένουμε για λίγο στη σκιά των δένδρων».
Πηγαίνουν στο μέρος που υπέδειξε ο Ιησούς.
«Μα έτσι απομακρυνόμαστε! Προσπερνάμε τη Βηθφαγή!» αναφωνεί ο Ισκαριώτης.
«Και αν θέλω να το κάνω, ποιος Μου το απαγορεύει; Μήπως είμαι ήδη φυλακισμένος και δεν Μου επιτρέπεται να πάω όπου θέλω; Μήπως φοβάται κάποιος ότι δεν θα Με πιάσουν; Και αν αποφασίσω να περάσω από πιο ασφαλείς δρόμους, μήπως υπάρχει κανείς που να θέλει να Με εμποδίσει να το κάνω;» Ο Ιησούς ρίχνει μια ματιά στον Προδότη, που δεν τολμάει πλέον να ανοίξει το στόμα του και κουνάει τους ώμους του σαν να λέει: «Κάνε ότι θέλεις». 

Βασικά, κάνουν τον γύρο του χωριού που είναι μέρος της πλαγιάς του Όρους των Ελαιών, ανατολικά της Ιερουσαλήμ. Πιο κάτω, μέσα από τις πλαγιές και τους λόφους της πόλης, η κοιλάδα Κέδρον λάμπει στον ήλιο του Απρίλη. Ο Ιησούς κάθεται στο καταπράσινο σιωπηλό μέρος και συγκεντρώνεται στις σκέψεις Του. Κοιτάζει προς την πόλη που εκτείνεται στα πόδια Του. Αυτός ο λόφος είναι σίγουρα πολύ ψηλότερος από τον Γολγοθά, και σίγουρα πιο κοντά στα τείχη.

Ο Ιησούς και οι απόστολοι ξεκουράζονται μετά από τη μακρά πεζοπορία. Κατόπιν ο Ιησούς σηκώνεται και πηγαίνει ακριβώς στην άκρη του υψώματος που κάθονται. Το ψηλό Του παράστημα ξεχωρίζει στον κενό χώρο που είναι γύρω Του. Φαίνεται ακόμα πιο ψηλός έτσι, όρθιος και μόνος. Με τα χέρια Του διπλωμένα στο στήθος πάνω στον μπλε μανδύα Του, κοιτάζει με αυστηρότητα κάτω.
 
Οι απόστολοι Τον παρακολουθούν. Όμως Τον αφήνουν μόνο, δεν μιλούν, ούτε κινούνται. Πρέπει να καταλαβαίνουν ότι πήγε μακριά για να προσευχηθεί. Όμως δεν προσεύχεται. Αφού κοίταξε για αρκετή ώρα την πόλη, από κάθε πλευρά, με κάθε λεπτομέρεια, επανειλημμένα το ένα ή το άλλο σημείο, ο Ιησούς αρχίζει να κλαίει χωρίς λυγμούς ούτε θόρυβο. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια Του που κύλησαν στα μάγουλα και έπεσαν… Σιωπηλά, πολύ θλιμμένα δάκρυα. Τα δάκρυα ενός άνδρα που ξέρει πως πρέπει να κλαίει, ολομόναχος, χωρίς να ελπίζει σε παρηγοριά ούτε κατανόηση από κανέναν. Δάκρυα που έφερε ένας πόνος που δεν μπορεί να ακυρωθεί και που θα πρέπει να τον υποφέρει ολοκληρωτικά. 

Εξ αιτίας της θέσης του, ο αδελφός του Ιωάννη είναι ο πρώτος που βλέπει αυτό το κλάμα και το λέει στους άλλους, που κοιτάζονται μεταξύ τους με έκπληξη.
«Κανένας από εμάς δεν έκανε κάποιο λάθος», λέει ένας.  
«Ούτε ο κόσμος μας πρόσβαλε. Κανείς δεν ήταν εχθρικός μαζί Του», λέει άλλος.
«Τότε γιατί κλαίει;» ρωτάει ο γηραιότερος.

Ο Πέτρος και ο Ιωάννης σηκώνονται ταυτόχρονα και πλησιάζουν τον Διδάσκαλο. Νομίζουν πως το μόνο που έχουν να κάνουν, είναι να Τον κάνουν να καταλάβει ότι Τον αγαπούν και να Τον ρωτήσουν τι συμβαίνει.
«Διδάσκαλε, κλαις;» ρωτάει ο Ιωάννης και ακουμπάει το ξανθό του κεφάλι πάνω στον ώμο του Ιησού, που είναι πιο ψηλός απ’ αυτόν και τον περνάει ενάμισι κεφάλι. Και ο Πέτρος, αφού περνάει το χέρι του γύρω από τη μέση του Ιησού, σχεδόν Τον αγκαλιάζει για να Τον τραβήξει κοντά του, και Του λέει: «Τι σε πονάει Ιησού; Πες σ’ εμάς που Σε αγαπάμε».
Ο Ιησούς ακουμπάει το μάγουλο Του πάνω στο ξανθό κεφάλι του Ιωάννη και ανοίγοντας τα χέρια περνάει το μπράτσο Του γύρω από τους ώμους του Πέτρου. Παραμένουν έτσι αρκετή ώρα αγκαλιασμένοι και οι τρεις, μια πολύ ωραία εικόνα. Όμως τα δάκρυα συνεχίζουν να κυλούν.
Ο Ιωάννης που τα αισθάνεται να πέφτουν πάνω στα μαλλιά του Τον ρωτάει ξανά: «Γιατί κλαις, Διδάσκαλε; Μήπως είμαστε εμείς η αιτία της θλίψης Σου;»
Οι άλλοι απόστολοι έχουν συγκεντρωθεί γύρω τους και με ανυπομονησία περιμένουν μιαν απάντηση.

«Όχι», λέει ο Ιησούς. «Δεν είστε εσείς. Εσείς είστε οι φίλοι Μου, και η φιλία, όταν είναι ειλικρινής, είναι βάλσαμο και χαμόγελο, ποτέ δάκρυα. Θα ήθελα να είστε φίλοι Μου για πάντα ακόμα και τώρα που θα μπούμε μέσα στη διαφθορά που βρίσκεται σε αναβρασμό και μολύνει όσους δεν έχουν απόλυτη θέληση να παραμείνουν έντιμοι».
«Που θα πάμε, Διδάσκαλε; Όχι στην Ιερουσαλήμ; Τα πλήθη ήδη Σε χαιρετούσαν με χαρά. Θέλεις να τους απογοητεύσεις; Μήπως θα πάμε στη Σαμάρεια για κάποια θαύματα; Ακόμα και τώρα που το Πάσχα πλησιάζει;» οι ερωτήσεις γίνονται από διάφορους αποστόλους, ταυτόχρονα. Ο Ιησούς σηκώνει τα χέρια Του και ζητάει σιωπή, και μετά με το δεξί Του χέρι δείχνει την πόλη κάνοντας μια πλατιά χειρονομία σαν αυτή που θα έκανε κάποιος που θα φύτευε σπόρους μπροστά του. Και λέει: «Αυτή είναι η Διαφθορά. Θα εισέλθουμε στην Ιερουσαλήμ. Και μόνον ο Ύψιστος γνωρίζει πόσο πολύ θέλω να την εξαγιάσω, μεταφέροντας εκεί την Αγιότητα που έρχεται από τους Ουρανούς. Να εξαγιάσω εκ νέου, αυτή την πόλη, που έπρεπε να είναι η Αγία Πόλη. Αλλά δεν θα μπορέσω να κάνω τίποτε γι’ αυτήν. Διεφθαρμένη ήταν και διεφθαρμένη θα μείνει. Και τα ποτάμια αγιότητας που αναβλύζουν από τον ζωντανό Ναό και θα αναβλύσουν για λίγες ακόμα μέρες μέχρι να τον αφήσουν χωρίς ζωή, δεν θα είναι αρκετά για να την εξαργυρώσουν. Η Σαμάρεια και οι ειδωλολάτρες θα έρθουν στον Άγιο. Οι ναοί του Αληθινού Θεού θα υψωθούν πάνω στους ψεύτικους ναούς. Οι καρδιές των Εθνικών θα δοξάσουν τον Χριστό. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι, αυτή η πόλη, θα είναι πάντα εχθρικοί προς Αυτόν, και το μίσος τους θα τους οδηγήσει στην πιο μεγάλη αμαρτία. Αυτό πρέπει να συμβεί. Όμως αλίμονο σ’ αυτούς που θα γίνουν τα σκεύη αυτού του εγκλήματος. Αλίμονο!...»
Ο Ιησούς κοιτάζει έντονα τον Ιούδα, που είναι σχεδόν μπροστά Του.
«Αυτό δεν θα γίνει ποτέ με εμάς. Είμαστε οι Δικοί Σου απόστολοι, πιστεύουμε σε Σένα και είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για Σένα», ο
 Ιούδας ψεύδεται ασύστολα και συναντάει τα μάτια του Ιησού χωρίς ντροπή. Οι άλλοι συμφωνούν με την δήλωσή του.

Ο Ιησούς απαντάει προς όλους αποφεύγοντας να απαντήσει απ’ ευθείας στον Ιούδα.
«Να παρακαλάτε τον Ουρανό να γίνετε έτσι, όμως έχετε ακόμα μεγάλες αδυναμίες μέσα σας και ο πειρασμός μπορεί να σας κάνει όμοιους με αυτούς που Με μισούν. Να προσεύχεστε με ζήλο και να αγρυπνείτε. Ο Σατανάς ξέρει ότι θα νικηθεί και θέλει να εκδικηθεί και να σας αποσπάσει από Μένα. Ο Σατανάς είναι γύρω μας: γύρω από Μένα για να Με εμποδίσει να κάνω το θέλημα του Πατέρα και να εκπληρώσω την αποστολή Μου, γύρω σας, για να σας κάνει υπηρέτες του. Να είστε άγρυπνοι. Μέσα απ’ αυτά τα τείχη ο Σατανάς θα πάρει αυτούς που δεν ήταν δυνατοί. Θα πάρει αυτόν, για τον οποίο η επιλογή του ήταν κατάρα, διότι μεταχειρίστηκε αυτή την επιλογή για ανθρώπινους σκοπούς. Εγώ σας επέλεξα για την Βασιλεία των Ουρανών, όχι του κόσμου. Αυτό να το θυμάστε. Και εσύ, πόλη, που θέλεις την καταστροφή σου και εξ αιτίας σου Εγώ χύνω δάκρυα, να ξέρεις ότι ο Χριστός σου προσεύχεται για τη σωτηρία σου. Ω! Αν τουλάχιστον, και σε αυτήν την ώρα που σου έμεινε, ερχόσουν σ’ Αυτόν που θα μπορούσε να είναι η ειρήνη σου! Όμως θα έρθει η μέρα που θα την θυμηθείς αυτήν τη στιγμή! Αλλά θα είναι πολύ αργά για κλάματα και μετάνοιες! Η Αγάπη θα έχει περάσει από τους δρόμους σου και θα έχει εξαφανιστεί. Θα παραμείνει το Μίσος που προτίμησες. Και το Μίσος θα μείνει πάνω σου και στα παιδιά σου. Διότι ο καθένας έχει αυτό που θέλει να έχει, και το μίσος πληρώνεται με μίσος.  

Εγώ κλαίω φίλοι Μου, διότι έχω καρδιά ανθρώπου και η καταστροφή της πατρίδας Μου Με κάνει να χύνω δάκρυα. Όμως είναι σωστό να γίνει αυτό επειδή μέσα σ’ αυτά τα τείχη η διαφθορά έχει ξεπεράσει τα όρια και επισύρει την τιμωρία του Θεού. Αλίμονο στους πολίτες που είναι η αιτία του κακού στην πατρίδα τους! Αλίμονο στους ηγέτες που είναι η πρωταρχική αιτία για όλα αυτά! Αλίμονο σ’ αυτούς που θα έπρεπε να είναι άγιοι για να καθοδηγούν τους άλλους να είναι έντιμοι, αλλά αντ’ αυτού, ατίμασαν τον Οίκο του Κυρίου και τους εαυτούς τους! Ελάτε. Η πράξη Μου δεν θα έχει καμία αξία. Αλλά ας κάνουμε να λάμψει για άλλη μια φορά το Φως μέσα στο Σκοτάδι!»
Και ο Ιησούς κατηφορίζει ακολουθούμενος από τους αποστόλους Του. Βαδίζει γρήγορα και είναι σοβαρός, θα έλεγα σχεδόν θυμωμένος. Δεν μιλάει πλέον. Πηγαίνει σε ένα μικρό σπίτι στους πρόποδες του λόφου.
 

Κόσμος πολύς έχει αρχίσει να μαζεύεται γύρω από το σπίτι αυτό, σπρώχνουν και θέλουν να προχωρήσουν πιο μπροστά... Κάποιες γυναίκες φωνάζουν, μερικά παιδιά κλαίνε, ενώ άλλοι χαιρετούν και κάνουν χαρούμενα σχόλια: «Αυτή είναι μια όμορφη μέρα που Σε φέρνει πάλι σε μας! Ειρήνη μαζί Σου, Κύριε! Εμείς Σε υποδεχόμαστε, Διδάσκαλε, επειδή επέστρεψες για να μας ανταμείψεις για την πίστη μας».


Ο Ιησούς σηκώνεται και κάνει μια κίνηση που σημαίνει ότι θέλει να μιλήσει. Όλοι σωπαίνουν και η φωνή του Ιησού ακούγεται καθαρά. «Ειρήνη σε σας! Μην σπρώχνεστε μεταξύ σας. Τώρα θα ανεβούμε στον Ναό. Ήρθα για να μείνω μαζί σας. Ειρήνη! Ειρήνη! Κάντε χώρο, αγαπημένοι Μου φίλοι! Αφήστε Με να βγω έξω και ακολουθείστε Με, διότι θα πάμε όλοι μαζί στην Αγία Πόλη».

Ο κόσμος ακούει και κάνουν έναν μικρό διάδρομο για να βγει ο Ιησούς και να ανέβει πάνω στο πουλάρι που κανένας δεν έχει ανέβει επάνω του ακόμα. Κάποιοι πλούσιοι προσκυνητές απλώνουν τους ακριβούς μανδύες τους πάνω στο ζώο, ενώ ένας άνδρας γονατίζει με το ένα γόνατο στο έδαφος και το άλλο σαν σκαλοπάτι, για τον Κύριο, που ανεβαίνει στο πουλάρι. Το ταξίδι ξεκινάει, με τον Πέτρο να βαδίζει από την μια πλευρά του Διδασκάλου και τον Ισαάκ από την άλλη να κρατά τα χαλινάρια του ζώου που προχωράει ήρεμα σαν να είναι συνηθισμένο, χωρίς να γίνεται ατίθασο, ούτε να τρομάζει από τα λουλούδια που, καθώς τα πετούν μπροστά από τα πόδια του Ιησού, συχνά χτυπούν τα μάτια είτε τους τρυφερούς μύες του μικρού ζώου, που δεν το φοβίζουν ούτε τα κλαδιά από τις ελιές ούτε τα φύλλα από τους φοίνικες που κουνιόνται μπροστά του και γύρω του, είτε τα ρίχνουν στο έδαφος για να γίνει ένα χαλί μαζί με τα λουλούδια. Δεν το τρομάζουν ούτε οι φωνές των «Ωσαννά, Γιε του Δαβίδ!» που συνεχώς δυναμώνουν όπως και το πλήθος που όλο μεγαλώνει με νεοφερμένους. 

Δεν είναι εύκολο να διασχίσεις τη Βηθφαγή, μέσα από τα στενά δρομάκια, και οι μητέρες αναγκάζονται να παίρνουν τα μικρά στην αγκαλιά τους, και οι άνδρες να προστατεύουν τις γυναίκες τους να μην τις σπρώξουν απότομα και μερικοί πατέρες έχουν τα παιδιά τους πάνω στους ώμους τους για να είναι πάνω από τον συνωστισμό, ενώ οι λεπτές φωνές των παιδιών ακούγονται σαν βελάσματα αρνιών είτε σαν το τιτίβισμα των χελιδονιών, και με τα χεράκια τους πετούν λουλούδια και κλαδιά ελιάς, που τους έδωσαν οι μητέρες τους, όπως και φιλιά στον Καλό Ιησού…
Η πομπή μεγαλώνει με τάξη, και πολλοί εθελοντές προχωρούν μπροστά ανοίγοντας δρόμο και άλλοι που ακολουθούν στρώνουν τον δρόμο με κλαδιά. Και όταν ένας άνδρας ρίχνει τον μανδύα του στον δρόμο σαν χαλί, εκατοντάδες τον μιμούνται. Έτσι το μέσον του δρόμου είναι σαν μια πολύχρωμη κορδέλα από ρούχα που άπλωσαν στο έδαφος και αφού περάσει ο Ιησούς τα παίρνουν και τα μεταφέρουν πάλι μπροστά του με πολλά άλλα, ενώ άνθη και κλαδιά από φοίνικες κουνιούνται ρυθμικά και δυνατές φωνές ακούγονται από γύρω για να τιμήσουν τον Βασιλιά του Ισραήλ, τον Γιο του Δαβίδ και την βασιλεία Του. 

Οι στρατιώτες που έχουν σκοπιά βγαίνουν έξω από την πύλη για να δουν τι συμβαίνει. Όμως δεν είναι κάποια ανταρσία και κάνουν στην άκρη, χαμηλώνουν τα σπαθιά τους και κοιτούν έκπληκτοι, είτε με ειρωνεία την παράξενη πομπή αυτού του Βασιλιά που είναι πάνω σ’ ένα πουλάρι μιας γαϊδούρας, όμορφος σαν θεός, ταπεινός σαν τον φτωχότερο των ανθρώπων, πράος, να ευλογεί... τριγυρισμένος από γυναίκες και παιδιά και από άνδρες χωρίς όπλα που φωνάζουν: «Ειρήνη! Ειρήνη!». Αυτού του βασιλιά, που προτού μπει στην πόλη, σταματάει για λίγο κοντά στους τάφους της Χιννόν και της Σιλωάμ (Νομίζω ότι τα αναφέρω σωστά τα ονόματα αυτών των δύο περιοχών, που έχω δει λεπρούς άλλες στιγμές να θεραπεύονται θαυματουργικά) και να πατάει στο μοναδικό χαλινάρι για να ξεκουράσει το πόδι Του, διότι κάθεται στα πλάγια πάνω στο γαϊδούρι, και όχι καβάλα, να σηκώνεται, να ανοίγει τα χέρια Του και να φωνάζει προς τις πλαγιές (όπου πρόσωπα και σώματα τρομακτικά εμφανίζονται κοιτώντας προς τον Ιησού, και με την παραπονιάρικη φωνή των λεπρών να φωνάζουν: «Έχουμε μολυνθεί!» για να φύγουν κάποιοι άμυαλοι που για να δουν τον Ιησού καλύτερα, έχουν σκαρφαλώσει ακόμα και στην περιοχή τους).

«Αυτός που πιστεύει σε Μένα, ας επικαλεστεί το Όνομά Μου και θα θεραπευτεί!» και ενώ ετοιμάζεται να απομακρυνθεί, τους ευλογεί και λέει στον Ιούδα: «Να αγοράσεις τρόφιμα για τους λεπρούς και να τους τα πας μαζί με τον Σίμωνα προτού σκοτεινιάσει». 

Όταν η πομπή περνάει κάτω από την καμάρα της πύλης του Σιλωάμ, το πλήθος σαν χείμαρρος ξεχύνεται μέσα στην πόλη από το προάστιο Οφήλ – όπου κάθε ταράτσα έχει γίνει μια μικρή δροσερή πλατεία κατάμεστη από ανθρώπους που ψάλλουν το Ωσαννά, και ρίχνουν λουλούδια και χύνουν αρώματα στους δρόμους και προσπαθούν να αγγίξουν τον Διδάσκαλο, και η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από τα αρώματα των λουλουδιών – και οι ζητωκραυγές του πλήθους αυξάνονται διότι και οι άνθρωποι αυξάνονται, σαν να έχει κάθε άνθρωπος μια σάλπιγγα, διότι η Ιερουσαλήμ έχει πολλές καμάρες που μεγεθύνουν τους θορύβους. 

Τους ακούω να φωνάζουν, και νομίζω ότι εννοούν αυτό που λένε οι Ευαγγελιστές: «Shalem, Shalem melchil 
Ένας διαρκής βόμβος, σαν τον βρυχηθμό μιας ταραγμένης θάλασσας, στην οποία ο θόρυβος από τον κύμα που σπάει πάνω στην ακρογιαλιά και τα βράχια δεν έχει πέσει ακόμα και ένα άλλο κύμα έρχεται, χωρίς σταματημό. Βλέπω ανθρώπους συνεχώς να έρχονται και να ενώνονται με το πλήθος, και γνωστά πρόσωπα παρουσιάζονται και εξαφανίζονται: όλοι οι μαθητές απ’ όλα τα μέρη της Παλαιστίνης ακολουθούν… Βλέπω για λίγο τον Ιάειρο, και τον Γάια, τον νεαρό από την Πέλλα που ήταν τυφλός όπως και η μητέρα του και τον θεράπευσε ο Ιησούς, βλέπω τον Ιωακείμ από τα Βόστρα και τον χωρικό από την κοιλάδα Σαρών μαζί με τα αδέλφια του, βλέπω τον μοναχικό γέρο Ματθία από μια περιοχή κοντά στον Ιορδάνη, βλέπω τον Ζακχαίο με τους φίλους του που τώρα πιστεύουν στον Ιησού, βλέπω τον γέρο-Ιωάννη από την Νωβ μαζί με
σχεδόν όλους τους κατοίκους της, βλέπω τον σύζυγο της Σάρας από τη Γιούτα και εκατοντάδες άλλους.

Και – δυστυχώς – υπάρχουν πρόσωπα Φαρισαίων και γραμματέων, γεμάτα οργή γι’ αυτόν τον θρίαμβο, και επίτηδες σπρώχνουν με τους αγκώνες τους για να πλησιάσουν τον κύκλο της αγάπης που είναι γύρω από τον Ιησού και Του φωνάζουν: «Κάνε αυτούς τους τρελούς να σωπάσουν! Βάλε τους μυαλό! Το Ωσαννά το ψάλλουν στον Θεό μόνον. Πες τους να σωπάσουν!»
Και ο Ιησούς τους απαντάει ευγενικά: «Ακόμα και αν τους έλεγα να κάνουν ησυχία, και Με υπήκουαν, οι πέτρες θα βροντοφώναζαν τα θαύματα του Λόγου του Θεού».

Βασικά, οι άνθρωποι φωνάζουν: «Ωσαννά, Ωσαννά στον Γιο του Δαβίδ! Ευλογημένος Αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου! Ωσαννά σ’ Αυτόν και στην βασιλεία Του! Ο Θεός είναι μαζί μας! Ο Εμμανουήλ ήρθε! Η Βασιλεία του Χριστού του Κυρίου, ήρθε! Ωσαννά, Ωσαννά! Από τη Γη στον Ύψιστο Ουρανό! Ειρήνη! Ειρήνη βασιλιά μου! Ειρήνη και ευλογίες σε Σένα, άγιε Βασιλιά! Ειρήνη και δόξα στους Ουρανούς και στην Γη! Δόξα στον Θεό για τον Χριστό Του! Ειρήνη στους ανθρώπους που ξέρουν πώς να Τον υποδεχτούν. Ειρήνη στην Γη στους ανθρώπους με καλή θέληση και δόξα στον Ύψιστο Ουρανό, διότι η ώρα του Κυρίου ήρθε και ο λαός της Παλαιστίνης πληροφορεί τους προσκυνητές της διασποράς για τα θαύματα που είδαν, και γι’ αυτούς που δεν ξέρουν τι συμβαίνει, επειδή είναι ξένοι που περνούν τυχαία από την πόλη και ρωτούν: «Μα ποιος είναι Αυτός; Τι συμβαίνει;» Και εκείνοι απαντούν: «Αυτός είναι ο Ιησούς! Ο Ιησούς ο Διδάσκαλος από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας! Ο Προφήτης! Ο Μεσσίας του Κυρίου! Ο Άγιος Μεσσίας!» 

Από ένα σπίτι βγαίνει έξω μια παρέα από νέους δυνατούς άνδρες που μεταφέρουν στα κεφάλια τους χάλκινα μαγκάλια γεμάτα κάρβουνα και λιβάνι, που καίει και απλώνει σύννεφα αρωματικού καπνού. Η κίνηση τους είναι όμορφη, και πολλοί, είτε τρέχουν μπροστά είτε γυρίζουν πίσω στα σπίτια τους για να κάνουν φωτιά με αρωματικό ρετσίνι και έτσι να τιμήσουν τον Χριστό.
«Ιησού!» 

Είναι μια φωνή, διαφορετική που υπερβαίνει τις φωνές του πλήθους. «Η Μητέρα Σου!» φωνάζει ο Πέτρος και δείχνει ένα σπίτι σχεδόν την γωνία του δρόμου που οδηγεί πάνω προς το λόφο Μορία, από τον οποίο αρχίζει να περνάει η πομπή.
Ο Ιησούς κοιτάζει ψηλά για να χαμογελάσει στην Μητέρα Του, που είναι εκεί μαζί με τις πιστές γυναίκες.
Η πομπή προχωρά, βρίσκεται ήδη στην πρώτη αυλή του Ναού με τον συνηθισμένο θόρυβο των αργυραμοιβών και αυτών που πωλούν περιστέρια, σπουργίτια και αρνιά, με τη μόνη διαφορά ότι οι πωλητές έχουν μείνει μόνοι, διότι όλοι πήγαν να δουν τον Ιησού. Και ο Ιησούς εισέρχεται μεγαλοπρεπής με τον κόκκινο μανδύα Του. Κοιτάζει γύρω το παζάρι και μια ομάδα Φαρισαίων και γραμματέων που Τον παρακολουθούν από μια στοά.
Τα μάτια Του αστράφτουν από θυμό. Μέσα σε μια στιγμή βρίσκεται στο κέντρο της αυλής. Μια κίνηση απρόσμενη που μοιάζει με πέταγμα. Το πέταγμα μιας φλόγας, διότι τα ρούχα Του μοιάζουν με φλόγα στο φως του ήλιου που κατακλύζει την αυλή.

«Φύγετε από τον Οίκο του Πατέρα Μου! Εδώ δεν είναι τόπος για τοκογλύφους και παζάρια. Είναι γραμμένο: “Ο Οίκος Μου θα ονομάζεται Οίκος προσευχής” (Ησαΐας 56:7). Γιατί τον μετατρέψατε σε άντρο ληστών, εδώ όπου οι άνθρωποι επικαλούνται το όνομα του Κυρίου; Φύγετε! Καθαρίστε τον Οίκο Μου. Μακριά, μην σας χτυπήσω, όχι με σχοινιά, αλλά με βροντές ουράνιας οργής. Φύγετε! Βγείτε έξω, κλέφτες, απατεώνες, ασελγείς, δολοφόνοι, ασεβείς, ειδωλολάτρες της χειρότερης ειδωλολατρίας, αυτής της υπερηφάνειας, διεφθαρμένοι και ψεύτες. Έξω! Βγείτε έξω! Ειδάλλως, Εγώ σας λέω ότι ο Ύψιστος Θεός θα εξαφανίσει αυτό το μέρος και θα εκδικηθεί εναντίον όλου του λαού».

Δεν επαναλαμβάνει το μαστίγιο της προηγούμενης φοράς, όμως όταν βλέπει ότι οι έμποροι και οι αργυραμοιβοί αργούν να υπακούσουν, πηγαίνει στον πλησιέστερο πάγκο και τον γυρίζει ανάποδα σκορπώντας χρήματα και ζυγαριές στο έδαφος.

Οι πωλητές και οι αργυραμοιβοί βιάζονται να εκτελέσουν την εντολή του Ιησού. Και ο Ιησούς τους φωνάζει: «Πόσες φορές πρέπει να σας πω ότι εδώ δεν πρέπει να είναι τόπος ασυδοσίας, αλλά τόπος προσευχής;» και κοιτάζει εκείνους του Ναού, που υπακούοντας στις εντολές του Ποντίφικα, δεν κάνουν καμία κίνηση αντεπίθεσης. 

Αφού καθάρισε η αυλή, ο Ιησούς πηγαίνει προς τις στοές όπου έχουν συγκεντρωθεί τυφλοί, παράλυτοι, μουγκοί, ανάπηροι και άλλοι άρρωστοι που Τον καλούν με όλη την δύναμη της φωνής τους.
«Τι θέλετε από Μένα;»
«Τα μάτια μου, Κύριε! Τα άκρα μου!»
«Να μιλήσει ο γιος μου!»
«Να γίνει καλά η γυναίκα μου!»
«Πιστεύουμε σε Σένα, Γιε του Θεού!»

«Ας σας ακούσει ο Θεός. Σηκωθείτε και δοξολογείστε τον Κύριο!»
Δεν τους θεράπευσε έναν προς έναν αλλά κάνει μια μεγάλη κίνηση με το χέρι Του και η χάρις και η υγεία κατεβαίνουν σ’ αυτούς τους δυστυχισμένους, που σηκώνονται εντελώς υγιείς με φωνές χαράς οι οποίες ανακατεύονται με εκείνες των παιδιών που σφίγγονται επάνω Του και επαναλαμβάνουν: «Δόξα, δόξα στον Γιο του Δαβίδ! Ωσαννά στον Ιησού τον Ναζωραίο, τον Βασιλέα των βασιλέων και τον Κύριο των κυρίων!»

Μερικοί Φαρισαίοι με προσποιητό σεβασμό Του φωνάζουν: «Διδάσκαλε, τους ακούς; Αυτά τα παιδιά λένε αυτά που δεν θα έπρεπε να πουν. Μάλωσέ τα! Πες τους να σωπάσουν!»
«Γιατί; Μήπως ο βασιλιάς προφήτης, ο βασιλιάς της φυλής Μου, δεν είπε: “Από το στόμα των παιδιών και των βρεφών, έκανες την τέλεια δοξολογία για να συγχυστούν οι εχθροί Σου’’; (Ψαλμ. 8:3). Δεν διαβάσατε αυτά τα λόγια του ψαλμωδού; Τα παιδιά ας ψάλλουν τους ύμνους Μου. Παρακινούνται από τους αγγέλους τους για να τραγουδήσουν, οι οποίοι βλέπουν τον Πατέρα Μου ακατάπαυστα και γνωρίζουν τα μυστικά Του, τα οποία και εμπνέουν σε αυτά τα αθώα. Τώρα αφήστε Με όλοι να πάω να προσευχηθώ στον Κύριο» και περνώντας μπροστά από τον κόσμο, πηγαίνει στην αυλή των Ισραηλιτών για να προσευχηθεί.
Αργότερα, βγαίνει από μια άλλη πόρτα, και περνώντας από την Προβατική κολυμβήθρα, φεύγει από την πόλη και επιστρέφει στους λόφους του Όρους των Ελαιών. 

Οι απόστολοι είναι κατενθουσιασμένοι... αυτός ο θρίαμβος τους κάνει να αποκτήσουν εμπιστοσύνη, να ξεχάσουν τελείως όλον τον τρόμο που τα λόγια του Διδασκάλου τους είχαν εμφυσήσει. Μιλούν για τα πάντα...  Ο Ιησούς μιλάει στους υπηρέτες της Μαρίας της Μαγδαληνής, που είχαν πάει μαζί Του στον Ναό και μετά τους αποχαιρετάει.
«Και που θα πάμε τώρα;» ρωτάει Φίλιππος.
«Στο σπίτι του Μάρκου του Ιωνά;» λέει ο Ιωάννης.
«Όχι, στην κατασκήνωση των Γαλιλαίων. Ίσως έχουν έρθει τα αδέλφια Μου και θέλω να τους χαιρετήσω», λέει ο Ιησούς.
«Θα μπορέσεις να το κάνεις, αύριο», επισημαίνει ο Θαδδαίος.
«Είναι καλύτερα να κάνουμε τα πράγματα όσο μπορούμε ακόμα να τα κάνουμε. Ας πάμε στους Γαλιλαίους. Θα χαρούν όταν μας δουν. Θα έχετε νέα και από τις οικογένειές σας. Εγώ θα δω τα μικρά...»
«Και απόψε; Πού θα κοιμηθούμε; Στην πόλη; Πού; Πού βρίσκεται η Μητέρα Σου; Στης Ιωάννας;» ρωτάει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.
«Δεν ξέρω. Σίγουρα όχι στην πόλη. Ίσως σε κάποια από τις τέντες των Γαλιλαίων ξανά».
«Μα γιατί;»
«Επειδή είμαι Γαλιλαίος και αγαπώ την πατρίδα Μου. Πάμε».
Φεύγουν κατεβαίνοντας προς την κατασκήνωση των Γαλιλαίων που βρίσκεται στο Όρος των Ελαιών προς το μέρος της Βηθανίας, και είναι όλος ο τόπος καλυμμένος με άσπρες τέντες κάτω από τον όμορφο ήλιο του Απρίλη. 

(Σημ: Την εποχή του Ιησού οι πολύ κοντινοί συγγενείς, όπως ήταν τα ξαδέλφια του ονομαζόντουσαν 'αδέλφια' διότι δεν υπήρχε άλλος όρος να εκφράζει τη συγγένεια αυτή, αλλά και επειδή την Μαρία, μετά τον θάνατο του Ιωσήφ την είχε υπό την προστασία του ο κουνιάδος του που είχε τα αγόρια που ο Ιησούς αποκαλούσε 'αδέλφια').

ΠΗΓΗ: Το κεφ. 590 του βιβλίου "The Gospel as revealed to me" της Μ. Βαλτόρτα.

ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;