Η Παρθένος Μαρία παρουσιάζεται στον Ναό


Στις 30 Αυγούστου 1944, ο Ιησούς δείχνει στη Μαρία Βαλτόρτα, σε όραμα, την αφιέρωση της Μαρίας από τους γονείς της, Ιωακείμ και Άννα, στο Θεό.

«Βλέπω τη Μαρία μεταξύ του πατέρα Της και της μητέρας Της να περπατάει στους δρόμους της Ιερουσαλήμ. Περαστικοί σταματούν να δουν το όμορφο κοριτσάκι ντυμένο στα λευκά και με μια λεπτή κάπα από πάνω. Η κάπα, επειδή το σχέδιο έχει κλαδιά και λουλούδια που είναι πιο σκούρα από το υπόλοιπο ύφασμα, μοιάζει με εκείνο που φορούσε η Άννα στον Εξαγνισμό της. Η μόνη διαφορά είναι ότι ενώ στην Άννα έφθανε μέχρι τη μέση της, στη Μαρία, που είναι κοριτσάκι τριών ετών, φθάνει μέχρι τους αστραγάλους. Μοιάζει με ένα μικρό φωτεινό συννεφάκι σπάνιας ομορφιάς. Τα ξανθά μαλλιά Της, ριχτά στους ώμους Της, ή μάλλον, στον λεπτό λαιμό Της, λάμπουν μέσα από το πέπλο που δεν έχει σχέδιο παρά μόνο ένα απλό στο περιθώριο. Το πέπλο είναι δεμένο στο μέτωπό Της με μια γαλάζια κορδέλα που πάνω της είναι κεντημένα κρινάκια με ασημένια κλωστή, σίγουρα από την μητέρα Της.

Όπως είπα και προηγουμένως, το λευκό Της φόρεμα φθάνει μέχρι κάτω στο έδαφος, και μόλις που φαίνονται τα ποδαράκια Της, όπως περπατάει με τα λευκά σανδάλια Της. Τα χέρια Της μοιάζουν με δύο πέταλα από μανόλια που ξεπροβάλλουν από τα μακριά μανίκια. Εκτός από τη γαλάζια κορδέλα δεν υπάρχει άλλο χρώμα επάνω Της. Η Μαρία μοιάζει να έχει ντυθεί το χιόνι.

Ο Ιωακείμ φοράει τον ίδιο μανδύα που είχε και στον εξαγνισμό. Η Άννα όμως, φοράει ένα πολύ σκούρο μωβ φόρεμα. Ακόμη και ο μανδύας της έχει το ίδιο χρώμα, και της καλύπτει και το κεφάλι. Η κουκούλα φτάνει πιο χαμηλά από τα μάτια της. Δυο θλιμμένα μάτια κόκκινα και με δάκρυα - μιας μάνας που δεν θέλει να κλάψει, και ακόμη περισσότερο δεν θέλει να φανεί πως κλαίει αλλά δεν μπορεί παρά να χύνει δάκρυα κάτω από την κάλυψη του μανδύα, μια κάλυψη που υπηρετεί τον σκοπό της ως προς τους περαστικούς και τον Ιωακείμ, του οποίου τα μάτια, ενώ συνήθως είναι λαμπερά, σήμερα είναι κόκκινα και θολά από τα δάκρυα που χύνει. Περπατάει σκυφτός, στο κεφάλι του φοράει τη μαντήλα των Ιουδαίων διπλωμένη σαν τουρμπάνι με τις πιέτες να κρέμονται κάτω κατά μήκος του προσώπου του.

Ένας πολύ ηλικιωμένος Ιωακείμ. Όποιος τον βλέπει πρέπει να νομίζει ότι είναι ο παππούς ή ο προπάππους της μικρής που κρατάει από το χέρι. Ο πόνος που θα Την χάσει, κάνει τον καημένο πατέρα να σέρνεται στα πόδια του, και είναι τόσο ανήσυχος που δείχνει είκοσι χρόνια μεγαλύτερος. Είναι τόσο λυπημένος και κουρασμένος που μοιάζει με γέρο άρρωστο. Το στόμα του τρέμει ελαφρά ανάμεσα στις δύο ρυτίδες που είναι στα πλάγια της μύτης του και που σήμερα είναι τόσο βαθιές!

Και οι δύο προσπαθούν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. Αλλά, αν και για τους άλλους φαίνεται να τα καταφέρνουν, δεν συμβαίνει το ίδιο και για τη Μαρία, που λόγω του χαμηλού ύψους Της τους βλέπει από κάτω, και σηκώνοντας το κεφάλι κοιτάζει τον πατέρα Της και τη μητέρα Της εναλλάξ. Προσπαθούν να Της χαμογελάσουν με το στόμα τους να τρέμει και σφίγγουν το χεράκι της κάθε φορά που τους κοιτάζει και τους χαμογελάει.
Πρέπει να σκέπτονται: «Να ένα χαμόγελο λιγότερο που βλέπουμε».

Βαδίζουν αργά. Πολύ αργά. Σαν να εύχονται να καθυστερήσουν το ταξίδι τους όσο γίνεται πιο πολύ. Το κάθε τι είναι αφορμή για στάση… Αλλά ένα ταξίδι πρέπει και να τελειώνει! Και αυτό πλησιάζει προς το τέλος. Εκεί επάνω, στη κορυφή, στο τελευταίο άνοιγμα του δρόμου, είναι τα τείχη. Η Άννα βγάζει έναν αναστεναγμό και κρατάει το χεράκι της Μαρίας πιο σφιχτά.

«Άννα, χρυσή μου, είμαι εδώ μαζί σου!» ψιθυρίζει μια φωνή που έρχεται από τη σκιά από μια χαμηλή αψίδα που είναι κτισμένη πάνω σε μια διασταύρωση. Και η Ελισάβετ που τους περίμενε, την πλησιάζει και την αγκαλιάζει. Και ενώ η Άννα κλαίει, της λέει: «Έλα σε αυτό το φιλικό σπίτι για λίγο. Μετά θα φύγουμε μαζί. Και ο Ζαχαρίας βρίσκεται εδώ».

Μπαίνουν όλοι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο που το μοναδικό φως είναι μία μεγάλη φωτιά. Η οικοδέσποινα, προφανώς φίλη της Ελισάβετ, αλλά άγνωστη στην Άννα, αποσύρεται ευγενικά αφήνοντάς τους μόνους.

« Δεν πρέπει να νομίζεις ότι έχω μετανιώσει ή πως δίνω αυτό το θησαυρό στον Κύριο χωρίς την θέλησή μου», εξηγεί η Άννα κλαίγοντας, «αλλά είναι η καρδιά μου…ω! πόσο πονάει η καρδιά μου, η γέρικη καρδιά μου που επιστρέφει στην απομόνωση της ατεκνίας! Αν μπορούσες να με καταλάβεις…»

«Το ξέρω γλυκιά μου Άννα… Αλλά είσαι καλή και ο Θεός θα σε παρηγορήσει στη μοναξιά σου. Η Μαρία θα προσεύχεται για την ειρήνη της μητέρας Της. Δεν είναι έτσι Μαρία;»

Η Μαρία χαϊδεύει τα χέρια της μητέρας Της και τα φιλάει. Τα σφίγγει στο πρόσωπό Της για να Την χαϊδέψουν και η Άννα κρατάει το προσωπάκι Της σφικτά στα χέρια της και το φιλάει συνέχεια. Δεν κουράζεται ποτέ να Την φιλάει.
Ο Ζαχαρίας μπαίνει και τους χαιρετάει λέγοντας: «Μακάρι η ειρήνη του Θεού να είναι με τους δίκαιους».
«Ναι» απαντάει ο Ιωακείμ, «να παρακαλάς, ειρήνη για μας, διότι οι καρδιές μας τρέμουν με την προσφορά μας, όπως έγινε και με τον Αβραάμ, όταν ανέβαινε το βουνό, αλλά εμείς δεν θα βρούμε καμία άλλη προσφορά για να αντικαταστήσουμε αυτήν. Ούτε και το θέλουμε, διότι είμαστε πιστοί στον Κύριο. Αλλά υποφέρουμε, Ζαχαρία. Εφ’ όσον είσαι ιερέας του Θεού, σε παρακαλώ κατάλαβε μας, και μην ταράζεσαι».

«Ποτέ. Αντίθετα, η θλίψη σας που είναι αρκετά μεγάλη, και δεν κλόνισε την πίστη σας, με διδάσκει πώς να αγαπώ τον  Ύψιστο. Αλλά κάνετε κουράγιο.  Η Άννα η προφήτισσα, θα φροντίζει αυτό το λουλούδι του Δαβίδ και του Ααρών. Προς το παρόν είναι το μοναδικό κρινάκι από τον Δαβίδ, τους αγίους απογόνους, στο Ναό, και θα Την φροντίζουν σαν ένα βασιλικό μαργαριτάρι. Παρόλο που πλησιάζει ο καιρός που θα έρθει ο Μεσσίας και οι γυναίκες που ανήκουν στη φυλή του Δαβίδ θα πρέπει να ανυπομονούν να θυσιάσουν τις κόρες τους στο Ναό, διότι ο Μεσσίας θα γεννηθεί από μια παρθένα απόγονο του Δαβίδ. Όμως, γενικά, λόγω της αδύνατης πίστης, οι θέσεις για τις παρθένες στο Ναό είναι άδειες. Υπάρχουν πολύ λίγες και καμία από βασιλική γενιά, από όταν έφυγε η Σάρα του Ελισαίου πριν τρία χρόνια για να παντρευτεί. Είναι αλήθεια ότι υπολείπονται ακόμα τριάντα χρόνια μέχρι την καθορισμένη εποχή, αλλά... Ας ελπίζουμε ότι η Μαρία θα είναι η πρώτη από πολλές παρθένες από τους απογόνους του Δαβίδ που θα φορέσει το Ιερό Πέπλο της νύφης. Και τότε... ποιος ξέρει...»

Ο Ζαχαρίας δεν λέει τίποτε άλλο, αλλά κοιτάζει τη Μαρία σκεπτικός. Μετά συνεχίζει: «Και εγώ θα Τηνπαρακολουθώ. Είμαι ιερέας και έχω εξουσία εδώ. Θα την αξιοποιήσω γι’ αυτό το αγγελούδι. Και η Ελισάβετ θα Την επισκέπτεται συχνά».

«Σίγουρα!  Έχω τόση μεγάλη ανάγκη το Θεό, που θα έρχομαι να μιλώ σε αυτό το μικρό αγγελούδι, για να τα μεταφέρει στον Ύψιστο».

Η Άννα πήρε δύναμη. Για να αλλάξουν θέμα, η Ελισάβετ τη ρωτάει: «Αυτό δεν είναι το πέπλο από τους γάμους σου;  Ή ύφανες καινούργιο;»

«Αυτό είναι. Το προσφέρω στον Κύριο, μαζί Της. Τα μάτια μου δεν είναι πλέον καλά... επίσης και τα οικονομικά μας έχουν λιγοστέψει από φόρους και κακοτυχίες... Δεν μπορώ να κάνω έξοδα. Ετοίμασα μόνο τα ρούχα Της για τον καιρό που θα βρίσκεται στον Οίκο του Κυρίου και μετά... επειδή δεν νομίζω ότι θα βρίσκομαι εκεί να Τη ντύσω για το γάμο Της, αλλά θέλω να είναι τα χέρια της μητέρας Της - ακόμη και αν είναι κρύα και ακίνητα - που θα Την ετοιμάζουν για το γάμο και θα Της υφάνουν λινά και φορέματα».

«Ω! Γιατί σκέπτεσαι έτσι!;»
«Γέρασα, καλή μου ξαδέλφη. Ποτέ δεν το ένοιωσα τόσο πολύ όπως το αισθάνομαι τώρα στο μεγάλο μου πόνο. Έδωσα και την τελευταία ρανίδα δύναμης της ζωής μου σ’αυτό το λουλούδι, να Την γεννήσω και να Την φροντίσω, και τώρα ο πόνος που Την χάνω μου παίρνει και την τελευταία μου δύναμη και την εξανεμίζει».

«Μην το λες αυτό για χάρη του Ιωακείμ».
«Ναι έχεις δίκιο. Θα προσπαθήσω να ζήσω για τον άνδρα μου».
Ο Ιωακείμ υποκρίνεται ότι δεν άκουσε τίποτα, και ότι άκουγε δήθεν τον Ζαχαρία, αλλά είχε ακούσει και αναστέναξε βαθιά ενώ στα μάτια του έλαμπαν τα δάκρυα.
«Είναι μεταξύ της τρίτης και της έκτης το απόγευμα. Νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε», λέει ο Ζαχαρίας.

Όλοι σηκώνονται, βάζουν τους μανδύες τους και ετοιμάζονται. Αλλά πριν βγουν έξω, η Μαρία γονατίζει στο κατώφλι με τα χεράκια Της τεντωμένα ψηλά: ένα μικρό χερουβείμ που ικετεύει... «Πατέρα! Μητέρα! Την ευχή σας, παρακαλώ».

Δεν κλαίει το μικρό γενναίο κορίτσι. Αλλά τα χείλη Της τρέμουν και η φωνή Της, σπασμένη από ένα λυγμό, μοιάζει περισσότερο από ποτέ με το τρεμουλιαστό τιτίβισμα ενός περιστεριού. Το πρόσωπό Της είναι χλωμό και τα μάτια Της έχουν την όψη μιας καρτερικής θλίψης την οποία θα ξαναδώ στον Γολγοθά και στον Πανάγιο Τάφο, που είχαν τόσο μεγάλο πόνο, που ήταν αδύνατον να Την κοιτάζεις και να μην υποφέρεις.

Οι γονείς Της Την ευλόγησαν και Τη φίλησαν: μία φορά, δύο, δέκα φορές, ποτέ δεν χόρταιναν... Η Ελισάβετ κλαίει σιωπηλά και ο Ζαχαρίας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του, είναι πολύ συγκινημένος. Βγαίνουν έξω. Η Μαρία είναι ανάμεσα στον πατέρα Της και τη μητέρα Της, όπως πριν. Ο Ζαχαρίας και η γυναίκα του πηγαίνουν μπροστά.

Τώρα βρίσκονται μέσα στα τείχη της Ιερουσαλήμ.
«Θα πάω στον Αρχιερέα. Εσείς πηγαίνετε στο Μεγάλο Εξώστη».

Διασχίζουν τρεις αυλές και τρεις αίθουσες που βρίσκονται η μία πάνω από την άλλη. Τώρα βρίσκονται στη βάση του τεράστιου μαρμάρινου κτηρίου που είναι στεφανωμένο με χρυσάφι. Κάθε θόλος είναι κυρτός σαν ένα τεράστιο μισό πορτοκάλι που λαμποκοπάει στον ήλιο, και τώρα το καταμεσήμερο, φωτίζει τη μεγάλη αυλή που περικλείει το μοναδικό κτήριο και την πλημμυρίζει με το εκτυφλωτικό φως που διαχέεται στην αυλή και στα σκαλοπάτια που οδηγούν στο Ναό. Μόνον η πύλη απέναντι από τα σκαλοπάτια είναι στη σκιά, κατά μήκος της πρόσοψης. Στη σκιά είναι και η πολύ ψηλή πύλη από χρυσό και μπρούτζο που φαίνεται ακόμη πιο σκούρα και δείχνει μόνη μπροστά σε αυτό το άπλετο φως.

Η Μαρία, σε τόσο ήλιο είναι πιο λευκή και απ’ το χιόνι. Βρίσκεται τώρα στα πρώτα σκαλοπάτια, ανάμεσα στον πατέρα Της και την μητέρα Της. Πόσο βιαστικά πρέπει να χτυπούν οι καρδιές τους! Η Ελισάβετ είναι δίπλα στην Άννα, και λίγο πιο πίσω, περίπου στο μισό βήμα.

Με τον ήχο από ασημένιες τρομπέτες η πύλη περιστρέφεται στους μεντεσέδες της, οι οποίοι μοιάζει να μιμούνται τον ήχο κιθάρας, ενώ γυρίζουν πάνω σε χάλκινες σφαίρες. Το εσωτερικό του Ναού αρχίζει να διακρίνεται με τα πολλά καντηλέρια στο βάθος. Μια πομπή κινείται από το βάθος προς την πύλη, μια επιβλητική πομπή με ασημένιες τρομπέτες, σύννεφα από θυμίαμα και φώτα.

Τώρα βρίσκεται στο κεφαλόσκαλο. Μπροστά είναι ο Αρχιερέας… ένας σεβάσμιος γηραιός άνδρας, ντυμένος με φίνο λινό ένδυμα καλυμμένος με έναν κοντό μανδύα και πάνω του ένα είδος φαιλονίου, κάτι μεταξύ του φαιλονίου και του ενδύματος του διάκου (της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας).

Η φορεσία του Αρχιερέα είναι πολύχρωμη, πορφυρή και χρυσή, βιολετί και άσπρη, λάμπει σαν τα πολύτιμα πετράδια στον ήλιο. Δυο αληθινά πετράδια λάμπουν έντονα πάνω στους ώμους του. Ίσως να είναι αγκράφες με τα ακριβά στολίδια τους. Πάνω στο στήθος του γυαλίζει μια μεγάλη μεταλλική πλάκα με πολύτιμους λίθους που κρέμεται από μια χρυσή αλυσίδα. Διάφορα παντατίφ και άλλα διακοσμητικά στολίζουν τον κοντό μανδύα του, και πάνω από το μέτωπό του μια μίτρα του λάμπει στο χρυσάφι, και μου θυμίζει τις μίτρες που φορούν οι Ορθόδοξοι ιερείς, γιατί έχει το σχήμα θόλου αντί των δυο μυτερών άκρων όπως η μίτρα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Το επίσημο πρόσωπο κινείται μπροστά, μόνο, μέχρι εκεί που αρχίζουν τα σκαλοπάτια, και μέσα στη λιακάδα φαίνεται ακόμη πιο μεγαλοπρεπές. Οι άλλοι στέκονται και περιμένουν σε κύκλο κάτω από ένα σκέπαστρο στη σκιά, έξω από την πύλη. Στα αριστερά είναι μια ομάδα από κορίτσια, ντυμένα στα λευκά με την προφήτισσα Άννα και άλλες γηραιές διδασκάλισσες.

Ο Αρχιερέας κοιτάζει το μικρό κορίτσι και χαμογελάει. Πρέπει να δείχνει πολύ μικρούλα στα πρώτα Της βήματα στη βάση της μεγάλης αυτής κλίμακας, ισάξια ενός αιγυπτιακού ναού!

Σηκώνει τα χέρια του στον ουρανό σε προσευχή. Όλοι σκύβουν τα κεφάλια τους με υποδειγματική ταπείνωση μπροστά στην επικοινωνία του ιερέα με τον Ύψιστο. Μετά... γνέφει στη Μαρία. Και Αυτή, αποχωρίζεται τον πατέρα Της και τη μητέρα Της, και σαν μαγεμένη, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Και χαμογελάει, χαμογελάει στη ζώνη του Ναού που βρισκεται στη σκιά, εκεί που κρέμεται το πολύτιμο Παραπέτασμα… Έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι, στα πόδια του Αρχιερέα, ο οποίος θέτει τα χέρια του στο κεφάλι Της. Το θύμα έγινε δεκτό. Αγνότερο θύμα δεν είχε δεχθεί ποτέ ο Ναός!

Κατόπιν στρέφετει και θέτοντας το χέρι του τον ώμο της μικρής αμόλυντης Αμνάδας, σαν να την οδηγούσε στο βωμό, Την οδηγεί προς την πύλη του Ναού και πριν Της επιτρέψει να περάσει, Τη ρωτάει: «Μαρία του Δαβίδ, γνωρίζεις τον όρκο Σου;» Και όταν απαντάει «ναι» με την ασημένια φωνή Της, αυτός φωνάζει δυνατά: «Τότε είσελθε. Προχώρα στην παρουσία μου και να είσαι τέλεια».

Η Μαρία μπαίνει και Την καταπίνει το σκοτάδι. Κατόπιν εισέρχεται η ομάδα με τις παρθένες και τις δασκάλες, μετά οι λευίτες και Την εξαφανίζουν από το βλέμμα... Τώρα πλέον δεν φαίνεται... Η πόρτα κλίνει περιστρεφόμενη στους μεντεσέδες της. Από το μικρό άνοιγμα που όσο πάει και στενεύει, η πομπή φαίνεται να προχωράει προς το Ιερό. Τώρα φαίνονται ελάχιστα. Τώρα καθόλου. Έκλεισε.

Η τελευταία συγχορδία των μεντεσέδων παίρνει απάντηση από το αναφιλητό των δυο ηλικιωμένων γονέων που φωνάζουν μαζί: «Μαρία! Κόρη!» Μετά δυο αναστεναγμοί, ο ένας προς τον άλλο: «Άννα, Ιωακείμ!» Τελικά ψιθυρίζουν: «Ας έχει δόξα ο Κύριος που Την δέχεται στον Οίκο Του και Την οδηγεί στα βήματά Του».

Και όλα τελειώνουν έτσι.

Ο Ιησούς λέει:
«Ο Αρχιερέας είπε: «Προχώρα στην παρουσία μου και να είσαι τέλεια». Ο Αρχιερέας δεν γνώριζε ότι μιλούσε στη Γυναίκα που είναι κατώτερη μόνον από τον Θεό σε τελειότητα. Αλλά μιλούσε στο όνομα του Θεού, και γι’ αυτό το λόγο η διαταγή του ήταν ιερή. Πάντοτε ιερή, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την Γεμάτη Σοφία.

H Μαρία ήταν άξια αυτής της Σοφίας, διότι από την αρχή της ζωής Της αγρυπνούσε στην πόρτα Της, επειδή ήθελε να διδαχτεί, από αγάπη  ήθελε να είναι αγνή για να επιτύχει την τέλεια αγάπη και να αξίζει να την έχει ως δάσκαλό Της».

Στην ταπεινότητά Της δεν γνώριζε ότι κατείχε τη Σοφία ακόμη πριν γεννηθεί και  ότι η ένωση με τη Σοφία δεν ήταν παρά η συνέχεια του θείου παλμού του Παραδείσου. Δεν μπορούσε να το φανταστεί. Και όταν ο Θεός Της ψιθύρισε ουράνια λόγια στα βάθη της καρδιάς Της, στην ταπεινότητά Της , τα νόμιζε σκέψεις υπερηφάνειας, και υψώνοντας την αγνή καρδιά Της στον Θεό, Τον ικέτευε: «Κύριε, δείξε έλεος στη δούλη Σου!»

Ω! Είναι αλήθεια ότι η αληθινά Σοφή, η αιώνια Παρθένος, είχε μόνο μια σκέψη από την αρχή της ζωής Της: να υψώνει την καρδιά Της στο Θεό από την αυγή της ζωής Της και να αγρυπνεί για τον Κύριο, προσευχόμενη στον Ύψιστο, ζητώντας συγνώμη για την αδυναμία της καρδιάς Της, όπως Την έπειθε η ταπεινότητά Της, χωρίς να γνωρίζει ότι ζητούσε την εφαρμογή της συγνώμης για τους αμαρτωλούς, την οποία θα ζητούσε κάτω από τον Σταυρό μαζί με τον ετοιμοθάνατο Υιό Της.

Αργότερα θα καταλάβαινε την μεγάλη Της αποστολή. Για την ώρα είναι μόνον ένα παιδί, που στην ιερή ειρήνη του Ναού, δημιουργεί στενότερες σχέσεις τρυφερότητας, συνομιλιών και αναμνήσεων με τον Θεό.

Αυτό είναι για όλους. Αλλά για σένα Μαρία (Βαλτόρτα), κοίταξε για άλλη μία φορά τη Μητέρα. Και σκέψου αυτό που αγνοούν τόσοι πολλοί ή θέλουν να αγνοούν, διότι η θλίψη είναι πράγμα αρκετά αχάριστο για τα γούστα και το πνεύμα τους. Η θλίψη. Η Μαρία υπέφερε από θλίψη την αρχή της ζωής Της. Για να είναι τέλεια, όπως ήταν, προϋποθέτει να κατέχει την τέλεια ευαισθησία. Συνεπώς η θυσία έπρεπε να είναι πιο έντονη, και συνεπώς πιο αξιέπαινη. Αυτός που κατέχει την αγνότητα κατέχει την αγάπη, αυτός που κατέχει την αγάπη κατέχει τη σοφία, αυτός που κατέχει τη σοφία κατέχει τη μεγαλοψυχία και τον ηρωισμό, διότι γνωρίζει γιατί θυσιάζεται.

Υψώστε το πνεύμα σας, ακόμη και αν ο σταυρός σας διπλασιάζεται, σας τσακίζει, σας σκοτώνει! Ο Θεός είναι μαζί σας».

ΠΗΓΗ: "The Gospel as revealed to me", της Μαρίας Βαλτόρτα.

ΑΠΟΔΟΣΗ: Αγγελική Σ. Νατσούλη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ανάσταση του Λαζάρου - μέρος Β'

'Το Ευαγγέλιο όπως μου υπαγορεύτηκε' γιατί το έκανε ο Ιησούς;